Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Jerichow




Σκηνοθεσία: Christian Petzold
Παραγωγής: Germany / 2008
Διάρκεια: 93'


Ο Christian Petzold, έναν χρόνο μετά το επιτυχημένο Yella, επιχειρεί ένα δράμα χαρακτήρων. Με φόντο τα θανάσιμα αμαρτήματα της λαγνείας και της φιλαργυρίας.


Απόστρατος(Benno Fürmann) βρίσκεται σε εξαιρετικά μεγάλη ανάγκη για εργασία. Η μοίρα τον φέρνει οδηγό ενός ευκατάστατου Τούρκου διανομέα τροφίμων, του Ali. Χάρις τις ηρωικές του πράξεις, ο Fürmann, κερδίζει αμέσως την εμπιστοσύνη του αφεντικού του. Όμως μαζί με την εμπιστοσύνη κερδίζει και τη γυναίκα του, τη Laura, μια όμορφη ξανθιά καλλονή. Έτσι σχηματίζεται ένα ανισόρροπο τρίγωνο. Το οποίο γίνεται ακόμα πιο ιδιόρρυθμο αν συνυπολογίσουμε το σκοτεινό παρελθόν της Laura και το αβέβαιο μέλλον του Ali.

Ο Γερμανός σκηνοθέτης θα διηγηθεί μια ιστορία σε συχνότητες τραγωδίας. Παράνομοι έρωτες, παθιασμένες σχέσεις, φθόνος, ανυπέρβλητα εμπόδια είναι τα στοιχεία που εναλλάσσονται διαρκώς! Ενώ το πρωταγωνιστικό τρίο βασανίζεται απ' το ακατόρθωτο των επιθυμιών, το τρωτό της ανθρώπινης φύσης και τον βιοποριστικό δουλικό καταναγκασμό.


Η ταινία σε επίπεδο πλοκής, δεδομένου και των αρκετών ανατροπών, κυλάει με ενδιαφέρον. Ο Petzold έχει καταφέρει να τοποθετήσει διάσπαρτα διάφορα κοινωνικοπολιτικά και φιλοσοφικά στοιχεία. Ωστόσο το άγαρμπο σενάριο αδυνατεί να δώσει την ώθηση, που ίσως επιθυμούσε ο δημιουργός. Τόσο οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων πατούν σε υπερβολικά τεχνάσματα, όσο και οι ήρωες, ως προς τον εαυτό τους, υποδύονται εξαιρετικά ανολοκλήρωτους χαρακτήρες.
Βαθμολογία 5/10

In Search of a Midnight Kiss



Σκηνοθεσία: Alex Holdridge
Παραγωγής: Usa / 2007
Διάρκεια: 90'


Πρόκειται για ένα ρομαντικό σεργιάνι στην πολιτεία του Λος Άντζελες, παραμονή Πρωτοχρονιάς, δύο νέων άγνωστων μεταξύ τους, χαμένων σε έναν άγνωστο κόσμο. Και όλα αυτά σε μια ταινία που το Manhattan του Woody Allen και τα Before Sunrise/Sunset του Richard Linklater, δυστυχώς, αποτελούν κάτι περισσότερο από σημείο αναφοράς.


Ο Alex Holdridge θα μας μεταφέρει σε έναν τραυματικά επίκαιρο κόσμο. Αποπροσανατολισμένο μες στους φρενώδης ρυθμούς του. Ο φόβος της αποξένωσης και της απομόνωσης είναι καταστροφικός. Ο πόθος για ένα τρυφερό χάδι μοιάζει επίπονος. Τη στιγμή που τα φαντάσματα της κατάθλιψης καιροφυλακτούν την ώρα που πέφτει η μεταμεσονύκτια αυλαία. Σε αυτόν τον κόσμο τα χάπια της εικονικής ζωής(facebook, hotmail, κλπ κλπ) γνωρίζουν άνθιση. Τη στιγμή που οι άνθρωποι ταΐζουν τις ανασφάλειες τους σε ανέπαφες σχέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μητέρα του πρωταγωνιστή, αλλά και το φιλικό ζευγάρι. Με αυτό το background ο καταθλιπτικός Wilson(Scoot McNairy) πείθεται απ' το φίλο του να καταχωρήσει μια διαδικτυακή αγγελία. Η εκκεντρική Vivian(Sara Simmonds) θα απαντήσει. Και αφού τον περάσει από ακρόαση, θα ξοδέψει μαζί του την ημέρα της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Μόνο που το ραντεβού εξελίσσεται σε ένα ρομαντικό δέσιμο, που ούτε καν το είχαν φανταστεί.


Η ταινία είναι ένας απόγονος των Before Sunrise/Sunset. Οι ήρωες περιπλανώνται μέσα στο Λος Άντζελες, και κυρίως μέσω του λόγου αναπτύσσουν ένα σφιχτό δέσιμο μεταξύ τους. Σε μια συγκινητική ρομαντική ιστορία που αποτελεί και αφορμή για ένα τραυματικό ταξίδι ενδοσκόπησης. Μόνο που οι Scoot McNairy-Sara Simmonds υστερούν ως ήρωες των Ethan Hawke-Julie Delpy(Before Sunrise). Έχοντας πάνω τους μια πιο επιπόλαια-ανάλαφρη Αμερικάνικη χροιά. Ενώ και το In Search of a Midnight Kiss είναι εμφανώς πιο δραματικοποιημένο, που ενίοτε υποκύπτει σε αχρείαστες υπερβολές.


Αυτό που δίνει μεγάλη ώθηση όμως στο film είναι ο τρόπος που κινηματογραφείται το Λος Άντζελες. Σε ασπρόμαυρο φόντο. Και το ρυθμικό μοντάζ του Alex Holdridge, σε συνδυασμό με τις κεκλιμένες λήψεις, δίνει σε κάθε πτυχή της πόλης μια ελκυστική γοητεία. Ένα αποτέλεσμα που μας παραπέμπει άμεσα στην επίσης σαγηνευτική βιογραφία τς Νέας Υόρκης, δια χειρός Woody Allen(Manhattan). Στα συν, οφείλουμε να προσθέσουμε και την θετικότατη μουσική ενορχήστρωση της ταινίας.

Τέλος, το In Search of a Midnight Kiss είναι μια ταινία που κερδίζει τη συγκίνηση. Και σίγουρα απευθύνεται σε εσένα, αν μετά τα μεσάνυχτα γυρεύεις ένα τρυφερό φιλί, ή μια ζεστή κουβέντα για να επουλώσεις τις μύχιες πληγές σου.
Βαθμολογία 6/10

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Coffee and Cigarettes



Σκηνοθεσία: Jim Jarmusch
Παραγωγής: USA / Japan / Italy / 2003
Διάρκεια: 95'

Το Coffee and Cigarettes είναι ένα κολάζ 11 ταινιών μικρού μήκους σε ασπρόμαυρο φόντο, αριστοτεχνικά πλανοθετημένων. Σε αυτές τις 11 ιστορίες παρελαύνουν δημοφιλέστατοι ηθοποιοί. Ανάμεσα τους ο Roberto Benigni, ο Iggy Pop, ο Tom Waits, η Cate Blanchett και ο Bill Murray.


Το Coffee and Cigarettes, όσο και αν ακούγεται παράξενο, όσο και αν τα αποτσίγαρα και οι κούπες σχηματίζουν σωρούς στα τραπέζια των ομιλούντων, δεν είναι μια ταινία για τον καφέ και τα τσιγάρα. Είναι μια ταινία για την νευρικότητα που βιώνουν οι άνθρωποι, καπνίζοντες και μη, fan του καφέ ή όχι, απέναντι σε στιγμές σιωπής, σε μονότονους διαλόγους, σε αμήχανες καταστάσεις. Έτσι ο Jim Jarmuch σκηνοθετεί ανθρώπους που φλυαρολογούν ακατάπαυστα πάνω από ένα τραπέζι, που βρίσκονται στη διαρκή αμηχανία της "εσωτερικής σιωπής" ή του μη ενδιαφέροντος. Και ο καφές και τα τσιγάρα, σε αυτές τις στιγμές, γίνονται τα υλικά στα οποία στρέφεται ο άνθρωπος. Το συμπλήρωμα ή το ναρκωτικό που υποκαθιστά το κενό εντός μας, και αναλαμβάνει να θρυμματίσει την προαναφερθέν αμηχανία. Μια τάση που έχει δημιουργήσει τελικά τη γενιά του καφέ και του τσιγάρου.


Ένας σκηνοθέτης του αναστήματος του Jim Jarmusch, μπορεί να καλύψει αυτή τη θεματολογία σε μια ταινία 15 λεπτών. Ωστόσο το Coffee and Cigarettes διαρκεί 95 λεπτά. Πρόκειται για μια διαρκώς επαναληπτική ταινία. Μα η επανάληψη εδώ δεν προδίδει την απουσία σκηνοθετικής οικονομίας, αλλά αντιθέτως αποτελεί ένα παμπόνηρο τέχνασμα, σύμφωνο με τη φιλοσοφία του film. Ο θεατής καταλαμβάνεται από μια υπέρμετρη αμηχανία και μια νευρικότητα, παρακολουθώντας μια ταινία στην οποία τίποτε δε συμβαίνει. Μια αμηχανία όμοια με αυτή των ηρώων που καταφεύγουν στον καφέ και τα τσιγάρα. Έτσι ο πολυαγαπημένος σκηνοθέτης καταφέρνει να αποδείξει, με τον πιο άμεσο τρόπο, την εσωτερική αδυναμία του μέσου ανθρώπου απέναντι στις λεγόμενες "νεκρές" στιγμές.


Ο Jim Jarmuch δε χάνει την ευκαιρία να "παίξει" και στο φινάλε του film, το οποίο, για όσους δεν το τελειώσουν, θα κλείσει με την πιο βαρετή ιστορία. Δύο ηλικιωμένων ανθρώπων που δεν έχουν την ενέργεια ούτε καν να μιλήσουν. Συνοδεία τους θα αφουγκραστούμε ένα μουσικό κομμάτι όπερας. Της όπερας που έχει απορριφθεί απ' τον συλλογικό κόσμο, που της έχει αποδώσει το στίγμα του βαρετού και του μη ενδιαφέροντος!
Βαθμολογία 7/10

Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

Duplicity



Σκηνοθεσία: Tony Gilroy
Παραγωγής: USA / Germany / 2009
Διάρκεια: 125'


Αν αποδίδαμε έναν όρο στο Αμερικάνικο σινεμά των studio, αυτός θα ήταν συμβιβασμένο cinema. Υπό την έννοια ότι τα προϊόντα, οι ταινίες δηλαδή, είναι συμβιβασμένες με συγκεκριμένα εκφραστικά μέσα και με επίσης συγκεκριμένα δραματουργικά τεχνάσματα. Ακολουθούν τη λεγόμενη κλισέ σημειολογία, η οποία είναι ηθικά αποδεκτή στο ευρύ κοινό, και ταυτόχρονα συχνά υπαγορεύει και την εισπρακτική επιτυχία μιας ταινίας. Υπό την έννοια ότι τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του Αμερικάνικου σινεμά, κυρίως ως προς τον τρόπο ξεδίπλωσης της πλοκής, αναπτύσσουν εθιστικούς δεσμούς με το κοινό. Το οποίο πλέον δύσκολα αποχωρίζεται την γνωστή και εύκολη υφή των συγκεκριμένων ταινιών για τις λεγόμενες πρωτοποριακές (μη συμβιβασμένες) ταινίες. Για να μην παρεξηγηθώ όμως, δεν θα ήθελα να αναγάγω ολόκληρο το Αμερικάνικο σινεμά των studio στο προαναφερθέν σχόλιο. Κάτι τέτοιο θα ήταν τουλάχιστον επιπόλαιο.

Νομίζω πως είναι αυτονόητο πως πάσης φύσης συμβιβασμοί λειτουργούν περιοριστικά για τα δημιουργήματα και για τον καθολικό χαρακτήρα της Τέχνης. Και για να μη γενικολογώ μιλώντας για συμβιβασμούς θα ήθελα να δώσω μερικά παραδείγματα. Είναι σχεδόν αναπόφευκτο σε Αμερικάνικες ταινίες να υπάρχουν "θετικές" ερωτικές σχέσεις, πάντα σε ρομαντικό πλαίσιο, και αποτυπωμένες με έναν σεξουαλικά αποδεκτό τρόπο. Στο άλλο άκρο μια ταινία περιπετειώδης θεματολογίας "παντρεύεται" υπερβολικές σκηνές δράσης(η βία ωστόσο είναι πάντα περιορισμένη). Και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με δεκάδες άλλες "κλισέ" πτυχές μιας "Αμερικάνικης" ταινίας. Αλλά ας έρθουμε στο Duplicity. To Duplicity δείχνει να ξεχωρίζει των ανάλογων ταινιών της σειράς. Όχι δεν πρωτοστατεί πουθενά. Αντιθέτως θα λέγαμε! Απλά καταφέρνει να ενσωματώσει τις απαραίτητες υπερβολές με τον λιγότερο δυνατό ζημιογόνο τρόπο. Και σε μεγάλο βαθμό οι υπερβολές αυτοαναιρούνται μέσα απ' το πρίσμα μιας screwbal οπτικής. Και όταν μιλάω για ταινίες της σειράς, μιλάω για ταινίες που εφάπτονται σε σοβαρά θέματα του καιρού μας, με μια αναπόφευκτα(το αναπόφευκτο αιτιολογήθηκε παραπάνω) περιορισμένη-ξόφαλτση προσέγγιση. Πρόχειρα μου έρχονται τα Body Of Lies, Michael Clayton, Slumdog Millionaire κλπ.


Το Duplicy είναι μια κατασκοπική ταινία. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο απαρτίζουν οι δημοφιλής Julia Roberts, Clive Owen. Οι οποίοι υποδύονται το κατασκοπικό προσωπικό πολυεθνικών εμπορικών εταιριών. Μέσα σε ένα καθεστώς λυσσαλέας ανταγωνιστικότητας, αφερεγγυότητας και ανειλικρίνειας αναπτύσσεται και μια σχέση μεταξύ τους. Το ίδιο αφερέγγυα. Και οι δύο τους, εργαζόμενοι για ανώτερα αφεντικά, θα κυνηγήσουν τα πολλά λεφτά, προσπαθώντας να είναι οι πρώτοι που θα αποκτήσουν τα ακριβά μυστικά. Από εξαπατητές, εξαπατημένοι. Από πρωταγωνιστές, κομπάρσοι. Και το αντίστροφο. Σε μια ανατρεπτική κομεντί.


Ο Tony Gilroy θα εσωκλείσει την πλοκή του σε μια χρονική ασυνέχεια. Ο χρόνος άλλωστε αποτελεί απλά το συστατικό των σχολαστικών λυτών του γρίφου. Η ταινία μες στην χρονική ασυνέχεια της δίνει μια ατέρμονη αίσθηση σε αυτόν τον νέο "σιωπηλό" πόλεμο που γνωρίζει ο αιώνας μας. Κάτι που ενδυναμώνεται και με τα split screens κάδρα, τα οποία αποσκοπούν στο να δώσουν ευρύτερο χαρακτήρα στα γεγονότα. Κινηματογραφικά παρατηρούμε μια ασυνήθιστη εναλλαγή, για ταινία αυτής της κόπιας, ευρυγώνιων φακών και τηλεφακών. Που εναρμονίζεται με την γενικότερη ανατρεπτική τάση.

Το Duplicity, έστω και με αυτόν τον επιφανειακό τρόπο, ρίχνει μια απολαυστική ματιά στο σύγχρονο επιχειρησιακό γίγνεσθαι. Τη στιγμή που ο πολιτισμός (και η διπλωματία) έχουν αναιρέσει τη βία (δεν υπάρχει η παραμικρή σκηνή βίας), έχουν εκστασιαστεί τα υποκατάστατα φαινόμενα. Το τεχνολογικό έγκλημα γνωρίζει τα φόρτε του, οι υποκλοπές και η κατασκοπία ανθίζουν, η ειλικρίνεια είναι εξαφανιστέα και η εμπιστοσύνη απλά άγνωστη. Και το οξύμωρο, σε έναν τέτοιο ανιαρό κόσμο, οι προτεραιότητες της ανθρωπότητας είναι η εύρεση μαγικών σαμπουάν που θα καταπολεμούν την φαλάκρα! Για αυτό το σαμπουάν, πολυεθνικοί πόλεμοι γίνονται. Έστω και σιωπηλοί.


Μια καυστική ματιά θα εντοπίσουμε επίσης στην στάση της εξέλιξης του ανθρώπινου πνεύματος. Όπως μας λέει ο Tony Gilroy, το πνεύμα έχει πάψει πλέον να εξελίσσεται. Μόνο περιορίζεται σε πονηριά και πανουργία, στοιχεία που αποτελούν και μοναδικό ανταγωνιστικό αποτέλεσμα στους κολοσσιαίους εμπορικούς οργανισμούς. Ο "σιωπηλός" πόλεμος, σε έναν ανέπαφο και απρόσωπο κόσμο, έχει ρίξει παντού τα δίχτυα του και έχει υποκαταστήσει τη βαρβαρότητα άλλων πολέμων(όχι ότι αυτοί εκλείπουν). Η βία έχει υποκατασταθεί απ' την ανουσιότητα και ο επεκτατικός ιμπεριαλισμός απ' τις καπιταλιστικές ορέξεις για κυριαρχίας στην αγορά. Με τους άρχοντες και τα ιστάμενα υψηλά πρόσωπα να βαυκαλίζονται με τρίχες, να συντηρούν την ανοησία και να τη μεταχειρίζονται προς όφελος τους, πλαταίνοντας τη φιλαργυρία τους.
Βαθμολογία 6,5/10

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Το Μετέωρο Βήμα Του Πελαργού



Σκηνοθεσία: Theodoros Angelopoulos
Παραγωγής: France / Greece / Italy / Switzerland / 1991
Διάρκεια: 126'


To "Το Μετέωρο Βήμα Του Πελαργού" είναι μια ταινία για κάθε λογής σύνορα. Για τα όρια εκείνα που συρρικνώνουν τον χώρο, πνευματικό και υλικό, σε μία χούφτα χώμα. Για τον αυτοπεριορισμό του ανθρώπου σε συνοριακά τοιχώματα, ξεπουλώντας την ελευθερία του. ("Το σπίτι μας είναι σπίτι σου.Το σπίτι μας... Περάσαμε τα σύνορα και είμαστε ακόμα εδώ. Μα πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε, για να πάμε σπίτι μας;" λέει χαρακτηριστικά ο Mastroianni σε ένα κομβικό σημείο του έργου).


Ένας ρεπόρτερ(Gregory Patrikareas) βρίσκεται στα σύνορα για να ερευνήσει την κατάσταση της μετανάστευσης στον Ελλαδικό χώρο. Κάπου εκεί θα βρεθεί μπρος σε μια φιγούρα που ταιριάζει απόλυτα με αυτή ενός εξαφανισθέντα, μάλον "ασυνήθιστου", πολιτικού(Marcello Mastroianni). Ο ρεπόρτερ θα αποταθεί για πληροφορίες στην πρώην σύζυγο(Jeanne Moreau) του εξαφανισθέντα. Μπορεί να μην εξακριβώσουμε ποτέ αν τα πρόσωπα αντιστοιχίζονται, ακόμα και αν όλα τα αινίγματα συνηγορούν θετικά. Ωστόσο, θα εξερευνήσουμε έναν μοναχικό άνθρωπο, μια σπάνια προσωποποίηση της αλήθειας στα σπάργανα ενός απρόσωπου κόσμου. Και μαζί του θα τολμήσουμε το ακριβοθώρητο πέταγμα άνωθεν των ασφυκτικών συνοριακών γραμμών.


Παρακολουθώντας το έργο του Αγγελόπουλου αποκομίζεις μια παράξενη αίσθηση. Την αίσθηση ενός γνήσιου auteur που χρησιμοποιεί το cinema για να κοινοποιήσει τα τραυματικά προβλήματα του, ώστε να τα απαλύνει και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει τον απαραίτητο αναπνεύσιμο αέρα για τον εαυτό του. Άλλωστε αυτή η προβληματική, που ανέρχεται απ' ένα αλλόκοσμο και ομιχλώδες πέπλο μυστηρίου, εμφανίζει έναν υπερευαίσθητο ουμανιστικό λυρισμό. Προσωπικά σε αυτόν τον ευαίσθητο λυρισμό εντοπίζω το πρόβλημα του Αγγελόπουλου να γίνει αποδεκτός από ένα ευρύτερο κοινό. Καθώς οι ευαισθησίες του δημιουργού δε χωρούν στον συμβιβασμένο και βάρβαρο κόσμο.


"Το Μετέωρο Βήμα Του Πελαργού" ενέχει μια εύθραυστη ποιητική χροιά. Ο Λόγος και η Εικόνα στα χέρια του Έλληνα δημιουργού συνθέτουν τους υπαρξιακούς στίχους μιας ανήσυχης ποιητικότητας. Μιας ποιητικότητας ικανής να μολύνει τις χρόνια στεγνές πληγές σου. Άλλο ένα στοιχείο άξιο αναφοράς είναι ο καλοκουρδισμένος τρόπος λειτουργίας του cast, και η σκηνοθετική προσέγγιση αυτού. Το οποίο αν μη τι άλλο απαρτίζεται από σπουδαίους ηθοποιούς. Ο εκπληκτικός Marcello Mastroianni, αυτεξόριστος απ' τον κόσμο, προσωποποιεί μια καθαρή μορφή αλήθειας. Ο Gregory Patrikareas στο ρόλο του φτηνού επαγγέλματος του ρεπόρτερ, θα 'ρθει για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την αλήθεια που προσωποποιεί ο Mastroianni. Με τα συναισθήματα. Και αναζητώντας τις απαντήσεις στο φερόμενο ρεπορτάζ του, στην ουσία ακολουθεί τα ίχνη των δικών του αναπάντητων υπαρξιακών ερωτημάτων. Γέφυρα των δύο αποτελεί η Jeanne Moreau. Η οποία ενσαρκώνει μια γυναίκα βασανισμένη απ' την αδυναμία της να κατανοήσει τον πρώην σύζυγό της και την εξαφάνιση του. Και έτσι στρέφεται στο αλκοόλ της κοσμικότητας για να εξομαλύνει τις αιχμηρές μνήμες.


Παρακολουθώντας την συνολική φιλμογραφία του Αγγελόπουλου εντοπίζουμε, μεταξύ άλλων, την εμμονή για τον εντοπισμό των λέξεων κλειδιών που θα ξεκλειδώσουν το Απόλυτο, το συλλογικό όνειρο από τη ναφθαλίνη. Σε αυτή την εμμονή του μοιάζει απογοητευμένος από τον κόσμο, από τις συμβατικές μάζες, που περιορίζονται σε χώρους στενά περιφραγμένους. Αυτό το στοιχείο είναι διάχυτο και σε ετούτη την ταινία. Ο όχλος κινηματογραφείται ως μια απρόσωπη μάζα. Μια μάζα δίχως ενδιαφέρον. Που πάντα από μέσα της δραπετεύει το Ένα. Το ατομικό στοιχείο στο οποίο συμπυκνώνεται η αλήθεια. Τον ρόλο του Ενός απαρτίζουν εδώ, διαδοχικά, οι Patrikareas, Moreau, Mastroiannis, αλλά και η νεαρά Hrisikou.


Μεγάλη προσοχή συγκεντρώνει και το καδράρισμα των πορτών ως αντικείμενα. Οι πόρτες που ορίζουν το εντός και το εκτός ενός χώρου. Οι πόρτες που υπονοούν το πέρασμα σε διακριτούς χώρους, σε διακριτές καταστάσεις. Καθώς μες στις συνοριακές γραμμές, τις νοητικές, τις πολιτικές, τις θρησκευτικές και τις χωροταξικές, έχει χαθεί προ πολλού η έννοια της ενότητας και της ολότητας. Και εμείς μετεωριζόμαστε πάνω από αυτές τις λεπτές γραμμές των συνόρων. Όπου ένα βήμα ισοδυναμεί με θάνατο. Και ο θάνατος ισοδυναμεί με το τέλος. Ή μήπως με την οριστική απελευθέρωση; Με το φτερούγισμα του πελαργού στο άπειρο. Άνωθεν των συνοριακών γραμμών που αιχμαλωτίζουν, που κατακερματίζουν την ελευθερία.
Βαθμολογία 9/10

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Synecdoche, New York



Σκηνοθεσία: Charlie Kaufman
Παραγωγής: USA / 2008
Διάρκεια: 124'


Αγαπητέ θεατή προτού δεις αυτή την ταινία θα ήθελα να σου ζητήσω, για καλό δικό σου αλλά και του έργου, να απαλλαχθείς απ' τις σύνηθες προσδοκίες σου. Το είχαμε ψιλιαστεί ότι κάτι "δεν πάει καλά" με τον σεναριογράφο Charlie Kaufman(Eternal Sunshine of the Spotless Mind, Adaptation., Being John Malkovich). Ωστόσο εδώ, στη "Συνεκδοχή Της Νέας Υόρκης", στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο θα μας διαλύσει κάθε επιφύλαξη. Τίποτα δεν πάει στα καλά του! Η δομή της αφήγησης στις ταινίες που υπογράφει ο Kaufman παρεκκλίνει της συμβατικής, ακαδημαϊκής, λογικής -θα το τολμήσω- σημειολογίας. Το έργο του Kaufman φέρεται να λειτουργεί ως μια σπουδή πάνω στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Και κατά την αφήγηση είναι σαν να μαθητευόμαστε, ίσως και να καιγόμαστε, στα δαιδαλώδη σοκάκια αυτού του ανθρώπινου οργάνου(εγκέφαλος), που και η επιστήμη ακόμα δεν έχει καταφέρει να αποκρυσταλλώσει τη λειτουργία του. Έτσι και η κινηματογραφική αφήγηση ακολουθεί μια ασυνάρτητη, ονειρώδη τροχιά. Όπου ανάμεσα στα "κοινά σεναριακά επεισόδια" κυριαρχεί η ασυναρτησία του υποσυνείδητου, οι νευρώσεις των εμπειριών αλλά ακόμα και μια σειρά ενστίκτων που επιδρούν στην ανθρώπινη ύπαρξη.


Και αν ο Charlie Kaufman καταφέρνει να υπερβεί κάθε κοινοτοπία, χρωστάει παρά πολλά στον τρισμέγιστο Philip Seymour Hoffman. Η λέξη χαρισματικός είναι μάλλον μικρή για να περιγράψει το ανάστημα αυτού του ηθοποιού. Ο Philip Seymour Hoffman λοιπόν υποδύεται έναν θεατρικό σκηνοθέτη. Ο οποίος θα εξαργυρώσει την τοπική του επιτυχία με μια επιχορήγηση για έναν τεράστιο θίασο. Διακαής του πόθος είναι να σκηνοθετήσει κάτι προσωπικό, κάτι που θα διασώσει αιώνια την υπογραφή του. Εν τω μεταξύ, η προσωπική του ζωή έχει σμπαραλιαστεί. Γυναίκα και κόρη τον έχουν εγκαταλείψει. Και κάθε προσπάθεια για νέα προσωπική ζωή γκρεμοτσακίζεται μπροστά στα ερείπια του παρελθόντος. Είναι η προσωπική ζωή του αυτή που μεταφέρει με "ωμό ρεαλισμό" στον προαναφερθέν θίασο. Προσεγγίζοντας έτσι την καρδιά της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Της δικής του ύπαρξης.

Ο Αριστοτέλης είχε δώσει τον ακόλουθο ορισμό για την τραγωδία: "Έστιν ουν τραγωδία, μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστου των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι' απαγγελίας, δι' ελέου και φόβου περαίνουσαν την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν". Δηλαδή η τραγωδία είναι μίμηση πράξης σπουδαίας και τέλειας, η οποία έχει αρχή, μέση και τέλος, καθώς και κάποια έκταση, με έκφραση καλλιτεχνική χωριστά για κάθε μέρος, που εκτελείται με πρόσωπα, τα οποία δρουν πάνω στη σκηνή και δεν απαγγέλλουν απλώς και που με τη συμπάθεια του θεατή για τον ήρωα που πάσχει και το φόβο μήπως και ο ίδιος ο θεατής βρεθεί σε όμοια θέση με τον ήρωα, εξαγνίζει στην ψυχή των θεατών τα πρόσωπα που δρουν για τα σφάλματά τους.


Θα επαναλάβω σε αυτό το σημείο πως η ταινία εξελίσσεται σε ένα ονειρικό τέμπο. Όπως θα την παρατηρούσαμε ανάμεσα στις χημικές αντιδράσεις ενός εγκεφάλου. Για αυτό η παρακάτω ανάλυση που θα επιχειρήσω είναι καθαρά υποκειμενική, και μάλλον αχρείαστη για κάποιον προτού δει την ταινία. Ο Philip Seymour Hoffman είναι ένα παιδί(καλλιτέχνης) που κλαίει ακόμα πριν και μετά τη συνουσία. Ρίχνεται στην καρδιά ενός βάρβαρου κόσμου, ενός κόσμου καθόλου οικείου. Άλλωστε και ο καλλιτέχνης, εξ ορισμού, είναι ένας αποστάτης της συμβατικής πραγματικότητας. Για να αντιμετωπίσει αυτόν τον βάρβαρο κόσμο, και το παρελθόν του, αναπτύσσει, υποσυνείδητα, μια σωρεία αντανακλαστικών μηχανισμών. Όπως το τρέμουλο στο πόδι, ή η αναστολή της ικανότητας έκκρισης σάλιου. Όντας περιθωριοποιημένος απ' την συλλογική πραγματικότητα κουβαλάει σε μια δυσβάσταχτη μοναχικότητα την τραυματική του παρελθόντος. Αυτή η τραυματική μοναχικότητα, ως μύχια παρόρμηση, γίνεται και η ανάγκη έκφρασης του καλλιτέχνη. Και είναι ο λόγος αυτός που ο Philip Seymour Hoffman μεταφέρει στο θίασο του την ίδια του τη ζωή. Στην ουσία πρόκειται για την μίμηση της ίδιας του της ζωής, καθώς οι ηθοποιοι λειτουργούν ως οι δορυφόροι που περιστρέφονται γύρω του και καλούνται να αποτυπώσουν με ωμό ρεαλισμό την ζωή του. Μα η μεγαλύτερη τραγικότητα της ύπαρξης είναι αυτή η μοναχικότητα. Αυτός ο ατομικός εγκλεισμός. Η βίωση του κόσμου μέσα απ' τα στενά πρίσματα του Εγώ είναι οι ίδιες μας οι θεόρατες πληγές.


Μα όπως είχε πει ο Αριστοτέλης, η τραγωδία έχει ορισμένη έκταση, έχει αρχή και τέλος. Έτσι και αυτή η τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης οδεύει σταδιακά προς ένα τέλος. Η αρχή γίνεται όταν ο Philip Seymour Hoffman διαπιστώνει ότι: "Υπάρχουν 13 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο, μα κανείς δεν είναι κομπάρσος στη ζωή του". Ίσως αυτή η διαπιστώσει αποτελεί και το αίτιο της προσωπικής δυστυχίας, αλλά και της αποτυχίας του έργου του. Ο θεατρικός σκηνοθέτης έχει κλείσει έναν τεράστιο θίασο, όπου οι ηθοποιοί δεν είναι παρά κομπάρσοι, που μιμούνται με εξονυχιστική ακρίβεια τους επίσης κομπάρσους στην προσωπική ζωή του σκηνοθέτη. Και μόνο όταν ο τελευταίος επιτρέψει σε μια διαφορετική ύπαρξη να κατοικήσει στο Εγώ του θα οδηγηθεί σε μια ανακουφιστική λύτρωση απ' τα τραύματα και από τα πάθη του. Θα οδηγηθεί στη Θέωση και στην κάθαρση. Όπως παρόμοια κάθαρση θα βιώσει και ο θεατής στην συνθλιπτική κορύφωση του τέλους. Σε μια σεκάνς υπέρμετρης συναισθηματικής φόρτισης, που όμοια της δύσκολα συναντάμε στον σύγχρονο κινηματογράφο.
Βαθμολογία 9/10

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Neokonchennaya pyesa dlya mekhanicheskogo pianino



Σκηνοθεσία: Nikita Mikhalkov
Παραγωγής: Soviet Union / 1977
Διάρκεια: 103'

Τα "Μηχανικά Πιάνο" αποτελούν την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Nikita Mikhalkov. Και απ' το πρώτο του κιόλας δείγμα θα βρούμε τα βασικά συστατικά στοιχεία που ακολουθούν το Ρώσο σκηνοθέτη σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Η ταινία βασίζεται στο θεατρικό έργο Platonov, του Anton Chekhov. Και ο Mikhalkov, λάτρης της Ρωσσικής θεατρικής παράδοσης, θα κρατήσει στο έργο του μια μορφή αμιγώς θεατρική. Εκμεταλλευόμενος μόνο σε επιμέρους σημεία τη λεπτότητα του κινηματογραφικού μέσου στη διάδοση της πληροφορίας. Άλλωστε σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του κυριαρχεί το θεατρικό στοιχείο. Και οι ήρωες πλάθονται και αναπτύσσονται με τρόπο διαλεκτικό. Τέλος, και εδώ όπως και στις υπόλοιπες ταινίες του, είναι έκδηλο το θρησκευτικό στοιχείο.


Σε ένα πολυτελή αγρόκτημα, ακατέργαστο φυσικό διαμάντι, καταφτάνουν σταδιακά "ξεχασμένοι" φίλοι. Προερχόμενοι από κάθε δυνατή κοινωνική τάξη. Αριστοκράτες, ποπολάροι, ιδεαλιστές, κομμουνιστές. Σε μια κατάσταση εφορίας, παρακολουθούμε ένα γλέντι διαρκείας. Με την πρόφαση μιας προσχηματικής ελευθερίας (κοινωνία;), που δύναται να στεγάσει όλες τις διαφορετικότητες. Και λέω προσχηματική ελευθερία, γιατί στο σύνολο των πολυάριθμων γλεντοκόπων βρίσκεται και ένας καταπιεσμένος. Αυτός δεν είναι παρά ένα παιδί, ένα ανήλικο αγόρι. Και η ελευθερία είναι μόνο επιδερμική όταν ο εκφραστής του ελεύθερου πνεύματος, η παιδική ηλικία δηλαδή, βρίσκεται σε μια διαρκή απαγόρευση. Το προαναφερθέν γλέντι όμως σύντομα θα ανατραπεί, όταν οι ήρωες έρθουν αντιμέτωποι με τους εαυτούς τους και το παρελθόν τους.


Και αυτή η χαρωπή ατμόσφαιρα νοσεί κάτω απ' τη νεκρική επιδερμίδα της. Δηλώνοντας απερίφραστα το ανέπαφο των ανθρώπων. Και όταν θα αρχίσεις να ξερνάς τα σωθικά σου στους άλλους, τότε αυτοί δίχως σημασία θα σε προσπεράσουν. Και αν έχεις την ικανότητα το μέσα σου να ντύσεις με ωραίες λέξεις, ή να το συνοδεύσεις με νότες απαλές, τότε επιτιμητικά το όνομα ενός άλλου θα σου δώσουν. Ούτως ώστε πάλι να σε προσπεράσουν.

Ο Mikhalkov θα δηλώσει και τις δύο εκείνες συνιστώσες που καθορίζουν το βαθμό αποδοχής μας στους κοσμικούς κύκλους. Τις οποίες ορίζει στο επάγγελμα που ασκούμε και στον ιδεολογικό χώρο στον οποίον εντασσόμαστε. Με το επάγγελμα που εξασφαλίζουμε τον άρτο τον επιούσιο, αποκτάμε ταυτόχρονα και τη δυνατότητα ένταξης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ενώ η κοινωνική μας αίγλη, το κοινωνικό μας πρόσωπο, σχηματίζεται στο ψηφιδωτό των ιδεολογιών μας. Κατά πόσο όμως αυτές οι ιδεολογίες μας ανήκουν; Και κατά πόσο είναι το αποτέλεσμα μιας εξωτερικής σποράς ή μιας τεχνητής κατασκευής;

Οι ιδεολογίες λειτουργούν ως το καθαρτικό των συνειδήσεων μας, λέει ο Mikhalkov. Οι εχθροί, τα όνειρα, οι επαναστάσεις μας δεν είναι παρά οι επινοήσεις που αντιστοιχούν στην ιδεολογική αγκίστρωση μας. Στον βωμό αυτών των ιδεολογιών νομιμοποιούμε κάθε μας πράξη. Απαλλάσσοντας τη συνείδηση από τις τύψεις και τις ενοχές που θα αναλογούσαν σε ένα ελεύθερο πνεύμα. Άλλωστε όταν βγούμε από αυτή τη φαντασίωση, που στην τελική ούτε καν μας ανήκει, θα διαπιστώσουμε πως τίποτα δεν άλλαξε. Όλα έμειναν όπως τα είχαμε αφήσει! Όπως ακριβώς παραγκωνίσαμε εκείνο το παιδί, το ελεύθερο πνεύμα, σε μια ξεχασμένη κάμαρα να περιμένει το φέγγισμα της Ανατολής. Αυτό το πρώτο φως που θα το ξυπνήσει από τη λήθη...
Βαθμολογία 8,5/10

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

The Southerner



Σκηνοθεσία: Jean Renoir
Παραγωγής: USA / 1945
Διάρκεια: 92'


Το The Southerner είναι βασισμένο στη δημοφιλή, εκείνη την περίοδο, νουβέλα του George Sessions Perry, "Hold Autumn in Your Hand". Και αποτελεί τη μοναδική υποψηφιότητα για oscar, του Jean Renoir. Ενός απ' τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του κλασσικού κινηματογράφου!


Μια πενταμελής οικογένεια(1 γιαγιά, 2 γονείς, 2 παιδιά) εγκαταλείπει την πόλη και μεταφέρεται με όνειρα σε αγροτική περιοχή για να αναλάβει βαμβακοκαλλιέργειες και λοιπές γεωργικές δραστηριότητες. Η ζωή των απλών ανθρώπων όμως είναι δύσκολη, κυλάει κάτω από δυσμενείς συνθήκες, όπου δεν υπάρχει χώρος για όνειρα. Το δράμα αυτών των απλών ανθρώπων σκηνοθετεί και ο Jean Renoir. Με την πενταμελή οικογένεια να έρχεται εξ' αρχής αντιμέτωπη με τη φτώχεια, με την πείνα, με τις απρόβλεπτες παραμέτρους της γεωργίας, τις εύθραυστες ισορροπίες της ζωής, αλλά και ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον εντός της γειτονιάς. Το όπλο για να παραμένουν όρθιοι είναι ότι βρίσκονται ενωμένοι και συσπειρωμένοι κάτω απ' τα δεσμά της οικογένειας.


Παρατηρούμε τον άνδρα που δουλεύει με πάθος τη γη. Που προσπαθεί να εξασφαλίσει τα απαραίτητα στην οικογένεια του. Όμως ο Γολγοθάς γίνεται περίπατος καθημερινός. Τα χωράφια δε δουλεύονται χωρίς μηχανήματα. Αρρώστιες χτυπούν τη φτωχή οικογένεια. Ο ανταγωνισμός διάχυτος. Σε ένα σύμπαν που η ματαιότητα της ζωής ακυρώνει τα σχέδια των ανθρώπων. Και η αγάπη αρκεί μονάχα για την ανοχή στις κακουχίες.


Απ' το πλήθος των ηρώων διακρίνουμε την ηλικιωμένη γιαγιά. Η οποία, μες στην κυνικότητα της, αποτελεί μια κωμική νότα στο δράμα. Ο ρόλος της μόνο τυχαίος δεν είναι. Έχει ζήσει τη ζωή περισσότερο απ' όλους. Μην περιμένετε όμως κάποια κεκτημένη σοφία. Έχει βιώσει τη ματαιότητα των πάντων στο πετσί της. Εκεί οφείλεται και η λιγοψυχία της, η αδιαφορία της. Ο παραγκωνισμός του πνεύματος συνδέεται με έναν κομφορμισμό, με τον εναγκαλισμό της ύλης. Και η γιαγιά το μόνο που επιζητά είναι μια ζεστή κουβέρτα, μια κουταλιά μέλι και μια κουνιστή πολυθρόνα. Όσο και αν τα προϊόντα αυτά μοιάζουν απλά στο σύγχρονο θεατή, αποτελούν ένα είδος πολυτελείας για τον φτωχικό βίο που κάνει η οικογένεια. Και αυτή την τάση, που ο κόσμος βιώνει σήμερα αυξανόμενα με την καταναλωτική μανία, περιγράφει υπογείως ο Jean Renoir.

Πως λοιπόν μπορείς να ελπίζεις σε αυτόν τον κόσμο; Πως μπορείς να ονειρεύεσαι; Πως μπορείς ακόμα να αφήνεσαι στα συναισθήματα σου; Σε έναν κόσμο που η ελευθερία σου μετριέται αποκλειστικά με το φάρδος του πορτοφολιού σου;
Βαθμολογία 8,5/10

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Seom



Σκηνοθεσία: Ki-duk Kim
Παραγωγής: South Korea / 2000
Διάρκεια: 90'


Ο ki-duk Kim αφηγείται στις γνωστές πλέον ψυχογραφικές διαστάσεις ένα δράμα στα έγκατα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο τρόπος του πίσω από την κάμερα, η βαρύνουσα σημασία στην ομιλούσα σιωπή, αλλά και οι εμμονές στα μύχια ένστικτα της ανθρώπινης ύπαρξης καθιστούν τον σκηνοθέτη ως έναν απ' τους ξεχωριστούς auteurs του σύγχρονου κινηματογράφου.


Η ταινία διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου σε ένα λιτό θαλάσσιο σκηνικό. Όπου πλωτά καλύβια αποτελούν προορισμό διακοπών για δεκάδες τουρίστες. Η μυστήρια ξενοδόχος με μια απαρχαιωμένη βάρκα (η κακοποίηση της ιδιοκτήτριας και της ιδιοκτησίας μοιάζουν να έχουν κοινή ρίζα στον χρόνο) αναλαμβάνει την τροφοδοσία και την προσφορά πάσης φύσης υπηρεσιών στους επίσης μυστήριους και αλλοτριωμένους πελάτες. Κάπου εκεί, μια απροσδιόριστη έλξη θα ταρακουνήσει τα ύδατα και θα δημιουργήσει ένα σκοτεινό και ερωτικό μαγνητικό πεδίο μεταξύ της ξενοδόχου και ενός εσωστρεφή πελάτη.


Ο Κορεάτης σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται με μαεστρικό τρόπο την μεταφορικότητα του τίτλου του. Το Νησί. Η στάθμη της θάλασσας, η επιφάνεια του νερού χωρίζει στα δύο τον κόσμο. Τον έμβιο κόσμο που εκτείνεται πάνω απ' τη στάθμη του νερού, και τον σκοτεινό-άγνωστο-προάγγελο θανάτου που ορίζεται κάτω απ' την επιφάνεια της θάλασσας. Όλοι οι νεκροί οργανισμοί (και τα αντικείμενα) καταλήγουν στη θάλασσα, ενώ πάνω από αυτή ακροβατούν οι έμβιοι οργανισμοί. Σαφώς ο Kim-duk Kim δεν κάνει μια τόσο δυιστική διάκριση του κόσμου. Συχνά οι ήρωες βρίσκονται στο νερό, θύματα μιας ανεξήγητης και μυστήριας απειλής. Ωστόσο υπάρχουν ορισμένα μαγικά πλάνα, υπερποιητικές εικόνες, όπου η πλάση (ανθρώπινη και μη) τεμαχίζεται στη μέση από την λεπτή γραμμή που ορίζει η στάθμη της θάλασσας(αποκορύφωμα το κλείσιμο της ταινίας). Προσδιορίζοντας επακριβώς, πέραν της υλικής, την ψυχική κατάσταση του "ατόμου".


Είναι σαφής οι προθέσεις του δημιουργού να βυθιστεί στην καρδιά ενός ακατανόητου κόσμου. Ο Φρόυντ ήταν ο πρώτος στην ουσία που διέψευσε πως ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει τη συμπεριφορά με τη λογική του. Καθώς θεώρησε πως η ανθρώπινη ύπαρξη διέπεται από ένα σύνολο έμφυτων ενστίκτων και ασυνείδητων σκέψεων που επενεργούν και διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αυτή τη θέση φέρεται να οπτικοποιεί ο Ki-duk Kim, με μια ποιητικότερη προσέγγιση. Ενός σύμπαντος που κατακλύζεται από ανθρώπινα ένστικτα και παρορμήσεις. Το ένστικτο της επιβίωσης αλλά και της κυριαρχίας δηλώνουν διαρκώς παρόν. Και οπτικοποιούνται με άγριες εικόνες βίας(τόσο στο ανθρώπινο όσο και στο ζωικό βασίλειο). Ενώ τέλος, μέσα απ' το πρωταγωνιστικό δίδυμο, διαφαίνεται η ανάγκη του ανθρώπου να μετουσιώσει τις εσωτερικές παρορμήσεις του σε μια υπερβατική αγάπη. Η αγάπη ως το ανώτερο επίπεδο της εσωτερικότητας. Καμία λογική δε χωράει εδώ. Ένα βλέφαρο, ένα μειδίαμα μπορεί να είναι ο κινητήριος μοχλός της αναπόφευκτης ανθρώπινης έλξης. Μια έλξη που ανασύρει δεκάδες άγνωμα συναισθήματα. Και που ταλαντώνεται απ' την αγριότητα του σεξουαλικού πόθου στη γαλήνια τρυφερότητα, για να καταλήξει σε μια λυσσαλέα κτητικότητα.


Ο τίτλος είναι "Το Νησί". Μήπως θα ήταν πιο ακριβής ως "Τα Νησιά"; Τα νησιά, στην προκειμένη τα πλωτά καλύβια, δηλώνουν την καθεμιά ανθρώπινη ύπαρξη. Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έχει ένα ορατό μέρος(λογική) και ένα αόρατο(ψυχή), ένα άγνωρο. Όσο άγνωρο είναι το υπέδαφος του νησιού, η βάση του νησιού, που εκτείνεται κάτω απ' την επιφάνεια της θάλασσας. Έτσι ανάμεσα στα ξεχωριστά νησιά, στους ξεχωριστούς ανθρώπους, απλώνεται ένας άγνωρος και μυστήριος ωκεανός. Με την επιφάνεια της θάλασσας να ορίζει το μηδενικό σημείο. Την ίδια στιγμή που η παχιά ομίχλη παρεμβάλλεται στην ατμόσφαιρα, παραμορφώνοντας ακόμα και την πραγματικότητα, την οποία είναι αδύνατο να αντιληφθούμε στο σύνολό της...
Βαθμολογία 9/10

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Home



Σκηνοθεσία: Ursula Meier
Παραγωγής: Switzerland / France / Belgium / 2008
Διάρκεια: 95'


Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Ursula Meier είναι μια εις βάθος παρατήρηση των παρενεργειών του σύγχρονου "προηγμένου" Δυτικού τρόπου ζωής και της επικινδυνότητάς τους, για τους ανθρώπους που αρνούνται το περιβάλλον, που αρνούνται να αποδεχτούν τον εαυτό τους ως μέρος του κοινωνικού συνόλου.


Μια πενταμελής οικογένεια ζει στη μέση του πουθενά. Όλοι τους μοιάζουν ιδιόρρυθμοι χαρακτήρες, ή καλύτερα αντισυμβατικοί. Ωστόσο οι οικογενειακοί δεσμοί είναι σφιχτοί, και οι κοινές ασχολίες λειτουργούν ενωτικά και συσπειρωτικά για την ευτυχή οικογένεια. Η απέραντη ύπαιθρο είναι το δεύτερο σπίτι τους, όπου όλοι μαζί αναπτύσσουν εποικοδομητικές δραστηριότητες. Ωστόσο, τα πράγματα θα αλλάξουν όταν ο "νεκρός" αυτοκινητόδρομος, που βρίσκεται δίπλα στο σπίτι τους, τίθεται σε λειτουργία. Και η διαφορά δεν είναι ότι ένας αυτοκινητόδρομος μπαίνει στη ζωή τους, αλλά ότι η ζωή τους μπαίνει σε αυτοκινητόδρομο...


Ο αυτοκινητόδρομος συνεπάγεται με πάμπολλες αλλαγές στην καθημερινότητα της πρωταγωνιστικής οικογένειας. Ο εκκωφαντικός θόρυβος διακτινίζεται με ορμή στα ώτα των περίοικων, ενώ και ο αδιάσχιστος αυτοκινητόδρομος περιορίζει ασφυκτικά τις δυνατότητες κίνησης στην περιοχή. Η οικογένεια, περισσότερο από πείσμα παρά από οτιδήποτε άλλο, αποφασίζει να μείνει στο σπίτι. Εξαίρεση αποτελεί η μεγαλύτερη κόρη (Adélaïde Leroux), η οποία συμβολίζει την προοδευτικότητα, και προτιμάει να αναμετρηθεί απευθείας με το ανάστημα του "έξω κόσμου". Οι υπόλοιποι αναπτύσσουν ιδιότροπους αντανακλαστικούς μηχανισμούς στην αλλαγή που έχει επέλθει στη ζωή τους. Με μια (αναγκαστική) στροφή στον καταναλωτισμό να υποκαθιστά την προγενέστερη ελεύθερη ζωή της υπαίθρου. Αυτός ο νέος τρόπος ζωής αποσυνθέτει σταδιακά την οικογένεια. Χορηγώντας της ενδοφλέβιες δόσεις αποξένωσης, επιθετικότητας και αγριότητας.


Είναι εμφανές, πως η οικογένεια βρίσκεται εκεί, στη μέση του πουθενά δηλαδή, ως ένδειξη άρνησης του νέου τεχνολογικού-καταναλωτικού τρόπου ζωής που έχει εξαπλωθεί στην οικουμένη. Όταν όμως αυτός ο τρόπος ζωής χτυπάει την πόρτα της οικογένειας, οι τελευταίοι παραιτούνται ξανά απ' το να αντιμετωπίσουν ενεργά την πραγματικότητα. Η οικογένεια μένει στο σπίτι, παραδομένη περισσότερο στις νευρώσεις της μητέρας(Isabelle Huppert)(καθώς βγάζει τα παιδιά στην εξοχή λέει χαρακτηριστικά "Μην τους κοιτάτε, μην τους κοιτάτε", προδίδοντας την αμηχανία της για τον έξω κόσμο). Τα υπόλοιπα μέλη, δέσμια των συναισθημάτων τους, και γνωρίζοντας το λανθασμένο των πράξεων τους, στηρίζουν τη μητέρα με καταστροφική αυταπάρνηση. Μέχρι που φτάνουν να μαντρώσουν όλα τα παράθυρα, κάθε σχισμή φωτός και επικοινωνίας με το περιβάλλον τους, φτιάχνοντας έτσι τον προσωπικό τους τάφο. Η Ursula Meier περιγράφει μαεστρικά αυτή την αδιεξοδική κατάσταση, κατηγορώντας τον μέσο άνθρωπο για τον ασφυκτικό και δύσπνευστο ατομικό εγκλεισμό του.


Το Home είναι μια δυνατή ταινία, με σοβαρή φεστιβαλική παρουσία. Μια καινοτόμα προσέγγιση και μια εξονυχιστική μελέτη στις τάσεις της εποχής. Η Ursula Meier αφηγείται ρεαλιστικά ένα αλληγορικό παραμύθι. Άλλωστε ένα αλληγορικό παραμύθι δεν είναι ολόκληρος ο κινηματογράφος; Και θέτει εξ' αρχής τον θεατή μέτοχο του δράματος των (προβληματικών) ηρώων. Αυτό επιτυγχάνεται με την αμεσότητα στο μοντάζ και μερικές εκπληκτικές σκηνές. Χαρακτηριστικά θυμάμαι εκείνες, όπου το μεγάλο παράθυρο της κουζίνας μετατρέπεται σε μια άτυπη τηλεόραση, όπου τα παιδιά παρακολουθούν με προσήλωση τη νέα σειρά, "Οι κουρσάροι της Εθνικής Οδού"! Εντύπωση επίσης προκαλεί ο τρόπος που η σκηνοθέτιδα διαχειρίζεται τις ισορροπίες μεταξύ του δράματος των ηρώων και της εξωτερικής βαναυσότητας. Η προσέγγιση του ήχου, με το βάρος να μεταφέρεται απ' το δρόμο στο σπίτι και το αντίστροφο, συνηγορεί σε κάτι τέτοιο. Ενώ τέλος, ανάμεσα στο αξιόλογο cast ξεχωρίζει η Isabelle Huppert.
Βαθμολογία 7,5/10

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Μικρό Έγκλημα



Σκηνοθεσία: Χρήστος Γεωργίου
Παραγωγής: Greece / Germany / Cyprus / 2008
Διάρκεια: 85'


Θα ήθελα να ξεκινήσω με την εξής παρατήρηση. Ολοένα και λιγότερες ταινίες εμφανίζονται να γυρίζονται στο αστικό τοπίο. Η Αθήνα μοιάζει απαγορευτικός τόπος γυρίσματος. Τόσο οι πόροι, όσο και η γρήγορη μη ελεγχόμενη ζωή καθιστούν δυσκολότερο το γύρισμα στην πρωτεύουσα. Με αποτέλεσμα, οι ελληνικές ταινίες να εξορίζονται, στα όμορφα μεν, μη αντιπροσωπευτικά δε, νησιά της Ελλάδος. Το ίδιο συμβαίνει και με το Μικρό Έγκλημα, το οποίο κινηματογραφήθηκε στην όμορφη Θηρασιά.


Ένας νεαρός αστυνομικός(Άρης Σερβετάλης), αστροπελέκι, αψηφά τις διαταγές του διοικητή του(Ερρίκος Λίτσης), και προσπαθεί να εξιχνιάσει ένα μικρό έγκλημα που στέρησε τη ζωή ενός ανθρώπου. Η υπόθεση τον φέρνει κοντά σε μια όμορφη τηλεπαρουσιάστρια(Βίκυ Παπαδοπούλου). Μια αγνή ερωτική ιστορία ξεδιπλώνεται καθώς το ξεκαρδιστικό ζεύγος προσπαθεί να ρίξει φως στην υπόθεση. Με αποτέλεσμα να ξεσκεπάζονται τα πολιτικά λούσα του νησιού, αλλά και καλά θαμμένα οικογενειακά μυστικά.


Η ταινία διακλαδώνεται με την κλασσική τηλεοπτική δομή. Χωρίς καμία κινηματογραφική αισθητική. Το story μιλά με εξαιρετικά ανάλαφρους τόνους. Η μυθοπλασία πηδάει εδώ και εκεί προσπαθώντας να χαρίσει σκηνές γέλιου. Οι ρόλοι είναι επίσης πληγωμένοι απ' το τηλεοπτικό μοντέλο. Με αποκορύφωμα αυτόν του Σερβετάλη, που περιορίζεται αυστηρά σε γλωσσολογικά παιχνίδια με την Βορειοελλαδίτικη προφορά. Τέλος, υπάρχει το όμορφο κορίτσι, ως το κερασάκι στην τούρτα. Και ένα αναμενόμενο light love story!

Αποδεδειγμένα, η Ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία (όσον αφορά τις κωμωδίες) πουλάει όταν γίνεται χαβαλές πίσω απ' το γυαλί. Και εδώ υπάρχει άφθονος χαβαλές. Αν αυτό σου αρκεί αγαπητέ θεατή...
Βαθμολογία 3/10

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Madame de...



Σκηνοθεσία: Max Ophüls
Παραγωγής: France / Italy / 1952
Διάρκεια: 152'


Δια χειρός Max Ophüls, ένα αριστοτεχνικό πορτραίτο της αριστοκρατίας της εποχής τούτη η ταινία. Η κάμερα κινείται αδιάκοπα στο χώρο, ακολουθώντας τους ήρωες και κυριότερα την πρωταγωνίστρια κόμισσα(Danielle Darrieux), σαρκάζοντας εμπαικτικά την χλιδή της αστικής τάξης.


Η Madame de(Danielle Darrieux), χρεωμένη ως τα φέσια, αποφασίζει να πουλήσει το γαμήλιο δώρο της, ένα ζεύγος διαμαντένιων σκουλαρικιών (τα οποία προτιμάει να αποχωριστεί έναντι της λοιπής πολυτελής της ιδιοκτησίας), ώστε να αποφύγει τον οικονομικό αφανισμό. Μόνο που ο κοσμηματοπώλης έχει άριστες σχέσεις με τον σύζυγο(Charles Boyer). Τα σκουλαρίκια θα κάνουν μια διεθνή περιοδεία ως αντικείμενο συνεχών αγοροπωλησιών. Μέχρι να επανακαταλήξουν στα χέρια της Madame de. Μόνο που αυτή τη φορά προέρχονται απ' τα χέρια του βαρόνου Donati(Vittorio De Sica), που αποτελεί και τον παράνομο έρωτα της. Και τώρα πλέον είναι περισσότερο από επιθυμητά αλλά και απαγορευμένα.


Η Madame de... είναι ένα κωμικό δράμα πάνω στον επιφανειακό τρόπο ζώσης της αριστοκρατικής κοινωνίας. Μια ζωή που αποδεικνύει την κενότητα του είναι καθώς πασχίζει να χρυσοστολίσει την βιτρίνα του φαίνεσθαι. Οι πολυτελής εκδηλώσεις, ο τζόγος, οι επιφανειακές σχέσεις, τα αξιώματα και η ουδετερικοποίηση του ανθρώπινου πνεύματος είναι στοιχεία που φιγουράρουν διαρκώς στα κάδρα μας. Ωστόσο ο Max Ophüls δε χτίζει ξύλινους ήρωες, κάθε άλλο, ούτως ώστε να μπορούμε να τους ακολουθήσουμε στα πάθη τους.


Είναι ξεκάθαρο πως τα σκουλαρίκια είναι η αφορμή που πυροκροτεί διαδοχικές εξελίξεις στο δράμα. Ωστόσο τα σκουλαρίκια, αυτά καθ' αυτά, δεν αναπαριστούν τίποτα. Για τον καθένα περιέχουν ένα διαφορετικό νόημα. Για τον σύζυγο και κόμη, είναι ένα σύμβολο κυριαρχίας έναντι στους άλλους. Για τη Madame de, τροφή για την αυταρέσκεια της. Για τον Donati, ο θησαυρός που αναζητά την άγνωστη παραλήπτρια της καρδιάς του. Για τον κοσμηματοπώλη, ένα αντικείμενο κερδοφορίας. Τόσες διαφορετικές ερμηνείες, όσοι και οι άνθρωποι που έρχονται σε επαφή μαζί τους. Τα σεναριακά twists που σχετίζονται με το κύλισμα των σκουλαρικιών στις ράγες της ζωής είναι άφθονα. Ίσως αποσκοπούν στο να δηλώσουν την διαρκή επανασημασιοδότητηση των πάντων καθώς φορτώνονται διαρκώς τις νέες εμπειρίες του χρόνου. Ή καλύτερα την ανάγκη για επανεξερεύνηση και επανασημασιοδότηση των πάντων. Καθώς οτιδήποτε γύρω μας, ακολουθεί μια εξελικτική πορεία. Τα σκουλαρίκια ξεκινούν από μια υπόσχεση ευτυχίας για έναν έγγαμο βίο. Έπειτα αποτελούν σανίδα σωτηρίας για έναν οικονομικό και κοινωνικό εξευτελισμό. Έπειτα το λιθαράκι μιας απαγορευμένης αγάπης. Έπειτα σύμβολο μιας κλαίουσας, αν μη τι άλλο υποκριτικής, φιλανθρωπικής πράξης. Για να καταλήξουν, πάλι με επιδερμικό και προσχηματικό τρόπο, ως η αιτία για μια υπόθεση τιμής.

Αριστουργηματική και η σύλληψη της τελευταίας και καταληκτήριας σκηνής. Σε μια ταινία που θα μπορούσε να ρέει ατέρμονα ακολουθώντας τα διαδοχικά στάδια της εξέλιξης. Όπου τα σκουλαρίκια χρησιμοποιούνται για μια ειρωνεία στο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι και τη σχέση του με την μεγαλοαστική τάξη. Με την Εκκλησία να φορτώνεται όλες τις αμαρτίες μας(ω, γενναιοδωρία!), με αντάλλαγμα πάντα το ανάλογο οικονομικό αντίτιμο...
Βαθμολογία 8/10

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

California Dreamin'



Σκηνοθεσία: Cristian Nemescu
Παραγωγής: Romania / 2007
Διάρκεια: 155'


Τα τελευταία χρόνια το Ρουμανικό cinema γνωρίζει πρωτόγνωρη άνθιση. Αρκεί να αναλογιστούμε τις πρωταγωνιστικές συμμετοχές που έχουν οι Ρουμανικές ταινίες σε σημαντικότατα φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Γεγονός που μάλλον καθόλου τυχαίο δεν είναι. Δεδομένου και του κοινωνικοϊστορικού πλαισίου του τόπου της τελευταίας πεντηκονταετίας. Το οποίο στα χέρια των διψασμένων (και καταπονημένων) δημιουργών έγινε μια (κινηματογραφική) μούσα.

Και ένα απ' τα ονόματα που προκάλεσαν εντύπωση ήταν και αυτό του Cristian Nemescu. Ο οποίος απεβίωσε προσφάτως σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σε ηλικία 27 ετών, χωρίς καν να προλάβει να ολοκληρώσει το μοντάζ της πρώτης του μεγάλου μήκους ταινίας. Πρόκειται για το Califorina Dreamin', που κυκλοφορεί σε μια endless version, και υποσχόταν μια μεγάλη καριέρα για τον "πατέρα" του.


Αμερικάνικα στρατεύματα του ΝΑΤΟ, κατευθυνόμενα προς το Κόσοβο, θα μπλοκαριστούν σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ρουμανίας. Υπαίτιος ο σταθμάρχης του χωριού (Razvan Vasilescu), που κάνει καψώνια στους επιβλητικούς (για την κοινή γνώμη) Αμερικάνους, έχοντας βιώσει ο ίδιος τραυματικά στα παιδικά του χρόνια την σαθρότητα της Αμερικάνικης (και όχι μόνο) πολιτικής. Η παραμονή του Αμερικάνικου στρατού στο χωριό υποκινεί πολυάριθμες εξευτελιστικές εξελίξεις! Απ' τον καιροσκόπο και γαλίφη δήμαρχο(Jamie Elman) που επιθυμεί, με καραβλάχικο τρόπο, να εκμεταλλευτεί την Αμερικάνικη παρουσία προς όφελος του χωριού. Διοργανώνει παραδοσιακά γλέντια και λοιπές, υποτίθεται διαφημιστικές εκδηλώσεις, για τον τόπο. Οι νεαρές , υιοθετώντας τα sexy Δυτικά πρότυπα, ορέγονται τους Αμερικάνους στρατιώτες. Είτε υποκύπτοντας στις ερωτικές ανησυχίες της ηλικίας, είτε επιθυμώντας, ματαίως, να τους χρησιμοποιήσουν ως γέφυρα για τον πηγαιμό τους στη Δύση. Και όλα αυτά, τη στιγμή που ο ενοχλημένος Αμερικάνος στρατηγός(Armand Assante) προσπαθεί να υποκινήσει αρνητικό κλίμα για τον σταθμάρχη. Ενώ οι στρατιώτες, ως γνήσια ανθρώπινα όντα, βαυκαλίζονται με τη νιρβάνα της καλοπέρασης.


Το California Dreamin' είναι μια απολαυστική, αλλά και αποστομωτική σάτιρα για το Βαλκανικό, αλλά και το παγκόσμιο ιστορικό γίγνεσθαι. Ίσως σε κάποια σημεία είναι αδικαιολόγητα μεγάλο, το μοντάζ άλλωστε δε βρίσκεται στα χέρια του δημιουργού. Ωστόσο από κάθε σκηνή ξεπηδάει μια πολύπλευρη και ξεκαρδιστική σάτιρα σε θέματα που εφάπτονται του σύγχρονου κοινωνικοϊστορικού γίγνεσθαι. Η ταινία λειτουργεί σε ξέφρενους, σχεδόν Kosturiciκούς ρυθμούς θα λέγαμε, που ωστόσο ορισμένες φορές προδίδουν τα υπερφιλόδοξα σχέδια του δημιουργού.


Αξιοπρόσεκτη είναι η επιλογή του Cristian Nemescu να τεμαχίσει το ηλικιακό συνεχές και να χρησιμοποιήσει ήρωες που κυμαίνονται σε δυο συγκεκριμένα ηλικιακά πλαίσια. Από τη μία έχουμε την παλιά γενιά, που κρατάει ακόμα το τιμόνι των εξελίξεων και κεφαλαγεί στα τραύματα του παρελθόντος. Ενώ από την άλλη έχουμε την νεολαία. Η οποία επιζητεί μια ιδεολογική απελευθέρωση, και έναν απεγκλωβισμό απ' το παρελθόν. Ωστόσο, αυτή η προοδευτικότητα και η ελευθερία, είναι μάλλον περισσότερο χαλιναγωγημένη απ' ότι φαντάζεται.


Ο Christian Nemescu χρησιμοποιώντας τη μεγάλη γενιά, έχοντας σε μεγάλη ερμηνευική φόρμα τους Razvan Vasilescu, Armand Assante, Jamie Elman, αποτυπώνει με μεγάλη ακρίβεια την σαθρότητα του πολιτικού τοπίου. Απ' την πρόσφατη αποτυχία του σοσιαλισμού. Την τραυματική εμπειρία της δικτατορίας. Εώς την παντελώς διεφθαρμένη εικόνα του σήμερα. Ένα τοπίο πολιτικής σήψης και κενότητας, ένα τοπίο ανελέητου διπλωματικού (και εμπόλεμου) καιροσκοπισμού. Ενώ από την άλλη διατυπώνει ένα παράπονο για την Ανατολή του νέου κόσμου. Στον οποίο πρωταγωνιστεί η Maria Dinulescu, με τις αφίσες του Leonardo Di Caprio στο χαρούμενα χρωματισμένο δωμάτιο της. Μια νεολαία για την οποία η ονειροπόληση εξισώνεται με την διαφημησμένη ποπ κουλτούρα του Δυτικού πολιτισμού. Και είναι αυτή η νέα μέρα που περιμένουμε τόσο, και είναι αυτή η νέα μέρα τρομάζει περισσότερο... Καθώς ο αγώνας περιορίζεται στους κανόνες και στις νομοτέλειες του de facto κόσμου.
Βαθμολογία 7,5/10