Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Nebraska

Σκηνοθεσία: Alexander Payne
Παραγωγής: Usa / 2013
Διάρκεια: 115'

Αυτός πέφτει στις ράγες με το κεφάλι, όταν το τρένο δεν είναι εκεί. Αλλά για να υπάρχουν ράγες, θα υπάρχει τρένο. Και που δεν πάει πουθενά, και που δεν υπάρχουν προορισμοί, είναι λόγος αυτός να μην παίρνουμε την κούρσα;



Ηλικιωμένος άντρας στα πρόθυρα του αλτσχάιμερ, ανήμπορος κι αλκοολικός, λαμβάνει λαχειοφόρο κουπόνι, απ’ τη γενέτειρα του, που τον ειδοποιεί για αμύθητα κέρδη. Σκέτη απάτη δηλαδή. Ο άντρας όμως θέλει τα λεφτά. Ο άντρας θέλει τα λεφτά. Θέλει να αγοράσει αποσυμπιεστή. Κι ας μην τον χρησιμοποιεί. Θέλει να αγοράσει φορτηγάκι. Κι ας μην μπορεί να οδηγήσει. Ή ίσως θέλει να πάει απλά στη γενέτειρα Νεμπράσκα. Ο ένας εκ των υιών, πληροφορείται το γεγονός. Αντιλαμβάνεται την κομπίνα. Ο λαχνός είναι τόσο γνήσιος όσο γνήσια είναι τα χρήματα της Μονόπολης. Δεν πειράζει. Προθυμοποιείται να οδηγήσει τον πατέρα του τα πιο ανούσια, σχεδόν χίλια, μίλια για να εισπράξει την αμοιβή που δεν υπάρχει.



Μοντάνα-Νεμπράσκα. Μια διαδρομή στις Δυτικές περιφέρειες της Αμερικής. Ένα road movie στο ίσιωμα της Αμερικάνικης ματαιότητας. Ο Alexander Payne εδώ κάνει μια ωδή στη ματαιότητα. Όχι θρήνο. Ωδή. Είναι οξύμωρες όλες αυτές οι ταινίες που γίνονται ένα κουβάρι δραματικότητας για να διαδηλώσουν με στόμφο περί της ματαιότητας των πάντων. Η ματαιότητα εκμηδενίζει/ακυρώνει οποιονδήποτε ισχυρισμό. Ο Alexander Payne μοιάζει να το γνωρίζει πολύ καλά αυτό. Να το αποδέχεται. Δέχεται τη ματαιότητα. Την απαράμιλλη ισχύ της, που αφαιρεί το βάρος από τα πρόσωπα, τα γεγονότα, τις καταστάσεις. Έτσι, μέσα στον αβαρή χωρο-χρόνο μπορείς μονάχα να υπάρχεις. Κι όσο ο σκοπός, οι επιδιώξεις, οι προδιαθέσεις απενεργοποιούνται, ίσως απλά επιτυγχάνεις να προσχωρείς σ’ ένα πιο γοητευτικό στάδιο της ύπαρξης. Δηλαδή όχι στάδιο. Δηλαδή την ύπαρξη αυτή καθ’ αυτή.


Έτσι οι φιγούρες, παρατηρούνται εδώ μέσα σ’ ένα λεπτό απόχρωμα αβρότητας. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία και οι αργοί κινηματογραφικοί χρόνοι φτιάχνουν ένα ονειρώδες περιβάλλον αλκοολικής νηφαλιότητας. Οι φιγούρες μέσα σ’ αυτό παρίστανται: ελκυστικές, γοητευτικές, τραγικές, πολύ τραγικές, ροζιασμένες. Μέσα στην ολική ανημπόρια τους. Αλλά εσύ κολλάς με τις ξεβαμμένες. Αυτές που αγαπιούνται. Αυτές που αγαπιούνται βαθιά, κι ούτε που χρειάζεται να το εκφράσουν, ούτε να το εκδηλώσουν. Ούτε καν να το θυμούνται, ή να καταβάλλουν κάποια προσπάθεια για αυτό. Οι υπόλοιπες φιγούρες απλά εκτίθενται. Μέσα σε χειρονομίες άγριες. Βλέμματα βλοσυρά. Τρόπους πεινασμένους, μη συμφιλιωμένους με την άπνοια. Άνθρωποι που φυτεύονται σε χωράφια που κάποτε φύτρωναν τρυφερά λάχανα. Λάχανα που μεταμορφώνονται σ’ αγριόχορτα, χωρίς περιποίηση, καθώς ψάχνουν για θησαυρούς εκεί που δεν υπάρχει παρά μόνο χώμα.

 

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά


Σκηνοθεσία: Ελίνα Ψύκου
Παραγωγή: Ελλάδα / Τσεχία
Διάρκεια: 88’

Η ταινία πραγματεύεται την εξαφάνιση διάσημου τηλεπαρουσιαστή με το όνομα Αντώνης Παρασκευάς, η οποία λαμβάνει χώρο σε μια Ελλάδα με εκκλησίες με σκαλωσιές. Στην Ελλάδα του πυκνοκατοικημένου αστικού κέντρου και των απέραντων υποανάπτυκτων γεωργικών εκτάσεων. Σε μια Ελλάδα όπου η Μενεγάκη στα τέσσερα χτυπάει ένα εκατομμύριο views. Σε μια Ελλάδα όπου η πρωτοχρονιά είναι ταυτισμένη με πυροτεχνήματα, πλατείες, Ακρόπολη και ευχές με make-up. Σε μια Αθήνα που δίνει 12 πόντους σε ταλαντούχο 70χρονο τραγουδιστή από την Κύπρο. Σε μια Ελλάδα που οι πάντες χαϊδεύουν την κωλοτρυπίδα τους για αναγνώριση και δημοσιότητα. Σε μια Ελλάδα που η εξαφάνιση ενός δημόσιου προσώπου δύναται να αποτελεί κείμενο κομβικής λαϊκής συγκίνησης.



Σ’ αυτή την Ελλάδα η χρόνια εξαφάνιση του Αντώνη Παρασκευά εξυπηρετεί άκρως περισσότερους σκοπούς από την ακαριαία επανεμφάνισή του. Καθώς όσο παραμένει αγνοούμενος, τόσο κλιμακώνεται και εντείνεται η προσδοκία και η αναμονή για την επανεμφάνιση. Όπως και να το κάνεις, η εξαφάνισή του πουλάει. Συμφέρει σε μάκρος. Αυτό το μπαλόνι της σύγχρονης ελληνικής κενότητας έρχεται να σπάσει με θόρυβο η Ελίνα Ψύκου κρατώντας μια χειρουργική βελόνα. Έστω κι αν αυτή η βελόνα έχει ήδη ξαναχρησιμοποιηθεί. Έστω κι αν αυτή η ελληνική πραγματικότητα έχει ήδη παρέλθει. Που όμως ακόμα κι αν έχει παρέλθει μοιάζει να μην παρέρχεται.


Στην αντίπερα όχθη, πέρα από τη συλλογική μιζέρια και παρακμή, η ταινία παρατηρεί εντυπωσιακά την ατομική ευθύνη και τον σφιχτό εναγκαλισμό μιας σειράς ψεμάτων που συνθέτουν την αντικειμενική πραγματικότητα. Καθώς η μονάδα, ο άνθρωπος, το άτομο επιδεικνύει μια θρησκευτική πειθαρχία σε σκηνοθεσίες και συνομωσίες που θεωρεί ότι μπορούν να το ωφελήσουν. Το άτομο είναι διατεθειμένο να διαπραγματευτεί με τους πιο εκμηδενιστικούς όρους την επιβίωσή του, το παρόν της ζωής, μόνο και μόνο με την προσδοκία μιας κάλπικης μελλοντικής ανταμοιβής. Η μοναξιά και η απομάκρυνση μεταμορφώνει τη ροή της ζωής σε μια ψευδαίσθηση ατομικιστικής εκπλήρωσης. Η ματαιοδοξία χαϊδεύεται με τις αυταπάτες.



Εν τέλει, η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά αποτελεί μια ηχηρή καταγραφή της σύγχρονης πραγματικότητας. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένα πραγματικό κινηματογραφικό αξιοσημείωτο, αν ανά σημεία επιδείκνυε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, χωρίς να στρέφεται τόσο εξόφθαλμα για βοήθεια στον κινηματογράφο του Λάνθιμου ή και σ’ αυτόν της Λάμψης του Κιούμπρικ ακόμα. Κι αφού υπέπεσα στο παιχνίδι των αναφορών, θα ήθελα να σημειώσω άλλη μια ταινία, το A fost sau n-a fost?  του Corneliu Porumboiu, με το οποίο συγγενεύουν πηγαία, και μοιράζονται μια αιχμηρή ματιά στο Βαλκάνιο τραύμα της χαμηλής ατομικής αυτοεκτίμησης, που αμυντικά οδηγεί στην επιδίωξη της «μεγάλης ιδέας».

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Inside Llewyn Davis


Σκηνοθεσία: Ethan Coen-Joel Coen
Παραγωγής: Usa / France / 2013
Διάρκεια: 104’


Αμερική των 60s. Νέα Υόρκη των 60s. Άνθρωποι τραμπαλοχαρούληδες. Που επιζητούν με κάθε τρόπο τη βολικότητα, την άνεση, τον εφησυχασμό. Έστω διάκοσμος η φολκ μουσική. Σε κάτι που συγγενεύει έντονα με την υπόγεια ανασφάλεια/τρομοκρατία/εφιάλτη του Master του Paul Thomas Anderson, αν τα τυλίξεις σε γκοφρέ χαρτί.


Ο πρωταγωνιστής του τίτλου, ο Llewyn Davis(Oscar Isaac)  παίζει φολκ μουσική. Στην ουσία παίζει φολκ μουσική επειδή σ’ αυτή την ταινία δε μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο απ’ το να παίζεις φολκ. Η καλλιτεχνική βιωσιμότητα εξαρτάται από τη φολκ. Δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί, αλλά ούτε να το αμφισβητήσεις. Τάσεις, αρρώστια όλων των εποχών. Όσο για το καλλιτεχνική … τρόπος του λέγειν, για τα προσχήματα. Πώς μπορεί κάτι να φέρει τέχνη, όταν είναι αποξενωμένο από εσένα, και απλά ακολουθεί μια επιβολή, έναν κανόνα;


Κατά τ’ άλλα ο Llewyn Davis είναι ένας χνουδωτός, απένταρος, γκαφατζής, μποέμ τύπος. Ιδανικός δηλαδή για τους Coen. Για γαργάλημα με μαύρο πινέλο στις πατουσίτσες. Αλλά και σα χρήση ξεσκονόπανου, μαύρο, που γαργαλάει ό,τι αγγίζει. Συν τοις άλλοις, όμως, ο Llewyn Davis έχει ένα ελάττωμα. Βρίσκεται μπροστά από την εποχή του. Κάτι που σημαίνει αποξένωση, περιθωριοποίηση, μοναξιά. Και μπορείς να αντιληφθείς το μέγεθος όλων των παραπάνω, αν αναλογιστείς ότι το ισχυρότερο κι αμοιβαίο βλέμμα κατανόησης και συμπόνιας το αποσπά και το απευθύνει σε μια γάτα, σε μια απάτητη ερημιά, στη βαθιά νύχτα, στην καρδιά του χειμώνα...