Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Nära livet


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman
Παραγωγή: Sweden / 1958
Διάρκεια: 84'


Υπάρχουν μερικοί δημιουργοί που είναι απλά χαρισματικοί. Ένας από αυτούς ήταν και ο Bergman. Το χάριμσά του δεν έγκειται στο αυστηρότερο κριτήριο της Τέχνης, δηλαδή να παραδίδει απλά αγέραστες ταινίες. Αλλά στο να βγαίνει αλώβητος από την εξής αντίθεση: Να κάνει ταινίες με σημείο αναφοράς μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο(στην προκειμένη Σουηδία του 1958), όπου το κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο είναι βασικός στυλοβάτης της δραματουργίας, και ταυτόχρονα να υπερβαίνει την δεδομένη χρονικότητα. Και να δίνει στο χρόνο μια απειροστή διάσταση μέσα από τις βαθύτερες έννοιες που συγκρούονται με τις στιγμιαίες εξωτερικές εκφράσεις της δεδομένης "εποχής".


Το "Κατώφλι της Ζωής" έχει γυριστεί αποκλειστικά στους περιορισμένους χώρους μιας μαιευτικής κλινικής. Και όσο και αν ακούγεται παράλογο, ο χώρος δεν είναι το πρόσχημα για την αυτή καθ' αυτή εξύμνηση της ζωής. Ο αγαπημένος Σουηδός δημιουργός κοιτάει βαθύτερα τη στιγμή της γέννησης, παρατηρώντας εξονυχιστικά το σύμπλεγμα συναισθημάτων και σκέψεων που κατακλύζουν τις μέλλουσες μητέρες.

Πολλοί ισχυρίστηκαν, με δεδομένο το περιορισμένο των filmikών χώρων, πως έχουμε να κάνουμε με μια ταινία περισσότερο θεατρική. Όμως η κάμερα στα χέρια του Bergman, έχει αμιγώς κινηματογραφική ουσία. Με τη θέση λήψης να παράγει διαρκώς κινηματογραφικά κάδρα, που δίνουν και μια διαφορετική οπτική στην θεματική της ταινίας. Υπό την έννοια αυτή, θα έλεγα πως το Nära livet είναι κινηματογραφικότατο!

Η πρώτη μητέρα αποβάλλει βίαια. Όσο και αν ακούγεται παράξενο, πρόκειται, σε πρώτο επίπεδο, για μια στιγμή συνειδητοποίησης, και έπειτα για ένα σημείο λύτρωσης. Για ένα παιδί δεν αρκεί το μητρικό του γάλα. Τρέφεται με την αγάπη των γονέων του. Ένα παιδί, είναι καταδικασμένο, τουλάχιστον στο αρχικό στάδιο, να πλαστεί κατ' εικόνα των κηδεμόνων του. Ποια θα είναι όμως αυτή η εικόνα, όταν το ζεύγος έχει αποσυντεθεί πλήρως σε έναν καθρέφτη αποξένωσης; Όταν το ζεύγος δε συνυπάρχει, αλλά απλά υπάρχει;


Η δεύτερη μητέρα βλέπει τη γέννηση του γιου της ως στιγμή ύψιστης ευτυχίας. Είναι άραγε η ευτυχία και η δυστυχία κάτι τόσο ρευστό; Και κάτι τόσο αυστηρά συνδεδεμένο με τις εκφάνσεις της στιγμής; Για τη μητέρα αυτή, η έλευση του γιου της είναι μαι στιγμή ολοκλήρωσης. Όχι εσωτερικής, αλλά εξωτερικής ολοκλήρωσης. Η γυαλιστερή επίστρωση στο κοσμικό προφίλ της.


Η τρίτη μέλλουσα μητέρα, είναι μια γυναίκα που φέρει στους κόλπους της ένα εξώγαμο παιδί. Το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής καθρεφτίζεται αυτολεξή πάνω της. Οι αντιλήψεις των γύρω της, η αποστροφή, και η αδιαφορία του πατέρα, την καθιστούν σε μειονεκτική θέση, σε ένα σύνολο που ακόμα και αν την αποδεχτεί, θα της έχει περάσει πρωτίστως την κουδούνα στο λαιμό. Δεν είναι η αποστροφή της για τα παιδιά που καθιστά την κυοφορία ανεπιθύμητη. Είναι η ευθύνη και μόνο η ευθύνη. Αφού, όπως αποδεικνύεται αναζητά απλά εκείνο το πρόσφορο έδαφος, που θα της επιτρέψει να βλαστήσει.

Όλα αυτά ενώ οδηγούμαστε σε ένα λυρικό φινάλε. Ο ουμανιστής Bergman θα δώσει στον κάθε ήρωα αυτό που του αξίζει. Κλείνοντας την πόρτα του μαιευτηρίου σε ένα καθαρτήριο πλάνο. Και τρυπώντας την ασφυξία των στενών χώρων, των στενών ιδεών, των στενών εξατομικεύσεων, με την απεραντοσύνη του ελεύθερου αέρα.
Βαθμολογία 8/10

Σάββατο 30 Μαΐου 2009

Mes stars et moi



Σκηνοθεσία: Laetitia Colombani
Παραγωγής: France / 2008
Διάρκεια: 88'


Η Laetitia Colombani κάνει μια ανάλαφρη κωμωδία, με καυστική σημειολογία στην αλυσιδωτή σχέση θαυμαστή-star system. Το πραγματικοφανές της profile σταδιακά κατεδαφίζεται, καθώς η δημιουργός αποφασίζει να ενδώσει στον ποθητό και εύπεπτο ""ρομαντισμό"" (σε πολλά εισαγωγικά, μπας και δεν αμαυρωθεί η λέξη) της mainstream αγοράς.


Κεραυνοβολημένος με το star system, o Kad Merad, τον οποίο είδαμε στο επίσης αδιάφορο Paris36, αναλαμβάνει την δουλειά καθαριστή στο γραφείο ενός μεγάλου ατζέντη, ούτως ώστε να βρίσκεται σε διαρκή επαφή με τις αγαπημένες του "θεατρίνες". Μόνο που δεν του αρκούν οι απόμακρες σχέσεις, τις πολιορκεί διαρκώς, και παρά τις αγνές προθέσεις του, γίνεται ένα ενοχλητικό τσιμπούρι στη ζωή τους. Τα πράγματα θα αλλάξουν όταν οι τρεις αγαπημένες του star αποφασίζουν να βγουν απ' το γυαλί και να ανακατέψουν λίγο την, ούτως ή άλλως, μπερδεμένη προσωπική ζωή του. Και μέσα από μια σειρά ανατρεπτικών εξελίξεων ο Kad Merad, αντιμέτωπος με την απειλή του οριστικού χαμού κόρης και γυναίκας, διδάσκεται πως είναι εύκολο να αγαπάει κανείς μια μακρινή εικόνα ή μια καλογυαλισμένη φαντασίωση. Το δύσκολο είναι να αγαπάει κανείς ένα οικείο πρόσωπο...


Το "Mes stars et moi" ενίοτε είναι μια διασκεδαστική κωμμωδία και ενίοτε μια ακατάσχετη φλυαρολογία. Ακαδημαϊκά τυπωμένο και αβαρή σαν πούπουλο, υποκύπτει στις ευκολίες του είδους. Με έναν μη αμφισβητήσιμο ρεαλισμό στην ουσία και έναν μη αμφισβητήσιμο λαϊκισμό στην αποτύπωση. Αν τίποτα απ' τα παραπάνω δεν σου ακούγεται αποτρεπτικό, τότε σου υπόσχεται ένα απολαυστικό 90λεπτό.
Βαθμολογία 3,5/10

Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

Jas sum od Titov Veles



Σκηνοθεσία: Teona Strugar Mitevska
Παραγωγής: Republic of Macedonia / Slovenia / Belgium / France / 2007
Διάρκεια: 102'


Μια ποιητική ταινία το "I Am From Titov Veles", που εξερευνεί τη σκοτεινή πλευρά της παρακμής, σε συλλογικό και σε ατομικό επίπεδο. Η καθίζηση της πραγματικότητας, ενός τόπου που ρημάζει τη ζωή του ανθρώπου εκείνου που φυλακίζεται αναπόδραστα στα ερείπια του χθες. Και όλα ειπωμένα μέσα από τα μινιμαλιστικά και καλαίσθητα οπτικά κάδρα της Teona Strugar Mitevska.


Τρεις αδερφές έχουν ξεμείνει στο πατρικό τους, στα Σκόπια, στο Τίτο Βέλες. Οι γονείς έχουν χαθεί χρόνια τώρα. Ένα τεράστιο εργοστάσιο, απομεινάρι της σοσιαλιστικής βιομηχανοποίησης, φουγαρίζει τον ήδη μαυρισμένο ουρανό. Οι ανάσες τους καυσαέριο και πίσσα. Η μεγάλη αδερφή είναι χρόνια τοξικομανής. Η μεσαία επιθυμεί με κάθε δυνατό τρόπο μια σανίδα διαφυγής από τη χώρα. Και οι δύο ονειρεύονται την απόδραση από αυτόν τον τόπο που δηλητηριάζει τις ζωές τους. Η τρίτη και πιο μικρή(περί στα 20) είναι η Αφροδίτη, την οποία υποδύεται η εκπληκτική Labina Mitevska. Η Αφροδίτη διαφέρει κατά πολύ από το παράδειγμα των αδελφών της.


Η πανέμορφη Αφροδίτη έχει πάψει να μιλάει από τα πέντε της χρόνια. Απ' το χρονικό σημείο δηλαδή που έχασε τον πατέρα της. Διατηρεί χαλαρούς δεσμούς με την εξωτερική πραγματικότητα, χωρίς αυτό να ελαφρώνει της οδύνη της. Η πραγματικότητα είναι τόσο αποτρεπτική για να τη ζήσεις, η Αφροδίτη το γνωρίζει. Χτίζει έναν κόσμο ονειρικό εντός της. Τα τραυματικά παιδικά της χρόνια κοχλάζουν οδυνηρά κάτω απ' το στήθος της. Ενώ στο σήμερα, έχει θυσιάσει τον εαυτό της, οραματίζοντας λίγα ψίχουλα αγάπης και σπλαχνικότητας με τα ελάχιστα κοντινά της πρόσωπα. Όμως το όνειρο και ο εφιάλτης έχουν πάντα ένα σημείο τομής. Σε αυτό το σημείο τομής θα βρεθεί και η νεαρά πρωταγωνίστρια όταν κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα: "Όταν έχεις αφιερώσει τη ζωή σου στους άλλους, τι απομένει όταν εκείνοι θα έχουνε φύγει;"


Το "I Am From Titov Veles" είναι μια ποιητική ταινία με φόντο το πολυπαθή πορτραίτο των Βαλκανίων. Ακόμα και αν δεν καταφέρει να σας συγκινήσει στην ολότητα του, υπάρχουν κάποιες επιμέρους σκηνές αψεγάδιαστης αισθητικής ομορφιάς. Η Teona Strugar Mitevska σκηνοθετεί την αδερφή της, σε μια σπαραχτική ερμηνεία, που ανασύρει στην επιφάνεια το σκότος από τα απύθμενα ύδατα ενός βαριά τραυματισμένου ψυχισμού. Στα συν η λιτή μουσική.
Βαθμολογία 8/10

Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

La notte



Σκηνοθεσία: Michelangelo Antonioni
Παραγωγής: Italy / France / 1962
Διάρκεια: 122'


Ο κινηματογράφος χρωστάει αν μη τι άλλο ένα ειδικό μνημόνιο στον μεγάλο αυτό Ιταλό σκηνοθέτη, για την έννοια που εξέλαβε η σεκάνς στα χέρια του. Ο Michelangelo Antonioni ήταν συνεχιστής του (σχεδόν αμιγώς πολιτικού) ιταλικού νεορεαλισμού, τον οποίο και εμπλούτισε, προσάπτοντας μια υπαρξιακή ποιητική χροιά. Ετούτη η ταινία, "Η Νύχτα", αποτελεί τον σταθμό απ' όπου ξεκινάει μια άτυπη τριλογία(ακολούθησαν η "Έκλειψη" και η "Κόκκινη Έρημος") πάνω στην αποξένωση και την αλλοτρίωση, τόσο σε συλλογικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε διατομικό. Παρακολουθώντας στενά την συνύπαρξη και τις προστριβές των δύο φύλλων. Θέμα αγαπημένο και ορατό σε όλη τη φιλμογραφία του σκηνοθέτη. Άλλωστε αυτή η τριλογία μνημονεύεται, ίσως, ως η σημαντικότερη κινηματογραφική απεικόνιση της θεματολογίας.

Η κινηματογραφική γλώσσα του Michelangelo Antonioni θεωρείται μοναδική για την συναισθηματικότητα των μονοπλάνων, την στοχαστική τους δύναμη, των πρωτοποριακό τρόπο της συρραφής των πλάνων(μοντάζ), αλλά και το ριζοσπαστικό στον τρόπο αντίληψης των χώρων(ντεκουπάζ). Η τεχνική του στάθηκε κομβικό σημείο επιρροής για τους επόμενους σκηνοθέτες, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να ισχυριστούμε πως έχει επιτευχθεί η πλήρης αφομοίωση της. Έτσι και το La notte εμπεριέχει πλάνα που σε σοκάρουν με τον δραματικό δυναμισμό τους, και που σε αφήνουν άναυδο με την αισθητική καλλιέπεια τους. Ένα από αυτά παρακολουθούμε και στην εντυπωσιακή εναρκτήρια σκηνή. Όπου η κάμερα κατεβαίνει ρυθμικά από τον ουρανό ενός ουρανοξύστη, για να προσγειωθεί στο βυθό του Μιλάνο. Όπου και ξετυλίγεται όλη η ταινία. Πέραν του εντυπωσιακού της κινηματογράφισης, μπορούμε να πούμε πως το εναρκτήριο πλάνο αποτελεί μια ακριβή σύνοψη για το τι θα ακολουθήσει. Η πτώση, ως συνώνυμο της αλλοτρίωσης. Της αλλοτρίωσης που εξέλαβε μορφή παγκόσμιας νόσου στα 60's και παραμένει διαχρονικό αγκάθι στην καρδιά όποιας σύγχρονης κοινωνίας. Αυτή την αλλοτρίωση θα παρακολουθήσουμε, σε πολιτικό, σε κοινωνικό και σε ανθρωπιστικό επίπεδο. Αλλά κυρίως σε πνευματικό. Απ' όπου η αλλοτρίωση διαχέεται σε όλες τις εκφάνσεις της συλλογικής και της ατομικής ζωής, λαμβάνοντας διάφορες μορφές.


Βρισκόμαστε μπροστά από το κρεβάτι ενός ετοιμοθάνατου. Θεωρητικά, αυτός μοιάζει ασύνδετος με τη δραματουργία, αλλά όπως θα επιχειρηματολογήσω στο τέλος του κειμένου μου, αποτελεί έναν κομβικό ήρωα στα χέρια του Michelangelo Antonioni. Ένα φιλικό ζευγάρι έρχεται για μια τυπική επίσκεψη. Η επικοινωνία μεταξύ τους, όπως διαφαίνεται στα εισαγωγικά πλάνα, είναι παντελώς ακρωτηριασμένη. Καμία έλξη. Μόνο μια πιεστική ουδετερότητα στο χώρο. Τον άντρα υποδύεται ο εκπληκτικός Marcello Mastroianni. Πρόκειται για έναν συγγραφέα, ο οποίος έχει πάψει να έχει δημιουργικές ανησυχίες. Για αυτόν, σε αντίθεση με τον Antonioni, η δημιουργική διαδικασία είναι απλά μια καταγραφή εμπειριών. Η φαντασία έχει πάψει να υφίσταται προ πολλού. Η ζωή έχει πάψει να υφίσταται προ πολλού, όπως άλλωστε υπαινίσσεται και μια χαρακτηριστική ατάκα του "δεν έχω πια εμπνεύσεις, μόνο αναμνήσεις". Η Jeanne Moreau υποδύεται τη γυναίκα με βαριά χρώματα μοναχικής μελαγχολίας. Απελπίζεται, ή καλύτερα αφανίζεται, βλέποντας καθημερινά τα όνειρα της να βυθίζονται στους βούρκους του τετριμμένου και του συμβατικού. Ο διαιωνισμός της α-συναισθηματικότητας εντός του γάμου της, αποτελεί τη αβάσταχτη μουσική υπόκρουση στις μοναχικές τις μονωδίες.

Θα ήθελα, για λειτουργικούς κυρίως λόγους, να καταπιαστώ με την ταινία χωρίζοντας την σε δυο σεκάνς. Την πρώτη, όπου η απογοητευμένη γυναίκα σεργιανίζει στην πόλη αναζητώντας ευχάριστες παρελθούσες αναμνήσεις. Και τη δεύτερη, όπου το ζεύγος επισκέπτεται το πολυτελή πάρτυ ενός ευκατάστατου κυρίου της εποχής. Στο σημείο αυτό, παρεκκλίνοντας, θα ήθελα να αναφέρω και τον αξιοπρόσεκτο τρόπο με τον οποίο ο Antonioni έχει ενσωματώσει τα αντικείμενα και τις σκιές στη δραματουργία του. Παρακολουθούμε τα υποκείμενα ως τα παραγόμενα είδωλα που προκύπτουν πάνω σε γυάλινες επιφάνειες, ενώ και οι σκιές τους μπλέκονται μοναδικά με αυτά στο χώρο, θυμίζοντας μας διαρκώς πως η πραγματικότητα, ως προς την όραση της, επιδέχεται διάφορες παραμορφώσεις. Παραμορφώσεις όμοιες με αυτές που θα μπορούσαν να επιφέρουν τα συναισθηματικά πρίσματα μιας ανθρώπινης ύπαρξης.


Αλλά ας επιστρέψω στην πρώτη σεκάνς. Η γυναίκα εμφανώς απογοητευμένη από την ανέπαφη συμβίωση με τον άντρα της, θα καταφύγει στην πόλη, επιζητώντας μια ανανέωση. Στην πόλη όπου τον γνώρισε, και όπου οι μνήμες είναι γεμάτες αρώματα ακόμα. Το χαμόγελο και η ξεγνοιασιά παντρεύεται άψογα με το υποκριτικό ταμπεραμέντο της Jeanne Moreau. Για πόσο όμως; Αυτή η ψευδαίσθηση ευτυχίας είναι φθαρτή και εφήμερη. Διαρκεί μέχρι να βιώσει αυτό που ο Άρθουρ Σοπενχάουερ είχε εκφράσει κάπως έτσι:"Πιστεύουμε ότι νοσταλγούμε ένα μακρινό τόπο, ενώ στην πραγματικότητα νοσταλγούμε μόνον τον χρόνο που ζήσαμε εκεί, τότε που ήμασταν πιο νέοι και πιο φρέσκοι. Έτσι λοιπόν μας ξεγελάει ο χρόνος: φορώντας τη μάσκα του χώρου. Αν ταξιδέψουμε ως εκεί, θα συνειδητοποιήσουμε την πλάνη μας." Έτσι και η Jeanne Moreau καταλαβαίνει πως δε μπορεί να αναζητήσει την ευτυχία στο τέρας της νοσταλγίας. Γιατί και αυτή, όπως όλοι, είναι καταδικασμένη να ζει στο παρόν.


Αλλά ας πάμε στη δεύτερη σεκάνς. Η οποία λαμβάνει χώρο σε ένα πολυτελή οίκημα, με πυκνογραμμένη κοσμικότητα και ευφάνταστη αίγλη. Η γυναίκα αισθάνεται εμφανώς αμήχανα σε αυτό το επιφανειακό τσίρκο εξωστρέφειας. Έτσι, θα εκμεταλλευτεί κάθε αφορμή για να αποσυρθεί στη μοναχικότητα της, χωριστά από τον άντρα της. Ο Marcello Mastroianni, αντιθέτως, θα εξαργυρώσει την αναγνωρισιμότητα του συγγραφικού του προφίλ, με σκοπό να αποπλανήσει την Monica Vitti. Η οποία δίνει μια εκθαμβωτική παρουσία σε έναν σχετικά σύντομο, αλλά και πολύ σημαντικό ρόλο. Οι ερωτικές ατασθαλίες του άνδρα θα ξεθάψουν τα συναισθήματα του ζευγαριού από τις στάχτες. Και θα οδηγήσουν το film σε ένα εξομολογητικό και λυρικό φινάλε.


Στο φινάλε θα βρούμε το ζεύγος να αποπειράται μια λυτρωτική επανασύνδεση, η οποία προδίδει και αποσαφηνίζει το βάρος της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης στην οποία έχει περιέλθει η σχέση τους. Ο έρωτας κοντράρεται με την αγάπη. Στον έρωτα, όπου τα πρόσωπα είναι ακόμα άγνωρα, η φαντασία κατασκευάζει με τα υλικά της ωραιοποίησης την εικόνα του απέναντι της. Ο έρωτας είναι φθαρτός και εφήμερος. Η αγάπη επέρχεται μέσω της επικοινωνίας. Διότι η επικοινωνία είναι μια διαδικασία όπου ο καθένας γνωρίζει και ενώνεται με τον απέναντι του. Ισοπεδώνοντας εκείνες τις τεχνητές εικόνες που δημιούργησε ο έρωτας. Αυτή η επικοινωνία όμως είναι που φθείρει το ζεύγος. Προδίδοντας την αδυναμία του άντρα να αγαπήσει, την αδυναμία να δοθεί. Καθρεφτίζοντας στο έπακρο την πνευματική αλλοτρίωση. Όλα αυτά τα παρακολουθούμε στον απόηχο του θανάτου εκείνου του ήρωα με τον οποίο αρχίσαμε το κείμενο μας. Εκείνος ήταν ένας άνθρωπος που δε φοβόταν να δοθεί. Ένας άνθρωπος που ανέπτυξε ένα ανεξίτηλο δέσιμο με την Jeanne Moreau, ανεξάρτητο από ερωτικές λαιμαργίες-κατασκευές. Ένα δέσιμο αιώνιο. Γιατί ο βιολογικός θάνατος δεν ισούται με μηδενισμό στον πνευματικό χώρο. Στον πνευματικό χώρο ο μόνος θάνατος είναι ο αφανισμός της ψυχής.
Βαθμολογία 9,5/10

Σάββατο 23 Μαΐου 2009

Gruppo di famiglia in un interno


Σκηνοθεσία: Luchino Visconti
Παραγωγής: Italy / France / 1974
Διάρκεια: 116'

Η προτελευταία τούτη η ταινία του Luchino Visconti. Που στον πρωταγωνιστικό ρόλο του καθηγητή ίσως βρούμε κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία του δημιουργού.


Φιλήσυχος καθηγητής(Burt Lancaster) αναπαύεται κάπου στα προάστια της Ρώμης. Πάμπλουτη μαρκησία(Silvana Mangano), σύζυγος δεξιού άρχοντα, έρχεται να αναταράξει την επιθανάτια ηρεμία του καθηγητή. Διεκδικώντας πιεστικά να νοικιάσει μέρος της βίλας του, ως οίκημα για τα παιδιά της και για το μισθωμένο ζιγκολό(Helmut Berger) της. Τα νέα αυτά πρόσωπα εμπλέκονται αδιάκριτα στη νεκρική καθημερινότητα του καθηγητή, αναταράσσοντας τη ζωή του. Όλα αυτά σε ένα υπαρξιακό δράμα, με πολιτικό ντεκόρ, που ασφυκτιά στους τέσσερις τοίχους.


Η επιθετική εισβολή της μαρκησίας στα ξένα κτήματα του καθηγητή, μπορεί εύκολα να παρομοιαστεί με τη βίαια-φασιστική επεκτατικότητα του καπιταλιστικού κόσμου. Δέκτης παρόμοιας βίας είναι και το προλεταριάτο, στην προκειμένη ο Helmut Berger. Όπου η εκπόρνευση, σώματος και ιδεών, προκύπτει ως το διόδιο για την αστική κοινωνία. Αυτή η κατάσταση εσωτερικής καταπίεσης σχηματίζει ένα μύχιο πυρράκτωμα, με την μόνιμη απειλή μιας έκρηξης. Έκρηξης που ισούται με επανάσταση, περισσότερο νευρωτική παρά συλλογική, στην καρδιά του αστικού εκφυλισμού.

Ο καθηγητής είναι ένας διανοούμενος, που απηυδισμένος απ' όλα έχει αποσυρθεί πρόωρα στο νεκροκρέβατο του. Προτιμά να ζει μέσω έργων Τέχνης, που είναι πυκνοκαδραρισμένα στους τοίχους και στα ράφια του σπιτικού του, παρά μέσω των ίδιων των ανθρώπων. Άλλωστε το δεύτερο προϋποθέτει μια μορφή δέσμευσης-αφοσίωσης, που ο καθηγητής δεν είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί. Η συναναστροφή του καθηγητή με τη μπουρζουαζία θα του προκαλέσει άφθονη φρίκη, ενώ παράλληλα θα τον ξεσκεπάσει, έστω και επιφανειακά, από τη ναφθαλίνη. Η μπουρζουαζία και η αστική τάξη που αποτυπώνονται μέσα σε μια φιλήδονη κενότητα, καθοδηγούν σε εξίσου ρηχές μέρες την ανθρωπότητα. Και μέσα σε αυτό το σύνολο ανθρώπινων σχέσεων ξεχωρίζει αυτή του καθηγητή με τον Helmut Berger, το νεαρό ζιγκολό. Ο καθηγητής, έστω και βουβά, ασπάζεται τα πάθη του. Και παρά την φαινομενική απόσταση τους, ίσως οι ζωές τους να μη διαφέρουν και τόσο, παρά μόνο ως προς την εμφάνιση τους.


Κάλλιστα θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε όλα όσα συμβαίνουν εντός των τεσσάρων τοίχων ως μια πολυπολιτισμική και πολυταξική κοινωνία. Όπου οι όροι διαβίωσης είναι τουλάχιστον δύσκολοι. Η γοητεία της αμαρτίας, για την οποία μας μιλάει ο τίτλος, αναφέρεται στην προσγείωση στο απέναντι στρατόπεδο. Καθώς τόσο ο μοναχικός καθηγητής, όσο και οι αστοί, παρά τις πρωταρχικές αναστολές τους, γοητεύονται απ' τις αναμεταξύ τους αντιθέσεις. Ο Luchino Visconti καυτηριάζει ξεκάθαρα τη μπουρζουαζία. Τονίζοντας πως η εσωτερική ενότητα είναι ανύπαρκτη, και υφίσταται μόνο κάτω από την κοινή δίψα για διασκέδαση. Ενώ από την άλλη, ο Ιταλός σκηνοθέτης τραυματίζεται βαρέως από τη μοναχικότητα του ενός. Το ταξικό σχόλιο λαμβάνει σάρκα και οστά μέσα από εξαντλητικούς διαλόγους και εντάσεις. Και όλα αυτά τη στιγμή που η εργατική τάξη(υπηρέτρια), είναι επιδεικτικά καταδικασμένη στον αφανή ρόλο του κομπάρσου.

Ο Luchino Visconti είναι ένας ταχυδακτυλουργός πίσω από την κάμερα. Μαεστρικά τα πλάνα, και κορυφαίας έντασης, όπου η κάμερα περιστρέφεται εντός των φιλοτεχνημένων τοίχων, για να βρει διέξοδο στο άπλετο φως που μπαίνει από κάποιο ανοιχτό παράθυρο. Το φυσικό φως θα το δούμε ελάχιστες φορές στην ταινία, και φέρει έντονη συμβολικότητα, καθώς η ταινία εξελίσσεται στα εγκλωβιστικά τοιχώματα των εσωτερικών χώρων. Για την κινηματογράφηση των οποίων οφείλουμε να καταλογίσουμε τα μέγιστα στον φωτογράφο Pasqualino De Santis.
Βαθμολογία 8,5/10

Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα



Σκηνοθεσία: Νίκος Νικολαΐδης
Παραγωγής: Ελλάδα / 2002
Διάρκεια: 121'


Ο Νίκος Νικολαΐδης παρέμεινε πιστός στο σινεμά του, πιστός και στις ιδέες του. Εδώ, προβληματίζεται γύρω από την κενότητα του σύγχρονου γίγνεσθαι και την ατομική ασυνειδητότητα που έχει καθιερωθεί ως το άμφιο της καθημερινότητας. Η πνευματική στασιμότητα ως ιδίωμα του παγκόσμιου οικοδομήματος. Του παγκόσμιου οικοδομήματος που ανασημασιοδοτεί διαχρονικά την έννοια άνθρωπος, περνώντας στην φάση της μηχσανικοποίησης εντός των ανθρώπινων αρτηριών. Και είναι αυτή η "Νέα Εποχή", εξίσου νεκρή με την προκάτοχο της, που προβληματίζει τον Έλληνα σκηνοθέτη. Η "Νέα Εποχή" των media και της τεχνολογίας, που παραμένει εξίσου στάσιμη ως προς την πνευματικότητα της, ίσως και οπισθοδρομική.


Οι ήρωες του Νικολαΐδη είναι μονίμως αντιπαραγωγικοί και αντικαταναλωτικοί. Τόσο σε επίπεδο αγαθών, όσο και σε επίπεδο ιδεών. Έτσι και εδώ, παρακολουθούμε περιθωριοποιημένους ήρωες που ζουν ασφυκτιόντας εντός της πραγματικής καπιταλιστικής κτηνωδίας. Στον καπιταλιστικό κόσμο συμβαίνει το εξής cult: Κάθε παραδοξότητα και κάθε σαλότητα παίρνει φυσική μορφή, δια της επανειλημμένης έκθεσης της στο αποπροσανατολισμένο πλήθος, το οποίο εν τέλη την ασπάζεται βιωματικά, ελέω και των ασυνείδητων μηχανισμών της συνηθεισιοποίησης.


Οι ήρωες είναι ένας ξεχασμένος σαραντάρης(Γιάννης Αγγελάκας), ένας εικοσάρης τραγουδοποιός(Συμεών Νικολαϊδης), μια μαυρούλα στριπτιζέζ(Louise Attah), μια τεκνατζού barwoman και μια αλκοολική χαζογκόμενα. Αταίριαστοι μεταξύ τους ενώνονται με ένα κοινό σύνθημα: "Όχι πια εδώ". Το πού, είναι απροσδιόριστο. Σε κάποιον τόπο μακρινό, ίσως αδημιούργητο ακόμα. Δεν έχει σημασία. Το "Όχι εδώ" έχει σημασία! Καθώς οι ήρωες είναι απηυδισμένοι από τον νεκρό κόσμο που τους περιβάλλει.

Οι ήρωες είναι ανένταχτοι. Οργισμένοι και θυμωμένοι με το περιβάλλον τους. Είναι οι προλετάριοι εκείνοι, που δεν είδαν ποτέ τους εφησυχασμένους ομοιούσιους τους να επαναστατούν, όπως τους είχαν υποσχεθεί οι πολιτικοί άρχοντες του παρελθόντος. Είναι οι ποιμένες που δεν αντίκρισαν ποτέ τον Θεό στην επίγεια κόλαση τους, αριστουργηματική σε αυτό το σημείο η συνεχή αναφορά στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Είναι το ακροατήριο εκείνων των σπουδαίων φιλοσόφων, των οποίων οι ρήσεις είναι εξαιρετικά θεωρητικές για να απαλύνουν τον πόνο τους. Είναι τα παιδιά, που τα όνειρα τους έγιναν ένας χαρταετός που αδυνατεί να βρει αέρα. Και έτσι διακρατούν τις στοιχειώδης εξαρτήσεις, όπως μια κιθάρα ή μια χούφτα χάπια ή λίγος έρωτας, ώστε να μπορούν ακόμα να ανασάνουν μες στο σάπιο κόσμο! Οι ήρωες είναι ανένταχτοι. Δεν ξέρουν να δουλεύουν, δεν ξέρουν να πυροβολούν. Δεν έχουν δυνάμεις. Και όμως δεν κωλώνουν να τα βάλουν με τους μπάτσους, με τα media, τα ναρκωτικά και τον υπόκοσμο. Για χάριν του ενός ονείρου που σιγοκαίει ακόμα. "Όχι πια εδώ".


Ο Νίκος Νικολαϊδης πήρε μια τολμηρή απόφαση να χρησιμοποιήσει πρωτοεμφανιζόμενους ηθοποιούς στο σύνολο του cast. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δίνει μια ιδιάζουσα ερμηνευτική δύναμη στο film. Με αποκορύφωμα το δίδυμο Αγγελάκα(ο γνωστός ρόκερ)- Συμεών Νικολαΐδη(ο γιος του σκηνοθέτη), όπου δημιουργούνται κοινοί κώδικες επικοινωνίας, αλλά και ιδιαίτερες μαγνητικές έλξεις στο μεσοδιάστημα που τους χωρίζει.

Ο Λόγος έχει ιδιαίτερη σημασία στην ταινία. Άλλοτε γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο της δραματουργίας, και άλλοτε την υπερβαίνει, δίνοντας μια εξωτερική μόχλευση στην ιστορία. Με αποκορύφωμα ορισμένα χωρία της Αποκάλυψης του Ιωάννη που διαβάζονται, και που με την οντολογική δύναμη τους, απογειώνουν εσωτερικά το film. Οι μουσικές του Αγγελάκα διαποτίζουν τ ραχοκοκαλιά της ταινίας, μεταφέροντας διαρκώς τον θεατή στην κουλτούρα του "Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα". Ενώ και το συνονθύλευμα ψυχρών και θερμών χρωμάτων, με το οποίο ο σκηνοθέτης επιλέγει να φωτίσει τα κάδρα του, δίνουν μια εξαιρετική αισθητική.
Βαθμολογία 8/10

Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

La tourneuse de pages



Σκηνοθεσία: Denis Dercourt
Παραγωγής: France / 2006
Διάρκεια: 85'


Πρόκειται επί της ουσίας για μια ιστορία εκδίκησης. Η οποία εμπεριέχει σωρεία επιπολαιοτήτων και υπερβολών στο σενάριο για να τεκμηριωθεί. Τις οποίες περισσότερο με πονηρά, παρά ιδιοφυή, αφηγηματικά τεχνάσματα προσπαθεί να "περάσει" με φυσικότητα.


Η Melanie, μικρό κορίτσι κόβεται σε μουσικές εξετάσεις. Γεγονός για το οποίο φέρει καταλυτική ευθύνη η επιπολαιότητα μιας σολίστ της εξεταστικής επιτροπής, της Ariane Fouchécourt. Η Melanie έπειτα από καμιά δεκαριά χρόνια, ενήλικο κορίτσι πλέον, μέσα από μια σειρά υπερβολικών γεγονότων, καταφέρνει να τρυπώσει στο πολυτελή σπίτι της σολίστ. Αρχικά ως υπηρέτρια γενικής χρήσης και έπειτα ως το κορίτσι που γυρίζει τις σελίδες στις παρτιτούρες. Η Melanie με το αγγελικό παρουσιαστικό και την αξιοπρόσεκτη οργανωτικότητα επιτυγχάνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη, αλλά και τον ανεκδήλωτο έρωτα της Ariane. Και τα πάντα βαίνουν ομαλώς για την εκπλήρωση του σατανικού σχεδίου εκδίκησης.


Ο Denis Dercourt, ενορχηστρώνοντας και τις άψογες μουσικές του Jérôme Lemonnier, επιτυγχάνει να κάνει ένα άπταιστο ψυχολογικό θρίλερ από πλευρά ατμόσφαιρας. Ένα αίσθημα απειλής πλανιέται διαρκώς στις σχέσεις μεταξύ της καταξιωμένης ντίβας και της νεαράς υπηρέτριας. Ένας υπόγειος ερωτισμός προσδίδει ένταση στην παρακολούθηση. Και όλα αυτά τη στιγμή που οι υπόνοιες για την έξαρση της καταιγίδας είναι περισσότερο από εμφανής.


Όμως τελικά ο Denis Dercourt αδυνατεί να χειραφετηθεί από το επίπεδο της πλοκής. Η οποία μάλιστα ενέχει περιττές κορώνες. Και παρά τις αχνές επιδιώξεις για μια συμβολική αμφισημία, όπως την ταξική εκδίκηση για παράδειγμα, το "La tourneuse de pages " παραμένει ένα προβλεπόμενο, και μάλλον ρηχό, ψυχολογικό δράμα. Απ' το οποίο κρατάμε την απειλητική ατμόσφαιρα της πρώτης κυρίως ώρας, αλλά και την εξαιρετική ερμηνεία της πολλά υποσχόμενης Déborah François.
Βαθμολογία 4,5/10

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

The Ballad of Jack and Rose



Σκηνοθεσία: Rebecca Miller
Παραγωγής: USA / 2005
Διάρκεια: 112'


Το "The Ballad of Jack and Rose" συγκέντρωσε αρνητικές κριτικές, τόσο σε εγχώρια όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Προσάπτοντας του κυρίως μια οξεία δραματικότητα και μια αβάσιμη χρήση του off χρόνου που προϋπάρχει του on. Προσωπικά βρήκα στο πόνημα της Rebecca Miller ένα ατόφιο διαμαντάκι του ανεξάρτητου Αμερικάνικου cinema. Με τη σκηνοθέτιδα να σπάζει και να αναποδογυρίζει τους προφανείς ακαδημαϊκούς κώδικες, έστω και χωρίς σαφή καλλιτεχνικό προσανατολισμό. Ενώ επίσης χτίζει μια μαγευτική μυστηριακή ατμόσφαιρα που πλανιέται πάνω από το κεφάλαιο των ανθρώπινων σχέσεων. Αν μπορούσα ωστόσο να καταλογίσω κάτι στην ταινία, αυτό θα ήταν η εργαλειακή μεταχείριση των β-ρόλων για την αποκλειστική φωτοσκίαση του πρωταγωνιστικού ζεύγους.


Το πρωταγωνιστικό δίδυμο συνθέτουν πατέρας και κόρη(Daniel Day-Lewis, Camilla Belle αντίστοιχα) μιας διμελούς οικογένειας. Ο Jack, ο πατέρας δηλαδή, είναι ένας πρώην χίπης που ζει σε ένα απέραντο κοινόβιο που έχει κληρονομήσει μαζί με πλούσια άλλα περιουσιακά στοιχεία. Αναπτύσσει ισχυρούς δεσμούς, όσον αφορά το συναισθηματικό επίπεδο, με την κόρη του Rose. Ωστόσο ο Jack ταράζεται όταν πληροφορείται πως πάσχει από μια ανίατη καρδιακή ασθένεια. Σπεύδει να αγοράσει, κυριολεκτικά, την παρουσία της ερωμένης του, μαζί με τα παιδιά της, στο σπίτι. Αγοράζοντας ουσιαστικά και μια δεύτερη οικογένεια για την κόρη του, ελαφραίνοντας έτσι και τον επικείμενο θάνατο του, καθώς η ζωή της Rose περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από αυτόν. Η Rose, ένα αθώο, ευαίσθητο και αυθεντικό αγρίμι, αρνείται να αποδεχτεί το "πείραμα" του πατέρα της, και οι ισορροπίες εντός του σπιτιού σείονται επικίνδυνα!


Το "The Ballad of Jack and Rose" θέτει πολύ σημαντικά ερωτήματα. Ένα από αυτά είναι το ακόλουθο: Ο ερχομός μιας ανίατης ασθένειας σε αναγκάζει να αλλάξεις τον τρόπο ζωής σου; Αν η απάντηση είναι καταφατική, κάτι τέτοιο μάλλον προδίδει πως ξόδευες αλόγιστα τον περασμένο σου βίο. Και πως τώρα επιζητείς την αμνηστία του παρελθόντος ως επιθανάτια γεύση. Σε παρόμοια θέση έρχεται και ο Daniel Day Lewis. Δεν είναι όμως η αναθεώρηση του παρελθόντος που τον αναγκάζει να αλλάξει ρότα. Είναι ένας φθαρτός και θνητός φόβος, που επιφέρει η σκέψη της μελλοντικής απουσίας του από την ζωή της μοναχοκόρης του. Και αφού δεχτεί τις γροθιές απάνω στις λοξοδρομημένες ράγες που διαλέγει, τότε σπαρακτικά θα κινήσει το τιμόνι προς τα πίσω. Έτσι για να περισώσει ότι δεν εχάθη.


Η σχέση του Jack και της Rose αποτελεί επίσης σημείο ορόσημο για έναν προβληματισμό για το περιεχόμενο της αγάπης σε προσωπικό επίπεδο. Άραγε είναι η αγάπη χειροπέδες; Οι χειροπέδες που ενώνουν αναπόσπαστα δυο άτομα; Όπου το ναυάγιο του ενός σημαίνει ταυτόσημα και τον βυθισμό του άλλου; Ή είναι η αγάπη τα φτερά εκείνα που δίνουν στον απέναντι τους ένα υψηλότερο αέρα ελευθερίας;


Η ασυνήθιστη σχέση του πρωταγωνιστικού δίδυμου, που θα κομπλάρει τους συντηρητικούς θεατές, λειτουργεί και σε δεύτερο επίπεδο. Όταν τα συναισθήματα σε μια ανθρώπινη σχέση υπαγορεύονται από τα εξωτερικά αξιώματα-ορίσματα, όπως πατέρας, κόρη, παιδικός φίλος, συνεργάτης κλπ, τότε οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι παρά ξύλινες συναλλαγές. Οφείλεις να αφεθείς γυμνός στην αυθύπαρκτη έλξη των συναισθημάτων. Να τα αφήσεις να δημιουργηθούν εντός σου. Και να συμπληρώσουν τα κενά στην πρόσοψη του εσωτερικού σου κόσμου. Εκεί, ίσως τα πιο αλλόκοτα συμβούν. Μα αυτά τα αλλόκοτα δε θα γράφονται απ' το στεγνό μελάνι κάποιας δανεικής ηθικής. Αλλά θα αναζητούν τα χρώματα στο πορτραίτο της προσωπικής σου ολοκλήρωσης.


Στα σχέδια της Rebecca Miller είναι επίσης και ένα σχόλιο για τις οικονομικές συνισταμένες της εποχής. Κάπως ανολοκλήρωτο θα λέγαμε, αλλά με τίμιες προθέσεις. Από τη μία έχουμε την απομυθοποίηση και τον εξανθρωπισμό της (μάλλον) συμπαθούς φυσιογνωμίας του hippy και του boem ρεύματος. Με τον Daniel Day Lewis, που αντιπροσωπεύει το παραπάνω ρεύμα, να υποκύπτει σε εμφανής αδυναμίες αυτόδικου χαρακτήρα. Και από την άλλη, έχουμε την ολοφάνερη αποφυγή του λιβανίσματος και του εξορκισμού στον ούτως ή άλλως μη συμπαθή καπιταλισμό. Σε μια ταινία που οι διαφορετικές κουλτούρες συγκρούονται διαρκώς.

Για να τελειώνουμε, ακόμα και αν βρείτε το "The Ballad of Jack and Rose" στρυφνό και οξύμωρα δραματικοποιημένο, ακόμα και αν δε σας συνεπάρουν τα πάθη του, ακόμα και αν του καταλογίσετε ατέλεια, θα αποζημειωθείτε από το μουσικό κομμάτι και από τις συνολικές ερμηνείες του cast (Daniel Day-Lewis, Camilla Belle, Catherine Keener, Paul Dano). Ο Daniel Day Lewis ξεχωρίζει άλλη μια φορά σε έναν ιδιόρρυθμο και δύσκολο ρόλο. Ενώ και η 19χρονή, τότε, Camilla Belle δεν υστερεί καθόλου!
Βαθμολογία 8/10

Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Le premier jour du reste de ta vie


Σκηνοθεσία: Rémi Bezançon
Παραγωγής: France / 2008
Διάρκεια: 114'


Το οδοιπορικό μιας πενταμελούς οικογένειας που γερνάει στο χρόνο, ενώ τα μέλη της αρνούνται πεισματικά να ενηλικιωθούν. Θα οδηγηθούν ομαδικώς σε ένα οριακό σημείο αποσύνθεσης, μπροστά από ένα ανυπέρβλητο τείχος, το οποίο θα τους ωθήσει να κοιτάξουν διαφορετικά την επόμενη μέρα. Έτσι, θα αφιερώσουν την πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής τους στο να επανανταμώσουν την χαμένη νιότη τους.


Η πενταμελής οικογένεια έχει γίνει a priori στις ταινίες του είδους. Καθώς δίνει πρόσφορο έδαφος για πολυπρόσωπη κριτική-ανάλυση. Έτσι και ο Remi Bezancon θα χρησιμοποιήσει τους ήρωες για να σχολιάσει ευρυζωνικά τις σύγχρονες τάσεις, αλλά και τον θεσμό της οικογένειας. Πρώτα όμως να αναφέρω πως η ταινία περιγράφει ένα χρονικό φάσμα δέκα ετών. Σε αυτό το διάστημα βλέπουμε μια μητέρα(Zabou Breitman) να παλιμπαιδίζει, φοβούμενη το (εξωτερικό) πλήρωμα του χρόνου. Έναν πατέρα(Jacques Gamblin) να ψυχραίνεται και να μαραζώνει, αναλαμβάνοντας τον άχαρο ρόλο του πυροσβέστη στις συνεχής αναταραχές εντός του σπιτιού. Τον μεγάλο γιο(Pio Marmaï) που νιώθει ξένος εντός της οικογένειας, να δραπετεύει με έναν επιπόλαιο γάμο και μια βίαια είσοδο στον κόσμο των μεγάλων. Το μικρότερο γιο(Marc-André Grondin) να πνίγει τον καιρό του στο αλκοόλ των προσωπικών δραστηριοτήτων. Όπως ο εναγκαλισμός της rock, αλλά και η gourmet λατρεία προς το κρασί. Και τέλος, την μικρότερη(Déborah François), καταπιεσμένη από την άνιση μεταχείριση των φύλων εντός του σπιτιού, να ξεσπάει απομονώνοντας και ματώνοντας τον εαυτό της.


Οι ήρωες όμως απέχουν πολύ απ' το να χαρακτηριστούν ολοκληρωμένοι. Ο Remi Bezancon προβάλει τους ηθοποιούς του ως τις ιδιότητες που επιθυμεί να σχολιάσει, παρά ως ολοκληρωμένες υπάρξεις. Σε αυτό συμβάλλει βέβαια και το cast, που παρά τις ικανοποιητικές ερμηνείες των Marc-André Grondin(C.R.A.Z.Y.), Déborah François και Zabou Breitman, αδυνατεί να συνεργαστεί ομαδικά. Επιπροσθέτως, ο Γάλλος σκηνοθέτης μοιάζει να καταπιάνεται περισσότερο με την επιφάνεια των πραγμάτων, παρά με την ουσία τους. Σε αυτό συνηγορεί και το πλήθος των κλισέ με το οποίο πλάθονται οι ήρωες και τα επεισόδια. Ωστόσο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως το σενάριο έχει ορισμένες ξεκαρδιστικές ατάκες, αλλά και μια αξιομνημόνευτη αναφορά στον Robert Duvall.


Τέλος, είναι ορατό πως το "Le premier jour du reste de ta vie" επιθυμεί να καθρεφτίσει το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων που προκύπτουν την εξής διαπίστωση: Κάθε μέρα που περνάει είναι η πρώτη της υπόλοιπης ζωής μας. Η υπόλοιπη ζωή μας ωστόσο μειώνεται καθημερινά κατά μία μέρα. Και όλα αυτά ενώ το σημείο του τερματισμού παραμένει διαρκώς άγνωστο. Αν και η ταινία έχει μια ενδιαφέρουσα σημειολογία, ο Remi Bezancon δείχνει να καταπιάνεται με την επιφάνεια των πραγμάτων, αναβάλλοντας συνεχώς για το επόμενο φιλμικό λεπτό να δώσει το απαιτούμενο βάθος. Ώσπου κάποια στιγμή να διαπιστώσει πως τα εναπομείναντα λεπτά του φιλμικού χρόνου, δεν αρκούν για τη διεισδυτικότερη ματιά που ίσως επιθυμούσε.
Βαθμολογλια 4,5/10

Σάββατο 16 Μαΐου 2009

Code inconnu: Récit incomplet de divers voyages



Σκηνοθεσία: Michael Haneke
Παραγωγής: France / Germany / Romania / 2000
Διάρκεια: 118'


Άγνωστος κώδικας. Σε ποιος άγνωστους κώδικες αναφέρεται ο τίτλος του Michael Haneke; Ίσως αυτούς που καλείται να αποκρυπτογραφήσει ένας δημιουργός, για να αναλύσει το πορτραίτο της εκκεντρικής και ραγδαία μεταβαλλόμενης πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Ή εκείνους τους κώδικες που καλείται να σπάσει ο μη συνηθισμένος και κακομαθημένος θεατής, ούτως ώστε να οδηγηθεί στην "Αλήθεια" του δημιουργού. Μπορεί ακόμα να αναφέρεται σε εκείνους τους άγνωστους κώδικες που αναπτύσσονται μεταξύ του αναπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου. Όπου η ανισότητα των θέσεων που καταλαμβάνουν οι δύο κόσμοι στο χάρτη, αλλά και το μεταξύ τους παιχνίδι σε όρους εκμετάλλευσης, ακρωτηριάζει τη διαλεκτικότητα και επιβάλλει το μέλλον. Άγνωστοι κώδικες που πλημμυρίζουν κάθε μορφή γλώσσας, καθιστώντας την επικοινωνία αδύνατη. Πλέον, η κάθε λέξη δεν είναι παρά μια επιγραφή, ή το βαφτιστικό όνομα που προέρχεται από τον υποκειμενισμό και τις εμμονές του εκάστοτε πομπού και του εκάστοτε δέκτη. Αφήνοντας τις θεωρητικά τουλάχιστον κοινές έννοιες, λησμονημένες σε κάποια μακρινή και απρόσιτη άβυσσο.


Ανατρεπτικό στη φόρμα και στο περιεχόμενο τούτο το απαιτητικό αριστούργημα του επίσης απαιτητικού auteur. Ο Haneke θα προσπαθήσει να αποκωδικοποιήσει την πραγματικότητα των μεγαλουπόλεων, και συγκεκριμένα του Παρισιού, με έναν ιδιόμορφο τρόπο. Ως προς τη φόρμα πρόκειται για ένα κολάζ διαδοχικών, μεσαίου μήκους, μονοπλάνων, τα οποία είναι (σχεδόν) ανεξάρτητα και συνδέονται, ή καλύτερα αποσυνδέονται, μέσω ισάριθμων fade out.


Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος θα εξαπολύσει για άλλη μια φορά μια σφοδρή κριτική στον Δυτικό κόσμο, και τον υπεροπτικό τρόπο που μεταχειρίζεται τις διάφορες ασθμαίνουσες κοινωνικές μειονότητες. Τον Δυτικό κόσμο αντιπροσωπεύει το ζεύγος του φωτογράφου και της ηθοποιού. Ασφαλώς αποπροσανατολισμένοι και οι δύο. Παρά τις υπαρκτές ευαισθησίες τους για τα δεινά που κατακλύζουν τη συλλογική πραγματικότητα, παγιδεύονται αμφότεροι σε ατομικές συναισθηματικές νευρώσεις. Συναισθηματικές νευρώσεις που είναι αποκλειστικό προνόμιο της αστικής τάξης, και που συρρικνώνουν το άτομο εντός του. Πρόκειται επί της ουσίας για αυτοσχέδιους αναισθητικούς μηχανισμούς, που απομακρύνουν το άτομο απ' το να αναλάβει δράση για το συλλογικό "Καλό". Ο Haneke κοιτάζει με δεικτικό, και ενίοτε σατυρικό τρόπο, το πως η μεσοαστική κοινωνία σταδιακά απαρνείται τη συλλογική δράση για την ψευδαίσθηση της ασφάλειας που παρέχει ο καταναλωτικός τρόπος ζωής των καπιταλιστικών οικονομιών(αριστουργηματική η σκηνή στο super market). Σε αυτό το σκέλος εντοπίζουμε πολυάριθμες ομοιότητες με μια άλλη δημιουργία του Haneke, το Cache. Στο οποίο κατά τη γνώμη μου, το σενάριο ήταν εμφανώς πιο συγκροτημένο στους σκοπούς του.


Ο Haneke όμως δε μένει σε μια απλή κριτική στον Δυτικό κόσμο. Παραμένει εξίσου καυστικός κοιτώντας και τον υπανάπτυκτο κόσμο των μειονοτήτων. Τον οποίο αντιπροσωπεύει μια οικογένεια Αφρικανών προσφύγων εντός του Παρισιού. Οι ίδιοι φαίνεται να έχουν εναποθέσει τις ελπίδες σωτηρίας τους σε κάποιο μεταφυσικό χέρι. Αρνούμενοι να αναλάβουν ισχυρή δράση. Ενώ και στο ιδεολογικό σκέλος, κατακλύζονται απ' τα κάλπικα όνειρα του προλεταριάτου για ανέλιξη στη διεστραμέννη κοινωνική πυραμίδα.

Πέραν όμως της οντολογικής σημασίας της ταινίας, ο θεατής θα βιώσει τον ωμό ρεαλισμό των κάδρων. Τα αυτόνομα μονόπλανα-σεκάνς συναρμολογούνται εγκεφαλικά στο εσωτερικό του θεατή. Ο οποίος εκτός από μια σπάνια εμπειρία, θα βιώσει σοκκαριστικά μια διαφορετική και ρεαλιστική όψη των μεγαλουπόλεων.
Βαθμολογία 9/10

Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

Dare mo shiranai





Σκηνοθεσία: Hirokazu Koreeda
Παραγωγής: Japan / 2004
Διάρκεια: 141'


Το "Dare mo shiranai" είναι ο ορισμός του "καλού κοινωνικού δράματος". Και το μεγαλύτερο επίτευγμα του Hirokazu Koreeda είναι ότι κάνει μια ανεξάντλητη ταινία 142 λεπτών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα μπορούσε να είναι μικρότερη, τη στιγμή που οποιοδήποτε άλλο film, παρόμοιων καταβολών, θα ισοπεδωνόταν από αυτή τη διάρκεια.


Η ταινία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο γεγονός της διαβίωσης τεσσάρων (εξαιρετικά) ανήλικων παιδιών, από σπέρματα διαφορετικής πατρικής προέλευσης, και εγκαταλειμμένα από τη μητέρα τους, σε ένα μικρό διαμέρισμα, σε μια μικρή πόλη της Ιαπωνίας, και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αναλυτικότερα, νεαρά και άγαμη μητέρα νοικιάζει σπίτι σε μια μικρή πόλη στην Ιαπωνία. Εμφανίζεται μόνο με το μεγάλο της γιο Akira(Yûya Yagira), περίπου 12 ετών, και κρύβει τα υπόλοιπα 3 παιδιά, ώστε να ελαχιστοποιηθεί το νοίκι. Η μητέρα, σε διαδικασία εύρεσης νέας εργασίας, γαμπρού και ενός ευτυχέστερου βίου, εγκαταλείπει τα παιδιά της, αφήνοντας πίσω ορισμένα χρήματα. Ο Akira επωμίζεται την ευθύνη της ζωής όλων, καθώς τα υπόλοιπα παιδιά ζουν φυλακισμένα στο σπίτι, φοβούμενα μην γίνουν αντιληπτά από τους κατόχους του διαμερίσματος.

Συνυπολογίζοντας τον τίτλο "Κανέις Δεν Ξέρει", η ταινία παρά την ντοκυμαντεριστική καταγραφή και τις ρεαλιστικότατες ερμηνείες, είναι περισσότερο μια αλληγορική χροιά και μια ευστοχότατη κοινωνική κατακραυγή για την συλλογική και καθολική απάθεια της κοινωνίας στα τραγικά που λαμβάνουν χώρο εντός της, παρά ένα ακριβή χρονικογράφημα. Άλλωστε, ως χρονικογράφημα πιθανόν να υπάρχουν αναμφισβήτητες ατέλειες. Για παράδειγμα, δύσκολα ο θεατής πείθεται, πως τα συγκεκριμένα παιδιά στην ταινία μπορούν (πρακτικά και ουσιαστικά) να ζουν ολομόναχα. Ενώ επίσης και το χρονικό διάστημα που πραγματεύεται η ταινία, περίπου 7 μήνες, δε γίνεται αισθητό μέσα στο φιλμικό χρόνο. Όμως τελικά, η υποβάθμιση των λεπτομερειών, καταφέρνει να τοποθετεί την ιστορία σε μια πιο αφαιρετική βάση. Τονίζοντας και αναδεικνύοντας την αιμοσταγή ιστορία των παιδιών, και θεωρητικά κάθε ανθρώπου με ανάλογα προβλήματα, όπως αυτή βυθίζεται στην ακατάσχετη αδιαφορία του κοντινού και μη περιβάλλοντος.


Ο Hirokazu Koreeda, με μια προσεγμένη σκηνοθεσία, και με ιδιαίτερη ευαισθησία στο μοντάζ, κάνει ένα film που αποφεύγει πρωτίστως τον σκόπελο του εύκολου μελοδράματος. Με εικόνες που περιγράφουν στο άρτιο την καθημερινή πάλη των νεαρών ηρώων. Ακολουθώντας διακριτικά των θεσμό της οικογένειας, αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον. Τα λυρικά κάδρα δεν εκλείπουν. Ωστόσο, ίσως να επιθυμούσαμε κάποιες λιγότερο ωραιοποιημένες-περισσότερο ωμές εικόνες εντός και εκτός του σπιτιού. Αξίζει επίσης να προσθέσουμε πως δεν είναι και λίγα τα σημεία εκείνα που είναι φορείς μιας πιο βαθυστόχαστης συμβολικής. Όπως ας πούμε ο μη εθελούσιος εγκλωβισμός των παιδιών εντός των τεσσάρων τοίχων, δηλώνει το αδύνατο της απόδρασης από τις προεπιλεγμένες οδούς που ορίζουν οι επιλογές των αρχόντων της οικογένειας. Ενώ μια ακόμα αξιομνημόνευτη σκηνή, είναι αυτή που τα δυο παιδιά σκάβουν στο χώμα, δένοντας εαυτούς βαθύτερα στη γη, τη στιγμή που τα αεροπλάνα αρμενίζουν στη θεωρητική ελευθερία των αιθέρων.


Ο Hirokazu Koreeda κάνει μια αξιοπρόσεκτη ταινία. Ωστόσο, οφείλει τα περισσότερα στους νεαρούς ερασιτέχνες ήρωες του. Με αποκορύφωμα των πρωταγωνιστή, τον Yûya Yagira(βραβεύτηκε στις Κάννες). Του οποίου η ματιά, αλλά και η ψυχοσωματική στάση, ταυτίζεται με την άρνηση και την απόρριψη που βιώνει κοινωνικά. Τέλος, μεταξύ των ανήλικων και των ενήλικων ηρώων, σχηματίζεται μια αντίθεση που έρχεται να απομυθοποιήσει την ωριμότητα ως παραγόμενο της ενηλικίωσης. Τα παιδιά εμφανίζονται τρόπον τινά ωριμότερα, έχοντας βρεθεί ευθέως αντιμέτωπα με το ζήτημα της επιβίωσης. Τη στιγμή που η μητέρα, και οι λοιποί ενήλικες ήρωες, προσπαθούν να προσπεράσουν ανώδυνα την ευθύνη των λανθασμένων επιλογών τους.
Βαθμολογία 7,5/10

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Sunshine Cleaning



Σκηνοθεσία: Christine Jeffs
Παραγωγής: USA / 2008
Διάρκεια: 91'


Τα τελευταία χρόνια δημιουργείται στον κινηματογράφο μια νέα οικογένεια ταινιών, που φιλοδοξεί να δώσει φρεσκάδα στο κινηματογραφικό μέσο. Ενδεικτικά θα μπορούσα να αναφέρω ως κύριους εκφραστές το επιτυχή Little Miss Sunshine, το ελαφρώς αβανταδόρικο Juno, το αυτοβιογραφικό Wackness, αλλά και το Gwoemul σε μια πιο φανταστική προέκταση της εν λόγω οικογένειας. Σε αυτή την οικογένεια εντάσσεται και το Sunshine Cleaning. Επί της ουσίας μιλάμε για ταινίες που διατηρούν ένα ελαφρύ προφίλ/περίβλημα. Το οποίο το επιτυγχάνουν χρησιμοποιώντας κυρίως νέους και φρέσκους ηθοποιούς, ακολουθώντας ταχύτατο ρυθμό στην αφήγηση, και καταπιάνοντας με θέματα teenage κυρίως απήχησης. Ωστόσο, κάτω από την φρέσκια-ανάλαφρη επιφάνεια βρίσκεται ένας πυρήνας άκρως επίπονων θεματικών της οικουμενικής επικαιρότητας. Έτσι, αν υπάρχει κάτι που κάνει ξεχωριστή αυτή την οικογένεια ταινιών, είναι αυτή η κραυγαλέα αντίθεση μεταξύ της κωμικότητας του "φαίνεσθαι" και της δραματικότητας του "είναι". Συνιστώσες που εξασφαλίζουν από τη μία τη mainstream διασκέδαση, και από την άλλη έναν κάποιο "σινεφίλ" προβληματισμό.


Αλλά πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, ας αναφέρουμε ενδεικτικά το story. Νεαρή και ανύπαντρη μητέρα(Amy Adams) διατηρεί παράνομη σεξουαλική σχέση με τον εφηβικό της έρωτα. Εργάζεται ως καθαρίστρια για να τα φέρει βόλτα. Όμως, ο τρόπον τινά περίεργος γιος της(Jason Spevack), της δημιουργεί προβλήματα στο σχολείο. Έτσι, θα επιθυμήσει ένα πιο παχουλό εισόδημα για να τον μεταφέρει σε ιδιωτικό. Θα ιδρύσει με την μικρότερη και απροσάρμοστη αδερφή της(Emily Blunt) ένα συνεργείο καθαρισμού για σκηνές εγκλήματος, αλλά και απομάκρυνσης τοξικών υλικών. Επάγγελμα ασφαλώς πιο προσοδοφόρο. Μόνο που παρά την αρχική επιτυχία, τα πράγματα θα ζορίσουν αναπάντεχα. Και αυτούς τους δύσκολους καιρούς έχουν ως μοναδικό στήριγμα τον ενθουσιώδη πατέρα τους(Alan Arkin) και τον μονόχειρα ιδιοκτήτη(Clifton Collins Jr.) μαγαζιού με είδη καθαρισμού.


Το Sunshine Cleaning έχει όλα τα στοιχεία των ταινιών της οικογένειας του. Έχει μερικούς ήρωες, όπως ο παράξενος πιτσιρίκος και ο ενθουσιώδης παππούς(ο Alan Arkin είναι αυθεντία στο ρόλο), που εγγυούνται ιδιαίτερες κωμικές στιγμές. Έχει μια ενδιαφέρουσα προβληματική, πλαισιωμένη με έντονα κωμικά στοιχεία, όπως αυτά που γεννούνται απ' το επάγγελμα που επιλέγουν οι δύο πρωταγωνίστριες. Έχει ταχύτατο ρυθμό στην αφήγηση. Και έχει και νεαρούς ηθοποιούς, αλλά και φρέσκες ερμηνείες. Συγκεκριμένα βλέπουμε την Amy Adams σε έναν ρόλο που την περιμέναμε καιρό. Στον ρόλο της μητέρας, με μια προσωπική ζωή εγκλωβισμένη στις ελάχιστες επιλογές που δίνει η σύγχρονη πραγματικότητα. Και ασφαλώς απεγνωσμένη, στις επίσης ελάχιστες επιλογές που έχει για την οικονομική ανέλιξη αλλά και την επιβίωση της. Την προσοχή όμως κλέβει η απροσάρμοστη Emily Blunt. Ασφαλώς πιο ευαίσθητη από την αδερφή της. Βιώνοντας τα αδιέξοδα της "τυπικής" ζωής, καλλιεργεί ένα πιο σκληρό προφίλ. Και δέχεται αναπόφευκτα τα χτυπήματα που προκύπτουν από την πάλη της ευαίσθητης φύσης της με τον σκληρό κόσμο της εποχής μας.


Τελικά, η Christine Jeffs καταφέρνει εν μέρη να φωτίζει τους μονόδρομους της εποχής. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις συλλαμβάνεται θύμα των επιθυμιών της να "παντρέψει" κωμικά, δραματικά, ρομαντικά και συγκινητικά στοιχεία. Καθώς μοιάζει να τα ρίχνει όλα μαζί στο μπλέντερ με μια σχετική επιπολαιότητα. Καθιστώντας τη δραματουργία κάπως ανυπεράσπιστη και μη ρεαλιστική. Παρ' όλα ταύτα, σε πρώτο επίπεδο παραμένει αναπάντεχα απολαυστικό, επιτυγχάνοντας μάλιστα να θίξει ορισμένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον "κείμενα" της εποχής.
Βαθμολογία 6/10

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Hwal



Σκηνοθεσία: Ki-duk Kim
Παραγωγής: South Korea / Japan / 2005
Διάρκεια: 88'


Θα μπορούσαμε κάλλιστα να χαρακτηρίσουμε το Hwal ως μια κινηματογραφική νουβέλα. Πλούσια σε συμβολισμούς, με την ιδιαίτερη αλληγορική χροιά του δημιουργού της. Ο Ki-duk Kim επιδίδεται στο γνωστό του παιχνίδι με τις αντιθέσεις Λόγου και σιωπής, εσωστρέφειας και εξωστρέφειας, παραδίδοντας άλλη μια μυστήρια και ιδιαίτερα ποιητική ταινία.


Ένας ηλικιωμένος βαρκάρης(Seong-hwang Jeon) κρατάει, επί μια δεκαετία, στο κατάστρωμα του παλιού σκάφους, ένα όμορφο δεκαεξάχρονο κορίτσι(Yeo-reum Han). Περιμένοντας, όχι και τόσο στωικά, την ενηλικίωσή του κοριτσιού, ώστε να πραγματοποιηθεί ο συμφωνηθέν μεταξύ τους γάμος. Το κορίτσι, ζώντας εξ' ολοκλήρου στο σκάφος, αγνοεί τον πολιτισμό και τον "πραγματικό" κόσμο. Επικοινωνώντας, πλην του βαρκάρη, μόνο με τους ερασιτέχνες ψαράδες που νοικιάζουν το σκάφος. Η ελκυστική κοπέλα γίνεται πολλές φορές ποθητή από τους διάφορους ψαράδες, οι οποίοι ωστόσο, σε οποιαδήποτε πράξη τους, έρχονται αντιμέτωποι με την αγριότητα και τα βέλη του κτητικού ιδιοκτήτη. Ένας νεαρός θα αναπτύξει υγιή ενδιαφέρον για την όμορφη Yeo-reum Han, και θα προσπαθήσει να την απελευθερώσει από την αιώνια φυλακή του σκάφους.


Παρακολουθούμε αυτή την ιδιόρρυθμη σχέση μεταξύ του βαρκάρη και της κοπέλας. Μια σχέση παράδοξη. Ο προστατευτικός και συνάμα κτητικός Seong-hwang Jeon επιφέρει ένα χρονικό καταστροφικών γεγονότων για τον ψυχισμό του κοριτσιού, μέσω του επίμονου πάθους του. Ακόμα και όταν η νεαρά πρωταγωνίστρια καταφέρει να απελευθερωθεί απ' το παρελθόν της, ακόμα και όταν δει το χθες να βουλιάζει κάτω απ' την επιφάνεια του σήμερα, η περασμένη της ζωή θα την ακολουθεί με τη μορφή ενός βέλους. Ενός βέλους που με την αιχμή του θα χαράζει ανεξίτηλα την εσώτερη ταυτότητα της. Ακόμα και αν δεν υπάρχει σαρκική επαφή μεταξύ των δύο, ο Κορεάτης σκηνοθέτης θα αποκρυσταλλώσει ένα άλλο είδος επαφής. Άραγε σε ποιο χρονικό σημείο σπάει ο παρθενικός υμένας της ψυχής;


Παρατηρώντας τις ταινίες του Ki-duk Kim ερχόμαστε αντιμέτωποι με δύο εντελώς διαφορετικούς τύπους ηρώων. Τους εσωστρεφής, μυστήριους ήρωες που ηχούν σε μια φλογισμένη εσωτερική συχνότητα, και τους φλύαρους και εξωστρεφής που ηχούν σε ένα τέμπο εξωτερικής κενότητας. Μεταξύ τους συνήθως παρεμβάλλεται η μουσική. Έτσι και το Hwal έχει ως συνδετικό κρίκο ένα μαγευτικό και αλλόκοσμο soundtrack, που γεννιέται πάνω στις χορδές ενός τόξου.


Η εικονοκλαστική ποίηση του Ki-duk Kim, έπειτα από δέκα χρόνια φιλμογραφίας, είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Έτσι και εδώ, δημιουργεί εικόνες άπειρου αισθητικού κάλους, φωτογραφίζοντας τα τοπία της ματωμένης Φύσης. Αλλά και εικόνες σπαραχτικής δραματικότητας, προεκτείνοντας και οπτικοποιώντας τον ψυχισμό των ηρώων του. Εικόνες όπως αυτές με τη θηλιά να σφίγγει θανατερά στο λαιμό του βαρκάρη καθώς το κορίτσι απομακρύνεται, ή όπως αυτή όπου η κοπέλα αφουγκράζεται τη μουσική μέσα απ' ένα ζευγάρι ακουστικά χωρίς τη συνοδεία discman(καθώς και αρκετές άλλες), τις συναντάμε μόνο στις ταινίες του Κορεάτη auteur, και ασφαλώς καταγράφονται άσβηστα στα τεφτέρια των θεατικών εμπειριών μας.

Το Hwal ωστόσο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αδυνατεί να συμπεριληφθεί στα αριστουργήματα του σκηνοθέτη. Ο Ki-duk Kim αποφασίζει να γυρίσει ξανά σε λιτά σκηνικά. Όλος ο φιλμικός χρόνος ξετυλίγεται εντός ενός σκάφους. Ωστόσο, είναι εμφανής η αδυναμία να επιτευχθεί ισορροπία εντός του φιλμικού χρόνου. Ο Κορεάτης χρησιμοποιεί επαναληπτικά μοτίβα σε διάφορα σημεία, όπως και για να περιγράψει την καθημερινότητα του καταστρώματος, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο εκτός της επιμήκυνσης του film, αφαιρώντας τελικά κάτι από την ποιητική δύναμη των εικόνων.
Βαθμολογία 7,5/10