Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Der Stand der Dinge


Σκηνοθεσία: Wim Wenders
Παραγωγής: West Germany / Portugal / Usa
Διάρκεια: 121'


Το μέρος μέσα στο οποίο υπάρχουν οι ιστορίες, είναι οι ιστορίες. Πουθενά αλλού. Η ζωή περνάει απλά μέσα στο χρόνο χωρίς την ανάγκη να δημιουργεί ιστορίες.

Οι ιστορίες καθορίζουν τις αποστάσεις ανάμεσα στα υλικά σωματίδια. Παρέχουν ρόλους. Έναν ρόλο για τον καθένα. Έναν ρόλο που σου αποσαφηνίζει πώς πρέπει να φέρεσαι, που σου αποσαφηνίζει τις εκζητήσεις σου, τις επιθυμίες σου. Το πεπρωμένο. Μέσα στις ιστορίες υπήρξαμε μινιατούρες εαυτών. Έξω από τις ιστορίες, έξω από την σταθερή πλαστικότητα και τις προδιαγραφές των ρόλων όλα είναι απρόβλεπτα. Απροσδόκητα. Ανεξέλεγκτα. Έξω από τις ιστορίες τα πάντα αναδύονται στην επιφάνεια χωρίς αλγόριθμο. Ή στατιστική πρόβλεψη. Το χάος μας αντικρίζει. Αναπνέει δίπλα μας. Όχι δίπλα μας. Όχι ξεχωριστά. Μαζί. Αδιάσπαστα.



Ιστορία είναι ο θάνατος αυτού που έχει συμβεί. Το αμετάκλητο όριο αυτού που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί επειδή έχει πραγματοποιηθεί. Παγιώνοντας όλες τις αισθήσεις σε κάτι γνωστικό. Σ’ ένα απόθεμα εξωτερικό. Που καλλιεργεί άμυνες. Παρατηρώ αυτούς τους δύο. Αυτούς τους δύο εραστές. Κοιτάζω τις γλώσσες τους καθώς φιλιούνται. Πώς φιλιούνται; Βλέπω τους μύες της μίας γλώσσας πάνω στην άλλη. Παρατηρώ την κλειστότητα των ματιών. Το σάστισμα στις βλεφαρίδες. Μπορώ κιόλας να προβλέψω την επόμενη στιγμή. Φιλιούνται, αγκαλιάζονται. Ή επαναλαμβάνουν το φιλί; Είναι μαζί; Ανελέητα μαζί; Ή έχει αναλάβει ο καθένας, από μια αόρατη θα έλεγες επιταγή, να είναι ο εραστής του άλλου; Πώς μπορεί να ξανασυμβεί κάτι που έχει ήδη συμβεί, και που επειδή έχει συμβεί νομίζεις πως το γνωρίζεις; Πώς μπορεί να αναρριχηθεί το πρωταρχικό αίσθημα; Η απερίγραπτη ουσία;


Αυτό που είναι ιστορία, αυτό που ‘χει καταγραφεί σε ιστορία, δεν είναι παρά ένας επίσημος θάνατος. Η κάμερα, ο ρεπόρτερ, ο παρατηρητής καταγράφουν το γεγονός. Το σχηματικοποιούν. Του δίνουν μία όψη, ένα μορφότυπο απ’ το οποίο δεν μπορεί να αποδράσει. Θα έλεγες πως του δίνουν ένα σταθερό φέρετρο.  Όλα τα στοιχεία μιας ιστορίας εκπορεύονται προς ένα βέβαιο τέλος, το τέλος της ιστορίας, που θα συμβεί, και θα συμβεί χιλιάδες φορές, καθώς την διηγείσαι, χωρίς καμία ανατροπή. Χωρίς περιθώριο λάθους. Στις ιστορίες, όλα τα μέρη, είναι στρατιώτες μιας μάχης, που υπάρχουν για να υπάρχει η μάχη, και η τελική έκβαση αυτής. Πώς μπορείς να διαρρήξεις το σταθερό ρου μιας ιστορίας που έγινε γεγονός, που έγινε παραδοχή, που σου έφτιαξε ένα πρίσμα νοητικό, και όσα υπάρχουν, υπάρχουν επειδή τα σκέφτεσαι και όχι επειδή υπάρχεις –μυείσαι- εντός τους;


Ο Wim Wenders, δημιουργός των Paris Texas, Alice in the Cities, Arisha, Wings of Desire πετάει το μπαλάκι από την πρώτη κιόλας στιγμή στον κινηματογράφο. Στην κινηματογραφική αφήγηση. Η οποία αρκείται στο να δίνει στους ανθρώπους ιστορίες. Το σταθερό σχήμα τους. Να δίνει στους ανθρώπους τους αντιπερισπασμούς που χρειάζονται, για να συνεχίζουν να υπάρχουν ατάραχα μέσα σε μια κατεστημένη καθημερινότητα. Υπνωτισμένοι. Ο Wenders πετάει το μπαλάκι στον εθελούσιο περιορισμό του κινηματογραφικού μέσου . Στην πεισμωμένη του άρνηση να συνδιαλεχθεί με το χάος. Και να το καταγράψει. Όχι σαν θάνατο ή σαν διήγηση. Όχι σαν κάτι που οφείλει να παγιωθεί. Αλλά σαν υπόμνηση.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Thian zhu ding


Σκηνοθεσία: Zhangke Jia
Παραγωγή: China / 2013
Διάρκεια: 134'


Ο Zhangke Jia κάνει μια ταινία χρησιμοποιώντας απροκάλυπτα τα υλικά της κινηματογραφικής ευτυχίας, έτσι όπως έχουν καθοριστεί από την κινηματογραφική βιομηχανία, και πιο συγκεκριμένα χρησιμοποιεί: τη βία, την αιματοχυσία, και τη θηλυκή σάρκα. Θα ήταν παράλειψη, να μην αναφέρουμε, ότι αυτό που προηγουμένως αποκαλέσαμε κινηματογραφική ευτυχία δεν εξαντλείται εντός της κινηματογραφικής αίθουσας. Απεναντίας, ορίζει κάτι ευρύτερο, και συγκεκριμένα: τη θεσμική κατοχύρωση/χρήση του κινηματογράφου ως «διασκεδαστή» στις σύγχρονες και ανεπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης, αλλά και πλέον –παγκοσμιοποίηση- στις πτωχότερες κοινωνίες της Ανατολής. Το εντυπωσιακό με το Thian zhu ding του Zhangke Jia, είναι ότι παρότι καμωμένο με τα συστατικά του κινηματογράφου του θεάματος, χρησιμοποιώντας τα μάλιστα εντελώς τεχνικά, δε σε διασκεδάζει καθόλου. Μάλλον απελπίζει. Απελπίζει εντόνως. Σε παραλύει από απελπισία. Κι αυτό καθώς ολόκληρη η αφήγηση του Κινέζου σκηνοθέτη είναι αυστηρά πειθαρχημένη και επιστρατευμένη με τρόπο τέτοιον ώστε να εκφωνήσει το αυτονόητο: η ικανοποίηση/ευτυχία του ενός συνεπάγεται τη δυστυχία του άλλου. Το αυτονόητο, που ωστόσο στις καπιταλιστικές κοινωνίες υποκρύπτεται κάτω από έναν σωρό από υπεκφυγές και πολύχρωμα λαμπάκια. Ωστόσο, η δήλωση του Zhangke Jia δεν αφορά την ευτυχία-δυστυχία, ικανοποίηση-καταπίεση σε ατομικό επίπεδο. Η δήλωσή του είναι καθαρά συστημική. Είναι καθαρά πολιτική. Και επεκτείνεται ακόμα και σ’ επίπεδο ηπείρων.


Κι όλα αυτά, σε μια ταινία όπου ο άνθρωπος, ο άνθρωπος της Κίνας απεικονίζεται είτε ως το απαρατήρητο μέρος μιας αβυσσαλέας μάζας, είτε ως η «χαλασμένη» ατομικότητα ενός βομβαρδισμένου συνόλου. Μιας καταπίεσης που περισσότερο υπονοείται. Μάλιστα ο Zhangke Jia δεν μπαίνει στη διαδικασία να ψυχογραφήσει τους ήρωες του, να επιχειρηματολογήσει τις πράξεις τους μέσα από την συμφωνημένη παπατζιά της «ατομικής ψυχανάλυσης». Η κάθε πράξη δικαιολογείται, ή δεν χρειάζεται καν να δικαιολογηθεί, αφού αυτό το «χάλασμα», το οντολογικό χάλασμα δικαιολογεί καθετί που θα φάνταζε παράλογο, ή υπερβολή. Γιατί κάθε πράξη δεν υποκινείται από μία ατομική αντίδραση-αντίσταση, αλλά αποτελεί μέρος μιας ζυμωμένης συμπεριφοράς εντός αυτού που αποτελεί χρόνια και συσσωρευμένη βία. Εδώ ο άνθρωπος παρατηρείται συλλογικά. Συστημικά. Έρμαιο σ’ έναν κόσμο, που αναμφισβήτητα –φυσική αρχή- τον ξεπερνάει, αλλά πλέον, δεν τον συμπεριλαμβάνει: νόμοι της ανθρωπότητας.

 

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά

Πρόλογος: Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτά που γράφω παρακάτω για το βιβλίο «ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά», αντιλαμβάνομαι πως δεν ανταποκρίνονται ούτε στο ελάχιστο των αισθήσεων που μου δημιούργησε η ποιητική συλλογή. Και διαπιστώνω πως αυτό (μου) συμβαίνει όταν καλώ τις λέξεις να περιγράψουν κάτι που είναι αισθητό. Γιατί η αίσθηση δεν έχει περίγραμμα για να περιγραφεί. Και οι λέξεις δεν μπορούν να μεταφέρουν ως εξωτερικό κάτι που είναι μόνο εσωτερικό. Κι όσο κι αν οι λέξεις πασχίζουν να ξεριζώσουν την αίσθηση απ’ το αχαρτογράφητο είναι της, εν τέλει, αυτό που προκύπτει δεν είναι η αίσθηση, ούτε καν οι ρίζες της (εκτός αν είσαι τυχερός), αλλά αυτή η αδιάκοπη βία του ξεριζώματος. Ακόμα κι έτσι, απέναντι απ’ αυτό το κακέκτυπο κείμενο που καλείται να αναπαραστήσει την αίσθηση, με πλήρη γνώση της αδυναμίας του, μπορώ να αντλήσω μια μέγιστη απόλαυση, που δεν είναι παρά η απόλαυση ενός ραπίσματος. Κάτι σαν αυτόκλητη εκδίκηση αυτού που αισθάνεσαι, στην αδυναμία σου να το αναπαράγεις. Εν κατακλείδι, στην ίσως πιο ειλικρινή πρόταση του κειμένου, θα ήθελα πολύ να ευχαριστήσω το Νίκο και τη συλλογή του, που μου έδωσαν την ευλογία να μυηθώ με τέτοια ένταση σε ένα μοναδικό και ανομολόγητο κράμα αισθήσεων.




[ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά]

4 καθαρές φωνές, 4 σφυροκοπήματα
Πλέον, μπορεί να μην είναι δύσκολο να γράφονται εξαιρετικά ποιήματα. Αλλά μοιάζει πιο δύσκολο από ποτέ να γράφονται ολοκληρωμένες ποιητικές συλλογές. Αυθεντικές ποιητικές φωνές, απογυμνωμένες. Καθαρές. Μια τέτοια είναι η ποιητική συλλογή του Νίκου Ερηνάκη με τίτλο «ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά». Μια ποιητική συλλογή, που όμοια της, τουλάχιστον όσον αφορά τη σύγχρονη ποίηση, δε θυμάμαι να ‘χω διαβάσει. Η ποιητική συλλογή ξεδιπλώνεται σε τέσσερις ενότητες.


α. [η μόνη μυθική εποχή είναι το μέλλον]
 «η αποκάλυψη προηγείται των πάντων» 

Εδώ οι φωνές, οι στίχοι, οι λέξεις, τα ερείπια αποτελούν βακχικό σύρσιμο σ’ ένα τοπίο που αποκαλύπτεται και που δεν έχει αποκαλυφθεί. Αφού δεν έχει κατακτηθεί. Αυτό που μπορεί να υπάρξει, κι αποκαλύπτεται, ασκεί μια τεράστια ένταση συγκριτικά με αυτό που έχει ήδη υπάρξει. Γιατί αυτό που μπορεί να υπάρξει δεν έχει παρελθόν. Δεν ανακτάται μέσα από τη γνώση ή από κάποια στατική μνήμη. Αυτό που μπορεί να υπάρξει δεν έχει χρόνο. Κυοφορείται σε μια άβυσσο άχρονη. Η αποκάλυψη συντελείται ακαριαία, χωρίς ορατότητα, χωρίς γεγονός, μέσα από μια αίσθηση που δε μπορεί να περιγραφεί. Κάτι σαν ύπνωση. Αίσθηση και φαντασία μαζί. Φαντασία σε όλους τους χρόνους. Εδώ η φαντασία δε νοείται σαν υπερβατικό άλμα. Αλλά σαν εσωτερικό σπάραγμα, αυτού που είναι ζωντανού, ζωντανού από πάντα, συνυφασμένου με τη δομική ουσία του ονείρου και του σκότους, που δε μπορεί κι ούτε χρειάζεται να οριοθετηθεί, άρρηκτα συνδεδεμένου με τη σιωπή. Συμ-βίωση με αυτό που υπάρχει, και υπάρχει χωρίς να (ανα)παρίσταται.

«Μας απογοήτευσε το φως του λόγου
Ας επιστρέψουμε στο πάθος

Μοναδιαίος και απλός ο έρωτας
Ρουφάει τα είδη εντός του

Ένα ή δύο τα Εν
Πόσους θεούς να χωρέσεις σε μια ιδέα
Δεν στέκονται οι αλήθειες χωρίς μυστικισμό

Υπερτιμημένη η κατανόηση περιττή
Το βίωμα θα την υπερβεί

Όσες απαντήσεις αναζητήθηκαν στο Λόγο
Θα ανακαλυφθούν στη Φαντασία»


  β. [θέλω να σε φιλήσω εκεί που ο θάνατος μοιάζει πιο εύκολος] 
«Ποιος αρχαίος θεός σε νίκησε στα όνειρα Και σηκώθηκες με αυτή τη γεύση ήττας» 

Εκεί που ο θάνατος μοιάζει πιο εύκολος τα πάντα γίνονται ερωτικά. Χωρίς άμυνες. Χωρίς μηχανισμούς επιφυλάξεων. Η συνύπαρξη είναι ερωτική. Το παιχνίδι του έρωτα. Πολλές φορές μπορεί να το ‘χουμε συνηθίσει σαν την απόλυτη ψευδαίσθηση, όμως εδώ μοιάζει πιο καθαρό, πιο τίμιο από ποτέ. Γιατί εδώ ο Ερηνάκης δεν εκφράζει τη φωνή που αποπλανείται από ένα φαντασιακό κι εξιδανικευμένο άλλο. Δεν εκφράζει τη φωνή που στρέφεται στο άλλο για να καλύψει τις δικές της ατέλειες. Εδώ, δεν υπάρχει εγώ. Το εγώ είναι εξίσου φαντασιακό και έλκει και έλκεται όπως το άλλο. Το παιχνίδι είναι αμοιβαίο. Κι έτσι δε μπορεί να ηττηθεί κανείς. Το επίπεδο στο οποίο λαμβάνει χώρο η συνάντηση είναι οι πληγές. Οι ήττες. Μόνο αυτές. Μέσα απ’ τα τραύματα μπαινοβγαίνει ο ένας στον άλλο. Καθαρά. Ελεύθερα. Με μια διαύγεια μελλοντικής μνήμης. Η τέλεια ανάμιξη. Αυτό που προκύπτει είναι ένα μοναδιαίο και μυθικό τέρας. Τόσο πληγωμένο, τόσο τρωτό που φαντάζει άτρωτο. Το σώμα φέρει τον πόνο. Τον σωματικοποιεί. Και μέσα απ’ τον πόνο που υπάρχει, γιατί έχει γίνει αισθητός, η αίσθηση μένει, εμμένει… γίνεται μια μυστικιστική περιπλάνηση στην αιωνιότητα και τον θάνατο. Αν αυτά τα δύο διαφέρουν.

«Μας χωρίζουν αυτές οι εκτάσεις γης
Μα είναι το βλέμμα σου που με εθίζει στα ταξίδια
              Και αυτό το κομμάτι θάλασσα που μας σώζει πάντα

Μπαίνω στα βαθιά μα είναι μονάχα για να πάρω ανάσα
Μη φοβάσαι
Δε μπορεί να υπάρξει τρικυμία
Όταν χορεύουμε σηκωμένοι στα μάτια

Ο μόνος τρόπος να νικηθούμε
είναι από την ανία του θανάτου»


Γ. [η λάμψη θα μας συναντήσει όπως χορεύεις την κραυγή]
«Μια ελευθερία πιο ελεύθερη μας αναζητάει»

Ίσως πρόκειται για την πιο ώριμη ενότητα της συλλογής. Εδώ τα τοπία, οι φωνές έχουν συμφιλιωθεί με το παρόν, αλλά και με αυτό που έχει ήδη παρέλθει. Μοιάζουν να είναι φορείς μιας βαθιάς συνείδησης/συναίσθησης του ό,τι έχει υπάρξει. Χωρίς απωθημένα. Αυτό απαγορεύει στο παρόν να διαιωνίζεται. Οι αστερισμοί έχουν ολοκληρωθεί. Τα πάντα εκκολάπτονται σε μια συμπαντική μήτρα που δε μπορεί παρά να σπάει εορτάζοντας το φαινόμενο της (ανα)γέννησης. Η βιωμένη ζωή γίνεται ώθηση προς την Άνοιξη. Μια Άνοιξη, που δεν νοείται ως προορισμός. Αλλά σαν αλλαγή. Η Άνοιξη είναι η κίνηση που φέρει την κίνηση και την περιπλάνηση. Άλλωστε τα μοτίβα στην ποίηση του Ερηνάκη δεν είναι ποτέ στάσιμα. Δεν υπάρχουν στατικές μορφές. Είναι σκιές, είναι κραυγές, είναι ιδέες. Τα πάντα γίνονται τραύμα, και από εκεί συνείδηση που οδηγεί στη νέα γνώση. Ή για να είμαστε ακριβείς στη νέα αίσθηση. Κι αυτές οι νέες αισθήσεις εμποτίζουν την ατομική ύπαρξη και κατ’ επαγωγή το συμπαντικό ρυθμό. Σ’ ένα μοτίβο διαρκούς αναμόρφωσης. Διαρκούς αναπαραγωγής ενός θανάτου –ποτέ ίδιου- που διαταράσσει συνεχώς τις συμμετρίες μεταξύ των οργανικών και των ανόργανων τοπίων.

«Η έννοια του κύκλου με προβληματίζει ακόμα

Φοβάμαι όσα δημιουργήθηκαν ανά τους αιώνες
Η ισορροπία τους δηλώνει φθορά

Πως κατάντησε έτσι ο ήλιος

Μετράω τα νεκρά πράγματα στο δρόμο που ταξιδεύω
Ακουμπάω σε αρχαίες στιγμές

Πότε θα ξαναβρεθούμε σε αυτήν την πλευρά του θανάτου

Νιώθω τη μεγάλη αλλαγή να πλησιάζει
Θα κοιμηθώ μέχρι την Άνοιξη
Θα με συντροφεύουν τα λόγια της μνήμης»

δ. [δεν είμαι ακόμα έτοιμος για όμορφες μέρες] 
«Είναι πάντα άσχημο να βλέπεις κάποιον να πεθαίνει όταν δεν το περιμένει» 

Η τελευταία ενότητα του βιβλίου φέρει τον τίτλο «δεν είμαι ακόμα έτοιμος για όμορφες μέρες». Που σημαίνει, ακόμα κι αν έχω πεθάνει, ακόμα κι αν πεθαίνω, δεν είμαι νεκρός. Γιατί κάπως έτσι μας βρίσκει η ομορφιά, ο θάνατος, η ποίηση: απροετοίμαστους. Κι ακριβώς η αρχή αυτής της συνθήκης –της μη προετοιμασίας- μας κάνει να περιπλανιόμαστε. Να περιπλανιόμαστε έξω από τις βεβαιότητες και τους τρόπους που συνθέτουν τον εαυτό μας. Να επεκτεινόμαστε ανακαλύπτοντας χειρονομίες και πρόσωπα ενός όντος που δεν ανήκει σ’ εμάς, που δεν ανήκει σε κανέναν, και ανήκει σε όλους. Μέσα από αυτή την ορμή, μέσα από αυτή την θέληση γινόμαστε άλλοι. Γινόμαστε πολλοί μαζί. Που είναι ένας. Πασχίζοντας να ανταποκριθούμε στο απόλυτο θαύμα της ομορφιάς –ακόμα κι αν δεν είναι όμορφη- που μας περιβάλλει και που μας αποκαλύπτεται σε ανύποπτο χρόνο.

«Έλα να αράξεις στη σιωπή μας
Έχουμε μια τάση για πέταγμα
Μια μοιραία αδεξιότητα
Για πάντα νέοι
Γεννώντας ένα συγκεκριμένο ύφος

Αναλωθήκαμε στο κενό
Κάτι δεν πάει καλά
Στην ελευθερία της αποτυχίας

Η υπερβολική κόπωση συνεχίζει
Να σημαίνει ακραία θέληση
Η λευκή θεά βοηθάει
Η έννοια της συνέχειας παραμένει
Αδυναμία ενστίκτου»


Συνολικά η ανάγνωση του «όσα πέφτει η σκιά» είναι μια ασύγκριτη εμπειρία. Πρόκειται για μυσταγωγία. Μύηση χωρίς μύηση. Σε κάτι Διονυσιακό. Λέω, όμως, Διονυσιακό, και ήδη παραπεμπόμαστε σε μια σημασία, ή ακριβέστερα σε κάτι που έχουμε παραδεχτεί. Χωρίς ιδία μετοχή. Η ποίηση του Νίκου είναι κάτι άλλο, είναι μια εμπειρία μετοχής, σε κάτι που είναι Διονυσιακό, και δεν το γνωρίζουμε, και που μόλις μας αποκαλύπτεται. Γιατί οι στίχοι του Ερηνάκη επιτίθενται και καταργούν κάθε γνώση εξ’ αποστάσεως. Επιτίθενται σ’ όλα αυτά που νομίζοντας ότι τα γνωρίζουμε, δε μπορούμε, πια, να τα αισθανθούμε. Παιδική αμνησία το προνόμιο των τυφλών. Οι στίχοι του Ερηνάκη συνθέτουν την προοπτική του βιώματος. Του οτιδήποτε μπορεί να βιωθεί. Και που δεν καταργείται, παρά ενσαρκώνεται, με το διαρκές βίωμα και την ακόρεστη αισθητηριακή συμμετοχή. Γιατί η ποίηση του Ερηνάκη ολοκληρώνεται σ’ αυτό το υπερβατικό βίωμα: Στην ενσάρκωση όλων των δυνατών τοπίων του θανάτου και ταυτόχρονα στην ολική χειραφέτηση από τη γνώση, τη συνήθεια, την εξοικείωση και τον κανόνα.

Και σ’ αυτό το σημείο θα ήταν μια ασυγχώρητη παράβλεψη να μην αναφερθώ στο συγκρότημα Die Haken με το οποίο ο Νίκος εδώ και χρόνια μελοποιεί πληθώρα των λεκτικών σχεδιασμάτων του. Πέραν του αποτελέσματος της μελοποίησης, το οποίο είναι πρωτοφανές, αλλά δε θα αναφερθώ περεταίρω σ’ αυτό το κείμενο, μπορείς να διακρίνεις τις «ωφέλειες» στο λόγο του Νίκου από αυτή την σύμπραξη. Καθώς η μουσική και ο λόγος υπάρχουν αδιαίρετα. Ο ήχος και ο στίχος, ή καλύτερα, αυτό που γεννάει τον στίχο και τον ήχο, μοιάζει να εκπορεύεται από πριν σε μια κοινή μήτρα. Ή σε ένα κοινό χάος. Το κοινό, μοναδιαίο Χάος. Οι στίχοι πλέον, αν και άμετροι, λειτουργούν με μια πρωτοφανή εσωτερική μουσικότητα. Εκπορεύονται απ’ ένα βαθύ σκοτάδι που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τον χρόνιο θάλαμο του ό,τι μπορεί να ενέχει ήχο. Του ό,τι μπορεί να προκαλεί φωνή. Κι αυτή η εσωτερική πτυχή της μουσικής, ή της μουσικότητας, ή της αίσθησής της, διαποτίζει και προκαλεί τις φωνές, τις συντροφεύει μες τη φωτιά, κι στον μυσταγωγικό πόνο του θανάτου. «ανάμεσα σε όλα πέφτει η σκιά»: Θρησκεία των καταραμένων.

Κλείνοντας, η ποιητική συλλογή, στο σύνολό της, κερδίζει ένα εξαιρετικά μεγάλο στοίχημα. Αφ’ ενός, με χαρακτηριστική άνεση επιτυγχάνει να ανανεώνει, την κατά γενική ομολογία, χαμένη παρτίδα του σύγχρονου ποιητικού λόγου. Και αφ’ ετέρου, επιτυγχάνει κάτι που θα φάνταζε –και φαντάζει- ακατόρθωτο. Να εμπνέει εμπιστοσύνη. Μια καθολική εμπιστοσύνη. Όχι εμπιστοσύνη στο ότι υπάρχουμε -αυτό παρατίθεται ετοιμόρροπο- αλλά μια ακλόνητη εμπιστοσύνη στο ότι μπορούμε να υπάρξουμε… Η μόνη μυθική εποχή είναι το μέλλον.

«Δεν μας ενδιαφέρει τι υπάρχει
Παρά μόνο αυτό που μπορεί να υπάρξει»

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Nymphomaniac


Σκηνοθεσία: Lars von Trier
Παραγωγή: Denmark / Germany / France / Belgium England / 2013
Διάρκεια: 241’


Στην τελευταία και πολυσυζητημένη ταινία του Lars von Trier, το Nymphomaniac ή τα Nymphomaniac για να είμαστε συνεπείς με τους εμπορικούς όρους, δεν υπάρχει τίποτα το προκλητικό και τίποτα το σοκαριστικό. Τίποτα, αν εξαιρέσεις τη διάθεση της παραγωγής και των μέσων προώθησης να προκαλέσουν προκαταβολικά την κοινή αντίληψη. Αν εξαιρέσεις την (δικαιολογημένη) περιπαικτική εμμονή του Lars von Trier να λοιδορεί τον θεατή ως μάζα, ως έννοια. Άλλωστε ο νέο-άνθρωπος προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Παντοδύναμος και ηλίθιος. Ατομιστής και μόνος. Ορθολογιστής και προκατειλημμένος.


 Στον αστικό πολιτισμό ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει να έχει φτιάξει μια περίεργη σχέση με τον χρόνο και τη ζωή του. Με την καθημερινότητά του. Μια κάπως ορθολογιστική σχέση. Ακριβέστερα, μοιάζουμε να ζούμε, όχι για να υπάρξουμε μέσα στη στιγμή που ζούμε, αλλά από απόσταση, ούτως ώστε να μπορούμε να κρίνουμε, να αναλύουμε, να αξιολογούμε, να επικρίνουμε αυτό που ζούμε, τη στιγμή που το ζούμε καθώς και ό,τι αυτό εμπεριέχει. Ζούμε δηλαδή, χωρίς να ζούμε, για να αναλύουμε αυτό που ζούμε. Μόνο αυτό εξημερώνει τις φοβίες μας, αλλά παράλληλα τις τρέφει κιόλας. Σκέτη ορθολογική διαστροφή. Αυτή τη διαστροφή, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, απενεργοποιεί ο Trier στο Nymphomaniac. Και την απενεργοποιεί διότι έχει χτίσει την ταινία με τέτοιον τρόπο που είναι σαν, παράλληλα με την ιστορία, να παρατίθεται και το commentary της ιστορίας. Και μάλιστα, αυτό που αποκαλώ commentary, παρατίθεται εντός της αφήγησης της ταινίας, σχεδόν αντανακλαστικά, εντελώς ενσωματωμένα, χωρίς να παράγει μία διανοητική ή μία δοκιμιακή ταινία, χωρίς να παράγει μια δεύτερη ταινία, χωρίς να επιβραδύνεται στο ελάχιστο η αφηγηματική ροή. Έτσι, το αυτό-αναλυόμενο Nymphomaniac απενεργοποιεί σε μεγάλο βαθμό τον σύγχρονο θεατή. Ή τουλάχιστον του αφαιρεί, κατά μία έννοια, τον πιο οικείο τρόπο ύπαρξης.





Αποτέλεσμα του φιλάρεσκου διανοητικού αυνανισμού, στον οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, είναι η παραγωγή πεποιθήσεων, οι οποίες μες στην κοινωνική μήτρα παράγουν ακλόνητες έννοιες, απαράβατα όρια και αποδεκτές συμπεριφορές που σε γενικές γραμμές αποτελούν και τις ρυθμιστικές αρχές κάθε «πολιτισμού». Ό,τι εκτείνεται έξω από αυτές τις περιοχές, ακόμα και σήμερα, αποτελεί έννοια ταμπού. Γκρίζα, απαγορευμένη περιοχή. Σκόπιμα, ο Lars von Trier υφαίνει με αυτές τις περιοχές τον δραματουργικό ιστό της ταινίας του. Με θέματα όπως ο γυναικείος οργασμός, η σεξουαλική πράξη ανεξάρτητα από συναισθηματισμούς, η ηδονή της ερωτικής βίας και φυσικά η νυμφομανία. Σκόπιμα, όχι για να προκαλέσει ή να ερεθίσει, όσο για να καταδείξει την κοινωνική υποκρισία που καθιστά τις παραπάνω έννοιες ως ταμπού, παρά το γεγονός ότι τις συναντάμε καθημερινά, ή ακόμα, τις αισθανόμαστε καθαρά και οι ίδιοι. Άλλωστε, η κοινωνική υποκρισία στις σύγχρονες κοινωνίες παρουσιάζεται και αυτολεξεί δια του στόματος της Charlotte Gainsbourg ως η καταπιεστική παρέμβαση του ατόμου ώστε να εξαλείψει από πάνω του επιθυμίες που θεωρούνται «παράνομες», ή στο άλλο άκρο, η επινόηση τρόπων, στρατηγικών και πρακτικών που νομιμοποιούν την ικανοποίηση κοινωνικά επικριτέων επιθυμιών.


Στον πυρήνα του, το Nymphomaniac, είναι άλλη μια ταινία στη φιλμογραφία του Δανού auteur, που καταπιάνεται με το θέμα της κοινωνικής υποκρισίας. Ίσως πιο ψυχαναλυτικά από κάθε άλλη φορά. Μια ταινία που αναχαιτίζει τη διανοητική μανία που προκύπτει από συμπλέγματα φόβων, τα οποία ανακυκλώνονται διαρκώς. Το Nymphomaniac έρχεται να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον άνθρωπο. Τον παιδεραστή με τον ιερέα. Τον νυμφομανή με τον παρθένο. Τον δολοφόνο με τον άγιο, κ.ο.κ. Κι έρχεται να τους συμφιλιώσει, όχι προς χάριν κάποιας πρακτικής αναγκαιότητας της συνύπαρξης. Κάθε άλλο. Απλά αναγνωρίζει πως όλα τα παραπάνω προφίλ ανθρώπου, και άπειρα άλλα, πηγάζουν απ’ το εσωτερικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Και συνεπώς, αφού τα αισθανόμαστε, αφού είμαστε οι αυθόρμητοι φορείς τους, το δικαίωμά μας στη ζωή, εξαρτάται από τη νομιμοποίηση κάθε εσωτερικής πτυχής του Ανθρώπου. Ανθρωπίνων πτυχών που οφείλουμε να αφουγκραζόμαστε, να εξωτερικεύουμε και να κοινωνούμε χωρίς διακρίσεις. Ακόμα και να τις ενθαρρύνουμε. Δίνοντας χώρο στο χάος. Δίνοντας χώρο στην άβυσσο. Δίνοντας χώρο στο να υπάρξει ό,τι μπορεί να υπάρξει, και όχι μονάχα ό,τι επιτρέπουμε.