Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Kôshikei

 

Σκηνοθεσία: Nagisha Osima
Παραγωγής: Japan / 1968
Διάρκεια: 117'

Κανείς δεν είναι αυτό που είναι. Ο καθένας είναι μονάχα η αντίληψη που έχουμε για αυτόν. Μια δική μας εικόνα.

Από την άλλη, οι αντιλήψεις μας για κάποιον δεν είναι ούτε έμφυτες, ούτε απόλυτες. Σχετίζονται με την συμπύκνωση της εμπειρίας που έχουμε με αυτόν. Μιας εμπειρίας όμως, που αναπόφευκτα, είναι υποκειμενική. Εφάπτεται στην ιδιοσυγκρασία μας. Μιας ιδιοσυγκρασίας που με τη σειρά της δεν είναι ακριβώς δική μας. Δεν είναι αυτόφυτη. Αντιθέτως, είναι σε μεγάλο βαθμό καλλιεργημένη. Επηρεασμένη από τις ηθικές και τις πεποιθήσεις που υιοθετήσαμε καθώς βρισκόμασταν υπό τη διαρκή επιρροή των αντιλήψεων των γύρω μας. Των γύρω μας και του καιρού μας. Σ' ένα μάκρο-επίπεδο, απ' τις αντιλήψεις του χώρου και του χρόνου στον οποίο ζήσαμε. Συνεπώς, μολυσμένοι από την ιδιοσυγκρασία μας, που δεν είναι ακριβώς δική μας -τουλάχιστον όχι ολικά- όταν κοιτάμε κάποιον, αυτός δεν είναι ο κάποιος που κοιτάμε, αλλά αυτό που μας επιτρέπεται -από την ιδιοσυγκρασία μας- να δούμε. Συνεπώς και οι αντιλήψεις μας για κάποιον, δεν είναι ποτέ ολικές. Είναι μερικές, καθώς βρίσκονται σε στενή σύνδεση με τους αντανακλαστικούς μηχανισμούς την (κατασκευασμένης) ύπαρξής μας.

Ένα άλλο θέμα που προκύπτει, είναι ο χρόνος των αντιλήψεων μας για κάποιον. Όπως προλέχθηκε, η αντίληψη μας για κάποιον προκύπτει απ' τη συμπύκνωση της εμπειρίας μας μαζί του. Άρα, και η αντίληψη μας για αυτόν, η παροντική αντίληψή μας, αναφέρεται στο παρελθόν του. 'Η στο παρελθόν μας, αν προτιμάτε. Σε κάτι που έπραξε, σε κάτι που είπε, πριν και όχι τώρα. Άρα σ' ένα βαθμό οι αντιλήψεις μας για κάποιον αφορούν αυτό που ήταν και όχι αυτό που είναι. Ή για να το θέσω καλύτερα, αυτό που η ιδιοσυγκρασία μας, μας έκανε να είμαστε τον χρόνο που τον κοιτούσαμε.

Το μεγάλο ερώτημα όμως που θέτει ο Οσίμα είναι το ακόλουθο: Γιατί κάποιος δεν γίνεται αυτό που είναι, και γίνεται οι αντιλήψεις των άλλων;

Απ' τη στιγμή που γεννιόμαστε δε ζούμε ποτέ με τους εαυτούς μας. Και συνεπώς δεν αφήνουμε το ανύπαρκτο και άυλο "είναι" αυτού που είμαστε να αναδυθεί μέσω ημών. Αντιθέτως ζούμε σ' έναν χώρο και χρόνο που μας δεσμεύει στον δικό του αντιληψιακό χάρτη. Ζούμε ανάμεσα σε μια πληθώρα ανθρώπων. Ανθρώπων, που ζώντας μαζί μας, σχηματίζουν κάποιες αντιλήψεις για εμάς. Οι αντιλήψεις αυτές με τη σειρά τους μας τοποθετούν σε κάποιο ρόλο. Ουσιαστικά, για να εξασφαλίσουμε μια αρμονική συνύπαρξή με τους άλλους, αποδεχόμαστε -χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε- τους ρόλους που υφαίνουν για εμάς. Έτσι, ασυνείδητα και όχι συνειδητά, αφιερώνουμε τον χρόνο της ύπαρξης μας για να επιβεβαιώσουμε και για να συμφιλιώσουμε τις αντιλήψεις των άλλων. Ζω σε αρμονία με κάποιον σημαίνει γίνομαι το βλέμμα αυτού που με κοιτάει.

Επί της ουσίας δε γινόμαστε ποτέ ο εαυτός μας. Δηλαδή ένας εαυτός ρευστός, άγνωστος, ξένος και δικός μας. Αντιθέτως, αφιερώνουμε/θυσιάζουμε τον χρόνο μας για να μοιάσουμε με εκείνους που "χωρίς να το καταλάβουμε" πειστήκαμε πώς είμαστε. Με εκείνες τις παραδομένες εικόνες που πειστήκαμε πώς μας ανήκουν.


Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Der Spiegel des Lord Patschog


Σκηνοθεσία: Ελίνα Πάνικ 
Παραγωγής: Germany / 2011 
Διάρκεια: 14' 

Χρησιμοποιούμε τα μάτια των άλλων, ή κάποιον καθρέφτη, για να μας καθιστούμε ορατούς. Ορατούς: δηλαδή άλλους και περιγράψιμους. Κάποιους που να μπορούμε να μιλάμε για αυτούς. Στην ουσία, νομίζοντας πως μιλάμε για εμάς, μιλάμε για άλλους. Είμαστε ανήμποροι να υποστούμε το βουβό και ανυπέρβλητο βάρος του να υπάρχουμε. Διακόπτουμε την σχέση μας με την ύπαρξή μας όντας άλλοι. Εκχωρώντας σε αυτούς τους άλλους, στους υποτιθέμενους εμείς, μέχρι και το απειροελάχιστο θρόισμα, την πιο μικρή εμφάνεια του όψιμου εαυτού μας. Η ύπαρξη μας δε μας ανήκει.

Το ότι αμφιβάλλω για την ύπαρξή μου δε σημαίνει πως αμφισβητώ την ύπαρξη. Αμφισβητώ μόνο το γεγονός πώς μου ανήκει. Δε μπορώ να μιλήσω για τίποτα. Είμαι ένα τίποτα που δε μπορεί να μιλήσει. Καμωμένο από την αιώνια ύλη αυτού που δε γνωρίζω.

Αλλοποιούμε τα πράγματα, κοιτώντας τα. Χωρίς να τα παρατηρούμε. Τα ξεκοκαλίζουμε απ’ το αόρατο νήμα που τα συνδέει. Μιλάμε για αυτά προσπαθώντας να τα κάνουμε κατανοητά. Μα αυτή η πιεσμένη διαδικασία δεν τα καθιστά περισσότερο υπαρκτά. Το κάθε άλλο. Μιλάμε για τα πράγματα, μιλάμε για εμάς, για τους άλλους, γιατί δε μπορούμε να μιλάμε με αυτά. Στην ουσία, μιλάμε το θάνατό των πραγμάτων.

 
Υπάρχω μολυσμένος μέσα στην ανέφικτη ουτοπία μου. Είμαι η ύστατη προσπάθεια, ο ανεπαίσχυντος πόνος –πόνος όχι σωματικός-, του να συμπεριλάβω το άγγιγμα μαζί Σου. Όχι ενός Εσύ πραγματικού. Ενός Εσύ α-ληθινού. Ενός Εσύ ταυτόχρονα υπαρκτού κι ανύπαρκτου. Είμαι η αμετάδοτη όψη αυτού που δε μπορεί να κοιταχθεί. Είμαι Εγώ, όχι εγώ, αλλά ο τρόπος που υπάρχω μέσα στα πράγματα, και ο τρόπος που τα πράγματα υπάρχουν εντός μου. Μια σιωπή θρυμματισμένη από τη βία του πραγματικού.

Όλα έχουν ένα όνομα. Μα εγώ δεν έχω κανένα όνομα. Είμαι κανένα όνομα. Υπακούω μονάχα στο φανταστικό όνομα που δεν έχω. Η σωστή μεριά είναι εξίσου σωστή με την ανάποδη. Γιατί δεν υπάρχει σωστή μεριά. Η όψη μας στα μάτια των άλλων είναι εξίσου σωστή με την όψη μας στον καθρέφτη. Γιατί καμία όψη δεν είναι απόλυτη. Διακόπτουμε τη σχέση μας με τον εαυτό μας απ’ τη στιγμή που εκχωρούμε την ύπαρξή μας σ’ ένα υποστατικό Εγώ. Σ’ ένα εγώ συγκεκριμένο. Είμαστε παράλυτοι. Ξεκοκαλίζοντας μας από τη μυστική άλω του ανερμήνευτου. Από τις σιωπηλές και αιώνιες μεταπτώσεις αυτού που δε μπορεί να πεθάνει.

"Το ότι αμφιβάλλω για την ύπαρξή μου δε σημαίνει πως αμφισβητώ την ύπαρξη. Αμφισβητώ μόνο το γεγονός πώς μου ανήκει."


 

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

L'enfant d'en haut


Σκηνοθεσία: Ursula Meier 
Παραγωγής: France / Switzerland / 2012 
Διάρκεια: 97'

Στην αντίπερα όχθη της οικονομικά εύρωστης Ελβετίας, σ' ένα βιομηχανικό χωριό, ζει φτωχικά ο δωδεκάχρονος Σιμόν με τη μεγαλύτερη αδερφή του Λουίζ. Στον Σιμόν αρέσει η πολυτελή ζωή, τα ακριβά αυτοκίνητα. Οι ζωές των άλλων. Και είναι αποφασισμένος να μη μείνει αμέτοχος. Ως εκ τούτου τρυπώνει συστηματικά σε χιονοδρομικό κέντρο των Άλπεων, και γδύνει την αστική τάξη -αυτούς απ' τους οποίους δε θα λείψουν, όπως λέει ο ίδιος- από χιονοδρομικό εξοπλισμό. Έτσι ζει τον εαυτό του και την αδερφή του. Την αδερφή του που από την άλλη προσπαθεί να κρατήσει ακέραιη την κοινωνική υπόλοιψή της, και να ακουμπήσει, κάπως επιπόλαια, την ελευθερία της στο πρώτο οικονομικά εύρωστο αρσενικό.


Στο L'enfant d'en haut η Ursula Meier παρατηρεί δυο παιδιά που καλούνται, μόνα και άνισα, να επιβιώσουν. Που καλούνται να επωμιστούν ευθύνες ενήλικες, πολύ πρωτού ενηλικιωθούν. Στη φύση είναι αλλιώς. Η επιβίωση μετριέται αλλιώς. Ένας λύκος καλείται να προσαρμοστεί στις άγριες συνθήκες του δάσους, την ίδια ώρα που μια πολική αρκούδα καλείται να προσαρμοστεί στο ψύχος. Στον άνθρωπο όμως; Το ανθρώπινο περιβάλλον δεν είναι ούτε φυσικό, ούτε απόλυτο. Το ανθρώπινο περιβάλλον είναι ρευστό. Μεταβλητό. Εδώ, η επιβίωση μοιάζει ένας πολύ πιο σύμπλεκτος δρόμος.

Στον άνθρωπο τα πάντα διχάζονται. Κι αφήνουν στο ενδιάμεσο ένα αμετάκλητο ψύχος. Υπάρχει ένας ταξικός διχασμός. Ένα ταξικό μίσος. Απ' τη μία στις απρόσιτες Άλπεις (εξαιρετικό σεναριακό εύρημα), οικονομικά επιφανείς άνθρωποι αρμέγουν την "κλειστή" ευτυχία ενός πληρωμένου κόσμου. Την ίδια στιγμή που οι βιομηχανοποιημένες παρυφές υποσιτίζονται. Που πασχίζουν για ένα πιάτο μακαρόνια κι ένα ρολό χαρτί υγείας.


Οι άνθρωποι στο ενδιάμεσο αυτού του αρχέγονου πολέμου μουχλιάζουν. Σαπίζουν. Μένουν ανέγγιχτοι. Εφάπτονται μόνο για να συντονιστούν κάτω από έναν μεγάλο σκοπό. Για την επίτευξη μιας καλύτερης στρατηγικής θέσης μέσα σε αυτό τον αυτοσχέδιο πόλεμο που τους ορίζει. Δεν εφάπτονται για να αφουγκραστούν τον κοινό σφυγμό την ανάσας τους. Κάθε άλλο. Εφάπτονται κάτω απ' τη ματαιόδοξη επιθυμία τους να επιβιβαστούν σ' ένα όχημα που θα σπάσει το φράγμα του ήχου. Που θα ξεπεράσει το φράγμα της εξαθλίωσης. Αυτόνομοι ή απομυζητές, ειλικρινείς ή ύπουλοι, επιθετικοί ή παθητικοί, δεν έχει σημασία. Ο καθένας κοιτά την επιβίωση και ακολουθεί το δρόμο που του αρμόζει.

Εν τέλει, η Ursula Meier φτιάχνει ένα αφοπλιστικά σύγχρονο τοπίο της ατομικής μοναξιάς και της εμπόλεμης ψυχρότητας. Ακλουθώντας τον Σιμόν, ένα παιδί που αναγκάστηκε να θρυμματίσει την παιδικότητά του -και που θα μπορούσε κάλλιστα να ειδωθεί ως ένα alter ego του Antoine Doinel-, παρατηρεί τα αβέβαια ανθρώπινα βήματα. Σ' ένα αδιάσπαστο τοπίο μοναξιάς. Σε μια απαράμιλλη τροχιά προς τη φθορά. Ενός κόσμου που συνεχίζει να χτυπά και μετά το 400.