Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Il mistero di Oberwald


Σκηνοθεσία: Michelangelo Antonioni
Παραγωγής: Italy / Germany/ 1981
Διάρκεια: 129'


Το Il mistero di Oberwald θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια ποιητική ταινία. Με αποκορύφωμα τη θραυστή φιγούρα της Monica Vitti και την αιμόφιλη γοητεία του Franco Branciaroli. Άλλωστε, ο Antonioni, πειραματίζεται εκτενώς με το μέσο σε αυτή την ταινία. Κινηματογραφώντας, σε μια από τις πρώτες φορές που χρησιμοποιήθηκε, αποκλειστικά σε ψηφιακό μέσο. Όμως, περισσότερο από μια ποιητική ταινία, είναι μια ταινία για την ποίηση.

Αυτή δέκα χρόνια πριν έχασε τον άντρα της. Έβαλε ένα μαύρο πέπλο μεταξύ του εαυτού της και των ανθρώπων. Χωρίς καμία προθυμία. Βαριά η θλίψη την σκεπάζει. Την ακινητοποιεί στο κρεβάτι. Χωρίς καμιά παρόρμηση. Νεκρή για τον κόσμο των ζωντανών. Νεκρή για τον κόσμο των νεκρών. Ακρωτηριασμένη. Ώσπου την προσβάλλει η ποίηση. Απρόβλεπτα. Ακαριαία. Την ξεσκεπάζει απ' τις στάχτες. Φυτεύει μέσα της το ζωτικό λουλούδι. Που όλο μεγαλώνει.


Την μολύνει η ποίηση. Η ποίηση δε διαβάζεται. Ούτε γράφεται. Η ποίηση βιώνεται. Είναι μια πόρτα ανοιχτή. Μα όχι για όλους. Η ποίηση δεν τοποθετείται στο πέμπτο ράφι της βιβλιοθήκης σου. Δε διαβάζεται με πρόγραμμα κάθε Δευτέρα. Δεν είναι προσφιλής για όσους έχουν κλειδωθεί στον κόσμο τους. Για όσους έχουν σφιχταγκαλιάσει τις βεβαιότητές τους. Για όσους δεν είναι διατεθειμένοι να χάσουν τον εαυτό τους. Για όσους δεν είναι διατεθειμένοι να συναντήσουν και να συναντηθούν μ' ένα ον ανώτερο. Με το ον του μη-εαυτού. Η ποίηση δεν έχει ταξικότητα. Περιφρονεί όλα τα σχήματα που παρεμβάλλονται για να εμποδίσουν την γυμνή αφή. Δεν χειραγωγείται η ποίηση. Μονάχα αμφιβάλλει και αμφισβητεί. Όχι με επιθετικότητα. Όχι σε ενεργητική φωνή. Μόνο για να απελευθερώσει τα πράγματα απ' το βάρος τους. Να τ' αφήσει να αιωρούνται ξανά μες το μεγάλο ουρανό. Η ποίηση αφαιρεί τα δόκιμα χρώματα. Τα προαποφασισμένα. Κοιτάζει βαθιά μέσα στα πράγματα. Κοιτάζει το χάος των χρωμάτων. Την απεραντοσύνη της φυλής τους. Μιας φυλής χωρίς φυλή και χωρίς φύλο.


Αυτήν την έχει μολύνει η ποίηση. Είναι πια ζωντανή. Κυρίως ζωτική. Και πιο πολύ ερωτευμένη. Ερωτευμένη με το καθετί που την εμπεριέχει. Ξεβούλωσαν οι αρτηρίες της. Καθετί ενέχει μια οδυνηρή αισθαντικότητα. Η ευτυχία της δεν είναι βολεμένη. Παλεύει σ' ένα χάος χρωμάτων. Κινείται απαλλαγμένη απ' τη σωρό της πανοπλίας της. Η ποίηση την έχει κυριέψει. Η ποίηση δεν έχει σχήμα. Δεν έχει μορφή. Προσομοιάζει την ομορφιά που έζησες. Πιο πολύ αυτή που θα ζήσεις. Πια είναι ζωντανή. Ελαφριά. Το βλέμμα της αγκαλιάζει ότι μπορεί να υπάρξει. Ζωντανή για τους ζωντανούς. Ζωντανή για τους νεκρούς. Γιατί η ποίηση, εκτός από ζωτική, είναι κυρίως αυτοκαταστροφική.



Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Ταξίδι στα Κύθηρα


Σκηνοθεσία: Theodoros Angelopoulos 
Παραγωγής: Greece / Germany / Italy / England / 1984 
Διάρκεια: 134' 

Το πιο μακρύ ταξίδι είναι προς μια πατρίδα που δεν υπάρχει. Επιστρέφεις από εξορία. Κι ανακαλύπτεις ότι δεν έχεις καν ταυτότητα. Έχει παραγραφεί το όνομά σου. Αγέννητος. Ούτε ζωντανός. Ούτε νεκρός. Αγέννητος. Οι μνήμες σου, οι εμπειρίες σου έχουν αποσυρθεί από το νομισματικό ταμείο. Κανείς δε νοιάζεται για κείνες. Χρεωκοπημένος είσαι στις ζωές των άλλων.

Στο μεταξύ, όσο έλειπες, οι άλλοι μάθαν να ζουν χωρίς εσένα. Δεν τους χρειάζεσαι πια. Έχει παγώσει η θέση στην καρέκλα. Το σπίτι κλειστό. Εφημερίδες στα παράθυρα. Το τραπέζι καπνίζει χωρίς εσένα. Ξεσυνήθισε τα χνώτα σου. Είσαι περιττός. Το πιο μακρύ ταξίδι είναι προς μια πατρίδα που δεν υπάρχει. Είσαι παρείσακτος. Δεν έχεις καν παρελθόν για να παρέμβεις στο παρόν. Κανένα μέλλον δε σε χωράει.


Κι εσύ είσαι λευκός. Σε χλώμιασε ο πόνος. Είσαι λευκός, άσπιλος, σαν το απάτητο το χιόνι. Το χιόνι, πάει, κι αυτό τιμολογήθηκε. Και τους χαλά το μερτικό αυτή η λευκότητά σου. Υπέμενες την εξορία. Τώρα επιστρέφεις σε μια πατρίδα που δεν υπάρχει. Για να υπομείνεις την δεύτερη εξορία. Την ατελείωτη εξορία. Φρικτός ο κόσμος των ανθρώπων. Επιβουλεύτηκε τη ζωή. Και πιο πολύ τον θάνατο. Κι εσύ υπομένεις. Καταδικασμένος χωρίς όνομα. Χωρίς ταυτότητα. Αγέννητος. Παντού ανύπαρκτος. Παντού παρατημένος.

Το πιο μακρύ ταξίδι είναι προς μια πατρίδα που δεν υπάρχει. Κύθηρα δεν υπάρχουν. Μόνο η σκιά σου απέμεινε κι αυτή τραυματισμένη. Είσαι μια αποσκευή λαθραία, που ξεχάστηκε σ' ένα λιμάνι, σ' έναν τόπο που τον κατάπιε η θάλασσα.  


"Μερικές φορές ανακαλύπτω με φρίκη και ανακούφιση ότι δεν πιστεύω σε τίποτα. Τότε γυρίζω στο σώμα μου. Μόνο αυτό μου θυμίζει πως είμαι ζωντανή."

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

2 ID.iot




Σκηνοθεσία-Χορογραφία-Ερμηνεία:  Αχιλλέας Χαρίσκος, Λαμπετώ Όνσκυ
Που: Frown Tails κάθε Παρασκευή/Σάββατο/Κυριακή ως 17 Φεβρουαρίου

Λέμε συγχρονισμός. Όμως ο χρόνος δε νοείται έξω από το χώρο. Ο ένας εμπεριέχει τον άλλο.

Αυτοί είναι δύο σώματα. Δύο χώροι που κινούνται στο χρόνο και τον χώρο που τους εμπεριέχει. Κινούνται αναζητώντας τον κοινό χωροχρόνο. Τη στιγμή εκείνη που ο χώρος του ενός εμπεριέχεται στο χώρο του άλλου. Τη στιγμή εκείνη όπου χώρος του ενός δεν υπάρχει. Γιατί ο χώρος είναι ένας. Ο χώρος των δυο. Ή, το διάστημα εκείνο που ο χρόνος είναι η κοινή στιγμή.

Η κοινή στιγμή όμως δε διαρκεί. Αυτοί κινούν τους χώρους τους για να αντλήσουν μια πλήρωση μέσα από την κοινή στιγμή. Για να χωροθετηθούν στην κοινή στιγμή. Ο αυτοσκοπός τους βραχυκυκλώνει. Συγκρούονται. Δρουν. Περισσότερο αντιδρούν. Οι χειρονομίες τους πάσχουν. Πάσχουν, πασχίζουν για τον ενοποιημένο χωροχρόνο. Κινούνται μέσα στο χώρο που τους εμπεριέχει. Μέσα στους χώρους που τους εμπεριέχουν. Εκεί υπάρχουν αντικείμενα. Τα αντικείμενα είναι νεκρά. Στάσιμα. Δεν έχουν χρόνο. Αντικείμενα: δηλαδή μη χώροι. Όμως τα αντικείμενα αποκτούν χρήση. Αποκτούν κίνηση. Χρήση που δεν είναι κοινή. Χρήση εξαρτημένη από τον χώρο, δηλαδή από τους χώρους που τα κινεί. Δηλαδή αποκτούν χρόνο. Γιατί ο χρόνος δεν είναι ποτέ ίδιος. Και ο χρόνος είναι κίνηση. Η θέση τους στο χρόνο μεταβάλλεται, κι έτσι με τη σειρά τους, ακόμα και εν αγνοία τους, δημιουργούν νέους χωροχρόνους. 

Όμως ο κοινός χωροχρόνος δε διαρκεί. Οι χειρονομίες που πασχίζουν για την πλήρωση, ή τον τελειοποιημένο χωροχρόνο, παθαίνουν σύγχυση. Επαναλαμβάνονται. Διψασμένες. Πεινασμένες. Επαναλαμβάνουν: Τον χώρο και το χρόνο. Και επαναλαμβάνονται μέσα στο χώρο. Σε μια επανάληψη που τις αφαιρεί από τον εαυτό τους. Δηλαδή από το χώρο. Όμως ο χώρος επαναλαμβάνεται. Επειδή οι χώροι επαναλαμβάνονται. Επειδή τα σώματα επαναλαμβάνονται. Επειδή τα αντικείμενα επαναλαμβάνονται. Επειδή οι στιγμές επαναλαμβάνονται. Οι χωροχρόνοι επαναλαμβάνονται.  Ο χρόνος υποχωρεί. Φθίνει. Ο χώρος φθίνει. Δηλαδή οι χώροι. Δηλαδή τα σώματα σταδιακά αλλοιώνονται. Γίνονται αντικείμενα. Δηλαδή Μη-χώροι. Αντικείμενα, όχι του χώρου που τους εμπεριέχει. Αλλά των χειρονομιών που εκτελούν. Των χειρονομιών που εκτελούν σ’ επαναλαμβανόμενους χρόνους. Σε αλλεπάλληλα επαναλαμβανόμενους χρόνους. Έτσι ο χώρος, οι χώροι υποτάσσονται. Υποδουλώνονται. Υπάρχουν μόνο για να εκτελέσουν καθορισμένες χειρονομίες σ’ επαναλαμβανόμενους χρόνους. Επαναλαμβανόμενος χρόνος: δηλαδή μη- χρόνος.

Έτσι, η επανάληψη, θέτει τον χώρο και το χρόνο σε μια κατάσταση τερματική. Σε μια κατάσταση επαναλαμβανόμενα τερματική. Η επιθυμία για πλήρωση, ή για την εκπλήρωση ενός τερματικά τελειοποιημένου χωροχρόνου, οδηγεί σε μια επαναλαμβανόμενη αποτυχία. Η οποία με τη σειρά της πυροδοτεί επαναλαμβανόμενες αντιδραστικές χειρονομίες. Απαράλλακτα επαναλαμβανόμενους χώρους και χρόνους μέσα στον χωροχρόνο. Δηλαδή μη-χώρους, δηλαδή μη-χρόνους. Σταδιακά, αυτή η διεστραμμένη σχέση μας με το χώρο και το χρόνο, μας αφαιρεί από τους εαυτούς μας. Δηλαδή μας νεκρώνει. Μας υποδουλώνει σε μια επανάληψη που μας χρησιμοποιεί. Μηχανικά. Χωρίς χώρο. Χωρίς χρόνο.

2 ID.iot from aggeliki hatzi on Vimeo.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013



Σκηνοθεσία: Pablo Larrain
Παραγωγής: Chile / France / Usa /2012
Διάρκεια: 118'


Εν έτει 1988 στη Χιλή, ο Αουγκούστο Πινοσέτ διεξάγει δημοψήφισμα με ζήτημα την προεδρία του, ούτως ώστε να νομιμοποιηθεί στην παγκόσμια αντίληψη η επί σειρά ετών δικτατορία του. Οι δυνάμεις του NO θέτουν, με επιφυλάξεις ιδεολογικού προσανατολισμού, τον Ρενέ Σααβέρδα(Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ) επικεφαλή της διαφημιστικής τους εκστρατείας, με σκοπό να πείσουν τον βασανισμένο/αδύναμο λαό να καταψηφίσει τη δικτατορία. Ο Ρενέ Σααβέρδα είναι ένας φιλόδοξος νέος διαφημιστής, με ιδιαίτερη πείρα όντας στέλεχος πολυεθνικής διαφημιστικής εταιρείας. Στην αντίπερα όχθη, στο στρατό του Αουγκούστο Πινοσέτ, βρίσκει τον προϊστάμενό του, τον Λούτσο Γκάζμαν, ο οποίος προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πλευρά του YES.


Ότι ακολουθεί δεν είναι παρά ένα παιχνίδι κυριαρχίας. Ο Πάμπλο Λαρέν, ωστόσο, μας υπενθυμίζει πως αυτό το παιχνίδι δε συντελέστηκε με πολιτικούς όρους. Ούτε με ιδεολογικούς. Αυτό το παιχνίδι είναι ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Έκαστες οι πλευρές χρησιμοποίησαν την πιο σύγχρονη γλώσσα των μίντια ούτως ώστε να πείσουν-υπνωτίσουν το λαό στη λεγεώνα των δικών τους σκοπών. Σχεδόν αποσιωπήθηκαν οι πολιτικές πεποιθήσεις. Έναντι αυτών χρησιμοποιήθηκαν διαφημιστικά τρικάκια και προσχηματικές θέσεις οι οποίες κρίθηκαν ότι θα μπορούσαν να επιβουλευτούν τη διάθεση του λαού. Έτσι, η αποσιώπηση του πολιτικού περιεχομένου, κατέστησε τις διαφημίσεις της μίας πλευράς εξαιρετικά όμοιες με αυτές της άλλης. Η λογική είναι ίδια. Επίκληση στο συναίσθημα. Επίκληση στη διάνοια. Επίκληση στη μνήμη. Σε ότι μπορεί να ενεργοποιήσει/δεσμεύσει/εθίσει για τον έναν ή τον άλλο σκοπό. Η πλευρά του Πινοσέτ είχε σαφώς στα χέρια της μια εξουσία, και το φρόνημα να την ασκεί με τον πιο βρώμικο τρόπο. Όμως η σύγκρουση των δύο πλευρών δεν έγινε με ιδεολογικούς όρους. Κάθε άλλο. Όπως σχεδόν κάθε ανάλογη σύγκρουση στην ιστορία, δεν ήταν παρά ένα στρατηγικό παιχνίδι εντυπώσεων.

Εν τέλει το NΟ είναι μια ταινία για τη δύναμη της εικόνας. Για την επιρροή που δύναται να ασκήσει. Για το πώς η εικόνα μπορεί να προπαγανδίσει. Να φανατίσει. Να δεσμεύσει. Άλλωστε ακριβώς αυτή η δυναμική της, την καθιστά ως το κυρίαρχο σύγχρονο λαϊκό καπιταλιστικό όπλο. Είτε αυτό είναι διαφήμιση, είτε αυτό είναι θέαμα. Κάτι που άλλωστε ο Παμπλό Λαρέν δεν αμελεί να μας υπενθυμίσει μέσα σε σκηνές διαποτισμένες με ειρωνεία. Η εικόνα ψεύδεται, υποκρίνεται. Για την ακρίβεια όχι η εικόνα. Γιατί τι άλλο είναι η εικόνα παρά αναπαράσταση νεκρών μορίων ύλης; Νεκρά μόρια ύλης ακατάλληλα για την εκδήλωση κάποιας προδιάθεσης. Για την ακρίβεια ο εικονολήπτης/σκηνοθέτης ψεύδεται. Υποκρίνεται. Καθώς αδιαφορεί για τον οντολογική διάσταση της εικόνας. Για το τι είναι η εικόνα. Τον απασχολεί μόνο το «φαίνεσθαι». Αυτός ενδιαφέρεται μόνο για τη φαινομενικότητά της. Και πως η χρήση αυτής της φαινομενικότητας μπορεί να επιτελέσει εργαλείο επίτευξης ενός σκοπού μέσω της όρασης εκείνου που την απορροφάει. Πως μπορεί να ενεργοποιήσει το θεατή, ούτως ώστε αυτός να χειρονομήσεις τις ποθητές δράσεις. Πιο απλά, πως μια εικόνα μπορεί να συντελέσει στην αγορά ενός προϊόντος. Στην ψήφιση ενός πολιτικού κόμματος. Ή, πιο μακροχρόνια, πως η γεωλογία της εικόνας μπορεί να διαμορφώσει ένα περιβάλλον πολιτισμικών αντιλήψεων όπου θα ευδοκιμεί μια σειρά από ευρύτερες στρατηγικές. Δηλαδή, για το πόσο η φαινομενικότητα της εικόνας μπορεί να υποδυθεί τον ρόλο εκείνο για τον οποίον επιστρατεύτηκε.


Στην προκειμένη ο Ρενέ Σααβέρδα, ο υπεύθυνος της διαφημιστικής εκστρατείας του NO, μοιάζει πολιτικά ανεξάρτητος. Λόγος στον οποίο οφείλεται και η αρχικά καχύποπτη αντιμετώπιση. Όμως είναι αυτή ακριβώς η απόσταση που του εξασφαλίζει μια καθαρή ματιά. Τη δυνατότητα να κατευθύνει την εικόνα χωρίς ενδοιασμούς. Χωρίς φραγμούς. Να σχεδιάζει την φαινομενικότητα απ’ την οποία θα αντλήσει τη μεγαλύτερη δημοφιλία. Μεγαλύτερη εξαπάτηση. Άλλωστε, όπως είπαμε, η κόντρα της πλευράς του NO με αυτή του YES συντελέστηκε μονάχα σε επίπεδο εντυπώσεων. Το δημοψήφισμα δεν έλυσε κανένα πρόβλημα εθνικού διχασμού. Δεν έθεσε σε άλλες βάσεις το μέλλον. Δεν άλλαξε κάτι. Η μεριά του YES, και κάθε YES, θα εξακολουθεί να μισεί αυτή του NO. Εκείνη του NO αυτή του YES. Ο καθένας θα έχει έναν βέβαιο αποδέκτη για να διοχετεύει το μίσος του. Η ζωή θα εξακολουθεί είναι ένα μοναχικό μέρος για όσους αρνούνται να ενταχθούν στη μία ή την άλλη πεποίθηση. Και ο κόσμος συνεχίζεται…