Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Ο Γιος του Σαούλ και τα υποκειμενικά κάδρα στον κινηματογράφο


Σκηνοθεσία: Laszlo Nemes
Παραγωγής: Hungary / 2015

Διάρκεια: 107'

Είναι λίγες οι ταινίες που παίρνουν απόλυτες, ριζικές και καθοριστικές αποφάσεις όσον αφορά την κινηματογραφική φόρμα, και καταφέρνουν να ξεφύγουν από το πλαίσιο της αξιοπερίεργης, εντυπωσιακής και ενδιαφέρουσας μεν, κινηματογραφικής άσκησης δε. Το Son of Saoul, η πρώτη ταινία του Laszlo Nemes, είναι συζητήσιμο αν υπερβαίνει το πλαίσιο της κινηματογραφικής άσκησης, αλλά οι ταινίες που κατορθώνουν κάτι τέτοιο, αναμφίβολα διευρύνουν τα όρια της κινηματογραφικής γλώσσας και του κινηματογράφου κατ' επέκταση, και κατά μια ποιητική συνεπαγωγή και το πάθος για τον κινηματογράφο.


Αυτό που υπονομεύει εξ' αρχής η ταινία του Laszlo Nemes είναι το παράδοξο που έχει επικρατήσει στον κινηματογράφο σχετικά με το πώς ορίζονται τα υποκειμενικά πλάνα. Για την ακρίβεια φανταστείτε τρία πρόσωπα Α, Β, Γ χωροθετημένα κάπως τριγωνικά στον χώρο. Έστω ότι ο Α και ο Β κοιτάζουν τον Γ κι εμείς παίρνουμε τα υποκειμενικά του Α και του Β. Τότε, και στις 2 περιπτώσεις, θα είχαμε ένα κάδρο που θα είχε ως επίκεντρο τον Γ, κι αυτό που θα άλλαζε θα ήταν το background -ανάλογα με την γωνία που κάθονται ο Α και ο Β σε σχέση με τον Γ- και το μέγεθος του Γ στο κάδρο αν η απόσταση του Α από τον Γ ήταν διαφορετική απ' ότι η απόσταση του Β από τον Γ, και με την προϋπόθεση ότι και στα δύο υποκειμενικά του Α και του Β θα είχαμε χρησιμοποιήσει τον ίδιο φακό. Κάτι τέτοιο όμως είναι απόλυτα λάθος. Γιατί και στις δύο περιπτώσεις δεν αποτυπώνεται στον Γ το ορατό ίχνος αυτού που τον κοιτάει. Κάπως έτσι καταδεικνύουμε πώς αυτό που αποκαλούμε υποκειμενικό πλάνο δεν είναι παρά ενα αντικειμενικό πλάνο θέσης. Κάτι τέτοιο όμως καταργεί ολόκληρη την ψυχολογία και την υπαρκτικότητα της όρασης. Αφού σε κάθε εικόνα τα είδωλα και οι μορφές, με κάθε τρόπο, εκτός από την ορατότητά τους αποτυπώνουν κυριότερα την ψυχολογία, την διάθεση, κι ένα σωρό ακατάληπτα στοιχεία αυτού που τα κοιτάζει. Οι εικόνες που βλέπουμε -τα υποκειμενικά μας κάδρα- βρίσκονται πάντα σε συσχέτιση μ' εμάς. Δεν μπορούν να υπάρξουν ανεξάρτητα από εμάς.

Αυτό το "γλωσσικά" κινηματογραφικό παράδοξο έρχεται να επουλώσει η δημιουργία του Ούγγρου σκηνοθέτη. Φαινομενικά υπάρχουν ελάχιστα υποκειμενικά πλάνα στην ταινία. Στ' αλήθεια όμως είναι σχεδόν εξ' ολοκλήρου γωρισμένη ως το υποκειμενικό πλάνο του πρωταγωνιστή Σαούλ. Αυτό που κάνει ο Nemes είναι να φιλμάρει σχεδον όλη του την ταινία έχοντας σε καθε κάδρο ως σώμα αναφοράς την αδιάλειπτα κινούμενη πλάτη του Σαούλ, τον οποίο φιμάρει με πολύ μικρό βάθος πεδίου, με αποτέλεσμα ο κόσμος γύρω από τον Σαούλ να αποτυπώνεται θολός, τρεμάμενος, ασαφής, σε σύγχυση.


Αυτή η θολότητα, η σύγχυση, η οργανική αναστάτωση μοιάζει εντελώς σύμφυτη με την ψυχολογία του Σαούλ. Ενός Εβραίου, που μέχρι να εκτελεστεί στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχει υποδουλωθεί σε καταναγκαστική εργασία. Είναι φυσικό η αναστάτωση, η αγωνία, η τρικυμία που αποδίδεται στον τον κόσμο που τον περιβαλλει να πηγάζει από την όραση -και κατ' επέκταση την υπαρξιακή ψυχολογία του ήρωα. Ο καθένας μας, αναπόφευκτα, βρίσκεται στο κέντρο όποιου κόσμου κι αν βρίσκεται: αυτό σημαίνει υποκειμενισμός.


Και για να το δούμε λίγο πιο καθολικά, αυτό που συστήνει ο Laszlo Nemes, είναι ότι για να δει ένας παρατηρητής, ας πούμε ένας κινηματογραφικός θεατής, το υποκειμενικό πλάνο ενός ήρωα, τότε ο κινηματογραφιστής θα πρέπει να φτιάξει ένα κάδρο μέσα στο οποίο θα εμπεριέχεται και ο ίδιος ο ήρωας. Αφού ο φακός δε μπορεί να υποκριθεί τις ψυχολογικές ποιότητες ενός ανθρώπου, τότε, μιλώντας για υποκειμενικά πλάνα, θα πρέπει να φιλμάρουμε και τα υποκείμενα/αντικείμενα συναρτήσει μ' αυτον που τα κοιτάει(υποκειμενικό), και που -αναπόφευκτα- κοιτώντας τα κοιτιέται μέσα σε αυτά. Μόνο έτσι ο κινηματογράφος μπορεί να προσεγγίσει κυριολεκτικά την έννοια του "υποκειμενικού". Τοποθετώντας δηλαδή το υποκείμενο αξερίζωτα στην καρδιά του κάδρου.


Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

El Club



Σκηνοθεσία: Pablo Larrain
Παραγωγής: Chile / 2015
Διάρκεια: 98'

Όταν φτάνουμε ψηλά -από άποψη ιδέας φτάνει κανείς ψηλά όχι από θέση- όλος ο κόσμος εκτείνεται από κάτω μας. Κάτω απ' τα πόδια μας. Πρέπει να σκύψουμε για να τον κοιτάξουμε. Να καμπουριάσουμε. Να τσαλακώσουμε το σώμα μας. Όταν βρισκόμαστε ψηλά τίποτα δεν βρίσκεται στο ύψος των ματιών μας. Κι αυτό είναι ένα επαρκές επιχείρημα για να καταλάβουμε ότι βρισκόμαστε στο λάθος σημείο.


Οι γλωσσολόγοι θα έλεγαν ευχαρίστως ότι το όριο της γλώσσας είναι η ηθική. Γιατί όταν αναμειγνύεται με την γλώσσα, τότε αυτή αρχίζει να λέει τα πράγματα όπως θα έπρεπε να είναι, όχι πια όπως είναι. Απ' την άλλη, ίσως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πιο ακλόνητο όριο της γλώσσας είναι η σάρκα. Η σάρκα που επειδή μιλάει σωπαίνει.

Ένα σμήνος από απολωλούς ιερείς παραπέμπεται σ' ένα απόμερο παραθαλάσσιο χωριό της Χιλής -κάτι σαν  πρόωρη συνταξιοδότηση και μετάνοια- για να εκτίσουν μία ποινή για "αμαρτήματα" που έχουν διαπράξει. Το μέρος κάθε άλλο παρά ιδανικό μοιάζει. Αλλά ο άνθρωπος σε κάθε περίπτωση αναπτύσσει τεράστιες προσαρμοστικές ικανότητες. Ο παράδεισος σ' όλες του τις αποκαλύψεις είναι ονομαστικός ούτως ή άλλως.


Οι ιερείς κατά κάποιον τρόπο έχουν χάσει την γλώσσα τους. Η μιλιά τους υπαγορεύεται από την παρακμή του νέου σπιτικού τους, αλλά νοθεύεται κι από έναν επιλεκτικό θρησκευτισμό. Έχουν ωστόσο και μια άλλη γλώσσα. Τη σάρκα τους. Τη σάρκα που επειδή σωπαίνει μιλάει. Διψάει. Θα περίμενε κανείς πως αυτή η γλώσσα θα αποκάλυπτε επτασφράγιστα μυστικά, τρομερές πλεκτάνες και ίντριγκες του παρελθόντος. Όχι. Αυτή η γλώσσα αποκαλύπτει το μόνο που μένει διαχρονικά αδιάρρηκτο: την ανθρώπινη σύγχυση.

Κι αν υπάρχει κάτι που κολλάει πάνω σου και τα 98 λεπτά αυτής της ταινίας, είναι μάλλον το αυτονόητο: αυτός ο κόσμος, αν υποφέρει, δεν υποφέρει από απουσία Θεού, αλλά από παρουσία ανθρώπου.