Κυριακή 25 Μαΐου 2008

Mýrin



Σκηνοθεσία: Baltasar Kormákur
Παραγωγής: Iceland / Germany / Denmark / 2006
Διάρκεια: 93'


Ο καθόλου αδιάφορος Baltasar Kormakur κάνει εδώ μια πολύ ενδιαφέρουσα αστυνομική ταινία βασισμένη στη δημοφιλή νουβέλα του Arnaldur Indriοason , "Tainted Blood". Και λέω πολύ ενδιαφέρουσα γιατί μόνο ως τέτοιο μπορώ να χαρακτηρίσω τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται και δένει την πλοκή του!

Η ιστορία τοποθετείται στην Ισλανδία, άλλωστε από 'κει μας προέρχεται και αυτή η ταινία. Και προειδοποιώ όσους αρκούνται και αρέσκονται αυστηρώς στην κατανάλωση του φτηνού Holywoodianου cinema να μην ξυνίσουν την μούρη τους, γιατί ίσως αυτή η ταινία είναι μια αφορμή να δουν σφαιρικότερα και βαθύτερα το θέμα κινηματογράφος, καθώς η ταινία σίγουρα δεν απευθύνεται μόνο στην ολιγομελή σινεφίλ κοινότητα! Αλλά ας μιλήσουμε για την ταινία. Ένας φόνος διαπράττεται σε μια αραιοκατοικημένη και ωχρή μικρή πόλη, όπου ξετυλίγεται η ιστορία. Το θύμα γνωστό, ο θύτης άγνωστος. Το θύμα είναι ένας ηλικιωμένος, από τους περιβόητους κακοποιούς της πόλης, που μαζί με μια μικρή συμμορία έχουν απασχολήσει παρατεταμένως την αστυνομία στο παρελθόν. Την υπόθεση αναλαμβάνει να εξιχνιάσει ένας αστυνομικός και για τον σκοπό αυτό καλείται να αναστήσει και να μελετήσει εκτενώς φαντάσματα του παρελθόντος. Τα ίδια φαντάσματα, από διαφορετική σκοπιά, σκαλίζει και ένας πατέρας που έχει χάσει την κόρη του, η οποία έπασχε από ένα είδος γενετικής ανωμαλίας. Έτσι μπροστά από την οθόνη παρελαύνει ένας σωρός προσώπων που όλα μαζί συνθέτουν τα κομμάτια αυτού του παζλ που θα αναδείξει αθώους και ενόχους.

Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το θέμα είναι απλός, λιτός και μάλλον με την πρέπουσα μινιμαλιστικότητα. Άλλωστε αυτή η μινιμαλιστικότητα είναι που κρατάει και τον έλεγχο της ταινίας, καθώς με αυτή χειρίζεται δύσκολα θέματα όπως της εξελιγμένης γενετικής επιστήμης, ενός ευρύτατου δικτύου πληροφοριών κλπ, που σε άλλες περιπτώσεις θα μπορούσαν να ήταν τροφή για εφετζίδικα, εξυπνακίστικα και υπερβολικά σχόλια. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος με τον οποίο ο Baltasar Kormakur χειρίζεται την αφήγηση. Η οποία επιτυγχάνει να μοιάζει φαινομενικά ακομμάτιαστη, ενώ στην πραγματικότητα διηγείται την ιστορία τόσο παράλληλα όσο και με διακυμάνσεις στη σκάλα του χρόνου. Επίσης θέλω να αναφερθώ σε ένα ακόμα ατού της ταινίας. Στην εισαγωγή ανέφερα πως πρόκειται για ένα αστυνομικό film, ωστόσο σε αντίθεση με την πλοκή οι ήρωες μοιάζουν βγαλμένοι από το σκοτεινό και σκιερό είδος του νουάρ. Ένα πάντρεμα που εκ του αποτελέσματος επιτυγχάνει μια πολύ γοητευτική μορφή.

Αισθητικά η ταινία έχει να επιδείξει μια πολύ καλλιτεχνική φωτογραφία. Προσωπικά με παρέπεμψε στο αγαπημένο, και επίσης Σκανδιναβικό, Drabet του Per Fly. Τα μουντά χρώματα, η νεφώδης ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με τη σκοτεινή και νοσηρή ιστορία σου δίνει στο ανυπέρβλητο την αίσθηση μιας πόλης που κανείς δεν θα ήθελε να κατοικεί, μιας ιστορίας που κανείς δεν θα ήθελε να ζήσει. Επιπροσθέτως, κάποια γενικά κινηματογραφικά πλάνα, που χρήζουν φωτογραφικής ευαισθησίας, είναι ικανά να μαγνητίσουν τα βλέμματα.

Ωστόσο παρά τα όσα εγκωμιαστικά παραθέτω οφείλω να αναφέρω και τα προβληματάκια της ταινίας. Το πρώτο έχει να κάνει με τον τρόπο αντιμετώπισης των ηρώων. Την μινιμαλιστικότητα που ανέφερα προηγουμένως εδώ την παρατηρούμε σε μορφή απλοϊκότητας, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι εκ των δεύτερων και τρίτων ρόλων να στερούνται δραματουργικού βάθους. Απόρροια αυτής της επιδερμικής αντιμετώπισης είναι να υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος ανεκμετάλλευτων ηρώων, ενώ και κάποιοι άλλοι μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό "χάρτινοι". Επίσης, ένα ακόμα πρόβλημα εντόπισα στις λίγες σκηνές βίας, οι οποίες αναπαριστώνται κατά συντριπτική πλειοψηφία με γραφικό και μη πειστικό τρόπο.

Παρ' όλα αυτά αυτή η ταινία του Baltasar Kormakur απ' την Ισλανδία, με το μικρό budget, δίνει μαθήματα για τον τρόπο διαχείρισης του αστυνομικού είδους, το οποίο στις μέρες μας περιορίζεται σε μια υπερβολική μορφή στην προσπάθεια του να κερδίσει το παιχνίδι των εντυπώσεων. Δώστε του λοιπόν μια ευκαιρία πριν το απορρίψετε!
Βαθμολογία 7/10

Myrin (Jar City) Trailer

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

To Be or Not to Be


Σκηνοθεσία: Ernst Lubitsch
Παραγωγής: USA / 1942
Διάρκεια: 99'

Ο Ernst Lubitsch υπήρξε θεμελιωτής της κλασσικής Αμερικάνικης κωμωδίας και η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί μια από τις ωριμότερες δημιουργίες του στον χώρο. Ο τίτλος είναι βγαλμένος από τον διάσημο μονόλογο του Σαιξπηρικού Άμλετ, όμως καμία σχέση δεν έχει με το βαθυστόχαστο περιεχόμενο του. Εδώ το To Be or Not to Be αποτελεί απλά ένα ξεκαρδιστικό σλόγκαν γελοιοποίησης της υποκριτικής ματαιοδοξίας των ηθοποιών. Καθώς ο πρωταγωνιστής υποδυόμενος τον Άμλετ και φτάνοντας στην κορυφωτική στιγμή του μονολόγου αντιλαμβάνεται, πηγμένος κατάκορφα, την μόνιμη αποχώρηση ενός εκ των θεατών της παράστασης.

Αφού οι τίτλοι της αρχής πέφτουν, ο θεατής βρίσκεται στη μέση μιας δραματικής παράστασης, από μια Πολωνική θεατρική ομάδα, με περιεχόμενο την φασιστική δράση του Χίτλερ. Η παράσταση θα λογοκριθεί και θα καταργηθεί από τις εγχώριες δυνάμεις πριν καλά καλά ανέβει, οι οποίες βρίσκονται υπό τον τρόμο του Χιτλερικού καθεστώτος. Η Γκεστάπο προωθεί τα επεκτατικά σχέδια της στον Πολωνικό χώρο και η μοίρα του κράτους φαίνεται προδιαγεγραμμένη. Ωστόσο εδώ ο Ernst Lubitsch αναλαμβάνει δράση. Και με μια σειρά ταχύτατων αλληλοανατρεπτικών επεισοδίων και σκετς, πάντα σε screwball ύφος με στοιχεία δανεισμένα και από το μπουρλέσκ, βεβηλώνει το ύφος και το κύρος της Γερμανικής δικτατορίας και ταυτόχρονα ανυψώνει τα λαϊκά στρώματα. Η ανύψωση αυτή έρχεται καθώς δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προαναφερθείσα θεατρική ομάδα, η οποία με πατριωτικό ύφος αναλαμβάνει την απομάκρυνση των Γερμανικών στρατευμάτων από την χώρα. Με αυτόν τον τρόπο εκμηδενίζεται η παραδοσιακή έννοια της πολιτικής, ενώ η παράσταση της θεατρικής ομάδας παρομοιάζεται άμεσα με την υποκριτική των πολιτικών, τονίζοντας τους την δυνατότητα να παίζουν καλό θέατρο εκτός από το καιροσκοπικό στο οποίο περιορίζονται. Το τέλος έρχεται και θα είναι μάλλον αίσιο και αναμενόμενο, αλλά ο θεατής θα 'χει ξεκαρδιστεί με όσα έχουν προηγηθεί.

Αυτή είναι και η κύρια θεματική της ταινίας η οποία μπορούμε να πούμε πως νοηματικά ενισχύεται και σε δυο ακόμα κατευθύνσεις. Πρώτον, την υποκριτική ματαιοδοξία και τη δίψα για επιβεβαίωση των ηθοποιών.
Κάτι που διακρίνουμε και στους δυο βασικούς θεατρίνους ήρωες μας, τους οποίους υποδύονται ο "σφιχτός" Jack Benny και η γοητευτική Carole Lombard. Μια τάση τους που γίνεται αφορμή για αρκετά ξεκαρδιστικά σκετς που εμπλουτίζουν το κωμικό στοιχείο της ταινίας με χαρακτηριστικότερο αυτό του "Τo Be or Not to Be" που ανέφερα στην πρώτη παράγραφο και που είναι και ένα εκ των δημοφιλέστερων στην ιστορία της Αμερικάνικης κωμωδίας Δεύτερον, στην ταινία διαβλέπουμε καθαρά την προσπάθεια και για έναν κοινωνικό προβληματισμό γύρω από τα ζευγάρια της εποχής και την αδυναμία τους να συνυπάρξουν, με έναν τρόπο που μας φέρνει στο νου και μια άλλη χαρισματική κωμωδία της περιόδου, το The Awful Truth.

Στη σκηνοθεσία οφείλουμε να πιστώσουμε τον πολύ γρήγορο ρυθμό, για την εποχή, και τον τρόπο που η μία σκηνή διαδέχεται την άλλη, ενώ το σενάριο είναι υπεύθυνο για τον εξίσου μαγευτικό και έξυπνο τρόπο που χειρίζεται τον διάλογο! Αν και οι ταινίες του είδους σήμερα δείχνουν να μην έχουν την δημοφιλή φλόγα εκείνης της περιόδου, νομίζω πως φιλοδοξούν να κατακτήσουν μια ρετρό μορφή στην ταινιοθήκη του σύγχρονου σινεφίλ θεατή!
Βαθμολογία 7,5/10

Τρίτη 20 Μαΐου 2008

Kasaba


Σκηνοθεσία: Nuri Bilge Ceylan
Παραγωγής: Turkey/ 1997
Διάρκεια: 85'

Όποιος θέλει να γνωρίσει καλύτερα τον Nuri Bilge Ceylan, τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από το Iklimer(Κλίματα Αγάπης), έχει την ευκαιρία να κοιτάξει στο παρελθόν του και συγκεκριμένα στο άψογο αισθητικώς Kasaba που μας ήρθε στις σκοτεινές αίθουσες της χώρας με 11 χρόνια καθυστέρηση.

Το Kasaba πρόκειται για ένα τετραφασικό νοσταλγικό ποίημα πάνω στον άνθρωπο. Ένα ποίημα ιδωμένο από την άλλοτε σκανταλιάρικη και άλλοτε αθώα παιδική ματιά των δυο ανήλικων πρωταγωνιστών του. Και λέω τετραφασικό γιατί χωρίζεται σε τέσσερα διακριτά περιγραφικά επεισόδια για την θέση του ατόμου, όλων των ηλικιών, πάνω στην κοινωνία. Τα επεισόδια αυτά πραγματεύονται και περατώνουν την διαδικασία της κοινωνικοποίησης των νεαρών ηρώων. Σε μια κοινωνία στέρεα και απολυταρχική όπως περιγράφεται στις αράδες του σχολικού βιβλίου, και μια κοινωνία αδιάφορη και ατομιστική όπως βιώνεται από τον βαρετό κόσμο των μεγάλων. Από την μεριά τους οι ήρωες αντιμάχονται αυτής της διαδικασίας δια της εσωτερικής ονειρικής πραγματικότητας και του πόθου τους για μια πιο ελεύθερη εξερεύνηση του περιβάλλοντος. Είναι όμως τελικά η οικογένεια και το σχολείο καταλυτικοί φορείς κοινωνικοποίησης;

Αυτό το ερώτημα λοιπόν καλείται να αντιμετωπίσει η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σπουδαίου Nuri Bilge Ceylan. Το Kasaba δομικά χαρακτηρίζεται από τον θελημένο παραγκωνισμό του σεναρίου και την εξ' ολοκλήρου επικράτηση της κάμερας ως μέσω δημιουργίας και αφήγησης. Έτσι η ταινία αποκτά μορφή ενός καλλιτεχνικά επιμελημένου φωτογραφικού άλμπουμ γεμισμένου με εικόνες που οπτικοποιούν τα νοήματα και που με την απείρως καλαίσθητη υφή τους είναι έτοιμες να χαραχθούν και να ταξιδέψουν τη βαθύτερη θέαση του θεατή. Ίσως είναι αυτή η αισθαντική ξενάγηση που αφαιρεί κάθε τελεσίδικο ύφος από τα λεγόμενα και που μυσταγωγεί τον θεατή σε μια ονειρική ιεροτελεστία!

Έτσι ο Nuri Bilge Ceylan παρά το γεγονός του ελάχιστου budget, πράγμα που αποτυπώνεται στο ερασιτεχνικό cast, στην επιλεγμένη πολιτική της ηχοληψίας αλλά και σε λοιπούς άλλους παράγοντες, καταφέρνει μια πανάξια ταινία!
Βαθμολογία 8/10

Κυριακή 18 Μαΐου 2008

Day Night Day Night



Σκηνοθεσία: Julia Loktev
Παραγωγής: USA/ Germany/ France/ 2006
Διάρκεια: 94'

Η ανερχόμενη σκηνοθέτης Julia Loktev εκπονεί εδώ την πρώτη της ταινία μυθοπλασίας. Εμπνευσμένη από την ιστορία μιας Τσετσένας γυναίκας βομβίστριας έτοιμης να αυτοπυροκροτηθεί σε δημόσιο χώρο της Ρωσίας, που έγινε γνωστή από τον Τύπο της Ρωσίας, φτιάχνει την δική της ταινία με ανάλογο θέμα. Μόνο που δεν θα φανερώσει ποτέ στον θεατή το όνομα, την εθνική ταυτότητα και λοιπά στοιχεία της ηρωίδας, που υποδύεται αριστουργηματικά η πρωτοεμφανιζόμενη Luisa Williams, τονίζοντας και αναγνωρίζοντας πως δυνητικά σε αυτή την θέση θα μπορούσε να βρίκσεται ο οποιοσδήποτε.

Εδώ η υπόθεση μεταφέρεται στην Νέα Υόρκη της Αμερικής. Ο αεροπορικός ερχομός της πρωταγωνίστριας σε συνδυασμό με την απόγνωση της μπροστά στην ξένη χώρα υπερτονίζουν το ερασιτεχνικό παρελθόν της. Στην Αμερική πλέον θα βρει την τρομοκρατική ομάδα που θα της αναθέσει την αποστολή και το πρώτο μέρος της ταινίας θα κυλήσει περιγράφοντας το πως διαμορφώνονται οι σχέσεις μεταξύ τους. Η Julia Loktev θα εμμείνει πολύ στο αναπαραστατικό κομμάτι και θα αποτυπώσει με τον πλέον νατουραλιστικό τρόπο κάθε πιθαμή του filmikou χρόνου. Άλλωστε δείχνει να κουβαλάει τις καταβολές της προηγούμενης δουλειάς της, του ντοκιμαντέρ Moment of Impact το οποίο έχει βραβευτεί σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ένα είδος που προϋποθέτει νατουραλισμό. Η κάμερα εδώ είναι λιτή και μινιμαλιστική και μέσα από μακρά πλάνα και λεπτή διαχείριση των δρώμενων καταφέρνει να εισβάλλει τόσο στον ψυχισμό της νεαρής όσο και να αποτυπώσει μια στιβαρή κινηματογραφική ατμόσφαιρα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφείται ο κεντρικός χαρακτήρας. Έτσι η ηρωίδα αποτυπώνεται ακροβολισμένη στα κάδρα του film, τονίζοντας την μη ουσιαστική θέση που έχει στα δρώμενα, ενώ η αισθητές τρεμουλιαστές κινήσεις της στο χέρι κάμερας σε συνδυασμό με την ερμηνεία της καθρεφτίζουν την ταραγμένη ψυχική της κατάσταση. Άλλωστε, η πρωταγωνίστρια μέσα από τους μονολόγους της, μας πληροφορεί πως η θέση της δεν είναι δίπλα στους τρομοκράτες αλλά σε έναν προσωπικό σκοπό, ίσως θρησκευτικής προέλευσης, ενώ η στάση της απέναντι στα γεγονότα βγάζει μια ερασιτεχνικότητα, μια κρυμμένη παιδικότητα. Μεγάλο ενδιαφέρον σκηνοθετικά παρουσιάζει και η φωτογραφία. Εδώ, το πρώτο μέρος χαρακτηρίζεται από έναν βαθύ λευκό χρωματισμό που αποχρωματίζει τα κάδρα και μεταδίδει τον τρόμο, την ταραχή και την αναποφασιστικότητα της νεαρής.

Ωστόσο η ταινία σε αυτό το σημείο διακατέχεται από μια αφηγηματική αρρυθμία, και μια πιεστική προσπάθεια της Loktev να δραματικοποιήσει την πλοκή της. Αυτή η πιεστική προσπάθεια είναι διακριτή και αποτυπώνεται στη συνέχεια με τη μορφή μιας μερικής δυσκαμψίας. Σκηνοθετικά ο λευκός φωτισμός αποχωρεί μαζί με την αναποφασιστικότητα της πρωταγωνίστριας, η οποία είναι ζωσμένη και έτοιμη να εκτελέσει τον σκοπό της. Ωστόσο αντί του λευκού χρώματος βλέπουμε μια γκάμα χρωμάτων και σκιών που πέφτουν και εναλλάσσονται διαρκώς στο πρόσωπο της. Κάτι που δηλώνει πως βρίσκεται μόνη και αβοήθητη στο έλος μιας εντελώς ξένης πόλης. Απ' όλα αυτά τα χρώματα πάντως εμφανώς πάνω της ταιριάζει το ανοιχτόχρωμο ροζ που την φωτίζει με μια ακόμα πιο εμφατική παιδική-ανήλικη-ερασιτεχνική φύση. Τελικώς παρ' όλα όσα άσχημα καταλογίσαμε σε αυτό το δεύτερο μέρος οφείλουμε να αναγνωρίσουμε αυτό το κλείσιμο της, το οποίο σφύζει κινηματογραφικής ευρωστίας και συγγραφικών συμβολισμών.
Βαθμολογία 7/10

American Beauty


Σκηνοθεσία: Sam Mendes
Παραγωγής: Usa/ 1999
Διάρκεια: 122'

Τελικά υπάρχουν κάτι παγίδες του νου που σε κρατούν μακρυά από τα πιο ωραία πράγματα. Εγκλωβισμένος και εγώ σε μια λεκτική τέτοια, αποπροσανατολισμένος από την επιγραφή του τίτλου, πεισματικά απέφευγα την ανάγνωση αυτής της εξαίρετης ταινίας. Και λέω αποπροσανατολισμένος γιατί με το φτωχό μου μυαλό εκλάμβανα το film σαν έναν ύμνο στην Αμερικάνικη κοινωνία, κάτι που καθόλου δεν ήθελε για να διεγείρει και να υπερκοκκινίσει απειλητικά τα αντιαμερικανικά μου ένστικτα! Πόσο λάθος έπεφτα! Άκουσον μεν, πάταξον δε - έτσι δε λέει το αρχαίο αυτό σόφισμα; Έ, σήμερα θα προσπαθήσω να σας γράψω κάτι για αυτά που "άκουσα" και λάτρεψα...

Ο Sam Mendes εδώ κάνει μια εξαίρετη ταινία που απαρέγκλιτα αποσκοπεί στο να καταρρίψει το Αμερικάνικο όνειρο. Συγχωρέστε με για την διακοπή του κειμένου αλλά νομίζω πως σήμερα η ταινία δεν αρκείται στην απλή απόρριψη του Αμερικάνικου ονείρου. Άλλωστε την εποχή αυτή που τα τείχη της παγκοσμιοποίησης έχουν πέσει, που η πολυπολιτισμική κουλτούρα συρρικνώνεται και εγκλωβίζεται στα Αμερικάνικα πρότυπα, που ο υλικός πλούτος φαντάζει ως ύψιστο ιδεώδες και που το lifestyle οργώνει τα ακούραστα μυαλά της συντριπτικής πλειοψηφίας της νεολαίας, επιτρέψτε μου να μετονομάσω αυτό που ξύλινα καλούμε "Αμερικάνικο όνειρο" ως όνειρο του μέσου πολίτη του Δυτικού κόσμου. Υπό την έννοια αυτή η δήλωση διαπόμπευσης, του 43χρόνου Άγγλου σκηνοθέτη, νομίζω πως απεγκλωβίζεται από οποιοδήποτε γεωγραφικό όριο και αποκτά χαρακτήρα πανεθνικό! Ας επιστρέψουμε όμως στη φυσική ροή του κειμένου. Ο Sam Mendes εδώ, αρματωμένος με το σενάριο του Alan Ball, θα έρθει ευθέως αντιμέτωπος με την επιχρυσωμένη επιφάνεια αυτού του τρόπου ζωής. Πολυτελή σπίτια, πανάκριβα αυτοκίνητα, η υποκριτική εξωστρεφής εικόνα της οικογένειας, η πάντα στη μόδα νεολαία ποτισμένη με τον δήθεν αέρα του σπουδαίου είναι μερικά αντιπροσωπευτικά στοιχεία της κοινωνίας που θα ξεσκεπάσει αναδύοντας τη βαθύτερη δύσοσμη κενότητα του σύγχρονου ανθρώπου.

Ωστόσο για να τα βάλει με όλους και με όλα ο Sam Mendes έχει ανάγκη από έναν ήρωα. Έναν ήρωα που να διαφέρει από τους άλλους. Έναν ήρωα απαλλαγμένο από την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων. Αυτό τον ήρωα θα τον βρει στο πρόσωπο του Kevin Spacey, που και στο American Beauty, με το οποίο απέσπασε και χρυσό αγαλματάκι, κάνει μια σπουδαία ερμηνεία. Ο Kevin Spacey είναι ένας 42άρης που έχει χάσει ολοκληρωτικά την κυριαρχία από την γυναίκα του όπως και το νόημα της ζωής του. Άλλωστε η ταινία θα καταρρίψει ολοκληροτικά την εικόνα της σύγχρονης οικογένειας παρουσιάζοντας της μέσα από τα αληθινά και θανατηφόρα νοσήματα της. Ας επιστρέψουμε όμως στον Kevin SPacey, το σενάριο θα τον αξιοποιήσει ως ήρωα προσδίδοντας του ένα μαγικό χάρισμα, να γνωρίζει την ημερομηνία του θανάτου του. Ένα στοιχείο που είναι εντελώς συμβολικό και χρεώνει στον ήρωα την απόκτηση της γνώσης της θνητής φύσης του ανθρώπου. Ένα στοιχείο που όπως υπονοεί ο σκηνοθέτης κανείς άλλος δεν κατέχει, και είναι η ουσιαστική παράμετρος όπου ρυθμίζει την στάση του ατόμου απέναντι στη ζωή. Έτσι ο Spacey, οπλισμένος με αυτή την γνώση θα πάψει να σπαταλάει τον εαυτό του στο υπάρχον σύστημα της κοινωνίας και θα απεξαρτηθεί εντελώς απ' αυτό. Οι πράξεις του, οι επιλογές του, τα θέλω του καθορίζονται αποκλειστικά από την συνείδηση του και τη λογική του ικανότητα. Είναι ο κύριος του εαυτού του και της ζωής του. Αυτό θα τον κάνει ταυτόχρονα αρεστό αλλά και αντιπαθή στο κοινό. Συμπαθή γιατί αντιμετωπίζει την ζωή με έναν γνήσιο και αυθεντικό τρόπο που είναι σύμφωνος με τα πρότυπα της ατομικής ελευθερίας. Από την άλλη ο Sam Mendes έχει εκμηδενίσει τους κοινωνικούς θεσμούς της εποχής χαρακτηρίζοντας τους επιεικώς ανίκανους να παράσχουν την οποιαδήποτε παιδεία. Έτσι και ο ήρωας του δεν διακατέχεται από αυτή, και παρ' ότι η έλλογη του ικανότητα φαίνεται στέρεα θεμελιωμένη, η βούληση του δεν δείχνει ικανή να αποτοξινωθεί από την ασυστόλως φιλήδονη φύση του πρωτόγονου ανθρώπου Έτσι τα πεπραγμένα του χαρακτηρίζονται πολλάκις από ένα επιπόλαιο ύφος, που παρά το γνήσιο του χαρακτήρα του ξενίζουν τον θεατή. Ωστόσο ο κοινωνικά απεξαρτημένος Kevin Spacey φαντάζει ως ιδανικό μέτρο για την εξερεύνηση της υπόλοιπης δέσμιας κοινωνίας.

Μιας κοινωνίας που διακριτά διαχωρίζεται σε δυο γενεές, αυτή της εφηβείας και αυτή των "κυβερνώντων" σαραντοπενηντάρηδων. Αυτοί οι τελευταίοι χαρακτηρίζονται από μια προσήλωση στην πλαστή ιδέα της επιτυχίας. Μια ιδέα της επιτυχίας μονοδιάστατη και χρηματολαγνικώς εκφραζόμενη σύμφωνα με τα πρότυπα της υπερπαραγωγής και του καπιταλισμού. Τα μέλη αυτής της γενιάς υπολείπονται κρίσης και λογικής ικανότητας που δεν τους επιτρέπει να διαβλέψουν την πραγματική ομορφιά, χάνοντας έτσι το νόημα της ζωής και εθελοτυφλώντας σε εκείνα τα διαφημιζόμενα ως μεγάλα που στ' αλήθεια είναι μηδαμινά. Επίσης σε αυτή τη γενιά, ο σκηνοθέτης θα χρεώσει τα κατάλοιπα του συντηρητισμού τα οποία καταγράφονται ως αίτια εκτεταμένης βίας και εσωτερικής καταπίεσης του ατόμου. Ένας βδελυρός συντηρητισμός, που επίσης στερείται κρίσης και μολύνει ακατάσχετα τις δομές του σύγχρονου κόσμου. Από την άλλη η γενιά της νεολαίας δείχνει να μαστουρώνει με ιδέες ύπουλα πλασαρισμένες. Σε ένα κλίμα ευρύτερης ανασφάλειας τα παιδιά ζητούν μια αποδεκτή θέση και εθισμένη στα πλαστά είδωλα της κοινωνίας αρνούνται την αποδοχή του εαυτού τους, πλάθοντας τελικά ένα άλλο τεχνητό περιτύλιγμα. Ωστόσο ο Mendes μας λέει πως υπάρχουν και οι άλλοι νέοι. Αυτοί που σκέφτονται, αυτοί που δε συμβιβάζονται, αυτοί που γνωρίζουν να διαβλέπουν το πραγματικά ωραίο. Όμως και αυτοί μοιάζουν καταδικασμένοι σε αυτή την αδηφάγα κοινωνία. Καταδικασμένοι να ακροβατούν μεταξύ της εσωτερικής ολοκλήρωσης της προσωπικότητας τους και της δυστυχίας της περιθωριοποίησης τους από ένα περιθώριο που τους φλερτάρει εντόνως με "λευκές" συνταγές.

Έτσι το American Beauty κάνει μια ολοφάνερη δήλωση της ασχήμιας της σύγχρονης κοινωνίας, των παρηκμασμένων θεσμών και των εκατοντάδων επακόλουθων της ανθρώπινης σαπίλας. Ωστόσο βρίσκεται εκεί για να ψιθυρίσει μια άλλη άφθαρτη ομορφιά. Την ομορφιά των μικρών πραγμάτων, την αληθινή ομορφιά που είναι σχεδόν μεταφυσικά βαλμένη μέσα στο καθετί. Μια σακούλα χορεύει στους λυγμούς του ανέμου, ένα παιδί τραγουδάει ξυπόλυτο στους δρόμους, ένα ανθρώπινο χαμόγελο, τα χάρτινα χέρια της γιαγιάς πάνω στο δέρμα σου. Η αυθεντική ομορφιά υπάρχει εκεί, και προϋποθέτει "ωραίους" ανθρώπους που καλούνται να υπερπηδήσουν τα αδιέξοδα της σύγχρονης πραγματικότητας!
Βαθμολογία 9,5/10

υγ. Παρακολουθώντας το αριστουργηματικό κλείσιμο της ταινίας τα αισθήματα μου μετριάστηκαν. Βρήκα αυτό το voice over πάνω από την προβολή στο πανί της ψυχής του Spacey απίστευτα ενοχλητικό και ύπουλο. Με έναν δήθεν και εύκολο ρομαντισμό που με προδιάθεσε αρνητικώς. Έτσι μετέπειτα γύρισα την ταινία λίγο πριν αυτή την προβολή της ζωής του ήρωα, έκλεισα τον ήχο, κατέβασα το παράθυρο αναπαραγωγής ώστε να αποκρύπτω τους υπότιτλους και άφησα τις εικόνες ελεύθερες να χορεύουν στην οθόνη του μυαλού μου. Και τότε το προηγούμενο σχεδόν φλεγματικό συναίσθημα έγινε κάθαρση! Και έτσι διαπίστωσα πως τελικά τα πάντα τα χωρίζει μια μικρή λεπτή γραμμή.
Αλήθεια εσάς ποια η άποψη σας για αυτό το Voice over του finale; Εμένα πάντως μου μόλυνε αυτές τις μαγικές εικόνες...

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

The Usual Suspects


Σκηνοθεσία: Bryan Singer
Παραγωγής: USA / Germany/ 1995
Διάρκεια: 106'

Keyser Soze! Γιατί η φήμη είναι πολύ πιο φρικιαστική από οποιαδήποτε πραγματικότητα...

Αυτή η ταινία μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί πως αμφισβητεί την παραδοσιακό κινηματογραφικό τρόπο με τον οποίον "φτιάχνονται" οι ταινίες. Καθώς το σενάριο παραλαμβάνει τα σκήπτρα από την σύνηθες εικόνα της ηγετικής σκηνοθεσίας και είναι αυτό βάση του οποίου εξελίσσεται το γίγνεσθαι της ταινίας. Ακόμα και ο Bryan Singer, εκ του τρόπου που σκηνοθετεί, φαίνεται να προσεγγίζει με ευγένεια και λεπτότητα αυτό το αριστουργηματικό κείμενο που έγραψε ο Christopher McQuarrie. Αυτή η ευγένεια ωστόσο δεν καταλήγει σε μια άνευρη ταινία, καθώς ο Singer φαίνεται ταυτόχρονα υπερδιεγερμένος, όπως όλοι μας στη θέση του φαντάζομαι, στην ιδέα του να δώσει σάρκα και οστά σε αυτή την ιστορία!

Η ταινία ξετυλίγεται σαν έναν γρίφο, έναν σατανικό λαβύρινθο που καλείται να συναρμολογήσει ο θεατής. Το σενάριο αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας απατεώνων και τα νταραβέρια της στους δρόμους του εγκλήματος και την αστυνομία που προσπαθεί να εξιχνιάσει τα αίτια και τους δράστες του μαζικού θανατικού που 'χει προκύψει. Ωστόσο το κοινό, τουλάχιστον μέχρι το τέλος, μάλλον είναι καταδικασμένος να παρακολουθεί αποσβολωμένος τις διαστημικές κινητήριες ανατροπές. Η ταινία χαρακτηρίζεται από αστραπιαίο μοντάζ, τόσο όσο χρειάζεται για να υπαινιχθεί την εκάστοτε πληροφορία, ίσως και λίγο λιγότερο. Από μαύρα ολοσκότεινα κάδρα, που υφαίνουν την ατμόσφαιρα μυστηρίου και δείχνουν διατεθιμένα να μην χαρίσουν τίποτα εύκολα. Ενώ στην αφήγηση που κομματιάζεται χρονικά από τα flash back της διήγησης, προστίθεται και η παράλληλη ιστορία του Keyser Soze βγαλμένη μέσα από τον κόσμο των φαντασμάτων! Όλα αυτά συντελούν στο χτίσιμο ενός δυσεπίλυτου παζλ, του οποίου όμως ο θεατής θα συγκροτήσει τα κομμάτια του χάρις το γεναιόδωρο finale. Στο finale, στο οποίο όλα δένουν ιδανικά, με τρόπο που μάλλον δεν έχουμε ξανασυνατήσει σε ταινία του είδους!

Η ταινία εξελίσσεται βάση flash back της αστυνομικής ανάκρισης που υφίσταται ο κεντρικός και βραβευμένος με oscar ήρωας Kevin Spacey. Και νομίζω η επιτυχία της πλήρης ανασυγκρότησης των κομματιών του παζλ στο finale, που αναφέρω και παραπάνω, οφείλεται στην απόσταση που κρατάει ο Singer τόσο από τα γεγονότα όσο και από τους ήρωες. Καταφέρνοντας με αυτό τον τρόπο να δίνει ίσως την μορφή όλων των δραματικά χρήσιμων στοιχείων στην όσο πιο δυνατή αφηρημένη μορφή. Κάτι που αξιοποιείται και καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. Άλλο ένα όπλο της ταινίας είναι η λεπτότητα με την οποία διαχειρίζεται το κοινωνικό σχόλιο η ταινία. Αυτό το παρατηρούμε σε κάθε κοινωνική αναφορά, τόσο στην αμφισβήτηση και την ειρωνεία που υφίσταται η αστυνομία, όσο και στα σχόλια που εκμαιεύονται από τους χαρακτήρες. Αυτή η λεπτότητα έχει ως αποτέλεσμα τον ταυτόχρονο εμπλουτισμό σε βάθος του film αλλά κυριότερα την μη μετατόπιση του δραματουργικού βάρους από την εξέλιξη της ιστορίας. Μια επιλογή που εκ του αποτελέσματος, δρα εντελώς ευεργεματικά στο σύνολο της ταινίας.

Τέλος αν δεν κάναμε μια αναφορά και στο cast αυτής της ταινίας θα ήμασταν τουλάχιστον άδικοι. Πέρα από τον βραβευμένο Kevin Spacey που σε καθηλώνει με την ερμηνεία "διπλωμάτη" μπρος στον αστυνομικό νομίζω πως σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να ξεχάσουμε τον Gabriel Byrne στον ρόλο του συναισθηματικού και εσωστρεφή ηγέτη, ενώ και ο Chazz Palminteri δίνει ρέστα στον ρόλο του γελασμένου και αντιπροσωπευτικού μπάτσου. Το εξαίρετο cast συμπληρώνουν και οι Stephen Baldwin, Benicio Del Toro, Kevin Pollak, Pete Postlethwaite. Ο τελευταίος μάλιστα πραγματώνει έναν πολύ σημαντικό και αθόρυβο ήρωα.
Βαθμολογία 9/10

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

This Is England



Σκηνοθεσία: Shane Meadows
Παραγωγής: UK/ 2006
Διάρκεια: 101'

Τα τελευταία χρόνια έχουμε συνηθίσει τον Ken Loach ως μοναδικό εκφραστή και συνεχιστή του στοχαστικού κοινωνικού cinema της Βρετανίας Όμως εδώ και κάποιο καιρό ο Shane Meadows έρχεται να αναταράξει αυτό το άτυπο μονοπώλιο. Άριστος γνώστης της εγχώριας κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας έχει καταφέρει κατά καιρούς να κατακτήσει το κοινό με τα αιχμηρά του σχόλια. Εδώ, στο This is England, αφού ξεσκονίσει την κάμερα του από κάθε διδακτική ματαιοδοξία, θα μας πει μια ιστορία για την Αγγλία του 80'. Μια ιστορία τοποθετημένη χρονικά στον επεκτατικό πόλεμο της Θάτσερ στα νησιά Φόκλαντ, την ίδια περίοδο που δράση των εγχώριων εθνικιστικών συμμοριών έχει φουντώσει. Όμως τόσο το ιστορικό κομμάτι αλλά και το κοινωνικό τοποθετούνται σαν φόντο στο πίσω μέρος της ιστορίας, που είναι πάνω απ' όλα μια πανανθρώπινη ιστορία.

Το cinema του Meadows είναι σκληρό, όπως το έχουμε θαυμάσει και στο προ τετραετίας The Dead Man's Shoes. Εδώ βλέπουμε τον καλλιτέχνη να διακατέχεται από την ανάγκη να μας μιλήσει για τον εθνικισμό -τόσο σε άμεσο επίπεδο όσο και στα κατάλοιπα που αφήνει αυτός στις κοινωνίες στα βάθη του χρόνου- για τον ρατσισμό, για τους skinheads και τη δράση των παρέων-συμμοριών γενικότερα. Κυρίως ως θεσμού κοινωνικοποίησης τη στιγμή που το άτομο δείχνει απροστάτευτο από παραδοσιακότερους θεσμούς, όπως αυτούς του σχολίου, της οικογένειας.

Η ιστορία λοιπόν έχει ως κεντρικό ήρωα τον 12χρονό Shaun. Οι λάτρεις των παιδικών ερμηνειών θα βρουν σε αυτή του πρωτοεμφανιζόμενου Thomas Turgoose ένα αξιοσημείωτο δραματουργικό υπόβαθρο. Ο Shaun λοιπόν είναι ένα παιδί κοντό, λεπτό με θεόστραβα δόντια που πέφτει θύμα επιθέσεων των συμμαθητών του λόγω κυρίως της φτωχικής εμφάνισης του. Εδώ το σχολείο κινηματογραφείται στα χρώματα της κοινωνίας, χωρίς καμιά παιδική ελαφρότητα και τρυφερότητα, τονίζοντας πως το ίδιο συντηρεί αλλά και γεννά κάθε είδους ανισότητα. Έπειτα και διαδοχικά στο πεδίο βολής του Meadows βρίσκεται η οικογένεια. Ο Shaun έχει χάσει τον πατέρα του και βρίσκεται υπό την αποκλειστική κηδεμονία της μητέρας του, η οποία είναι ανίκανη να του παράσχει μια επαρκή κατευθυντίρια γραμμή αλλά ακόμα λιγότερο ικανή στο να διαβλέψει τους αληθινούς κίνδυνους. Ο Shaun θα γίνει γρήγορα μέλος σε μια παρέα-συμμορία skinheads της γειτονιάς του. Όπου το κάθε μέλος φαίνεται περισσότερο να έχει ανάγκη αυτής της συμμορίας στο να νιώθει πως υπάρχει κάποιο μέρος που να αισθάνεται ασφαλής και σπουδαίος. Ο Shaun έχει εισέλθει πλέον για τα καλά στην πιάτσα των δρόμων και θα βρεθεί ανάμεσα στον επικοινωνιακό πόλεμο της πρώην παρέας του και αυτής μιας ομάδας σκληρών και βίαιων εθνικιστών. Οι τελευταίοι δείχνουν να εκμεταλλεύονται την συναισθηματική ανισορροπία του μικρού και να τον παίρνουν με το μέρος τους.

Ο Meadows μας μιλάει ξεκάθαρα για την δράση των συμμοριών του περιθωρίου. Τις χαρακτηρίζει ως έναν ισχυρό θεσμό κοινωνικοποίησης στα πλαίσια των αδυνατισμένων παραδοσιακών σχολείου και οικογένειας. Ωστόσο θα τις κινηματογραφήσει με χαρακτηριστική ειρωνεία και καυστικότητα. Κάτι που διαφαίνεται χάρις κάποιων σκηνοθετικών ευρημάτων και ξεκαθαρίζεται αισθητικά από στις τραγόμορφες όψεις των ηρώων. Δηλώνοντας με αυτή την ευρύτερη ειρωνεία το αναποτελεσματικό της δράσης τους. Άλλωστε αυτές οι παρέες είναι που φθείρουν όσο τίποτε άλλο τις ατομικές ιδιαιτερότητες για χάρη μιας συλλογικής ομοιομορφίας. Μιας ομοιομορφίας που θα καθιστά τα μέλη διαφορετικά, και ισχυρότερα μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό της κοινωνίας. Τα άτομα όμως γίνονται έρμαια των εκάστοτε ηγετικών σχεδίων, και περισσότερο από ποτέ άβουλα. Ενώ οι ίδιες οι παρέες ταγμένες ολοκληρωτικά συνήθως σε έναν στατικό σκοπό είναι αυτές που βάζουν τα θεμέλια για τις κοινωνίες των ανισοτήτων, της δυστυχίας, της κρατικής εκμετάλλευσης, της καταπάτησης της ελευθερίας κ.λ.π. Όλων αυτών που αναπαριστώνται μέσω της μουντής φωτογραφίας που φυλακίζει τον θεατή στην πραγματικότητα του περιθωρίου, σε μια αναπαράσταση που γίνεται ακόμα πιο σκληρή με αυτόν τον τραχύ κόκκο που έχει επιλέξει στη φωτογραφία του ο Shane Meadows.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος τόσο για την αρχή της ταινίας του όσο και στο τέλος χρησιμοποιεί κάποια πλάνα αρχείου ιστορικού περιεχομένου. Σε αυτά τα πλάνα βλέπουμε την αστική τάξη, εξαθλιωμένη, ανίσχυρη και υποταγμένη στην μοίρα της. Ανήμπορη να αντισταθεί ως προς την ορθή κατεύθυνση να περιλούζεται με τα έλαια του πόνου και της δυστυχίας. Το κλείσιμο της ταινίας έρχεται να αναταράξει αυτή την απαισιοδοξία Όπου
ο Meadows κάνει ένα παγκόσμιο κάλεσμα σε όλους να αποτινάξουν τα εθνικιστικά τους φρονήματα, τόσο αυτά του συνειδητού όσο και αυτά του ασυνείδητου, και να πορευτούν μακρυά από τις παρέες-συμμορίες που ως μόνο αποτέλεσμα έχουν να αλλοτριώνουν και να εθίζουν τα μέλη τους σε ξενικά συμφέροντα.
Βαθμολογία 8,5/10

Τρίτη 6 Μαΐου 2008

Η ΣΕΝΑΡΙΟΣΥΓΓΡΑΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ



Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να καταρτίσει τεχνικά τον επίδοξο σεναριογράφο ή να ακονίσει τις πέννες των ήδη μυημένων στο χώρο. Αυτή την ευθύνη την αφήνουμε στις αρμόδιες δραματικές σχολές και στα διάφορα βιβλία που έχουν γραφτεί κατά καιρούς. Σκοπός του γραφιά λοιπόν είναι να μεταφέρει λίγα πράγματα σε σχέση με την Ελληνική πραγματικότητα σε θέματα που αφορούν το σενάριο μέσα από την μικρή εμπειρία, τις γνώσεις και κυρίως την κρίση του.

Εξ αρχής θα ήθελα να γίνει κατανοητό ότι το σενάριο είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους για την «κατασκευή» μιας ταινίας. Αν παραλληλίζαμε την διαδικασία της φιλμοκατασκευής με αυτή της οικοδομικής κατασκευής τότε το σενάριο θα είχε όμοια βαρύτητα με αυτή που έχουν τα αρχιτεκτονικά σχέδια για την οικοδομή, αφού το σενάριο είναι το σχέδιο βάση το οποίο χτίζεται δημιουργικά η επικείμενη ταινία. Με εμπειρικούς όρους θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι: ένα πολύ καλό σενάριο μπορεί να εξασφαλίσει τουλάχιστον μια αποδεκτή ταινία, τηρουμένων πάντα των αναλογιών.

Όμως τι χρειάζεται στα αλήθεια ένας ενδιαφερόμενος για να ποιήσει ένα σενάριο; Χρειάζεται ιδέες. Ιδέες που είναι διατεθειμένος να τις μετουσιώσει στο χαρτί σε μια πρώιμη κινηματογραφική ιστορία. Και επειδή το cinema, όπως είναι ευρέως αντιληπτό, είναι μια ιστορία ειπωμένη με εικόνες, ο σεναριογράφος καλείται να οπτικοποιήσει τις ιδέες του στο χαρτί. Το σενάριο όμως δεν παύει πρωτίστως να είναι μια διαδικασία συγγραφής. Όπως κάθε διαδικασία συγγραφής(μυθιστόρημα, δοκίμιο, νουβέλα, δημοσιογραφικό άρθρο κλπ) έτσι και το σενάριο προαπαιτεί από τον ενδιαφερόμενο σεναριογράφο να έχει στοιχειώδης αφηγηματικές ικανότητες και λογοτεχνικές γνώσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να χειρίζεται με «βασιλικό» τρόπο το λεξιλόγιο, καλείται όμως να μπορεί να χειριστεί και να κατευθύνει την γραφή του. Είναι όμως αυτά αρκετά για έναν σεναριογράφο; Θα απαντήσω πως όχι. Χρειάζονται απαραίτητα δυο ακόμα στοιχεία. Η προσαρμοστικότητα και η κινηματογραφική κουλτούρα, τις οποίες και θα αναπτύξω στις δυο επόμενες παραγράφους μου.

Τι εννοώ με τον όρο προσαρμοστικότητα; Λοιπόν κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε πως μιλάμε για καλλιτεχνική ταινία. Έτσι σε οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο και δη περισσότερο στην Ελλάδα, όπου η κινηματογραφική πραγματικότητα είναι ακόμα φτωχότερη πρέπει να συμμορφωθείς με ορισμένους παράγοντες. Πρέπει δηλαδή να προσαρμοστείς στις αντικειμενικές συνθήκες μιας καλλιτεχνικής ταινίας. Και ένα εύλογο ερώτημα ακούει στο ποιες είναι αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες; Μια ταινία που εντάσσεται στο προαναφερθέν ύφος είναι συνδεδεμένη με προβλήματα χρηματοδότησης. Οι καλλιτεχνικές ταινίες στην Ελλάδα, λόγω της απουσίας ενός ευρύ κοινού, έλλειψη παράδοσης στις ποιοτικές ταινίες αλλά και τις δυσκολίες της παγκόσμιας διανομής -την οποία ελέγχουν ισχυροί παίκτες όπως Αμερική, Γαλλία κλπ- είναι σχεδόν καταδικασμένες σε μηδαμινό οικονομικό όφελος ή ακόμα και σε κόστος. Αυτό τις κάνει μη ελκυστικές ως και απωθητικές σε ενδεχόμενους χρηματοδότες. Αποτέλεσμα είναι ένα χαμηλό διαθέσιμο budget για τις καλλιτεχνικές ταινίες που προέρχεται κυρίως από το Ε.Κ.Κ.(Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου), ΕΡΤ και λίγους ακόμα θεσμικούς φορείς, καθώς και από ίδια κεφάλαια των συντελεστών της ταινίας. Έτσι ο ενδιαφερόμενος σεναριογράφος καλείται να προσαρμοστεί σε αυτή την πραγματικότητα, αλλά και όποιες άλλες παρουσιαστούν, και να συγγράψει ένα όχι μόνο άρτιο αφηγηματικά σενάριο, αλλά και ένα υλοποιήσιμο σενάριο. Κάτι που σημαίνει πως πρέπει να παραιτηθεί από μεγαλόπνοα σχέδια. Δηλαδή από σενάρια που έχουν πολλές οικονομικές ανάγκες(μεγάλα cast, πλούσια εφέ, ποικίλη φύση εξωτερικών γυρισμάτων κλπ) και να αφοσιωθεί σε αυτά και μόνο αυτά που μπορούν να πραγματοποιηθούν.

Ας έρθουμε τώρα στον δεύτερο όρο, αυτόν της κινηματογραφικής κουλτούρας. Για αυτόν τον όρο θα χρησιμοποιήσω μια υπαρκτή τάση. Πολλές φορές έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν το φαινόμενο συνεργασίας παραγωγών ή σκηνοθετών με διάφορους βιβλιοσυγγραφείς. Αυτό το εγχείρημα συνήθως απομένει μη υλοποιήσιμο ή αναποτελεσματικό. Ο λόγος είναι ότι αν και οι συγγραφείς διψούν για να δουν το βιβλίο τους στην μεγάλη οθόνη, δεν έχουν την απαραίτητη κινηματογραφική κουλτούρα ώστε να εξασφαλισθεί μια καρποφόρα συνεργασία. Δεν δείχνουν φιλικοί προς την υπάρχον πραγματικότητα ούτε διατεθειμένοι να κάνουν τις απαραίτητες παραχωρήσεις, ενώ ακόμα και η γνώση τους παρουσιάζεται ελλειπής. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά γεγονότα που χαρακτηρίζουν την έλλειψη κινηματογραφικής κουλτούρας: πολλές φορές αξιώνουν αμοιβές όμοιες με αυτές που δίνουν οι μεγάλες παραγωγές μεγάλων studio του εξωτερικού, άλλες φορές επεμβαίνουν στη δουλειά του σκηνοθέτη μη μπορώντας να αποδεχτούν πως η αρμοδιότητες τους τελειώνουν στη συγγραφή του σεναρίου, ενώ ακόμα δεν έχουν την διάθεση να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα που αναφέραμε πιο πριν. Έτσι τέτοιες συνεργασίες είναι μάλλον «επικίνδυνες» καθώς η διαδικασία της φιλμοκατασκευής πρέπει να γίνεται με αρμονικές συνθήκες και αμοιβαίες παραχωρήσεις ώστε να αποφευχθούν οι εσωτερικές διαμάχες και να αντιμετωπιστούν οι εξωτερικές δυσκολίες.

Κάτι που μπορεί να ρωτάει κάποιος είναι το αν αξίζει κάποιος να γράψει ένα σενάριο. Εγώ θα απαντήσω ανεπιφύλακτα πως αξίζει και θα θεμελιώσω αυτή την άποψη μου σε εσωτερικούς παράγοντες. Όταν ένας συγγραφέας και οποιοσδήποτε άλλος δημιουργός στέκεται απέναντι από το πεδίο δημιουργίας του, καλείται να αντιμετωπίσει μια πρόκληση. Να καταφέρει να ελευθερώσει τις μέσα του αλήθειες, να τους δώσει μορφή και να τις επικοινωνήσει στο περιβάλλον του. Και αυτή η εσωτερική πάλη είναι αυτή που δίνει μορφή, νόημα και αξία στα σχήματα και σε εκείνες τις αψηλές αλήθειες που καλείται να ποιήσει ο δημιουργός. Έτσι το σενάριο είναι η αντανάκλαση του εσωτερικού κόσμου του συγγραφέα και μάλιστα προσβάσιμη στο κοινό στο οποίο αποσκοπεί. Έτσι λοιπόν, μόνο και μόνο απέναντι σε αυτή την πρόκληση θα έλεγα πως αξίζει!

Το δεύτερο ερώτημα που τώρα γεννάται είναι αν υπάρχει πρόσφορο έδαφος ώστε ένας σεναριογράφος να μπορέσει να επικοινωνήσει την δουλειά του στο κοινό. Δηλαδή αν το σενάριο είναι καταδικασμένο να μείνει σκονισμένο στα ράφια του σπιτιού του ή αν υπάρχουν πιθανότητες να ολοκληρώσει τον σκοπό του και να προαχθεί ως το σενάριο μιας ταινίας; Σε αυτό το δύσκολο ερώτημα θα προσπαθήσω να απαντήσω στην επόμενη μου παράγραφο.

Σύμφωνα με λόγια παραγωγών, σκηνοθετών και λοιπών αρμόδιων στον χώρο τα σενάρια είναι ένα αντικείμενο περιζήτητο για αυτούς. Ωστόσο δεν κρύβουν την δυσαρέσκεια και την μη ικανοποίηση τους για εκείνα που τους αποστέλλονται κατά καιρούς. Δυσαρέσκεια γιατί όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι στα σενάρια διαβλέπουν κάποιο είδος συγγραφικών απωθημένων και μάλιστα απωθημένων αδιάφορων προς μια κινηματογραφική ταινία. Κατά το πλείστον τα σενάρια αυτά έχουν κυρίαρχο θέμα το ερωτικό ενώ λογοτεχνικά-αφηγηματικά παρουσιάζονται ιδιαίτερα φτωχά. Έτσι παρά την δίψα των αρμοδίων για σενάρια από «ανεξάρτητους» συγγραφείς που θα τους αφαιρέσουν κόπο και πιθανόν κόστος, τέτοια εγχειρήματα σπάνια καρποφορούν. Το γεγονός λοιπόν των φτωχών σεναρίων σε συνδυασμό με την εμπιστοσύνη, την τάση αλλά και την προτίμηση των σκηνοθετών να υλοποιήσουν κάτι δικό τους , ωθεί τους τελευταίους στο να γράψουν από μόνοι τους τα σενάρια των ταινιών τους. Κάτι που θα ήθελα να αναφέρω ακόμα είναι ότι οι παραγωγοί-σκηνοθέτες σημειώνουν πολλά περιστατικά ανθρώπων που εμφανίζονται μπροστά τους αναγγέλλοντας τους πως έχουν εξαιρετικές ιδέες για ένα σενάριο. Ωστόσο νικημένοι συνήθως από την συγγραφική οκνηρία δεν υλοποιούν σχεδόν ποτέ τις ιδέες τους. Αυτό το αναφέρω για να τονίσω σε κάθε ενδιαφερόμενο πως πρέπει να νικήσει την οκνηρία και να σταθεί επιβλητικά και αποφασιστικά απέναντι από το θέμα της συγγραφής του σεναρίου ώστε να μπορέσει και να το ολοκληρώσει.

Το ερώτημα τώρα είναι αν ένας φιλόδοξος σεναριογράφος πρέπει να εκλαμβάνει την προαναφερθέν πραγματικότητα ως αντικίνητρο. Η απάντηση είναι όχι. Η διαφαινόμενη δίψα των αρμοδίων για σενάρια από μόνη της εξασφαλίζει σε πρώτο επίπεδο πως το κείμενο τους έχει πιθανότητα να ολοκληρώσει το σκοπό του. Αυτό που χρειάζεται λοιπόν ο διαφαινόμενος σεναριογράφος είναι ένα καλό σενάριο. Ο Syd Field στο βιβλίο του ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ αποκαλύπτει πως όταν εργαζόταν για μια μεγάλη Αμερικανική Εταιρεία ως κριτής σεναρίων απέρριπτε με ευκολία ένα σενάριο. Και αυτό γιατί δουλειά του ήταν να διαβάζει όσο το δυνατόν περισσότερα σενάρια. Κάτι που τον αποδέσμευε από την δυσκολία του να διαβάσει ολόκληρα τα σενάρια με τα οποία καταπιανόταν. Έτσι ο ενδιαφερόμενος σεναριογράφος καλείται να κερδίζει τον αναγνώστη του με την κάθε σελίδα.

Με την περάτωση της συγγραφικής διαδικασίας ο δημιουργός έχει πλέον χειροπιαστό το αποτέλεσμα της δουλειάς του. Η σχέση σεναρίου-σεναριογράφου είναι όμοια με αυτή πατέρα-παιδιού. Το σενάριο ακόμα και αν δε φτάσει στην τελική του μορφή, δηλαδή το κείμενο πάνω στο οποίο θα βασιστεί μια ταινία, δεν παύει να είναι ένα εν δυνάμη έργο στα χέρια του δημιουργού. Ο δημιουργός έχει κάθε δικαίωμα πάνω του, μπορεί να το βελτιώσει έτσι όπως υπαγορεύει η κρίση του και μπορεί να το προωθήσει με τον τρόπο που αυτός επιθυμεί. Όμως επειδή στον χώρο της Τέχνης παρατηρούνται εντόνως φαινόμενα κλοπής θα συμβουλεύαμε στον δημιουργό να κατοχυρώσει τα πατρικά δικαιώματα πνευματικής διαδικασίας με κάποια συμβολαιογραφική πράξη.

Για να τελειώσω αυτό το κείμενο θα ήθελα να αναφέρω πως ο χώρος της σεναριοσυγγραφής στην Ελλάδα είναι ένας χώρος που χαρακτηρίζεται από έντονη ξηρασία. Θα ήθελα να παρακινήσω όσους ενδιαφέρονται για την συγγραφή ενός σεναρίου να προχωρήσουν απτόητοι προς αυτή την κατεύθυνση αλλά και να είναι πάντοτε εφοδιασμένοι με την απαραίτητη καλλιτεχνική ευαισθησία. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν μπορεί οποιοιδήποτε να γράψει ένα καλό σενάριο, όμως ένα καλό σενάριο μπορεί να προέρχεται από οπουδήποτε…

Σάββατο 3 Μαΐου 2008

The Awful Truth


Σκηνοθεσία: Leo McCarey
Παραγωγής: USA/ 1937
Διάρκεια: 91'

Ο Leo McCarey ένας εκ των εκπροσώπων της Αμερικάνικης κωμωδίας, την γόνιμη περίοδο των -30ς, -40ς, δημιούργησε μια άναρχη screwball ταινία με σημείο έμπνευσης τις εκρηκτικές τάσεις που ακολούθησαν τα φαινόμενα διαζυγίου στην Αμερική. Φαινόμενα που στη συνέχεια επιβεβαιώθηκαν και στον υπόλοιπο "ανεπτυγμένο" κόσμο και παρακολουθούνται ακόμα πιο αυξητικά στις μέρες μας. Έτσι κατάφερε μια παντώς καιρού ταινία, παρ' ότι δεν ασχολήθηκε σε βάθος με το θέμα παρά αρκέστηκε στην παρακολούθηση, με κωμικότητα και ειρωνεία, ενός δραματικοποιημένου ζευγαριού της εποχής.

Η ταινία έχει ως εφαλτήριο τον χωρισμό του ζευγαριού. Οι αιτίες όπως διαγράφονται οφείλονται στο ψέμα, στην απιστία μα κυριότερα στην έλλειψη εμπιστοσύνης. Άλλωστε η έλλειψη εμπιστοσύνης χρεώνεται και όλο αυτό το βάρος των αυξημένων διαζυγίων. Από κει και πέρα το σενάριο είναι γραμμικό και αρκείται στο να ακολουθεί τους πρώην συντρόφους Lucy και Jerry. Η Lucy χρονικά πρώτη και μετ' έπειτα ο Jerry θα προσπαθήσουν να συνεχίσουν τις ερωτικές ζωές τους με διαφορετικούς συντρόφους, τις στιγμές που τρέχουν οι διαδικασίες του διαζυγίου. Όμως και οι δυο θα διαπιστώσουν πως μόνο αδιάφοροι δεν είναι ο ένας για τον άλλον. Έτσι ο καθένας θα εμπλακεί με μοναδικό τρόπο στην ζωή του άλλου, προσπαθώντας άλλοτε ασυνείδητα και άλλοτε συνειδητά να χαλάσει τις ερωτικές προοπτικές των έτερων σχέσεων.

Το σενάριο σε όλη αυτή την ανεξέλεγκτη και άναρχη ροή δρα μάλλον μόνο συμβουλευτικά. Άλλωστε κατά καιρούς έχει υπαινιχτεί πως η ταινία προχώρησε σε μεγάλο βαθμό χάρις τους αυτοσχεδιασμούς του ταλαντούχου πρωταγωνιστικού δίδυμου. Ο Cary Grant υπογράφοντας μια χαρισματική ερμηνεία γίνεται υπαίτιος πάμπολλων ξεκαρδιστικών σκετς ενώ η γοητευτική Irene Dunne στο ρόλο της δυναμικής γυναίκας καταφέρνει να σκαρώνει άλλοτε ερωτικές και άλλοτε μπελαλίδικες ατμόσφαιρες! Επίσης πρέπει να τονιστεί και η ευχέρεια με την οποία ο Leo McCarey αξιοποιεί το κατοικίδιο του ζευγαριού στο ανάλογο ανατρεπτικό, ξεκαρδιστικό, και ελαφρύ κλίμα της ταινίας! Και όλα αυτά συντελούνται μέχρι το "απαραίτητο" ρομαντικό κλείσιμο της ταινίας. Όπου το ζευγάρι αποκομμένο από την πόλη, και ερήμην του εφηβικού έρωτα του, λίγες ώρες πριν και την επίσημη έκδοση της λήξης του κοινού τους βίου, αποκαλύπτει του παλιούς όρκους αγάπης και τρεμουλιαστά φωτίζει νέες υποσχέσεις ενός νέου έγγαμου και ευτυχέστερου βίου.

Ωστόσο αν και κατέδειξα τους χαλαρούς δεσμούς στο σενάριο του oscariκου Awful Truth, θα ήμουν άδικος αν δεν πίστωνα σε αυτό και την ευκολία με την οποία μπορεί και μεταβιβάζει στον θεατή διάφορα κοινωνικά μηνύματα Όπλο σε αυτό είναι η λιτή ειρωνεία. Και κορυφαία των υπαινιγμών θεωρώ αυτή της μητρικής εξάρτησης του αρσενικού γιου, όπως διαφαίνεται και καυτηριάζεται πάνω στον φιλόδοξο σύντροφο της Lucy καθώς και αυτή της πουριτανικής, υπερπροστατευτικής φαμίλιας που κατέχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις κινήσεις της δήθεν απροστάτευτης κόρης!
Βαθμολογία 7,5/10

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

Paris, Texas


Σκηνοθεσία: Wim Wenders
Παραγωγής: France | West Germany/ 1984
Διάρκεια: 147'

Σήμερα θα προσπαθήσω να σας γράψω κάτι για μια ταινία που αγαπώ όσο λίγες! Αυτή ακούει στο όνομα Paris, Texas. Ίσως το ανυπέρβλητο σημείο στην μεγάλη καριέρα του Wim Wenders, η οποία αποτελεί μια επική ταινία πάνω στα road movies.

Ο Wim Wenders ξεκαθαρίζει εξ αρχής τις προθέσεις του. Κινηματογραφεί τον κεντρικό ήρωα Travis με ένα tre generalle πλάνο, δραματικοποιώντας έτσι την ασημαντότητα του μέσα στις αέναες ερημικές εκτάσεις, που σε συνδυασμό με το απροσδιόριστο της πορείας του και της μυστηριακής εξωτερικής εμφάνισης του, ο σκηνοθέτης οριοθετεί έναν αποπροσανατολισμένο ήρωα που έχει απαρνηθεί τις οδούς της σύγχρονής κοινωνίας. Ωστόσο, παρά την κριτική που η ταινία ασκεί και θα ασκήσει στον ανθρώπινο παράγοντα δείχνει να διαβαίνει χειροπιασμένη με αυτόν. Τα φωτεινά χρώματα, κόντρα σε αυτό που θα περιμέναμε, εκμηδενίζουν την απόσταση μεταξύ θεατή και ηρώων, ο οποίος τελικά συμπάσχει με τις κόκκινες περιπαθούσες ψυχικές αποχρώσεις των τελευταίων.

Το σενάριο γραμμένο από τον Sam Shepard είναι πολύ στιβαρό και ξεχωρίζει για την χαρακτηρολογική δύναμη πάνω στους ήρωες. Η ταινία ωστόσο είναι μια βαθύτερη ταινία για τις ελπίδες. Για τις ελπίδες που σβήνουν πάνω στην αρένα αυτής της σύγχρονης Αμερικάνικης κοινωνίας. Της Αμερικάνικης κοινωνίας που με εμβληματικά σύμβολα της χώρας θα καυτηριάσει και θα κατηγορήσει ο Wim Wenders. Με το αποκορύφωμα να έρχεται στην Αμερικάνικη σημαία πάνω στην μυστήρια και θηριώδη τράπεζα που κατοπτρίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα όπου αναπτύχθηκε το κράτος. Οι άνθρωποι δείχνουν υπνωτισμένοι και γαλουχημένοι στις υψηλές ιδέες και στο ψεύτικο lifestyle, κάτι που ξεκαθαρίζει και η ιστορία προέλευσης του τίτλου της ταινίας. Η ευτυχία είναι αυτό που κυνηγούν όλοι, όμως φαίνεται να μην γνωρίζουν τον τρόπο. Η επιστροφή του Travis και βιολογικού πατέρα του Hunter ο οποίος διαμένει με τους θείους του, έρχεται να διαταράξει την δανεική ευτυχία των τελευταίων. Ο Wim Wenders τους κινηματογραφεί με χαρακτηριστική απόσταση, τονίζοντας μάλλον μιαν άλλη απόσταση, αυτή που έχουν από την αληθινή οδό της ευτυχίας, όντας και οι ίδιοι βυθισμένοι στις δομές του σύγχρονου κόσμου.

Αυτός ο ήρωας όμως που αποκτά τεράστιο ενδιαφέρον είναι ο Hunter. Το εναρκτήριο κάδρο υπό τον επαναπατρισμό του Travis ταυτίζεται με το βλέμμα του μικρού Hunter. Ο οποίος βρίσκεται στη σοφίτα και παρακολουθεί αφ' υψηλού την δράση, όπως ακριβώς και ο θεατής. Παρά την ευστροφία του και την δυνατότητα του να προσαρμόζεται αμέσως στις καταστάσεις τα σημάδια είναι μάλλον δυσοίωνα. Γιατί αυτή η νέα γενία είναι που γαλουχείται ακόμα πιο εύκολα σε αυτόν τον δήθεν υψηλό τρόπο ζωής, όπως μαρτυράει η δίψα του μικρού για αυτοκίνητα, για fast food αλλά και οι ιδέες του περί πλούτου. Ωστόσο θα ακολουθήσει τον Travis στο ταξίδι για την εύρεση της μητέρας Jane με την κρυφή ελπίδα της αναδημειουργίας της οικογένειας... Αυτό το ταξίδι ντύνουν μουσικά οι μακρές νότες στις ηλεκτρισμένες χορδές του Ry Cooder, φτιάχνοντας μια πολύ τεταμένη ατμόσφαιρα. Παραπέμποντας σε κάποιες άλλες χορδές, αυτές της ζωής, όπου οι ανεκπλήρωτες είναι αυτές που χαράζουν βαθύτερα τις ανήλικες καρδιές των ανθρώπων. Ενώ το ανήλικο στοιχείο των ενηλίκων υπερτονίζεται και από την σχέση Hunter-Travis, όπου η μοίρα του πατέρα πολλές φορές περιέρχεται υπό την κηδεμονία του γιου του, αμφισβητώντας έτσι την ωριμότητα αλλά και την ικανότητα των μεγαλύτερων να διαχειριστούν την ζωή τους!

Τελικά η ταινία οδηγείται σιγά σιγά στο τέλος της με την εύρεση της Jane σε ένα παράδοξο "πορνείο". Εδώ οι εμβληματικού συμβολισμοί κορυφώνονται. Το άγαλμα της ελευθερίας στέκει σε ένα φθαρμένο grafiti στους τοίχους του κτιρίου και υλοποιεί μια τολμηρή δήλωση πανεθνικού αυνανισμού. Σε αυτό το κτίριο θα υλοποιηθεί και η επικοινωνία μεταξύ Jane και Travis με έναν καθρέφτη να τους χωρίζει. Τα αλλοιωμένα είδωλα και οι αντανακλάσεις είναι περισσότερο από παρομοιαστικές της θέσης των ατόμων στην σύγχρονη κοινωνία. Ενώ ο ποιητικός μονόλογος -κατάθεση ψυχής- του Travis ορίζει μια μοναδική ιστορία ευτυχίας η οποία όμως δεν ευδοκίμησε. Ο Wim Wenders δεν θα ρίξει ευθύνες, αλλά θα καταδείξει τις πλάτες των ανθρώπων αδύναμες και ανέτοιμες να βαστάξουν αυτό το αληθινά ωραίο. Η ματαιοδοξία, η ανασφάλεια, οι τριβές και η απάθεια είναι αυτές που χαρακώνουν το αύριο. Έχουν διεισδύσει μέσα στους ανθρώπους και αυτές οδηγούν το μέλλον βάση ενός ξένου παρελθόντος... Η συνεύρεση μητέρας και γιου θα επιτευχθεί, ο Travis όμως θα αποχωρήσει οριστικά, και μαζί του θα αποχωρήσουν και τα κόκκινα χρώματα. Η ελπίδα έχει σβήσει τελειωτικά, όπως δηλώνουν αυτά τα αριστουργηματικά πράσινα φώτα στο ψυχολογικά φορτισμένο finale της ταινίας!
Βαθμολογία 10/10