Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Paterson (Jim Jarmusch)


Οι σκηνοθέτες, που χάρις την αποδοχή τους είναι πλέον κάτι περισσότερο από αυτό, είναι κάτι που θα χαρακτηρίζαμε ως πρότυπα, οφείλουν να γερνάνε παρόμοια με τους θαυμαστές τους. Χαρακτηριστικό παράγειγμα παράλληλης γήρανσης είναι ο Woody Allen. Που παρ' ότι έχει να κάνει μια ταινία παρόμοιας δυναμικής με αυτές που συναντάμε στο πρώτο μισό της φιλμογραφίας του περισσότερα από δέκα χρόνια, παραμένει δημοφιλείς και αξιαγάπητος στους θαυμαστές του. Στη χώρα μας μάλιστα, που δεν την λες και κινηματογραφική χώρα, ίσως έγινε περισσότερο δημοφιλής τα 10s απ' ότι τα 00s, και τα 00s από τα 90s κι ούτω καθ' εξής. Κι αυτό γιατί δεν ποτέ έχασε, τουλάχιστον όχι σημαντικά, από κοντά του τους θαυμαστές του, για τους οποίους είναι μάλλον ο φίλος τους και όχι ένας σκηνοθέτης κινηματογράφου, και συνδυαστικά αυτά τα χρόνια η εξουσία των media και των social media γιγαντώνεται.

Μπορεί να είναι κάπως τολμηρό, αλλά παρακολουθώντας το Paterson, κι έχοντας στο νου μου και την προηγούμενη δουλειά του Jarmusch, το Only Lovers Left Alive, αλλά και το ντοκιμαντέρ Gimme Danger πάνω στον Iggy Pop και τους Stooges, που προσφέρεται για κινηματογραφική λύσσα και πάθος (ξέρω χρησιμοποιώ εντελώς αδόκιμους όρους), κάτι παρόμοιο αισθάνθηκα και για τον ίδιο. Δηλαδή, ότι είναι ένας σκηνοθέτης που γερνάει παρόμοια με το κοινό του. Κι όταν αναφέρω αυτή τη γήρανση, μάλλον εννοώ της παροδική έλλειψη πάθους, φρεσκάδας που παρατηρώ στις ταινίες του. Σε συνδυασμό με την βαθμιακή προδιάθεση για ταινίες πιο καθαρές, πιο "σωστές", πιο "λογικές", πιο αριθμητικές, ή και πιο επιστημονικής προσέγγισης, αν θέλετε, όσον αφορά τη δημιουργία τους.


Για να το θέσω αλλιώς, πόσο πιθανόν είναι να πάθει κανείς σήμερα κάτι με το Paterson, και παράλληλα να του ξυπνήσει μια βαθιά κινηματογραφιλία, μια λύσσα, να του προκαλέσει κάτι πρωτόγνωρο σε σύγκριση με κάποιον που το 1986 θα έβλεπε το Down by Law, ή το 1995 το Dead Man ακόμα; Πόσο πιθανόν είναι κάποιος να πέσει για πρώτη φορά στον Woody Allen το 2016, να δει το Irrational Man, και να ξυπνήσει με μια πέτρα στο κεφάλι όπως σε παρόμοια περίπτωση θα έβλεπε ας πούμε, για να μη χρησιμοποιήσω κάποια από τα κοινώς καθορισμένα χιτάκια, το Crimes and Misdemeanors το 1989; Η απάντησή μου είναι πως είναι απίθανο. Αντί αυτού, νομίζω ότι ακόμα και σήμερα, αν κάποιος πέσει απροετοίμαστος στο Down by Lay, ή στο Dead Man, ή στο Crimes and Misdemeanors, και σ' ένα σωρό άλλα, είναι πολύ πιθανόν να του καλλιεργηθεί μια πρωτότυπη λατρεία κι ένα καθαρό ενδιαφέρον για τον κινηματογράφο. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί αν οι δημιουργοί γερνάνε παρόμοια με το κοινό τους, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα έργα τους, τουλάχιστον όχι με όλα τα έργα τους, γιατί υπάρχουν έργα που δεν γερνάνε. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που επιβάλλει ο ανθρώπινα διανοημένος χρόνος.

Το ερώτημα που μπυ γεννάται, είναι αν υπάρχουν σκηνοθέτες που -όσον αφορά τις δημιουργίες τους- μένουν έξω από αυτή τη φυσιολογική ροή του χρόνου; Το πρώτο παράδειγμα που μου έρχεται αβίαστα είναι ο Jean-Luc Godard. Προφανώς θα υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα, λιγότερο fabulus, όπως της Chantal Akerman, ας πούμε, σκηνοθέτες των οποίων δεν μπορείς να προσδιορίσεις τη ροή της φιλμογραφίας τους βάσει του εξωτερικού "φυσιολογικού"(με bold στο λογικού) χρόνου. Γιατί τα έργα τους παραμένουν ανέγγιχτα απ' αυτόν. Χωρίς σημάδια γήρανσης. Στον βαθμό που δεν μπορείς να προσδιορίσεις ποιο είναι πρώτο, ποιο είναι δεύτερο, ποιο έπεται ποιου κλπ. Γιατί ας πούμε το film-socialisme δεν θα μπορούσε να είναι μια ταινία στην midle area του Godard; Δεν θα μπορούσε να είναι μια ταινία λίγο πριν ή λίγο μετά το Numero Deux φερ' ειπείν; Ή ποιος διακρίνει το λόγο που το La folie Almayer δεν θα μπορούσε να είχε γίνει πριν το la-bas, ή και το Nuit et jour ακόμα, ακόμα; Δύσκολο ν' απαντηθεί. Αυτό που παρατηρείται πάντως όσον αφορά αυτούς τους δημιουργούς, δηλαδή εκείνους που δεν γερνάνε παράλληλα με το κοινό τους, είναι ότι σταδιακά αποβάλλονται κι από τις προτιμήσεις αυτών των fans. Οι οποίοι συχνά αποδοκιμάζουν τα νεότερα έργα τους, ή ακόμα πιο δραματικά νιώθουν προδομένοι. Ίσως το να παραμένεις νέος, σημαίνει να ζεις έξω απ' τον καιρό σου -αυτό δεν είναι άλλωστε κάθε φύσης νεότητα;-, να ζεις έξω από τον καιρό σου σε βαθμό που συνηγορεί το να παραμένεις μόνος.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

(M)uchenik (Kirill Serebrennikov)

Το κινητήριο καύσιμο του κόσμου είναι η ψύχωση, αλλά σ' αυτό θα επανέλθω σε λίγο.

Αν κοιτούσε κάποιος με αποστασιοποίηση προς τα πλαίσια των ήδη διαμορφωμένων χώρων και της κατασταλλαγμένης τάξης πραγμάτων θα αντιδρούσε δικαιολογημένα μ' ένα μηδίαμα λεπτής ειρωνείας ή και με μια έκφραση ωμής χλεύης ακόμα. Ποιος δεν θα αντιδρούσε έτσι κοιτώντας προς την επιστήμη, που παγιδεύεται σε μια ψυχρή εσωστρέφια και μπορεί να αφιερώσει για πολλά χρόνια εξ' ολοκλήρου τον εαυτό της και τους επιστήμονές της στην απόδειξη της καταγωγής του ανθρώπινου είδους απ' τον πίθηκο, και σε άλλα εφάμιλης σημασίας-γοητείας ζητήματα; Ποιος δεν θα χλεύαζε τις θρησκείες που μεταφράζουν μια συγκεκριμένη εκδοχή της ιστορίας σε ένα απόλυτο εγχειρίδιο συμπεριφοράς αποτελούμενο από εντολές κι από φοβέρες; Ποιος δεν θα έσκαγε στα γέλια με την τέχνη, που εγκλωβίζεται στην ματαιοδοξία και την φιλαρέσκεια της, επιδεικνύωντας τα καθόλου άξια θαυμασμού ατροφικά οπίσθια της; Ποιος δεν θα ήταν καχύποπτος και συνειδητά οργιλός απέναντι στην οικονομική και πολιτική επιστήμη που επιδίδεται διαρκώς στην επινόηση και στην κατασκευή ενός σωρού ακαταλαβίστικων όρων με μοναδικό σκοπό να δημιουργήσει ένα παχύ στρώμα απόστασης και ασφάλειας ώστε να λειτουργεί ανεμπόδιστα σε σχέση με την κοινή γνώμη;


Αυτό λοιπόν που πιο πάνω αποκάλεσα ως ψύχωση, και που για την θρησκεία, την επιστήμη, την πολιτική, την τέχνη κ.ο.κ. δεν αποτελεί παρά αίρεση και παράδοξο, είναι το μόνο ικανό να εισέλθει και να ανακινήσει τους ήδη διαμορφωμένους χώρους. Στα άτομα που εμφανίζεται συνήθως η  ψύχωση, ταυτόχρονα εκδηλώνεται το ιδανικό της πίστης, της αφοσίωσης, της έλξης, της πειθούς και της ευστροφίας, όπως αυτά θα περιγράφονταν από την θρησκεία, την επιστήμη, την τέχνη και την πολιτική αντίστοιχα αν τα διέκρινε κάποιος που δεν ήταν φανατισμένος και προσωπικά εμπλεκόμενος. Κι αφού το "ψυχωτικό" άτομο φέρει αυτά τα στοιχεία αναγκάζει σ' έναν ανεξέλεγκτο διάλογο. Σ' έναν άλλον ορισμό, θα μπορούσε να πει κανείς πως ο ψυχωτικός, με την υπαρξή του, φέρει κι εκθέτει στον κόσμο στοιχεία που δεν είναι αυτού του κόσμου. Κι αυτό ακριβώς είναι το κινητήριο καύσιμο. Αφού αναγκάζει τους πάντες που έχουν εναποθέσει επαναπαυτικά την όρασή τους και τις αισθήσεις τους στις αποφασισμένες αλήθειες, να πάρουν τα μάτια τους από εκεί, να πάρουν τα αισθητήρια τους, να τα ξεσκονίσουν, να τα τρίψουν, να αφαιρέσουν τα πέπλα που σκεπάζουν τα καθημερινά τοπία, και να εξετάσουν ξανά την όρασή τους πάνω σε ζητήματα που θεωρόντουσαν κατακτημένα. Έστω κι αν πρόκειται να κατασκευάστουν και να επιβληθούν νέες αλήθειες, εξίσου απόλυτες και πλαδαρές, το χρονικό αυτό αντιστοιχεί σε μία ανακίνηση, βραδεία μεν, αλλά ανακίνηση. Κι αυτό γιατί ο "ψυχωτικός", με την ταμπέλα στην πλάτη-σαν έναν άλλο σταυρό, ουσιαστικά είναι και θα είναι ανίσχυρος σ' αυτούς τους χώρους που έχουν υφάνει τεχνηέντως την ασφάλεια και το αδιέξοδό τους.


Αυτός είναι και ο Πιστός του Kirill Serebrennikov. Ένα παιδί εμπρηστικό, ένας νέος παθιασμένος, ψυχωτικός, μπερδεμένος, που αναγκάζει το σχολείο, την οικογένεια, τους δασκάλους, τους φίλους, τους εραστές να εκτεθούν μπροστά στις βεβαιότητές τους. Βεβαιότητες που καθώς συγκρούονται μαζί του κι αναμεταξύ τους αποκαλύπτονται ως σαθρές, ετοιμόρροπες, αβέβαιες. Ακόμα κι αν αυτή η αποκάλυψη δε γίνεται παραδεκτή, είναι τέτοια η φύση της που λειτουργεί σαν εσωτερικό τραύμα. Η επούλωση είναι πάντα διαδικασία μετασχηματιστική. 

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Händler der vier Jahreszeiten (Rainer Werner Fassbinder)


Κάποιος μπορεί να οδηγηθεί στον θάνατο μονάχα με τη βούλησή του. Οι υπόλοιποι όταν πεθαίνουν είναι ήδη νεκροί. Κι αυτό γιατί η βούλησή τους έχει αντιακατασταθεί από μηχανική, κοινή πρακτική, δηλαδή μη βούληση. Συνηθίζεται να λέγεται για τα άτομα που οδηγούνται με τη βούληση τους στο θάνατό τους, ότι ο κόσμος δεν τους φέρθηκε καλά. Όμως αυτό δεν ισχύει, στην πραγματικότητα αυτά τα άτομα δεν φέρονται ποτέ καλά στον κόσμο. Η ιδέα ότι ο κόσμος είναι καλός και δίκαιος, ή ακόμα η ιδέα ότι ο κόσμος θα όφειλε να είναι καλός, δίκαιος κλπ είναι μια εξαιρετικά αφελής αλλά όχι αθώα ιδέα. Και είναι πρωτίστως σ' αυτό το ηθικό σφάλμα που εναντιώνεται η βούληση.

Το μόνο που μπορεί να καλλιεργηθεί ανάμεσα σε δύο ή περισσότεροα άτομα που συμβιώνουν μακριά απ' την κοινή πρακτική, είναι η αμοιβαία συνενοχή. Αυτή η συνενοχή δεν ορίζεται από τις πράξεις των ατόμων. Είναι αυθύπαρκτη. Και ως τέτοια είναι αυτή που υπαγορεύει τις συμπεριφορές, ποτέ το αντίθετο. Και είναι μέσω αυτής της συνενοχής που αποκαλύπτεται ένας κόσμος, μικρότερος μεν στο εύρος, αλλά αληθέστερος στην λάμψη. Ένας κόσμος άδικος, σκληρός, χαρούμενος, άνομος, αλλόκοτος, βίαιος, μα κυρίως ακατανόητος. Κι όταν λέω ακατανόητος εννοώ απαλλαγμένος από τα δεδομένα και τις θεωρήσεις που δεν τολμούμε να αναθεωρούμε και που καταλήγουν να αποτελούν αυτό που πρωτύτερα περιέγραψα ως "μη βούληση".


Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Che? (Roman Polanski)


Υπάρχουν κάποιες ταινίες στη φιλμογραφία του Polanski, όπου η αφηγηματική ευφράδεια του κινηματογράφου οδηγείται σ' ένα επίπεδο σχεδόν τερματικό. Σ' αυτές τις ταινίες στην κορυφή θα έβαζα το Cul-de-sac και το Che? Κι η αφηγηματική δεινότητα αυτών των ταινιών βασίζεται στην κατασκευαστική διάνοια του Polanski και στην αντίληψη ότι οι ιστορίες ρέουν και ξετυλίγονται όχι χάρις αυτού που καταλαβαίνουμε, αλλά εξαιτίας εκείνου που μας διαφεύγει.


Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Meurtrière (Philippe Grandrieux)




"Ο πρώτος άνθρωπος είχε 2 κεφάλια 4 πόδια και 4 χέρια. Κι αυτός ο άνθρωπος, ήταν σαν... τρύπα. Τότε, δεν ξέρω γιατί, ίσως θεία τιμωρία, η αστραπή χτύπησε αυτόν τον πρώτο άνθρωπο. Ο άνθρωπος διαιρέθηκε σε 2. Κι αυτός ο άνθρωπος, ο νέος άνθρωπος - είχε ένα κεφάλι, 2 χέρια και πόδια, όπως σήμερα. Όμως κάτι του έλειπε. Το άλλο του μισό, κάτι που ψάχνει -κι ας μη μπορεί να το βρει- γιατί δεν υπάρχει." (Πλάτωνας)

Το άτομο ως πληθυντικός έχει διερευνυθεί πολλές φορές. Κυρίως όμως μέσα από την ιδέα του πολλαπλού εαυτού, της "συμπαντικής ψυχής". Δηλαδή, πληθυντικός ως έννοια, σχεδόν ποτέ ως σώμα. Η έννοια ενός ατόμου που δεν εξαντλείται στο σώμα του, αλλά είναι πολλαπλό ως σώμα, όπως ο πρώτος άνθρωπος του Πλάτωνα, μας αποστρέφει, μας εφοδιάζει με την σκέψη του τέρατος, την δυσάρεστη σκέψη, την ιδέα της τερατομορφίας, μια ιδέα που μας απωθεί. Μάλιστα, οξύμωρα, αντιφατικά, και μάλλον χαϊδολογώντας, εξετάζοντας την πολλαπλότητα του ατόμου ως έννοια, ως ιδέα πολλές φορές χρησιμοποιούμε τη φράση "πιο πολύ από ύλη". Είναι όμως μια απατηλή διατύπωση κι αυτή στην προσπάθεια μας να απωθήσουμε την ιδέα του τέρατος, να εξιδανικεύσουμε καθησυχαστικά τον τενικιστικό πνευματισμό μας, αφού κατά τ' άλλα γνωρίζουμε πως δεν υπάρχει, πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει πιο πολύ από ύλη.

Κι αυτό επιχειρεί ο Grandieux με το Meutriere. Το πιο πολύ που δεν υπάρχει. Δηλαδή το πολύ από ύλη. Ο άνθρωπος εδώ παρουσιάζεται ως σώμα. Μόνο ως σώμα και είναι πολλαπλός γιατί το σώμα είναι πολλαπλό. Γιατί το σώμα γεννάει την μορφή του. Την αναστενάζει και την ανασκευάζει. Γεννάει το άλλο σώμα. Που δεν είναι άλλο. Είναι το ίδιο σώμα. Σώμα. Συντονισμένο σε μια κοινή αναπνοή. Στη σάρκα του. Ρευστή. Πολύσχημη. Το τέρας. Όχι η ιδέα του. Το τέρας αυτοπροσώπως. Αυτός ο πολλαπλός άνθρωπος. Η σάρκα. Το σώμα. Γοητευτικό. Ευάλωτο. Επώδυνο. Οι οριακές ιδιότητες των άκρων, που καθορίζουν την έκταση του εαυτού, καταργούνται. Κάθε σημείο του σώματος είναι ένα σημείο συγκόλλησης για το άλλο σώμα. Και το άλλο σώμα, δεν είναι άλλο, είναι το ένα σώμα. Δίχως άρκα. Δίχως όρια. Απέραντο και αενάως επεκτάσιμο. Όχι μέσω κάποιος βολικής πνευματικής απελευθέρωσης ή εξαύλωσης. Όχι. Απέραντο και αενάως επεκτάσιμο μέσω της σάρκας. Η σάρκα ως πλοκάμια και κυρίως ως σάρκα. Ανυπότακτη. Ακυρίευτη. Ζώσα σάρκα. Πολλαπλή και μοναδιαία.