Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

La notte



Σκηνοθεσία: Michelangelo Antonioni
Παραγωγής: Italy / France / 1962
Διάρκεια: 122'


Ο κινηματογράφος χρωστάει αν μη τι άλλο ένα ειδικό μνημόνιο στον μεγάλο αυτό Ιταλό σκηνοθέτη, για την έννοια που εξέλαβε η σεκάνς στα χέρια του. Ο Michelangelo Antonioni ήταν συνεχιστής του (σχεδόν αμιγώς πολιτικού) ιταλικού νεορεαλισμού, τον οποίο και εμπλούτισε, προσάπτοντας μια υπαρξιακή ποιητική χροιά. Ετούτη η ταινία, "Η Νύχτα", αποτελεί τον σταθμό απ' όπου ξεκινάει μια άτυπη τριλογία(ακολούθησαν η "Έκλειψη" και η "Κόκκινη Έρημος") πάνω στην αποξένωση και την αλλοτρίωση, τόσο σε συλλογικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε διατομικό. Παρακολουθώντας στενά την συνύπαρξη και τις προστριβές των δύο φύλλων. Θέμα αγαπημένο και ορατό σε όλη τη φιλμογραφία του σκηνοθέτη. Άλλωστε αυτή η τριλογία μνημονεύεται, ίσως, ως η σημαντικότερη κινηματογραφική απεικόνιση της θεματολογίας.

Η κινηματογραφική γλώσσα του Michelangelo Antonioni θεωρείται μοναδική για την συναισθηματικότητα των μονοπλάνων, την στοχαστική τους δύναμη, των πρωτοποριακό τρόπο της συρραφής των πλάνων(μοντάζ), αλλά και το ριζοσπαστικό στον τρόπο αντίληψης των χώρων(ντεκουπάζ). Η τεχνική του στάθηκε κομβικό σημείο επιρροής για τους επόμενους σκηνοθέτες, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να ισχυριστούμε πως έχει επιτευχθεί η πλήρης αφομοίωση της. Έτσι και το La notte εμπεριέχει πλάνα που σε σοκάρουν με τον δραματικό δυναμισμό τους, και που σε αφήνουν άναυδο με την αισθητική καλλιέπεια τους. Ένα από αυτά παρακολουθούμε και στην εντυπωσιακή εναρκτήρια σκηνή. Όπου η κάμερα κατεβαίνει ρυθμικά από τον ουρανό ενός ουρανοξύστη, για να προσγειωθεί στο βυθό του Μιλάνο. Όπου και ξετυλίγεται όλη η ταινία. Πέραν του εντυπωσιακού της κινηματογράφισης, μπορούμε να πούμε πως το εναρκτήριο πλάνο αποτελεί μια ακριβή σύνοψη για το τι θα ακολουθήσει. Η πτώση, ως συνώνυμο της αλλοτρίωσης. Της αλλοτρίωσης που εξέλαβε μορφή παγκόσμιας νόσου στα 60's και παραμένει διαχρονικό αγκάθι στην καρδιά όποιας σύγχρονης κοινωνίας. Αυτή την αλλοτρίωση θα παρακολουθήσουμε, σε πολιτικό, σε κοινωνικό και σε ανθρωπιστικό επίπεδο. Αλλά κυρίως σε πνευματικό. Απ' όπου η αλλοτρίωση διαχέεται σε όλες τις εκφάνσεις της συλλογικής και της ατομικής ζωής, λαμβάνοντας διάφορες μορφές.


Βρισκόμαστε μπροστά από το κρεβάτι ενός ετοιμοθάνατου. Θεωρητικά, αυτός μοιάζει ασύνδετος με τη δραματουργία, αλλά όπως θα επιχειρηματολογήσω στο τέλος του κειμένου μου, αποτελεί έναν κομβικό ήρωα στα χέρια του Michelangelo Antonioni. Ένα φιλικό ζευγάρι έρχεται για μια τυπική επίσκεψη. Η επικοινωνία μεταξύ τους, όπως διαφαίνεται στα εισαγωγικά πλάνα, είναι παντελώς ακρωτηριασμένη. Καμία έλξη. Μόνο μια πιεστική ουδετερότητα στο χώρο. Τον άντρα υποδύεται ο εκπληκτικός Marcello Mastroianni. Πρόκειται για έναν συγγραφέα, ο οποίος έχει πάψει να έχει δημιουργικές ανησυχίες. Για αυτόν, σε αντίθεση με τον Antonioni, η δημιουργική διαδικασία είναι απλά μια καταγραφή εμπειριών. Η φαντασία έχει πάψει να υφίσταται προ πολλού. Η ζωή έχει πάψει να υφίσταται προ πολλού, όπως άλλωστε υπαινίσσεται και μια χαρακτηριστική ατάκα του "δεν έχω πια εμπνεύσεις, μόνο αναμνήσεις". Η Jeanne Moreau υποδύεται τη γυναίκα με βαριά χρώματα μοναχικής μελαγχολίας. Απελπίζεται, ή καλύτερα αφανίζεται, βλέποντας καθημερινά τα όνειρα της να βυθίζονται στους βούρκους του τετριμμένου και του συμβατικού. Ο διαιωνισμός της α-συναισθηματικότητας εντός του γάμου της, αποτελεί τη αβάσταχτη μουσική υπόκρουση στις μοναχικές τις μονωδίες.

Θα ήθελα, για λειτουργικούς κυρίως λόγους, να καταπιαστώ με την ταινία χωρίζοντας την σε δυο σεκάνς. Την πρώτη, όπου η απογοητευμένη γυναίκα σεργιανίζει στην πόλη αναζητώντας ευχάριστες παρελθούσες αναμνήσεις. Και τη δεύτερη, όπου το ζεύγος επισκέπτεται το πολυτελή πάρτυ ενός ευκατάστατου κυρίου της εποχής. Στο σημείο αυτό, παρεκκλίνοντας, θα ήθελα να αναφέρω και τον αξιοπρόσεκτο τρόπο με τον οποίο ο Antonioni έχει ενσωματώσει τα αντικείμενα και τις σκιές στη δραματουργία του. Παρακολουθούμε τα υποκείμενα ως τα παραγόμενα είδωλα που προκύπτουν πάνω σε γυάλινες επιφάνειες, ενώ και οι σκιές τους μπλέκονται μοναδικά με αυτά στο χώρο, θυμίζοντας μας διαρκώς πως η πραγματικότητα, ως προς την όραση της, επιδέχεται διάφορες παραμορφώσεις. Παραμορφώσεις όμοιες με αυτές που θα μπορούσαν να επιφέρουν τα συναισθηματικά πρίσματα μιας ανθρώπινης ύπαρξης.


Αλλά ας επιστρέψω στην πρώτη σεκάνς. Η γυναίκα εμφανώς απογοητευμένη από την ανέπαφη συμβίωση με τον άντρα της, θα καταφύγει στην πόλη, επιζητώντας μια ανανέωση. Στην πόλη όπου τον γνώρισε, και όπου οι μνήμες είναι γεμάτες αρώματα ακόμα. Το χαμόγελο και η ξεγνοιασιά παντρεύεται άψογα με το υποκριτικό ταμπεραμέντο της Jeanne Moreau. Για πόσο όμως; Αυτή η ψευδαίσθηση ευτυχίας είναι φθαρτή και εφήμερη. Διαρκεί μέχρι να βιώσει αυτό που ο Άρθουρ Σοπενχάουερ είχε εκφράσει κάπως έτσι:"Πιστεύουμε ότι νοσταλγούμε ένα μακρινό τόπο, ενώ στην πραγματικότητα νοσταλγούμε μόνον τον χρόνο που ζήσαμε εκεί, τότε που ήμασταν πιο νέοι και πιο φρέσκοι. Έτσι λοιπόν μας ξεγελάει ο χρόνος: φορώντας τη μάσκα του χώρου. Αν ταξιδέψουμε ως εκεί, θα συνειδητοποιήσουμε την πλάνη μας." Έτσι και η Jeanne Moreau καταλαβαίνει πως δε μπορεί να αναζητήσει την ευτυχία στο τέρας της νοσταλγίας. Γιατί και αυτή, όπως όλοι, είναι καταδικασμένη να ζει στο παρόν.


Αλλά ας πάμε στη δεύτερη σεκάνς. Η οποία λαμβάνει χώρο σε ένα πολυτελή οίκημα, με πυκνογραμμένη κοσμικότητα και ευφάνταστη αίγλη. Η γυναίκα αισθάνεται εμφανώς αμήχανα σε αυτό το επιφανειακό τσίρκο εξωστρέφειας. Έτσι, θα εκμεταλλευτεί κάθε αφορμή για να αποσυρθεί στη μοναχικότητα της, χωριστά από τον άντρα της. Ο Marcello Mastroianni, αντιθέτως, θα εξαργυρώσει την αναγνωρισιμότητα του συγγραφικού του προφίλ, με σκοπό να αποπλανήσει την Monica Vitti. Η οποία δίνει μια εκθαμβωτική παρουσία σε έναν σχετικά σύντομο, αλλά και πολύ σημαντικό ρόλο. Οι ερωτικές ατασθαλίες του άνδρα θα ξεθάψουν τα συναισθήματα του ζευγαριού από τις στάχτες. Και θα οδηγήσουν το film σε ένα εξομολογητικό και λυρικό φινάλε.


Στο φινάλε θα βρούμε το ζεύγος να αποπειράται μια λυτρωτική επανασύνδεση, η οποία προδίδει και αποσαφηνίζει το βάρος της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης στην οποία έχει περιέλθει η σχέση τους. Ο έρωτας κοντράρεται με την αγάπη. Στον έρωτα, όπου τα πρόσωπα είναι ακόμα άγνωρα, η φαντασία κατασκευάζει με τα υλικά της ωραιοποίησης την εικόνα του απέναντι της. Ο έρωτας είναι φθαρτός και εφήμερος. Η αγάπη επέρχεται μέσω της επικοινωνίας. Διότι η επικοινωνία είναι μια διαδικασία όπου ο καθένας γνωρίζει και ενώνεται με τον απέναντι του. Ισοπεδώνοντας εκείνες τις τεχνητές εικόνες που δημιούργησε ο έρωτας. Αυτή η επικοινωνία όμως είναι που φθείρει το ζεύγος. Προδίδοντας την αδυναμία του άντρα να αγαπήσει, την αδυναμία να δοθεί. Καθρεφτίζοντας στο έπακρο την πνευματική αλλοτρίωση. Όλα αυτά τα παρακολουθούμε στον απόηχο του θανάτου εκείνου του ήρωα με τον οποίο αρχίσαμε το κείμενο μας. Εκείνος ήταν ένας άνθρωπος που δε φοβόταν να δοθεί. Ένας άνθρωπος που ανέπτυξε ένα ανεξίτηλο δέσιμο με την Jeanne Moreau, ανεξάρτητο από ερωτικές λαιμαργίες-κατασκευές. Ένα δέσιμο αιώνιο. Γιατί ο βιολογικός θάνατος δεν ισούται με μηδενισμό στον πνευματικό χώρο. Στον πνευματικό χώρο ο μόνος θάνατος είναι ο αφανισμός της ψυχής.
Βαθμολογία 9,5/10

10 σχόλια:

Γιώτα Παπαδημακοπούλου είπε...

Τι μου θύμισες Kioy μου... χρόνια έχω να την δω αυτή την ταινία αλλά ακόμα θυμάμαι την αίσθηση που μου είχε αφήσει.

kioy είπε...

Χαρά μου να σε ταξιδεύω σε τέτοιες αναμνήσεις... Μοναδικός Antonioni!

Annie_Hall είπε...

Μοναδική ταινία. Δεν την είχα δει και πριν μερικά χρόνια είχα την τύχη η πρώτη μου θέαση να είναι σε κινηματογράφο. Ίσως η αγαπημένη μου του Antonioni αν κι έχω να δω κι άλλες.

Για άλλη μια φορά πολύ ωραίο κείμενο! Καλημέρα :)

kioy είπε...

Να 'σαι καλά Annie! Και εγώ έχω να δω Antonioni... Έπεται Κόκκινη Έρημος!

ναυτίλος είπε...

Αγαπητέ kioy... όπως πάντα θαυμάσια τα όσα γράφεις...
Επίτρεψέ μου μια μικρή διόρθωση: η περίφημη τριλογία ξεκινά με την "Περιπέτεια" (1960) (για μένα ίσως η ωραιότερη από τις τρεις) και συμπληρώνεται με την "Νύχτα"
(1961) και την "Εκλειψη"(1962). Η "Κόκκινη έρημος"(1964) που είναι, σε αντίθεση με τις τρεις προηγούμενες, έγχρωμη είναι όπως είπαν πολλοί (λόγω παρόμοιας θεματολογίας) η τέταρτη ταινία της τριλογίας !!!

kioy είπε...

@nautilus
Η αλήθεια είναι πως έχει γίνει ένας ντόρος με το ποιες ταινίες απαρτίζουν την τριλογία. Προσωπικά δεν έχω δει την Κόκκινη Έρημο. Σε άλλους κριτικούς που έχω διαβάσει συμπεριλαμβάνουν την Περιπέτεια, και άλλοι την Κόκκινη Έρημο. Έχοντας δει την Περιπέτεια, μου φαίνεται λογικότατο να βρίσκεται στην τριλογία.

Ανευ όμως τριλογίας κλπ, πρόκειται για 3 υπέροχες ταινίες!

Θράσος είπε...

Aγαπημένη μου ταινία, την οποία όμως να σου πω την αλήθεια δύσκολα την παρακολουθώ ξανά.

Άσχετο, στις 25 Ιουνίου βγαίνει στους κινηματογράφους η Λυσσασμένη Γάτα του 1958. Μια από τις τρεις αγαπημένες μου ταινίες.Αν δεν την έχεις δει,στην προτείνω

kioy είπε...

@Θράσος
Γιατί δύσκολα ξανά;
Γενικά το ακούω αυτό, σε έργα που χρήζουν κάποιας αφοσίωσης στην παρακολούθηση τους. Αλλά εχω την αίσθηση πως σε αυτά τα έργα αξίζει-προσδίδει περισσότερα στο θεατή!

Τη Λυσσασμένη Γάτα δεν την έχω δει, αλλά δε τη χάνω με τπτ!

presuntos είπε...

Εγώ πάντως το μόνο που συγκράτησα απ'την ταινία ήταν η Vitti...

kioy είπε...

Η Vitti όντως πιθανόν να είναι πιο ωραία από ποτέ... Ερμηνευτικά όμως νομίζω, αν και το παλεύει, χάνεται μπρος στο πρωταγωνιστικό δίδυμο!