Κυριακή 29 Ιουνίου 2008
Οι Παράνομοι
Σκηνοθεσία: Nikos Koundouros
Παραγωγής: Ελλάδα / 1958
Διάρκεια: 94'
Κάθε ταινία έχει τη δική της ιστορία. Οι παράνομοι του 1958 έχουν τη δική τους μεγάλη ιστορία. Ταινία λογοκριμένη από την "φιλελεύθερη" κυβέρνηση που έκοψε την τελευταία σκηνή παρά τις ηχηρές αντιρρήσεις του δημιουργού. Παρ' όλα αυτά η ταινία κόπηκε τότε αμέσως από τις αίθουσες για να βρει τελικώς υγιή κινηματογραφική διανομή εν έτη 2008.
Έτσι δεδομένου του ιστορικού περιβάλλοντος που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι Παράνομοι επιστράτευσαν ένα ανώτερο συμβολικό επίπεδο. Που φαίνεται να εκπληρώνει εις πέρας το σκοπό ολοκλήρωσης του επιθυμητού πολιτικού και κοινωνικού σχολίου. Δηλαδή μια γενικότερη επιδίωξη αμφισβήτησης της υποτιθέμενης ελευθερίας και της δικαιοσύνης των νόμων.
Ο Πέτρος βρέθηκε στα Γερμανικά τάγματα εργασίας. Καθώς γύρισε στην πατρίδα(;) το σκηνικό που έχει να αντιμετωπίσει είναι η φασιστική εξουσία, ο κατατρεγμός των ανταρτών, και η εξόντωση πληθυσμών και περιουσιών. Γεγονός που θα τον οδηγήσει στην εκ προ μελέτης εκδίκηση φονεύοντας έναν εκ των διασημότερων προδοτών Για να ξεφύγει των συνεπειών των πράξεων του θα καταφύγει στα απάτητα και τραχιά εδάφη των βουνών. Εκεί θα συναντήσει τον Κοσμά και τον Αργύρη. Ο Κοσμάς είναι ένας φυγόδικος αντάρτης, με εμπειρία, λογική διαύγεια και ηγετικές ικανότητες. Ο Αργύρης είναι ένας αγαθός και αφελής άνθρωπος. Αδύναμος να αποτινάξει τα πάθη του, κουβαλάει το θανατικό του αδερφού του σε μια αμφίδρομου πάθους λογομαχία. Και οι τρεις μαζί θα ψάξουν εναγωνίως την σωτηρία. Η χωροφυλακή αμείλικτη βρίσκεται στα ίχνη τους. Ο Κούνδουρος έχει θέσει το ερώτημα. Θύτες ή θύματα;
Ο αγώνας τους για επιβίωση θα τους φέρει στο κατώφλι νέων παράνομων πράξεων. Σε μία από αυτές αποκτούν λάφυρο μια γυναίκα. Η οποία ήταν μάρτυρας ενός θανατικού και έτσι θα αποτελούσε άμεσο κίνδυνο. Αποτελεί ένα έξυπνο σεναριακό τέχνασμα που αναδεικνύει μέσα από την ανθρώπινη επαφή των έτερων φύλων τα διαφορετικά εκφραζόμενα ερωτικά και συναισθηματικά ένστικτα των ηρώων. Οι ήρωες είναι παγιδευμένοι στα τραχιά εδάφη του βουνού. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, η διαφυγή φαντάζει ανεπίτευκτη Η φυλακή δε βρίσκεται πάντα πίσω απ' τα κάγκελα. Η απέναντι όχθη, άφαντη πάντα, υπονοείται ως η ελπίδα για μια νέα αρχή. Καθώς ξεδιπλώνεται αυτή η οδύσσεια των χαρακτήρων, το ερώτημα μεγεθύνεται Θύτες ή θύματα; Και αν με το γράμμα του νόμου έχουν διαπράξει αδιαμφισβήτητες ανομίες τότε γιατί ο θεατής ταυτίζεται και συμπάσχει στο δράμα τους; Μήπως γιατί οι πράξεις τους είναι εμμέσως υποκινούμενες από το πολιτικό σκηνικό; Όχι δεν γίνεται καμία προσπάθεια απενεχοποίησης, όμως οι ευθύνες σίγουρα δεν είναι μονομερής.
Καθώς το κουβάρι του μύθου οδεύει προς το τέλος του ο θεατής βρίσκεται απέναντι σε ένα δυνατό δράμα τεσσάρων προσώπων. Ο Κοσμάς συντονιστής αυτής της προσπάθειας σε στιγμές απαράμιλλης οξυδέρκειας διδάσκει σπάνιο ήθος. Ο Πέτρος συναισθηματικός και ιδεαλιστής σκορπά κάποιες ρομαντικές νότες ελαφρύνωντας την ασφυκτική ατμόσφαιρα. Ενώ ο αφελής και αδύναμος Αργύρης μας παραπέμπει άμεσα στη φύση του μέσου ανθρώπου. Το ερώτημα παραμένει. Θύτες ή θύματα; Και εδώ έρχεται η περίφημη λογοκριμένη σκηνή να δώσει εν μέρη απάντηση. Η χωροφυλακή παρά το αλλιώτικο των υποσχέσεων της θα αφαιρέσει αναίτια και εν ψυχρώ την ζωή ενός εκ των άοπλων κυνηγημένων. Η κινηματογράφηση της σκηνής είναι τέτοια που δεν αφήνει περιθώρια. Μια πράξη που υπερτονίζει το αναπόδραστο του στερεοτυπικά ορισμένως "παράνομου" ανθρώπου. Δικαστής και τιμωρός η εξουσία, βάση ενός ιδιοχείρως γραμμένου νόμου. Οι εν συνεχεία ηρωικές προσπάθειες του Κοσμά είναι τουλάχιστον συγκινητικές, που αντιθέτως με τη φρουρά, θα δώσει στο συνάνθρωπο μια δεύτερη ευκαιρία οδηγώντας ουσιαστικά εαυτόν σε βέβαιο θάνατο.
Η ταινία λειτουργεί σε διπλό επίπεδο. Το πολιτικό σχόλιο του Κούνδουρου, αν και ταγμένο στις ανάγκες μιας συγκεκριμένης εποχής, είναι αριστουργηματικώς ολοκληρωμένο. Απ' την άλλη έχουμε ένα δυνατό δράμα χαρακτήρων. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται και ο θεατής θα ταυτιστεί με τους ήρωες ουκ ολίγες φορές. Αν και η πλοκή είναι καλογραμμένη, η υπερβάλλουσα εκφραστικότητα των ερμηνειών σε συνδυασμό με την υπερπηροφοριακή φύση των διαλόγων, που φαίνεται να στερεί κάθε κριτική ελευθερία στον θεατή, θέτει εν τέλη την μορφή της ταινίας κάπως πεπαλαιωμένη. Δεδομένου ωστόσο του επιεικώς φτωχού αναπαραστατικού επιπέδου του ελληνικού cinema εκείνης της περιόδου μπορούμε κάλλιστα να βρούμε ελαφρυντικά. Και οφείλουμε έναν γενικότερο σεβασμό στον κινηματογράφο του Κούνδουρου και του Κακογιάννη που εκείνη την περίοδο ατύπως αναλαμβάνουν να βγάλουν τον ελληνικό κινηματογραφικό χώρο από το κατά γενική ομολογία αδιέξοδο που βρισκόταν.
Βαθμολογία 6,5/10
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου