Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

1 Journée



Σκηνοθεσία: Jacob Berger
Παραγωγής: Switzerland / France / 2007
Διάρκεια: 95'


Μια πόλη ξένη. Μια πόλη στατική. Όλα ερμητικά κουμπωμένα στο γυάλινο σακάκι της ρουτίνας τους. Η αφθαρσία είναι ανυπαρξία. Κανείς δε βλέπει, κανείς δεν ακούει, όπως ευστοχότατα παρατηρούμε στις γιγαντοαφίσες των εναρκτήριων πλάνων, οι οποίες επαναλαμβάνονται και στη συνέχεια. Μια πόλη που περιμένει μια βροχή να την ξεπλύνει. Οι άνθρωποι που δεν περιμένουν τίποτα πια.


Σε μια τέτοια αντιπροσωπευτική μεγαλούπολη, συγκεκριμένα στη Γενεύη, έχει γυριστεί τούτη η ταινία! Ο πρωταγωνιστικός πυρήνας αποτελείται από μια τριμελή οικογένεια. Ο πατέρας γυρεύει την αυτοεπιβεβαίωσή του στο εξωγαμιαίο σεξ. Είναι δυστυχισμένος. Η "παράξενη" μητέρα συνήθισε να βλέπει την απαράλλακτη αρτιότητα των πινάκων του μουσείου που εργάζεται, και θεωρεί πως τα πάντα ορθώς διέπονται από μια ακλόνητη στατικότητα. Ο γιος θέλει να μεγαλώσει. Απορροφάει τη μαλθακότητα της μητέρας και ενθουσιάζεται με το active σύμβολο του πατέρα. Μετράει, μετράει διαρκώς. Δε μετράει δευτερόλεπτα. Δε μετράει μπαλκόνια. Μετράει τη σιωπή του, μετράει τη θλίψη του...

Όλοι έχουν πέσει θηράματα στον ιστό της ρουτίνας. Αν και ο Jacob Berger θα μπορούσε να κινηματογραφήσει με πιο χαρακτηριστική ένταση αυτή τη ρουτίνα. Ένα αναπάντεχο γεγονός στη ζωή του καθένα βάζει τη ζωή τους σε κίνηση. Ο πατέρας χτυπάει έναν πεζό κατά τη διάρκεια μιας κούρσας για την δουλειά. Η μητέρα ανακαλύπτει πως είναι εξαπατημένη. Και ο γιος τρώει μια χυλόπιτα απ' το κορίτσι των ονείρων του. Όλα αυτά τους βάζουν σε κίνηση. Ψυχοσωματική. Ο Berger βιδώνει την κάμερα του στο πάτωμα. Κοιτάει με αδιάκριτη εμμονή τους ήρωες του. Εισβάλλοντας στον ψυχισμό των σιωπών τους. Αναπτύσσοντας τη βαρβαρότητα της πραγματικότητας τους, με την ακρίβεια του εξωπραγματικού. Αυτός είναι ένας ποιητικός σουρεαλισμός.


Πρωτίστως όμως ο Berger έχει επιλέξει να κατακερματίσει τη ζωή της οικογένειας. Με μια τεχνική σαν αυτή του Gus Van Sant στο Elephant, παρακολουθεί αποσπασματικά τις ζωές των ηρώων του. Ζωές που τέμνονται και παρεκκλίνουν η μία με την άλλη. Ο Jacob Berger απομονώνει τους ήρωες του για να μας αφηγηθεί τη μοναξιά τους. Όχι τη μοναξιά στο χώρο, τη μοναξιά εντός τους. Γιατί η μοναξιά φαντάζει αναπόφευκτη ανθρώπινη συνθήκη. Και μέσα σε όλες αυτές τις αποσπασματικές ζωές βλέπουμε ένα καραβάνι συμβολισμών. Όπως το όνειρο, το ψέμα που γίνεται στάχτη στη γυάλα του πόνου του μικρού, στη σκηνή με τον ιπποπόκαμπο. Ένα τραυματισμένο σκυλί περνάει από πόρτα σε πόρτα. Και ένα κύριος, σύμβολο της τυπικότητας, ακολουθεί τις ανάσες της μητέρας. Ίσως γιατί είναι μια τραυματισμένη ψυχή αυτή που κρύβεται κάτω από τις γάζες της τελειότητας και της τυπικότητας. Και από την άλλη, ο ίδιος ο πατέρας είναι ένα σύμβολο ανασφάλειας και ενοχής. Ενοχής όχι για το αδίκημά του. Αλλά για τον τρόπο ζωής του.

Κάπως έτσι οδηγούμαστε στο λυτρωτικό του φινάλε. Με τον γιο να βρίσκεται ανάμεσα στους δύο γονιούς. Μετράει. Ένας, δύο. Και όσο μετράει τον μετράνε. Ο καθένας τον τραβάει προς το μέρος του. Η διχοτόμηση είναι αναπόφευκτη. Στη μέση πάντα το παιδί.


Ο Jacob Berger παραδίδει μια αξιοπρόσεκτη ταινία. Η οποία φέρει μια σουρεαλιστική-υπερβατική σφραγίδα. Ενώ ταυτόχρονα είναι βυθισμένη στην ρουτίνα της πραγματικότητας. Δυνάμεις εξαιρετικά αντίρροπες για να ισοσκελισθούν στην αναπαράσταση. Ο Berger θα το προσπαθήσει, αλλά το αποτέλεσμα είναι αμφισβητούμενο. Οι ποιητικοί συμβολισμοί είναι διάχυτοι. Και άλλο ένα στοίχημα είναι να εναρμονιστεί αυτή η αφαιρετική ποιητικότητα με την ντετερμινιστική-ρεαλιστική αποτύπωση της στιγμής. Ο βαθμός επιτυχίας όλων αυτών των συζεύξεων αφήνεται στη δική σας κρίση.
Βαθμολογία 7/10

2 σχόλια:

theachilles είπε...

Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την ταινία πέρυσι με τον σκηνοθέτη παρών και να συνομιλήσουμε για αρκετή ώρα μετά το τέλος της. Η παρακολούθηση της ταινίας είναι μια πολύ δυνατή εμπειρία, ωστόσο δεν μου άρεσε καθόλου ο μοιρολατρικός τρόπος με τον οποίο δένονται οι ιστορίες των χαρακτήρων, πράγμα που του επεσήμανα. Ωστόσο, αυτό που εντυπωσιάζει είναι οι ερμηνείες των μικρών παιδιών (στάθηκε και ο ίδιος πολύ στη δυσκολία αυτού του επιτεύγματος) και μερικές ευφάνταστες σκηνές για την ανάγκη μας για επικοινωνία (όλο το subplot με τον Γιαπωνέζο).

kioy είπε...

Ίσως και η επιλογή να κινηματογραφούνται ξεχωριστά οι ήρωες, να υπερτονίζει μια μοιρολατρική(όπως λες) χροιά. Ίσως και εγώ να επιθυμούσα τη σύνδεση περισσότερο συναισθηματικά και λιγότερο γεγονοτολογικά. Αλλά παρ' όλα ταύτα, κατά τη γνώμη μου, οι ισσοροπίες κρατιούνται.

υγ. Καλά τα επεισόδια με τον Γιαπωνέζο είναι φρικιαστικά αριστουργηματικά!