Σκηνοθεσία: Michelangelo Antonioni
Παραγωγής: Italy / 1950
Διάρκεια: 98'
Το "Cronaca di un amore" αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία στη φιλμογραφία του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη. Αν δεν απατώμαι πρόκειται για τη μοναδική φορά που ο Antonioni σκηνοθέτησε μια ταινία νουάρ καταβολών. Ένα ιδιότυπο νουάρ. Με περισσότερο βάρος στο ψυχογραφικό κομμάτι, και λιγότερο στην ίντριγκα και στη πλοκή. Συνθέτοντας έτσι ένα διαφορετικό κράμα απ' το "αναμενόμενο" νουάρ! Ο Antonioni δείχνει απ' την πρώτη κιόλας ταινία του, περγαμηνές ενός σπάνιου καλλιτέχνη-σκηνοθέτη-πλανοθέτη.
Αλλά ας πούμε δυο λόγια για την υπόθεση. Η Paola(Lucia Bosé), γοητευτική κυρία είναι παντρεμένη με τον Enrico, έναν ζάμπλουτο επιχειρηματία. Ο Enrico την έχει φλομώσει στην πολυτέλεια, παρέχοντας της το όνειρο της μεγαλοαστικής ζωής. Ο Enrico, διαπιστώνοντας πως δε γνωρίζει τίποτα για το παρελθόν της όμορφης γυναίκας του, και ζηλεύοντας παράφορα, θα προσλάβει ντεντέκτιβ για να ξεψαχνίσουν την προσωπική ζωή της. Στο μεσοδιάστημα, η Paola (επαν)ανταμώνει με τον αρρενωπό Guido(Massimo Girottι), και ζουν τις παθιασμένες στιγμές ενός κυκλοθυμικού και φλεγόμενου έρωτα. Ωστόσο, ανάμεσα τους πάντα καραδοκεί μια σκιά απ' το παρελθόν. Ένα ατύχημα που κόστισε τη ζωή της κολλητής της Paola και μέλλουσας γυναίκας του Guido. Ένα ατύχημα για το οποίο τη σιωπηλή ενοχή φθείρει το πρωταγωνιστικό ζεύγος.
Το "Cronaca di un amore" αποτελεί μια ταινία πρόδρομο. Καθώς περιέχει, έστω και πιο ασυγκρότητα, την προβληματική και τις ανησυχίες που θα μας στοιχειώσουν στη μετ' έπειτα καριέρα του Antonioni. Η αλλοτρίωση, η (δια)φθορά -εσωτερική και εξωτερική-, η (εκ)πτώση -συλλογική και ατομική- είναι διακριτικά ακουμπισμένες στα ασπρόμαυρα καρέ. Ενώ η ραχοκοκαλιά διαποτίζεται από συνεχές σχόλιο ταξικού δυϊσμού. Ο ταξικός διαχωρισμός παρατηρείται σε όλες του τις αποχρώσεις. Τόσο στα ρούχα-κουστούμια, όσο και στις συμπεριφορές των ανθρώπων, όσο και στους ίδιους τους ήρωες(υποστατικά). Ακόμα και μέσα στην καθημερινότητα της πόλης της Ρώμης, η οποία προσπελαύνεται διαρκώς από τρόλεϊ(λαϊκό μέσο) και από αυτοκίνητα(αστικό μέσο), κάτι που τελικά αποτελεί και διακριτικό κριτήριο ταξικής ταυτότητας και διχασμού εντός της κοινωνίας. Ωστόσο επιτρέψτε μου να μην ασχοληθώ περεταίρω με τη θεματολογία της ταινίας αυτή καθ' αυτή, αλλά με την πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφική γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Antonioni.
Αλλά πιο πάνω μίλησα για κινηματογραφική γλώσσα! Αυτό που θα ήθελα να επισημάνω είναι ο τρόπος που ο Anotnioni διαχειρίζεται την έννοια του background. Τι εννοώ; Η αναπαράσταση στο κινηματογραφικό κάδρο, την κάθε στιγμή, δεν αντιστοιχεί σε μια ντετερμινισμένη και περιορισμένη χρονικά κατάσταση. Αντιθέτως, η κινηματογραφική αναπαράσταση έχει ως υπόβαθρο τόσο τον χώρο, όσο και τον χρόνο. Η κάθε στιγμή δηλαδή συνδέεται αναπόσπαστα με τον προγενέστερο χρόνο, και αξεδιάλυτα με την εσωτερική ψυχοσύνθεση των ηρώων, αλλά και του διαδραματιζόμενου χώρου. Για να επιτύχει όλα τα παραπάνω ο Antonioni επιστρατεύει ένα σκηνοθετικό τέχνασμα, αλλά και ένα αφηγηματικό.
Ως προς το σκηνοθετικό τέχνασμα, ο Antonioni ορίζει τα κάδρα του με ένα σχεδόν απύθμενο βάθος πεδίου. Άλλωστε, η επιλογή αυτή σε συνδυασμό με την εναρκτήρια σεκάνς, ανάγκασε την επίσημη κριτική να παρομοιάσει αισθητικά(και θεματικά) το Cronaca di un amore με το Citizen Kane. Το βάθος πεδίου δίνει ένα σημαντικό προνόμιο στον κινηματογραφιστή. Του δίνει το δικαίωμα να πολλαπλασιάζει τη δράση μέσα στον κινηματογραφικό χώρο. Καθώς οι ήρωες, τα αντικείμενα, το σκηνικό(φυσικό και υλικό) απλώνεται σε μεγαλύτερες διαστάσεις. Έτσι και εδώ ο Antonioni γεμίζει το background του κάδρου με σημαντικές λεπτομέρειες. Οι οποίες διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αισθητική ανάγνωση του έργου, αλλά και στην οντολογική υπόσταση του κάδρου(βλέπε φώτο 1). Όμως δεν είναι αυτός ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο ο Ιταλός σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται το βάθος πεδίου. Ο κυριότερος τρόπος είναι η κίνηση των ηρώων στο κυριολεκτικά απέραντο κινηματογραφικό κάδρο. Οι ηθοποιοί κινούνται αδιάκοπα μπροστά απ' το φακό. Και έτσι τα είδωλα τους μεγεθύνονται ή συρρικνώνονται ανάλογα με την απόσταση τους από την κινηματογραφική μηχανή. Το μέγεθος τους στο κάδρο κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Ο ηθοποιός που ποζάρει πλησιέστερα στην κινηματογραφική μηχανή αποκτάει μια μεγεθυμένη εικόνα σε σύγκριση με τον έτερο ηθοποιό που αποσταίνει. Αυτή η ασυμμετρία μεγέθους αντιστοιχεί συνήθως στη συναισθηματική, αλλά και σε κάθε πιθανή, υπερίσχυση του ενός έναντι του άλλου. Μόνο που αυτή η υπερίσχυση είναι τόσο ρευστή και ευμετάβλητη, που αναγκάζει τους ηθοποιούς να αλλάζουν θέση μέσα στο ίδιο κινηματογραφικό κάδρο ανάλογα τη χρονική στιγμή(βλέπε φωτογραφίες 2,3).
[Φώτο 2] [Φώτο 3]
Ας περάσουμε τώρα στο αφηγηματικό τέχνασμα που χρησιμοποιεί ο Antonioni για να δώσει χρονικό background-βάθος στις στιγμιαίες κινηματογραφικές αναπαραστάσεις. Ο ιταλός auteur αξιοποιεί κάλλιστα τον off χρόνο, ο οποίος είναι παραπάνω από ευδιάκριτο ότι καταγράφεται ανεξίτηλα στην ψυχοσύνθεση των ηρώων. Συγκεκριμένα, πληροφορούμαστε πως πριν μια εφταετία είχε συμβεί ένα ατύχημα που είχε στοιχίσει τη ζωή της μέλλουσας γυναίκας του Guido, η οποία ήταν και κολλητή της Paola. Αυτό το ατύχημα δεν το βλέπουμε με απτό τρόπο ποτέ. Όμως είναι παραπάνω από ορατό στις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές του ζεύγους. Μια σκιά ενοχής που υπερβαίνει κάθε λογική και μια εκκωφαντική σιωπή διαμορφώνουν καταλυτικά τον ψυχισμό των ηρώων. Έτσι η κάθε παροντική στιγμή γεφυρώνεται με το παρελθόν. Το οποίο επιδρά συνειδητά και ασυνείδητα στο τώρα. Ενός τώρα που δε μπορεί να οριστεί αυθύπαρκτα.
Είπα πως δε θα ασχοληθώ με τη θεματολογία, όμως θα ήθελα να ανφέρω μια παρατήρηση μου για επίλογο. Απ' την πρώτη κιόλας ταινία του ο Antonioni διαχωρίζει τον εξωτερικό απ' τον εσωτερικό κόσμο. Τον υλικό απ' τον ψυχικό. Καθώς όπως παρατηρούμε στον εξωτερικό κόσμο συμβαίνουν δυο ατυχήματα, θεωρητικά Θείο δώρο, τα οποία θα επέτρεπαν στο παθιασμένο ζευγάρι να βιώσει ανεμπόδιστα τον έρωτα του. Όμως στον εσωτερικό κόσμο οι επιπτώσεις είναι εξ' ολοκλήρου αντίθετες. Τα δύο δυστυχήματα τραυματίζουν την εσωτερική ένωση της Paolas με τον Guido. Τα δύο ατυχήματα είναι μια σκιά, ή καλύτερα μια μουτζούρα στον έρωτα τους. Η αβάσταχτη μουτζούρα εκείνη που καθρεφτίζεται στο (εσωτερικό) είδωλο του ενός, καθώς αυτό προσπελαύνεται απ' την (εσωτερική) θέαση του άλλου.
Βαθμολογία 8/10
3 σχόλια:
Φίλε μου, είσαι θεούλης μόνο που είδες αυτή την ταινιάρα. Καλό κείμενο.
Ο Αντονιόνι στο "Χρονικό ενός έρωτα" είχε ήδη ενσωματώσει εν σπέρματι όλα τα στοιχεία που θα ανέπτυσσε στην ωριμότητά του.Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτή η ταινία προηγήθηκε της "Κραυγής",όπου ο σκηνοθέτης μοιάζει να υπαναχωρεί σ'ένα είδος πιο κλασικής αφήγησης.(χωρίς μ'αυτό να θέλω να μειώσω την αξία της "Κραυγής",που καλλιτεχνικά τη θεωρώ πιο ολοκληρωμένη από το "χρονικό")
Όλα σωστά,άρτια δομημένα και ατμοσφαιρικά σ'αυτό το ιδιότυπο φιλμ νουάρ του Αντονιόνι,εκτός από την επίμονη χρήση της μουσικής,η οποία αν και λειτουργεί αποτελεσματικά ως μοτίβο που επιτείνει την αίσθηση του μυστηρίου,τελικά αποβαίνει ενοχλητική κι αποσπά τον θεατή...
@Πανοσ
Ευχαριστώ. Είσαι από τους λίγους που αναγνωρίζουν τα περί Θεότητας μου!
@Ετερώνυμος
Η επίμονη χρήση της μουσικής είναι μια ευστοχότατη παρατήρηση. Κάτι που μας ξενίζει, έχοντας υπ' όψιν την μετ' έπειτα φιλμογραφία! Αν και νομίζω πως μια ταινία ίσως να αδικείται(ως προς τον εαυτό της) όταν είναι καταρραμένη να αντιπαραβάλλεται ευθέως με τα υπόλοιπα τέκνα του πατέρα της!
Δημοσίευση σχολίου