Τρίτη 6 Μαΐου 2008

Η ΣΕΝΑΡΙΟΣΥΓΓΡΑΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ



Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να καταρτίσει τεχνικά τον επίδοξο σεναριογράφο ή να ακονίσει τις πέννες των ήδη μυημένων στο χώρο. Αυτή την ευθύνη την αφήνουμε στις αρμόδιες δραματικές σχολές και στα διάφορα βιβλία που έχουν γραφτεί κατά καιρούς. Σκοπός του γραφιά λοιπόν είναι να μεταφέρει λίγα πράγματα σε σχέση με την Ελληνική πραγματικότητα σε θέματα που αφορούν το σενάριο μέσα από την μικρή εμπειρία, τις γνώσεις και κυρίως την κρίση του.

Εξ αρχής θα ήθελα να γίνει κατανοητό ότι το σενάριο είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους για την «κατασκευή» μιας ταινίας. Αν παραλληλίζαμε την διαδικασία της φιλμοκατασκευής με αυτή της οικοδομικής κατασκευής τότε το σενάριο θα είχε όμοια βαρύτητα με αυτή που έχουν τα αρχιτεκτονικά σχέδια για την οικοδομή, αφού το σενάριο είναι το σχέδιο βάση το οποίο χτίζεται δημιουργικά η επικείμενη ταινία. Με εμπειρικούς όρους θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι: ένα πολύ καλό σενάριο μπορεί να εξασφαλίσει τουλάχιστον μια αποδεκτή ταινία, τηρουμένων πάντα των αναλογιών.

Όμως τι χρειάζεται στα αλήθεια ένας ενδιαφερόμενος για να ποιήσει ένα σενάριο; Χρειάζεται ιδέες. Ιδέες που είναι διατεθειμένος να τις μετουσιώσει στο χαρτί σε μια πρώιμη κινηματογραφική ιστορία. Και επειδή το cinema, όπως είναι ευρέως αντιληπτό, είναι μια ιστορία ειπωμένη με εικόνες, ο σεναριογράφος καλείται να οπτικοποιήσει τις ιδέες του στο χαρτί. Το σενάριο όμως δεν παύει πρωτίστως να είναι μια διαδικασία συγγραφής. Όπως κάθε διαδικασία συγγραφής(μυθιστόρημα, δοκίμιο, νουβέλα, δημοσιογραφικό άρθρο κλπ) έτσι και το σενάριο προαπαιτεί από τον ενδιαφερόμενο σεναριογράφο να έχει στοιχειώδης αφηγηματικές ικανότητες και λογοτεχνικές γνώσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να χειρίζεται με «βασιλικό» τρόπο το λεξιλόγιο, καλείται όμως να μπορεί να χειριστεί και να κατευθύνει την γραφή του. Είναι όμως αυτά αρκετά για έναν σεναριογράφο; Θα απαντήσω πως όχι. Χρειάζονται απαραίτητα δυο ακόμα στοιχεία. Η προσαρμοστικότητα και η κινηματογραφική κουλτούρα, τις οποίες και θα αναπτύξω στις δυο επόμενες παραγράφους μου.

Τι εννοώ με τον όρο προσαρμοστικότητα; Λοιπόν κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε πως μιλάμε για καλλιτεχνική ταινία. Έτσι σε οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο και δη περισσότερο στην Ελλάδα, όπου η κινηματογραφική πραγματικότητα είναι ακόμα φτωχότερη πρέπει να συμμορφωθείς με ορισμένους παράγοντες. Πρέπει δηλαδή να προσαρμοστείς στις αντικειμενικές συνθήκες μιας καλλιτεχνικής ταινίας. Και ένα εύλογο ερώτημα ακούει στο ποιες είναι αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες; Μια ταινία που εντάσσεται στο προαναφερθέν ύφος είναι συνδεδεμένη με προβλήματα χρηματοδότησης. Οι καλλιτεχνικές ταινίες στην Ελλάδα, λόγω της απουσίας ενός ευρύ κοινού, έλλειψη παράδοσης στις ποιοτικές ταινίες αλλά και τις δυσκολίες της παγκόσμιας διανομής -την οποία ελέγχουν ισχυροί παίκτες όπως Αμερική, Γαλλία κλπ- είναι σχεδόν καταδικασμένες σε μηδαμινό οικονομικό όφελος ή ακόμα και σε κόστος. Αυτό τις κάνει μη ελκυστικές ως και απωθητικές σε ενδεχόμενους χρηματοδότες. Αποτέλεσμα είναι ένα χαμηλό διαθέσιμο budget για τις καλλιτεχνικές ταινίες που προέρχεται κυρίως από το Ε.Κ.Κ.(Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου), ΕΡΤ και λίγους ακόμα θεσμικούς φορείς, καθώς και από ίδια κεφάλαια των συντελεστών της ταινίας. Έτσι ο ενδιαφερόμενος σεναριογράφος καλείται να προσαρμοστεί σε αυτή την πραγματικότητα, αλλά και όποιες άλλες παρουσιαστούν, και να συγγράψει ένα όχι μόνο άρτιο αφηγηματικά σενάριο, αλλά και ένα υλοποιήσιμο σενάριο. Κάτι που σημαίνει πως πρέπει να παραιτηθεί από μεγαλόπνοα σχέδια. Δηλαδή από σενάρια που έχουν πολλές οικονομικές ανάγκες(μεγάλα cast, πλούσια εφέ, ποικίλη φύση εξωτερικών γυρισμάτων κλπ) και να αφοσιωθεί σε αυτά και μόνο αυτά που μπορούν να πραγματοποιηθούν.

Ας έρθουμε τώρα στον δεύτερο όρο, αυτόν της κινηματογραφικής κουλτούρας. Για αυτόν τον όρο θα χρησιμοποιήσω μια υπαρκτή τάση. Πολλές φορές έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν το φαινόμενο συνεργασίας παραγωγών ή σκηνοθετών με διάφορους βιβλιοσυγγραφείς. Αυτό το εγχείρημα συνήθως απομένει μη υλοποιήσιμο ή αναποτελεσματικό. Ο λόγος είναι ότι αν και οι συγγραφείς διψούν για να δουν το βιβλίο τους στην μεγάλη οθόνη, δεν έχουν την απαραίτητη κινηματογραφική κουλτούρα ώστε να εξασφαλισθεί μια καρποφόρα συνεργασία. Δεν δείχνουν φιλικοί προς την υπάρχον πραγματικότητα ούτε διατεθειμένοι να κάνουν τις απαραίτητες παραχωρήσεις, ενώ ακόμα και η γνώση τους παρουσιάζεται ελλειπής. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά γεγονότα που χαρακτηρίζουν την έλλειψη κινηματογραφικής κουλτούρας: πολλές φορές αξιώνουν αμοιβές όμοιες με αυτές που δίνουν οι μεγάλες παραγωγές μεγάλων studio του εξωτερικού, άλλες φορές επεμβαίνουν στη δουλειά του σκηνοθέτη μη μπορώντας να αποδεχτούν πως η αρμοδιότητες τους τελειώνουν στη συγγραφή του σεναρίου, ενώ ακόμα δεν έχουν την διάθεση να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα που αναφέραμε πιο πριν. Έτσι τέτοιες συνεργασίες είναι μάλλον «επικίνδυνες» καθώς η διαδικασία της φιλμοκατασκευής πρέπει να γίνεται με αρμονικές συνθήκες και αμοιβαίες παραχωρήσεις ώστε να αποφευχθούν οι εσωτερικές διαμάχες και να αντιμετωπιστούν οι εξωτερικές δυσκολίες.

Κάτι που μπορεί να ρωτάει κάποιος είναι το αν αξίζει κάποιος να γράψει ένα σενάριο. Εγώ θα απαντήσω ανεπιφύλακτα πως αξίζει και θα θεμελιώσω αυτή την άποψη μου σε εσωτερικούς παράγοντες. Όταν ένας συγγραφέας και οποιοσδήποτε άλλος δημιουργός στέκεται απέναντι από το πεδίο δημιουργίας του, καλείται να αντιμετωπίσει μια πρόκληση. Να καταφέρει να ελευθερώσει τις μέσα του αλήθειες, να τους δώσει μορφή και να τις επικοινωνήσει στο περιβάλλον του. Και αυτή η εσωτερική πάλη είναι αυτή που δίνει μορφή, νόημα και αξία στα σχήματα και σε εκείνες τις αψηλές αλήθειες που καλείται να ποιήσει ο δημιουργός. Έτσι το σενάριο είναι η αντανάκλαση του εσωτερικού κόσμου του συγγραφέα και μάλιστα προσβάσιμη στο κοινό στο οποίο αποσκοπεί. Έτσι λοιπόν, μόνο και μόνο απέναντι σε αυτή την πρόκληση θα έλεγα πως αξίζει!

Το δεύτερο ερώτημα που τώρα γεννάται είναι αν υπάρχει πρόσφορο έδαφος ώστε ένας σεναριογράφος να μπορέσει να επικοινωνήσει την δουλειά του στο κοινό. Δηλαδή αν το σενάριο είναι καταδικασμένο να μείνει σκονισμένο στα ράφια του σπιτιού του ή αν υπάρχουν πιθανότητες να ολοκληρώσει τον σκοπό του και να προαχθεί ως το σενάριο μιας ταινίας; Σε αυτό το δύσκολο ερώτημα θα προσπαθήσω να απαντήσω στην επόμενη μου παράγραφο.

Σύμφωνα με λόγια παραγωγών, σκηνοθετών και λοιπών αρμόδιων στον χώρο τα σενάρια είναι ένα αντικείμενο περιζήτητο για αυτούς. Ωστόσο δεν κρύβουν την δυσαρέσκεια και την μη ικανοποίηση τους για εκείνα που τους αποστέλλονται κατά καιρούς. Δυσαρέσκεια γιατί όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι στα σενάρια διαβλέπουν κάποιο είδος συγγραφικών απωθημένων και μάλιστα απωθημένων αδιάφορων προς μια κινηματογραφική ταινία. Κατά το πλείστον τα σενάρια αυτά έχουν κυρίαρχο θέμα το ερωτικό ενώ λογοτεχνικά-αφηγηματικά παρουσιάζονται ιδιαίτερα φτωχά. Έτσι παρά την δίψα των αρμοδίων για σενάρια από «ανεξάρτητους» συγγραφείς που θα τους αφαιρέσουν κόπο και πιθανόν κόστος, τέτοια εγχειρήματα σπάνια καρποφορούν. Το γεγονός λοιπόν των φτωχών σεναρίων σε συνδυασμό με την εμπιστοσύνη, την τάση αλλά και την προτίμηση των σκηνοθετών να υλοποιήσουν κάτι δικό τους , ωθεί τους τελευταίους στο να γράψουν από μόνοι τους τα σενάρια των ταινιών τους. Κάτι που θα ήθελα να αναφέρω ακόμα είναι ότι οι παραγωγοί-σκηνοθέτες σημειώνουν πολλά περιστατικά ανθρώπων που εμφανίζονται μπροστά τους αναγγέλλοντας τους πως έχουν εξαιρετικές ιδέες για ένα σενάριο. Ωστόσο νικημένοι συνήθως από την συγγραφική οκνηρία δεν υλοποιούν σχεδόν ποτέ τις ιδέες τους. Αυτό το αναφέρω για να τονίσω σε κάθε ενδιαφερόμενο πως πρέπει να νικήσει την οκνηρία και να σταθεί επιβλητικά και αποφασιστικά απέναντι από το θέμα της συγγραφής του σεναρίου ώστε να μπορέσει και να το ολοκληρώσει.

Το ερώτημα τώρα είναι αν ένας φιλόδοξος σεναριογράφος πρέπει να εκλαμβάνει την προαναφερθέν πραγματικότητα ως αντικίνητρο. Η απάντηση είναι όχι. Η διαφαινόμενη δίψα των αρμοδίων για σενάρια από μόνη της εξασφαλίζει σε πρώτο επίπεδο πως το κείμενο τους έχει πιθανότητα να ολοκληρώσει το σκοπό του. Αυτό που χρειάζεται λοιπόν ο διαφαινόμενος σεναριογράφος είναι ένα καλό σενάριο. Ο Syd Field στο βιβλίο του ΤΟ ΣΕΝΑΡΙΟ αποκαλύπτει πως όταν εργαζόταν για μια μεγάλη Αμερικανική Εταιρεία ως κριτής σεναρίων απέρριπτε με ευκολία ένα σενάριο. Και αυτό γιατί δουλειά του ήταν να διαβάζει όσο το δυνατόν περισσότερα σενάρια. Κάτι που τον αποδέσμευε από την δυσκολία του να διαβάσει ολόκληρα τα σενάρια με τα οποία καταπιανόταν. Έτσι ο ενδιαφερόμενος σεναριογράφος καλείται να κερδίζει τον αναγνώστη του με την κάθε σελίδα.

Με την περάτωση της συγγραφικής διαδικασίας ο δημιουργός έχει πλέον χειροπιαστό το αποτέλεσμα της δουλειάς του. Η σχέση σεναρίου-σεναριογράφου είναι όμοια με αυτή πατέρα-παιδιού. Το σενάριο ακόμα και αν δε φτάσει στην τελική του μορφή, δηλαδή το κείμενο πάνω στο οποίο θα βασιστεί μια ταινία, δεν παύει να είναι ένα εν δυνάμη έργο στα χέρια του δημιουργού. Ο δημιουργός έχει κάθε δικαίωμα πάνω του, μπορεί να το βελτιώσει έτσι όπως υπαγορεύει η κρίση του και μπορεί να το προωθήσει με τον τρόπο που αυτός επιθυμεί. Όμως επειδή στον χώρο της Τέχνης παρατηρούνται εντόνως φαινόμενα κλοπής θα συμβουλεύαμε στον δημιουργό να κατοχυρώσει τα πατρικά δικαιώματα πνευματικής διαδικασίας με κάποια συμβολαιογραφική πράξη.

Για να τελειώσω αυτό το κείμενο θα ήθελα να αναφέρω πως ο χώρος της σεναριοσυγγραφής στην Ελλάδα είναι ένας χώρος που χαρακτηρίζεται από έντονη ξηρασία. Θα ήθελα να παρακινήσω όσους ενδιαφέρονται για την συγγραφή ενός σεναρίου να προχωρήσουν απτόητοι προς αυτή την κατεύθυνση αλλά και να είναι πάντοτε εφοδιασμένοι με την απαραίτητη καλλιτεχνική ευαισθησία. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν μπορεί οποιοιδήποτε να γράψει ένα καλό σενάριο, όμως ένα καλό σενάριο μπορεί να προέρχεται από οπουδήποτε…

4 σχόλια:

Γιώτα Παπαδημακοπούλου είπε...

Εξαιρετικό κείμενο Kioy!
Μπράβο σου!!! Πάντα τέτοια!

kioy είπε...

Να είσαι καλά Γιώτα μου, σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια!

dunno είπε...

τον τελευταίο καιρό τρέχω σαν παλαβός να τα προλάβω όλα, κι αυτό το κείμενο σου όσο κι αν με είχε τραβήξει από την αρχή, μου είχε μείνει αχτι γιατί δεν προλάβαινα ποτέ να το διαβάσω όπως θα ήθελα, προσεχτικά και αφοσιωμένα.

τελικά αν και αργά τα κατάφερα, και πραγματικά χάρηκα που του έδωσα τον χρόνο που χρειαζόταν.μου αρέσει ο τρόπος που γράφεις και χαίρομαι που πέραν των ταινιών αποφάσισες να έχεις και τέτοια εμβόλιμα ποστ.

μένω στο τελειώμα του ποστ που συνοψίζει εξαιρετικά την ουσία του, κι αντιπροσωπεύει τις σκέψεις που είχα όταν το διάβαζα, και ελπίζω να συνεχίσω να βλέπω τέτοια κείμενα από σένα, κι ας ψάχνω με το κυάλι για λίγο ελευθερο χρόνο.

kioy είπε...

@dunno
Να 'σαι καλά φίλε μου, σε ευχαριστώ τόσο για την ανάγνωση σου όσο και για την προσοχή που του έδωσες, και χαίρομαι αν βρήκες κάτι ενδιαφέρον εδώ.

Θα σου ευχηθώ στο μέλλον να ξεμπλέξεις απ' όσα ψαλιδίζουν τον χρόνο σου, ώστε να βρεις αύθονο ελεύθερο τέτοιο, ώστε να μπορείς να τον αφιερώσεις και να τον δωρήσεις με τον τρόπο που ορίζει η βούληση σου στον εαυτό σου! Αυτό το δώρο όλοι μας το 'χουμε ανάγκη!

Καλή σου νύχτα!