Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

A torinói ló




Σκηνοθεσία: Béla Tarr-Ágnes Hranitzky
Παραγωγής: Hungary / France / Germany / Switzerland / USA / 2011
Διάρκεια: 146'

Πάνω σε μαύρο ο Bela Tarr μας γράφει τη γνωστή ιστορία του Νίτσε: Παίρνοντας μια άμαξα για το Τορίνο, το άλογο πεισμώνει και κοκαλώνει. Ο αμαξάς το ραπίζει μανιωδώς με το μαστίγιο. Ο Νίτσε το παίρνει αγκαλιά. Και εκ τότε, περνάει 10 χρόνια βαθιάς κατάθλιψης, μέχρι το θάνατό του. Όπως συμβαίνει με όλα τ' άσημα, "την συνέχεια στην ιστορία του αλόγου" δεν τη μάθαμε ποτέ. Τα περίπου 150 λεπτά που ακολουθούν είναι μια μυθοπλαστική προσέγγισή της.

Ο Bela Tarr, με τη συμμετοχή της Agnes Hranitzky, σκηνοθετεί τις επόμενες έξι μέρες των ιδιοκτητών του αλόγου, σε περίπου δυο δεκάδες μονόπλανες, θαυμαστά φωτογραφημένες, σκηνές. Στο πνιγηρό περιβάλλον ενός μισοερειπωμένου σπιτιού, πατέρας και κόρη, υποδέχονται απαράλλακτα τη μία μέρα μετά την άλλη. Η κόρη βοηθά τον μονόχειρα πατέρα να ντυθεί, να γδυθεί. Κούτσουρα για τη σόμπα. Δυο βραστές πατάτες. Δυο ποτήρια παλίνκα. Ρέμβη στο κάδρο του παραθύρου. Νερό απ' το πηγάδι. Ύπνος. Αυτές είναι οι δραστηριότητες που συνθέτουν τη φωτοτυπημένη καθημερινότητα. Στο μεταξύ, ένας θανατηφόρος αέρας μαστιγώνει τα πάντα, φέροντας το μήνυμα της καταστροφής μιας αναπόδραστης φυσικής απειλής. Στο εξαήμερο που τους παρακολουθούμε ορισμένα συμβάντα φιλοδοξούν, μάταια όπως αποδεικνύεται, να αναστατώσουν την πνιγηρή καθημερινότητα. Ένας "χαλασμένος" γείτονας -όπως χαλάει κάποιος που περιθωριοποιείται επειδή γνωρίζει μια αλήθεια- μονολογεί φανατισμένα ένα λογύδριο(που αποτελεί και τη μοναδική παρουσία [σχεδόν] δομημένου λόγου στην ταινία) που συνοψίζεται στο: "ό,τι αγγίζουμε το εκφυλίζουμε". Μια ομάδα τσιγγάνων πλησιάζουν το σπίτι. Το πηγάδι στερεύει. Ενώ το άλογο, πεισματικά και ανεξήγητα, αρνείται να εργαστεί και να τραφεί.


Ο Bela Tarr σκηνοθετεί σε μια γλώσσα υπό αφανισμό. Με μονοπλάνα που καθιστούν δυνατό αυτό που αρνείται κατηγορηματικά ο κινηματογράφος του μοντάζ: να εκτεθεί ο θεατής στη φυσική(νατουραλιστική) διάσταση του χρόνου. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον χώρο. Ο οποίος δεν παρουσιάζεται πλέον τμηματικά όπως στο αναλυτικό ντεκουπάζ, αλλά σε μια συνέχεια που του προσδίδει μια χαρακτηριστική ιερότητα. Η αλλαγή του κάδρου οφείλεται αποκλειστικά στην κίνηση της κινηματογραφικής μηχανής, κι έτσι δεν περνάμε από κάδρο σε κάδρο, αλλά μέσα απ' το ίδιο κάδρο οδηγούμαστε σε ένα νέο, που μπορεί κάλλιστα να είναι το ίδιο. Η περιήγηση, δηλαδή, στο χώρο πραγματοποιείται με τρόπο συνεχή. Ενώ η δραματουργική δράση αποκτά την πλέον εσωτερική διάσταση. Και συντίθεται από την εναλλαγή των θέσεων των υποκειμένων, τις αποστάσεις αναμεταξύ τους, αλλά κι απ' τον φακό(ένα υποκείμενο-αντικείμενο πλησιέστερα στο φακό σε σχέση μ' ένα άλλο, συνηθίζεται να ενέχει αναλόγως πιο σημαντική θέση στη δραματουργία, δεδομένου ότι λαμβάνει περισσότερη προσοχή), αλλά και τις κινήσεις της κινηματογραφικής μηχανής. Δεδομένης της "ιερότητας" του χώρου στη μονόπλανη κινηματογράφηση , και το παραμικρό στοιχείο που περιέχεται σ' ένα κάδρο, ενέχει άκρως σημαντικό ρόλο στην αφήγηση. Η οποία επιτυγχάνει, απ' τη μία να είναι αφαιρετική(δεδομένης της λιτής αισθητικής), κι απ' την άλλη να ξετυλίγεται μέσα κι απ' την παραμικρή λεπτομέρεια.


Το A torinói ló όμως υπονομεύει αυτή τη δυναμική άποψη του μονοπλάνου. Γιατί η "δράση", επαναλαμβάνεται απαρέγκλιτα, απ' την δεύτερη κιόλας φιλμική μέρα. Οι κινήσεις, η σημαντικότητα του χώρου, οι αναλογίες, οι αποστάσεις, τα πάντα εκμηδενίζονται. Καθώς το σύνολο των μονοπλάνων, παρ' ότι ιδωμένα από διαφορετικές γωνίες την εκάστοτε μέρα, παρά την (νωχελική) κίνηση εντός αυτών, οδηγούν στη νομοτελειακή επαλήθευση της ίδιας και μουντής καθημερινότητας. Θα περίμενε κανείς, πως το παραπάνω στοιχείο, θα καθιστούσε την μονόπλανη αισθητική δυσλειτουργική. Κάθε άλλο. Φαντάζει μάλλον υπερλειτουργική, καθώς η ασφυξία εντείνεται ως τα όρια της.

Πατέρας και κόρη μοιάζουν να έχουν ενσωματωθεί, να έχουν χωνευθεί, αναπόδραστα σ' αυτή την πυώδη και σκουριασμένη ακολουθία των μικρών κινήσεων. Σα να εκτελούν απαρέγκλιτα κάποια τελετουργία. Ή καλύτερα σαν η τελετουργία να τους εκτελεί. Είναι οι ίδιοι υποχείριο των κινήσεων τους. Τις οποίες εκτελούν παντελώς μηχανικά. Σα να υπάρχουν, ως σκέτα κουφάρια ύλης, χωρίς συνείδηση, χωρίς τίποτα πνευματικό, σάρκινοι μοχλοί που θέτουν σε λειτουργία την ίδια και την ίδια μηχανολογία με απαρέγκλιτη ευλάβεια. Μέσα στην αδιάκοπη επανάληψη, της παντελούς απουσίας, κάτω απ' τον ίσκιο της συνήθειας, και της τραγικής συμμετοχής, το ανθρώπινο οδηγείται μέσω φθοράς στον εκφυλισμό του, και καταληκτικά στον αφανισμό. Μόνο το άλογο αρνείται. Αρνείται να εργαστεί. Αρνείται να τραφεί. Αρνείται να ακολουθήσει έναν κόσμο που αφανίζεται.


Κι ο Bela Tarr χειρίζεται τα πάντα αριστουργηματικά σ' αυτό το λυτρωτικά απαισιόδοξο πόνημα. Αν κάτι κάνει τον κινηματογράφο ζωτικό -δεδομένου ότι η όψιμη πλευρά οφείλεται στη φωτογραφία- είναι το φως. Ο Ούγγρος auteur, στην κατά τα φαινόμενα τελευταία του ταινία, κάνει κάτι ιδιοφυές. Βυθίζει στο σκοτάδι την τελευταία σεκάνς. Απαιτεί ένα τέλος. Ένα τέλος κινηματογραφικό, ένα τέλος ιστορικό, ένα τέλος συμπαντικό. Ένα τέλος στην παρακμάζουσα τροχιά της ανθρωπότητας. Όχι γιατί πιστεύει στη διαδοχή κάποιας άνθισης, ή κάποιας αναγέννησης. Αλλά γιατί ελπίζει στην παύση αυτής της αφόρητης γεύσης. Ως πότε μπορεί το α-λογό να αρνείται;

Δεν υπάρχουν σχόλια: