Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Τόκος


Του Δημήτρη Δημητριάδη
Σκηνοθεσία: Λευτέρης Βογιατζής
Ερμηνεύουν: Γιώργος Γάλλος, Παντελής Δεντάκης, Δημήτρης Ήμελλος, Αλεξία Καλτσίκη, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιάννης Νταλιάνης, Αγγελική Παπαθεμελή, Ρένη Πιττακή.

Σε μια απέραντη έκταση, που δύσκολα μα πολύ δύσκολα γεμίζει, συνειδητά χωρικά και χρονικά απροσδιόριστη, μια ομάδα ανθρώπων, αντιπρόσωποι της κυρίαρχης τάξης, γιορτάζουν θαμπωμένοι, μα στην πραγματικότητα νεκρικά -όπως επιτάσσει η επιβεβλημένη τελεστικότητα κάθε συνήθειας-, την γέννηση ενός παιδιού.

Αν η ζωή έχει νόημα, αυτό είναι ως ένας τόπος φυγής: μέσα από το νέο, το καινούριο που έρχεται. Στη χαοτικά μεγάλη σκηνή του Τόκου όμως, το έδαφος είναι εφιαλτικά άγονο. Ό,τι φυτρώνει σ' αυτό είναι καταδικασμένο σε μαρασμό. Το έδαφος, το περιβάλλον είναι αυτό που ανατρέφει την πλάση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ανθρώπινου είδους τη στρεβλώνει. Διότι αυτό το έδαφος είναι πλημμυρισμένο από επινοήματα που προϋπάρχουν και που προκαθορίζουν τη μοίρα στο καθετί που έρχεται. Ένας οχετός από επινοήματα, από συμπεριφορές κι έναν επιβεβλημένο υπερσηπτικό τρόπο ζωής που καταδικάζει το καινούριο στην τιμωρία του παρελθόντος. Και το αγέννητο στην ανυπαρξία. Ο μαστός που βυζαίνουμε είναι κατάμαυρος από μόλυνση. Η γέννηση γίνεται συνώνυμο της παλαιότητας. Ένας τέλειος μηχανισμός, για έναν αναπόδραστο βρόγχο αναπαραγωγής των όσων ήδη έχουν συμβεί.

Το έργο του Δημητριάδη είναι αθυρόστομο. Είναι υπερβολικά αθυρόστομο. Ακόμα και αν η hype αθυροστομία έχει πάψει να προκαλεί, η γλώσσα είναι επιβεβλημένη: εξαπόλυση οργής, πυώδης, κατά του ανθρώπινου γένους: αυτού που πρωταγωνιστεί και αυτού που παρακολουθεί. Οργή για τη μανία μας, για τη λαγνεία της κατάκτησης, για την άνευ όρων προσαρμογή μας στον υλικό χώρο με σκοπό την κατάκτηση ενός ξεροκόμματου ευμάρειας, με αντάλλαγμα την οριστική παραίτησή μας από τον πνευματικό χώρο. Είμαστε εμείς που καταδικάζουμε το καθετί καινούριο να ζει κατ' εικόνα του παρελθόντος. Εμείς, διότι έχουμε επινοήσει ένα σωρό από καταφθαρμένους μηχανισμούς υποδοχής σε καθετί νέο, σε καθετί ασυνήθιστο, σε καθετί αλλότριο. Έτσι, που η ανέραστη και υπαλληλική υποδοχή παλιώνει το καθετί, και το καθιστά ανώδυνο, αυτόματα απ' το πρώτο άγγιγμα. Είναι λοιπόν αυτή η συμπεριφορά, η συμπεριφορά του πνευματικού θανάτου, που δημιουργεί αξεχρέωστους τόκους για κάθε νέα γενιά. Αδύνατον να πληρωθούν. Η υπόκυψη στην πληρωμή πληρωμή τους, η συνήθεια και η προσαρμογή δηλαδή σε αυτό το άγονο έδαφος, είναι αυτή που γεννάει και επιβάλλει τους νέους τόκους. Μέσα σε μια αναπόδραστη κυκλικότητα.

Όχι, ο "Τόκος" δεν είναι ένα έργο απαξίωσης της γέννησης. Ούτε ένα έργο που καταφέρεται ευκόλως με βλαστήμιες για το παρελθόν. Είναι ένα έργο με πόνο και οργή για την κατάντια της ανθρώπινης φύσης. Στην πραγματικότητα είναι ένα έργο που υμνεί τη γέννηση, που την εξυψώνει. Ένα έργο, που εμβαθύνοντας συνειδησιακά στον έκφυλο και τελεστικό τρόπο με τον οποίον χειριζόμαστε το παρελθόν, υποδεικνύει τη στιγμή μιας οριακής (κατ)αναγκαιότητας: τη θανάτωση του παρελθόντος, την οργισμένη δολοφονία του ασφυκτικά γεμισμένου με σάπια είδωλα Τόπου, για τη δημιουργία εκείνου του αναγκαίου χώρου που θα επιτρέψει στο νέο, στο καινούριο, στη γέννα να έρθει... Τον Τόπο, και τον χρόνο, που θα επιτρέψει στο αγέννητο να υπάρξει!