
Σκηνοθεσία: Michael Radford
Παραγωγής: Italy / France / Belgium / 1994
Διάρκεια: 108'
Ο διακεκριμένος Χιλιανός ποιητής, και Κομμουνιστής, Πάμπλο Νερούδα(Philippe Noiret) μεταφέρεται, πολιτικά εξόριστος, σ' ένα μικρό νησί της Ιταλίας. Εκεί συνάπτει μια ιδιαίτερη σχέση με τον προσωπικό του ταχυδρόμο, τον Μάριο(Massimo Troisi). Έναν ευαίσθητο άντρα, πολιτιστικά αταίριαστο με την "πεζή" παραδοσιακή κουλτούρα των ψαράδων συγχωριανών του. "Κουράστηκα να είμαι άνδρας", λέει ο Νερούδα σ' ένα ποίημά του, που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί για το Μάριο. Η ποιητική στύση ενυπήρχε στην οντολογική ταυτότητα του άσημου ταχυδρόμου. Η ποιητική εκσπερμάτωση εξέλειπε. Η σχέση του, όμως, με το Νερούδα αποτελεί ενθάρρυνση αναγκαία, τη σπίθα για την ολοκλήρωση.

Θα ανέμενε κανείς, σε μια ταινία με πρωταγωνιστή τον ποιητή Νερούδα, την υποταγή στο "αμάρτημα" της ωραιοποίησης. Κάθε άλλο. Ο Michael Radford χρησιμοποιεί μια χαλαρή αφήγηση που ξεχειλίζει από την αρετή της απλότητας. Αποφεύγει χαρακτηριστικά, τον εντυπωσιασμό που προσφέρει απλόχερα η ποιητική γλώσσα. Και αναζητά μέσα στους στίχους μια άλλη αίσθηση: τη διαύγεια της εσωτερικότητας, σε μια αποτύπωση αυθεντική, τραυματικά ποιητική. Και ταυτόχρονα, με χειρολαβή το πορτρέτο του αναγνωρισμένου ποιητή, θίγει, με πλάγιες νύξεις, ένα σημαντικό ζήτημα: πως ένας διακεκριμένος ποιητής, χορτασμένος από εμπειρίες ζωής και έρωτα(παρεκτρέπει το Μάριο αρχικά από τον έρωτα για τη Βεατρίκη(Maria Grazia Cucinotta)), επιτυγχάνει να διατηρεί ανόθευτη την ασκητική εσωτερικότητα και το τραυματικό βλέμμα του πάνω στα πράγματα; Πως η βολική ικανοποίηση, η εκπλήρωση της πολυτέλειας και ο εύκολος βίος φθείρει την ιδιωματική ευαισθησία του ποιητή; Όταν τα πράγματα, τα πρόσωπα, οι θεσμοί(περιπαικτικά και ανέμελα θίγονται εκκλησία και πολιτική) γίνονται απόλυτα, η ουσία τους μουμιοποιείται πάνω σε μια επιδερμική επιφάνεια που δυσχεραίνει το βαθύτερο άγγιγμα.

Για αυτό το λόγο μάλιστα, στην άτυπη ποιητική σύγκριση μεταξύ του Νερούδα και του Μάριο, το ζύγι γέρνει πλαστικά υπέρ του Μάριο με τα θλιμμένα μάτια. "Θέλω να γράψω ποιήματα σαν εσένα" λέει ο Μάριο κάποια στιγμή, με τον Νερούδα να τον παραπέμπει, ευεργετικά, να ζήσει σαν ποιητής, να περπατήσει αργά στη θάλασσα, να αφουγκραστεί τον εσωτερικό σφυγμό της σκέψης του, και να τον αφήσει να γεννηθεί σε λέξεις σε ελεύθερο χρόνο. Για να είσαι ποιητής, δε φτάνει να γράφεις μερικά στιχάκια. Πρέπει να ζεις δύσκολα, επίπονα. Να ζεις σαν ποιητής. Να τραυματίζεις και να τραυματίζεσαι. Η ποίηση είναι φωνής παθητικής: υπακούει στην αισθητική εσωστρέφεια μιας υπόγειας θάλασσας που σε καταπνίγει. Η απελευθέρωσή της θάλασσας, η δημιουργία, δεν είναι ποίηση. Είναι ποιητική έκφραση. Για αυτό ο Μάριο με τα θλιμμένα μάτια, ο ανήσυχος ταχυδρόμος, παρά τους ελάχιστους στίχους, ποιητικά, όσον αφορά την ταινία μας, μοιάζει να υπερτερεί του Χιλιανού ποιητή.

"Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε", λέει ο Καρυωτάκης. Ένα ματωμένο καταφύγιο. Ο ποιητής φεύγει απ' την πραγματικότητα, για να την απαλλάξει απ' το κοινότυπο, απ' το τετριμμένο, για να διακρίνει εντός της το όμορφο. Να δημιουργήσει μιαν άλλη, ή καλύτερα να ανακαλύψει την ίδια πραγματικότητα, απαλλαγμένη απ' τα τόσα δανεικά ονόματα. Κι έπειτα να την αναδείξει, να την αποκαλύψει, να τη συστήσει στον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί η ποίηση δεν είναι οι στίχοι. Είναι η αίσθηση αυτών. Είναι το απαλλαγμένο απ’ τα αισθητικά κριτήρια σύμπαν. Όπως αυτό εντυπώνεται στην εσωτερική κάμαρα του ποιητή. Απ' τον ποιητή, το ωραίο δε γλιτώνει. Κι εσύ Βεατρίκη, απανταχού στον κόσμο Βεατρίκες, και κάθε Βεατρίκη -ανεξαρτήτως φύλου αρσενικού/θηλυκού/ουδέτερου- απ' το αίμα του ποιητή δε ξεφεύγεις. Ποθείς ή όχι. Η ποίηση είναι αιώνια.