Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Η Αληθινή Ταυτότητα της Τζίνα Ντέηβις



Σύλληψη-Σκηνοθεσία: Ελένη Ευθυμίου, Βασιλική Τρουφάκου 
Παίζουν: Βασιλική Τρουφάκου, Ελένη Ευθυμίου, Γιώργος Μακρής

Παίζεται: Παρ./Σαβ./Κυρ. Θέατρο του Νέου Κόσμου μέχρι 28/4

«This is not a love song.»

Η ιδέα ότι η αγάπη δεν επαρκεί είναι μια εξαιρετικά οδυνηρή ιδέα. Κι αυτή η ανεπάρκεια της αγάπης διαποτίζει τους ανθρώπους με αγωνία. Αγωνία για να αγαπηθούν. Μια αγωνία που περνάει στην άλλη άκρη. Στην παθογένεια του φόβου. Όσο είσαι φοβισμένος, όμως, είσαι και εύκολα ελέγξιμος. Ο τρόμος σε παραλύει. Δέχεσαι εύκολα οποιαδήποτε πρόταση. Θα σου ειπωθεί ποιον πρέπει να αγαπάς. Τι πρέπει να κάνεις για να αγαπηθείς. Θα σου δοθούν τα πρόσωπα που οφείλεις να μισείς. Τα κίνητρα που πρέπει να μισείς. Τις πράξεις που πρέπει να απεχθάνεσαι. Θα σου δοθεί εγχειρίδιο συμπεριφοράς. Θα σου δοθούν με σαφήνεια τα παραδεκτά όρια της ηθικής. Θα σου δοθούν όλα. Και εσύ φοβισμένος θα τα δεχτείς όλα. Ασπάζεσαι αντανακλαστικά προσπαθώντας να φτιάξεις ένα περιθώριο ασφάλειας. Ένα κουβούκλιο, μια πανοπλία. Δε φτάνεις όμως ποτέ στην ασφάλεια. Ο χώρος δεν είναι προορισμός. Κι αν είναι εσύ ποτέ δε φτάνεις. Γιατί η αγάπη δεν επαρκεί, κι αυτό είναι εξαιρετικά οδυνηρό. Συνεχίζεις να φοβάσαι. Να είσαι τρομοκρατημένος. Δηλαδή εύκολα ελέγξιμος. Κατευθυνόμενος. Οι αντιλήψεις σου πλάθονται σχηματικά. Άσπρο ή μαύρο. Καλό και κακό. Η ταυτότητα των πραγμάτων, το αναγραφόμενο όνομα, το φαίνεσθαι που «αγόρασες», γίνονται τα πράγματα. Είσαι ολοκληρωτικά χαμένος.

Κάποια στιγμή στην παράσταση ακούγεται, «η κατασκευή ενός τρομοκράτη, είναι μια τεράστια επιτυχία του συστήματος». Γιατί η εικόνα αυτή μπορεί να ασκήσει τρόμο. Κι έτσι το σύστημα μπορεί να βρει τον απαιτούμενο χώρο για να προπαγανδίσει την ηθική και τις αντιλήψεις του. Τόσο εύκολα μπορεί να σπείρει τον πανικό. Την σύγχυση. Η ιδέα ότι η αγάπη δεν επαρκεί είναι μια εξαιρετικά οδυνηρή ιδέα. Και ο φόβος ανέρχεται σαν ένα από τα πιο αρχέγονα, τα πιο πρωτόλεια συναισθήματα. Εσύ φοβάσαι. Κι αυτός ο φόβος προβάλλεται παντού. Στον αδερφό σου. Στο διπλανό σου. Στον όμοιο σου. Αρχίζεις να διαχωρίζεις τους ανθρώπους. Τα χαρακτηριστικά υπερβαίνουν το είναι τους. Το χρώμα ενός ανθρώπου, η αστική του τάξη, το επάγγελμά του, το δημόσιο προφίλ του, όλα, γίνονται μάσκες. Μάσκες που η αντίληψή σου τις κολλάει στο πρόσωπο των πραγμάτων, παράγοντας δεδομένες, αδιαμφισβήτητες εικόνες. Εικόνες που έφτιαξες με τα δεδομένα χαρακτηριστικά που αγόρασες/σου δόθηκαν όσο ήσουν φοβισμένος.

Οι άνθρωποι, πλέον για σένα, παύουν να είναι ανθρώπινα όντα. Παύουν να είναι αυτή η ακατάληπτη έκφανση της βαθύτητας της ύπαρξης. Υποβιβάζονται σε επιγραφές. Όλα είναι αιτιοκρατημένα. Υπάρχουν για όλα συμπεράσματα πριν καν συμβούν. Οι εμφυτευμένες αντιλήψεις σου τα παγιδεύουν στην σχηματική περιγραφικότητα που τους έχει αποδοθεί. Ζητιάνος, εγκληματίας, αστός, λευκός, μαύρος, τρομοκράτης. Η ιερότητα του φόβου έχει φτιάξει τις δικές της εικόνες. Εικόνες που γίνονται εικονίσματα. Έχεις ξεχάσει την βαθύτητα της ύπαρξης. Ότι ο διπλανός σου, είναι όμοιος σου. Ένας άνθρωπος με ύπαρξη. Με συνήθειες. Με φίλους. Με χρόνους. Με συναισθήματα. Οι πράξεις του, όπως και οι δικές σου, είναι αδιάφορες για το καλό ή το κακό. Οι πράξεις τους είναι πράξεις. Εκφάνσεις, αντιδράσεις, συμπεριφορές της υπαρξιακής τυχαιότητας. Εσύ όμως κοιτάς τρομοκρατημένος. Χωρίς τα μάτια σου. Κοιτάς μέσα από τα μάτια που σου δόθηκαν. Δε μπορείς να διακρίνεις τίποτα πια. Εντελώς τυφλός. Αλλοιωμένος. Οι εικόνες των πραγμάτων, οι ταυτότητες των πραγμάτων έχουν γίνει τα πράγματα. Είσαι χαμένος. Η ιδέα ότι η αγάπη δεν επαρκεί είναι μια εξαιρετικά οδυνηρή ιδέα. Ο φόβος επιστρέφει. Αυτή τη φορά όχι σαν απειλή. Αλλά σαν όραση μέσα από την οποία σου αποκαλύπτεται ο κόσμος. Ο φόβος για σένα, έχει γίνει κάτι πιο οργανικό. Είναι η όραση μέσα από την οποία υπάρχεις.

Η αληθινή ταυτότητα της Τζίνα Ντέιβις - teaser from Dimitris Zahos on Vimeo.

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Paradies: Liebe


Σκηνοθεσία: Urlich Seidl
Παραγωγή: Austria / Germany / France / 2012
Διάρκεια: 120


Η Τερέζα –Σούγκαρ Μάμα για τους γηγενείς- καταλύει σε εξωτικό ξενοδοχείο στις παραδεισένιες ακτές της Κένυας μαζί με τις τέσσερις σιτεμένες Αυστριακές φίλες της. Η ίδια έχει, μάλλον, όλα τ’ αρνητικά για την περίσταση: χρήμα, σεξουαλικό υποσιτισμό, συναισθηματική αφυδάτωση. Το ταξίδι της σύντομα μετατρέπεται σε σεξοτουρισμό. Η ίδια, κάτω απ’ το πρίσμα της ανάγκης για επικοινωνία, το μετονομάζει με ονόματα πιο «αθώα», πιο αποδεκτά για την ράτσα της.

Ο Ούρλιχ Ζάιντλ στήνει τον κόσμο του κυνικά, σαρκαστικά, χωρίς εξευγενισμένα φίλτρα. Παράγοντες που καθιστούν την ταινία άμεσα στοχαστική. Στο επίκεντρο όλων τίθενται οι διαπολιτισμικές σχέσεις μεταξύ Αφρικής και της κυρίαρχης Δυτικής Ευρώπης. Η ματιά είναι καθαρά πολιτική. Ακόμα κι αν η σκηνοθετική νεκροτομή δε λαμβάνει χώρο σε έννοιες και θεσμούς, αλλά στις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές των ατόμων.


Η μεσοαστή Τερέζα είναι πλούσια. Πολύ πλούσια για τους Αφρικανούς. Το χρήμα δεν σημαίνει μονάχα παροντική αγοραστική ισχύ. Υπάρχει μια πιο μακροχρόνια επίδραση. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε ως την παιδεία του χρήματος. Όταν έχεις χρήμα επιθυμείς. Επιθυμείς πρακτικά, αφού το χρήμα εξασφαλίζει την δυνατότητα εκπλήρωσης. Η επιθυμία όμως ισοδυναμεί με κάποια μορφή βίας. Αφού προϋποθέτει, συνήθως, την «εξαγορά» κάποιου τρίτου για να ευοδωθεί. Από τη στιγμή που είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις το χρηματικό αντίτιμο που επιθυμεί/ορίζει ο μεσολαβητής, η επιθυμία νομιμοποιείται. Και αφού οι επιθυμίες νομιμοποιούνται, μέσω του χρήματος, το χρήμα σε κάνει να επιθυμείς πιο έντονα. Πιο λαίμαργα. Πιο αντανακλαστικά. Κι εσύ, δηλαδή αυτός που επιθυμεί, γίνεσαι έρμαιο της αντανακλαστικής διαδικασίας να επιθυμείς. Ακόμα και το πιο παράλογο. Εκούσια γίνεσαι κυριαρχικός, μαλθακός, ιδιότροπος. Υπάρχεις για να βλέπεις τις «χαλασμένες» επιθυμίες σου να εκπληρώνονται.


Από την άλλη, η άλλη πλευρά είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει τα δικαιώματά της. Στην Αφρική ο ήλιος ξεχάστηκε. Δε φωτίζει. Λεηλατεί. Ο πόνος, η ανέχεια διαγράφονται παντού. Οι άνθρωποι παραχωρούν την αυτονόητη αξιοπρέπεια και ισονομία. Καθώς την παραχωρούν, αυτή λησμονιέται. Υποτάσσονται στο ρόλο του ασθενούς, ώστε να επωφεληθούν από την πλαστή ευσπλαχνία του ισχυρού. Μια ευσπλαχνία, που τώρα, μόνο στο τώρα, λειτουργεί παυσίπονα. Πλέον η υποταγή γίνεται βίωμα. Βίωμα οργανικό. Αποκτά χρονικότητα. Το χάσμα ανισοτήτων μεγεθύνεται. Όσο κι αν οι σύγχρονες ανθρωπιστικές αξίες διακηρύσσουν το αντίθετο, είναι αυτές που νομιμοποιούν την ανισότητα. Γιατί εξ' αρχής αποδέχονται και ιδρύουν το άνισο. Η κυριαρχία του ισχυρού απέναντι σε κείνον που αποδέχτηκε το ρόλο του ανίσχυρου εδραιώνεται.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

Περί έργου τέχνης το ανάγνωσμα



Μια ταινία, ένα βιβλίο, ένας πίνακας δεν υπάρχουν ως προς τον εαυτό τους. Αντιθέτως, υπάρχουν επειδή τα κοιτάμε. Προσοχή, δεν τα κοιτάμε επειδή υπάρχουν. Αλλά υπάρχουν επειδή τα κοιτάμε. Είναι το βλέμμα μας που ενεργοποιεί. Η σύνθεση των χρωμάτων σ’ έναν πίνακα παύει να είναι μια σύνθεση. Οι προτάσεις, αυτές οι αλληλουχίες των φράσεων, παύουν να είναι μια ουδέτερη ακολουθία από γλωσσικά σύμβολα. Οι κινούμενες εικόνες παύουν να είναι απλές τρεμάμενες αναλογίες σκιάς και φωτός. Μέσα από το βλέμμα μας, και κατ’ επέκταση την ύπαρξή μας, τα μορφικά χαρακτηριστικά, οι φυσικές ιδιότητες των έργων τέχνης παύουν να υπάρχουν μονομερώς σ’ αυτό το υλικό πλαίσιο της κατασκευής. Πλέον, αποκτούν ένα πλαίσιο πιο εσωτερικό. Αποκτούν μια εσωτερική ζωή. Εντάσσονται σ’ ένα πλαίσιο πνευματικό. Βέβαια, για να συντελεστεί αυτή η αναζωογονητική επίδραση του βλέμματος, η ματιά μας οφείλει να είναι καθαρή. Να χύνεται με ανιδιοτέλεια στο εξ’ απεναντίας έργο τέχνης. Συνεπώς ένα βιβλίο δεν είναι οι σελίδες του. Μια ταινία δεν είναι οι εικόνες της. Ένας πίνακας δεν κατοικεί στο πλαίσιο του. Αντιθέτως, ένα έργο τέχνης, μορφώνεται στην απόσταση που ορίζεται απ’ τον εαυτό του και εκείνον που το κοιτάει και κοιτιέται μέσα σε αυτό.

  «Ο θεατής έτσι πρέπει να πλησιάσει την τέχνη όπως πλησιάζει κανείς ένα τοπίο. Ένα τοπίο δεν απαιτεί από το θεατή την “κατανόησή” του, την απόδοσή μιας σημασίας, τις ανησυχίες του και τις συμπάθειές του. Απαιτεί, μάλλον, την απουσία του, ζητάει απ’ αυτόν να μην του προσθέσει τίποτα. Η οραματική θέαση των πραγμάτων, για να μιλήσει κανείς επακριβώς, συνεπάγεται την ικανότητα εκ μέρους του θεατή να ξεχνάει τον εαυτό του: ένα αντικείμενο άξιο να κοιταχτεί μ’ αυτό τον τρόπο είναι ένα αντικείμενο που, στην πραγματικότητα, εκμηδενίζει αυτόν που το συλλαμβάνει.» Λέει η Σούζαν Σοντάγκ, αποκαλύπτοντας τις ιδανικές συνθήκες συνδιαλλαγής θεατή-έργου τέχνης.

Ένα τοπίο δε σου επιβάλλεται. Δε σου επιβάλλει τη θάλασσα, το βουνό ή τις στοιχίσεις των δέντρων. Ένα τοπίο σ’ εμπεριέχει. Μέσα απ’ το βλέμμα σου ενσωματώνεσαι σε αυτό. Εμπεριέχεσαι. Έτσι κι εσύ, οφείλεις να μην έχεις δόλο κατά την συν-επαφή. Να μην παρεμβαίνεις. Να μη χρωματίζεις τη θάλασσα μπλε ή άσπρη. Να μην επιφορτίζεις το τοπίο με τις προθέσεις σου ή τις αντιλήψεις σου. Να ξεχνάς τις βεβαιότητες που σε ορίζουν. Να ξεχνάς ποιος είσαι. Να αφήνεσαι στο τοπίο. Να αφήνεσαι στο έργο τέχνης που σου αποκαλύπτεται. Όχι να αφήνεσαι. Να παρασύρεσαι. Να εισχωρείς βαθιά εντός του. Στην πραγματικότητα δεν έχεις άλλη επιλογή…

Να παρασυρθείς. Πρωτίστως αισθητικά. Εν αρχή είναι η αίσθηση. Αναλόγως τοποθετείται και ο Μικελάντζελο Αντονιόνι: «Το σημαντικό δεν είναι να καταλάβει κανείς μια ταινία, αλλά να τη δει σαν εμπειρία. Αυτή η εμπειρία, η συγκίνηση, είναι εντελώς προσωπική για κάθε θεατή. Εγώ δεν καταλαβαίνω τις ταινίες μου, ούτε καν το επιχειρώ. Δε μ’ ενδιαφέρει να καταλάβω. Πρέπει πρώτα να καταλάβεις μια ταινία με τις αισθήσεις σου. Μετά έρχεται η διανόηση ή η ηθική.»

Για να επιτευχθεί αυτή η (δι)αισθητική παρέλαση μέσα στα έργα τέχνης πρέπει να αφαιρέσεις τις προσδοκίες σου. Καθώς κι επίσης να την ξεκοκαλίσεις από τα δεδομένα σχήματα που της έχουν επιβληθεί. Το νερό ικανοποιεί την δίψα σου. Ένα ρόφημα ίσως την ανάγκη σου για γεύση. Η τέχνη όμως είναι μια αισθητική απόλαυση άνευ σκοπών. Πολλές φορές η αστική κουλτούρα των LOFT οικειοποιείται και προσεταιρίζεται τις τέχνες και τον πολιτισμό σαν μια μάσκα που προάγει συγκεκριμένα lifestyle και σύμβολα. Με αυτό τον τρόπο εξαπολύει μια επίθεση πνευματική. Ομοίως και στην άλλη πλευρά. Η τέχνη επιστρατεύεται, φορτωμένη με λαϊκά σύμβολα, και πολιτικές αντιπαλότητας, για να περάσει σε μια πνευματική αντεπίθεση. Και στις δύο περιπτώσεις η τέχνη έχει ενταχθεί σ’ ένα πλαίσιο, και υπάρχει χάρις αυτού. Όμως η τέχνη δεν εγκλωβίζεται, δεν καλουπώνεται. Οφείλει να υπάρχει σε μια διάσταση ανθρώπινη, πανανθρώπινη, και κατά αυτόν τον τρόπο, ίσως και υπεράνθρωπη. Γιατί ο άνθρωπος, οντολογικά, δεν είναι κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Εκεί απλά εντάσσεται. Οντολογικά ο άνθρωπος είναι ένα σύμπαν ενστίκτων και αισθήσεων με/από τη γέννησή του. Ένα σύμπαν ενστίκτων και αισθήσεων που συνθέτουν μια πανάρχαια ψυχή. Σ’ αυτή τη διάσταση αποθεώνεται η τέχνη. Και για να παρελάσεις με διαύγεια και αισθητικά εντός της, οφείλεις να απαλλαχθείς ο ίδιος από την ασθένεια της εκλογίκευσης. Να ξεχάσεις το αποδεκτό και το επιτρεπτό. Να της αφαιρέσεις τις προσθέσεις και τις ιδιοτέλειες που προσαρτά το κοινωνικό πλαίσιο. Πρωτίστως, οφείλεις να φτιάξεις με το έργο τέχνης μια σχέση προσωπική. Μια σχέση που λειτουργεί αναμεταξύ σας.

«Όντας συγκινημένος από ένα αριστούργημα, κάποιος αρχίζει να ακούει μέσα του το ίδιο κάλεσμα αλήθειας που παρακίνησε τον καλλιτέχνη στην δημιουργική του πράξη. Όταν δημιουργείται ένας σύνδεσμος μεταξύ του έργου και του παρατηρητή του, ο τελευταίος βιώνει ένα ανυπέρβλητο, καθαρτικό τραύμα. Εντός αυτής της αύρας που ενώνει αριστουργήματα και κοινό, οι καλύτερες πλευρές των ψυχών μας εμφανίζονται, και νοσταλγούμε την ελευθέρωσή τους. Μέσα σε αυτές τις στιγμές αναγνωρίζουμε και ανακαλύπτουμε τους εαυτούς μας, τα απύθμενα βάθη της δυνατότητάς μας, και τα πιο απόμακρα όρια των συναισθημάτων μας», λέει ο Άντρει Ταρκόφσκι. Υπενθυμίζοντας μας πως στην τέχνη, δημιουργός και θεατής είναι ισότιμοι καλλιτέχνες και κύριοι της δημιουργίας.

Συνομιλώντας μ’ ένα έργο τέχνης γινόμαστε οι ίδιοι, εν αγνοία μας δημιουργοί και έργα τέχνης. Βλέποντας μια ταινία γράφεις τη δική σου ταινία. Γίνεσαι η ταινία. Γιατί, όπως είπαμε, οι ταινίες δεν υπάρχουν μονομερώς ως προς τον εαυτό τους. Δεν είναι η κλειδωμένη μορφική τους σύνθεση. Οι ταινίες, μέσα μας αποκτούν τόπο. Υπάρχουν μέσα από εμάς. Εμείς, ο καθένας μόνος του και όλοι συνολικά, αποτελούμε τις άπειρες εκδοχές τους. Την συνολική Ψυχή τους. Γιατί βλέποντας μια ταινία γράφεις παράλληλα μια νέα ταινία. Όχι μια ταινία που έχεις ήδη γράψει. Όχι μια ταινία έτοιμη που περιμένει απλά να επιβεβαιωθεί. Αλλά μια ταινία νέα. Που γράφεται αυτή τη στιγμή. Από τη στιγμή που σε κυριεύει αυτό που βλέπεις. Που του αφήνεσαι. Από τη στιγμή που σε καταλαμβάνει. Κι αρχίζει να κινεί και να κινείται μέσα στον κόσμο σου.

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Άργος

Performance από τους Ντ. Νικολάου, Σ. Πατιερίδη

Είναι ζωή ή παιχνίδι; Είναι ζωή ή παιχνίδι; Ζωή; Ή παιχνίδι; Είναι ζωή; Είναι ζωή ή παιχνίδι; Ζωή ή παιχνίδι; Είναι ζωή; Είναι παιχνίδι; Ζωή η παιχνίδι; Είναι ζωή ή παιχνίδι; Είναι ζωή ή παιχνίδι; Είναι ζωή;

Αυτοί είναι δύο. Κλεισμένοι μέσα σε μια ζωή ή σ' ένα ψυχαγωγικό πάρκο. Στην περίπτωσή τους, αυτά τα δύο δε διαφέρουν και πολύ. Κινούνται. Κινούνται ακατάπαυστα. Υπάρχει όμως μια λεπτομέρεια. Κινούνται πριν κινηθούν. Τρέφονται όχι επειδή πεινάνε, αλλά για να μην πεινάσουν. Κινούνται όχι για να κερδίσουν την απόλαυση του βιώματος, αλλά για να μην τη χάσουν. Ζουν λίγο πολύ σαν ρέπλικες. Κοιμούνται, όχι επειδή είναι κουρασμένοι. Αλλά για να μην κουραστούν. Το θεμελιώδες -μην- μοιάζει ο κανόνας του παιχνιδιού. Και μες στο παιχνίδι αναπτύσσουν στρατηγικές. Μιμούνται. Αναπαράγουν. Ντύνονται. Μαγειρεύουν. Όλα κανονικά. Ακόμα χειρότερα. Όλα σε συμφωνία με τους ορισμούς που δώσαμε για τα κανονικά. Παίζουν. Και παίζουν για να μη χάσουν. Για να μη χάσουν ... χάνονται.

Το να μην έχεις αιτήματα είναι το κλειδί. Από τη στιγμή που ζητάς κάτι το παιχνίδι ξαναρχίζει, λέει ο Mckenzie Wark. Και όταν το παιχνίδι αρχίζει, εσύ δεν είσαι εσύ. Είσαι ο παίκτης του εαυτού σου. Είσαι αυτός, που παρασυρμένος απ' τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις σου θέτει το παιχνίδι σε λειτουργία. Το επιβεβαιώνει. Το συντηρεί. Μακροχρόνια. Και κατά συνέπεια, δεν είσαι εσύ, ένα ον με ύπαρξη. Είσαι ο παίκτης του εαυτού σου. Μες στο παιχνίδι παίζεις ρόλους. Θέλεις να είσαι καλός. Θέλεις να είσαι δυνατός. Έξυπνος. Υγιής. Θέλεις να είσαι συναισθηματικός. Θέλεις. Θέλεις να μη χάσεις.

Όμως, το να θες να είσαι κάτι, λειτουργεί περισσότερο αποκλείοντας όλα αυτά τα κάτι που απέρριψες, για να είσαι το κάτι που θες. Οπότε το να θες να είσαι κάτι, ακόμα κι αν σε οδηγήσει σ' αυτό το κάτι, περισσότερο σε οδηγεί στον μη-εαυτό. Σε μια οντότητα συγκεκριμένη και περιορισμένη, που εξαντλείται στις μορφές, στα κίνητρα και τις επιδιώξεις που ενεργοποιούν την πρόθεσή σου να είσαι κάτι. Επί της ουσίας γίνεσαι μια ρέπλικα του εαυτού σου. Είσαι ο παίκτης του εαυτού σου.

Για παράδειγμα, το να θες να είσαι καλός, δε σε κάνει καλό, σε κάνει μονάχα την πρόθεση αυτού που θες να είσαι. Το να θες να είσαι κάτι ισοδυναμεί με την βία που ασκείς στο υπαρξιακά ακαθόριστο ον που είσαι. Και για να το πω ακριβέστερα, το να θες να είσαι κάτι ισοδυναμεί με το να θες να είσαι μια συγκεκριμένη εκδοχή του εαυτού σου. Δηλαδή ο μη-εαυτός. Δηλαδή όχι ολόκληρος, αλλά μια εικόνα σου. Ένα στιγμιότυπο. Το στιγμιότυπο όμως δεν έχει χρόνο. Είναι νεκρό. Ή για να το θέσω καλύτερα: ήδη πεθαμένο.

Στο μεταξύ εσύ παίζεις. Ζωή ή παιχνίδι; Ζωή; Είναι ζωή ή παιχνίδι; Είσαι απασχολημένος. Είσαι πολύ απασχολημένος με το παιχνίδι. Γυμνάζεις τις ικανότητές σου. Όχι τις δικές σου. Αλλά του παίκτη στον οποίον υποτάχθηκες για να ΜΗ χάσεις. Για να μη βγεις το απ' το παιχνίδι. Επαναλαμβάνεις. Οι κανόνες εξαντλούνται. Επαναλμβάνεις. Το παιχνίδι επαναλαμβάνεται. Επαναλαμβάνεσαι. Η ζωή περνάει. Γερνάει. Εσύ όμως είσαι πολύ απασχολημένος. Είσαι απασχολημένος με τη ρέπλικα του εαυτού σου. Με αυτό που έγινες, αρνούμενος αυτό που είσαι. Αυτό που θα μπορούσες να είσαι. Παίζεις και παίζεις. Μια μέρα στη γιγαντοθόνη του ψυχαγωγικού πάρκου αναγράφεται το εξής: Game Over. Και επιστρέφεις σπίτι σου.

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Pisma myortvogo cheloveka


Σκηνοθεσία: Konstantin Lopushansky
Παραγωγής: Soviet Union / 1986
Διάρκεια: 87'


Η ανθρωπότητα αναπτύσσει τις ικανότητές της, προετοιμαζόμενη για την Παγκόσμια αυτοκτονία. Και τις αναπτύσσει σε τρομακτικό βαθμό. Ικανότητες που είναι καμουφλαρισμένες πίσω από ιδέες, ιδανικά και ηθικές που, θεωρητικά, αφορούν το "συλλογικό" σύνολο. Κάτω από την ευλογία του σκοπού και τις πρόθεσης, οι ανθρώπινες ικανότητες γνωρίζουν ραγδαία εξέλιξη. Αλλά πίσω από τη μάσκα κρύβεται η ατομική επιθυμία για κυριαρχία/εξουσία. Και μάλιστα η μάσκα υποκρύπτει τόσο σθεναρά, πείθοντας δια της αυθυποβολής για τα εξευγενισμένα μορφικά χαρακτηριστικά της. Τόσο, που σταδιακά ο άνθρωπος, αναγνωρίζει περισσότερο τη μάσκα του προσώπου του, παρά το πρόσωπό του. Εν τέλει, όλος αυτός ο αγώνας για εξέλιξη και βελτίωση(σχεδόν πότε δεν γίνεται πειστικός λόγος για αυτο-βελτίωση), που προάγει ο σύγχρονος πολιτισμός, δεν είναι παρά μια κανιβαλιστική μάχη ενάντια στο ίδιο το σώμα της ανθρωπότητας. Ένα παντοδύναμο τέρας που στρέφει τα μέλη του ενάντια σε άλλα μέλη του. Αφού η τυφλότητα της εκλογίκευσης, και κυριότερα η λαγνεία της κυριαρχίας, αποτρέπει την ανθρωπότητα να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της.


Στο "Pisma myortvogo cheloveka" η παγκόσμια αυτοκτονία έχει συντελεστεί. Το κουφάρι της ανθρωπότητας βρίσκεται ακρωτηριασμένο κάτω από τα δεινά ενός αυτοσχέδιου πυρηνικού όλεθρου. Οι άνθρωποι είναι πεθαμένοι. Ακόμα κι αν δεν είναι πεθαμένοι, το τοπίο είναι νεκρό. Η μέρα και η νύχτα χάθηκαν. Διαλύθηκαν. Διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς διαφοροποίηση. Συμφιλιωμένες στο επίπεδο του μη-χρόνου. Μη χρόνος, ένας χρόνος νεκρος, σε στάδιο προχωρημένης αποσύνθεσης. Όμως, ο άνθρωπος μπορεί να προσαρμοστεί και να συνηθίσει οτιδήποτε. Αρκεί να υπάρχει ένα σώμα που αναπνέει. Και τότε, μπορεί ακόμα να συνηθίσει να ζει πεθαμένος.


Ο θάνατος δεν είναι κάτι τρομακτικό, όταν γύρω όλα έχουν πεθάνει. Και όλα είναι νεκρά, πλέον. Έχουν ξεκληριστεί τα ιδανικά της ανθρωπότητας. Τα αναγνωρίζεις από τα σαπισμένα σωθικά που απλώνονται πάνω απ' την επιφάνεια των σφαγιασμένων ιδεών. Η σκόνη δεν αποκρύπτει τη ζωή. Την αποκαλύπτει με ευκρίνια, στην πιο φθαρμένη της εκδοχή. Η υδρόγειος έμεινε ασάλευτη σαν άγαλμα. Τα παιδιά χάσαν κι αυτά τη μιλιά τους. Αρνούνται να συμμετέχουν στην καταδίκη της ερειπωμένης ζωής. Αυτού του αμετάκλητου θανάτου. Η παντοδυναμία του τέρατος ήταν πρόσκαιρη. Η εξουσία του, δεν έχει μέλη να εξουσιάσει. Δεν υπάρχει ελπίδα ή απογοήτευση. Υπάρχει μόνο αυτό που δεν υπάρχει. Φανερωμένο με την πιο έκδηλη απουσία ζωής. 

Κι αν η γη μια μέρα αρχίσει να γυρίζει ξανά, τρία παιδιά θα ανοίξουν την πόρτα του χάους και θα χυθούν στον κόσμο. Θα φυσσάει ανάστροφα από την πλευρά του Σύμπαντος. Θα φυσσάει εντός κι εκτός. Τα παιδιά θα έχουν σφραγισμένα στόματα, δε θα έχουν μιλιά. Θα βαδίσουν προς το άγνωστο. Προς το ανύπαρκτο. Αυτό που δεν υπάρχει πια. Κι αυτό είναι όλο!