Η κινηματογραφική κριτική έχει ως πεδίο ορισμού τη σχέση μεταξύ κριτικού και κινηματογραφικής ταινίας. Στην πραγματικότητα όμως η ταινία, ως προς την τέχνη, δεν είναι αυτό το ορθογώνιο(συνήθως) πλαίσιο που προβάλλεται στο κινηματογραφικό πανί. Το κινηματογραφικό πανί είναι για τον κινηματογράφο ότι ακριβώς είναι ο καμβάς για τη ζωγραφική, το σανίδι για το θέατρο, το βιβλίο για τη λογοτεχνία, το γυαλί για την τηλεόραση: το μέσο αναπαραγωγής. Η Τέχνη, στην πρωταρχική αφηρημένη, ακωδικοποίητη και άνευ φόρμας μορφή της, είναι ένα αόρατο, ένα άυλο δημιουργικό νεφέλωμα, που λαμβάνει χώρο στη μύχια παλαίστρα ενός ανθρώπου. Αυτός ο άνθρωπος είναι εν δυνάμει δημιουργός, ή καλλιτέχνης. Η, όχι καταναγκαστική, επιθυμία για «εξωτερίκευση» αυτής της μύχιας κατάστασης απαιτεί την ενυλοποίηση του δημιουργικού οράματος. Έτσι, ο εν δυνάμει δημιουργός, στην περίπτωση της επιθυμίας, στρέφεται προς κάποιο πεδίο έκφρασης –λογοτεχνία, μουσική, κινηματογράφος, φωτογραφία, ή ό,τι άλλο- ώστε να δώσει υπόσταση στο δημιουργικό του όραμα. Είναι φαντάζομαι εμφανές, ότι η διαδικασία υλοποίησης Τέχνης που ακολουθεί, ανεξαρτήτως πεδίου έκφρασής, αποτελεί ασφαλώς πιο τεχνική και λιγότερο αφηρημένη. Επί της ουσίας, πρόκειται για μια κατασκευαστική διαδικασία, που αποσκοπεί στο να αναπαραστήσει το αρχικό ακωδικοποίητο όραμα με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Η κινηματογραφική ταινία, αφού αυτή είναι το θέμα μας, παράγεται μέσα από τη σύζευξη άλλων τεχνών. Όπως η σκηνοθεσία, η φωτογραφία, η λογοτεχνία, ο ήχος(σύγχρονος, ασύγχρονος), το μοντάζ, το μιξάζ, η σκηνογραφία, η ερμηνεία κ.ο.κ. Μόνο που αυτές, κάτω απ’ το προαναφερθέν πρίσμα υλοποίησης, υποβιβάζονται σε τεχνικές. Επί της ουσίας είναι το αλφάβητο που έχει στα χέρια του ο δημιουργός, στην προκειμένη ο σκηνοθέτης, για να συγγράψει, μαζί με τους συνεργάτες, σε κινηματογραφική γλώσσα το αρχικό δημιουργικό όραμα. Έτσι, ένας δημιουργός, ή καλύτερα ένα δημιουργικό επιτελείο, οφείλει να κατέχει τις δυνατότητες του αλφαβήτου που χειρίζεται ώστε να δύναται να αποδώσει το προσδοκώμενο. Σε καμία περίπτωση όμως η αυστηρή σημειολογία των επιμέρους τεχνικών δεν πρέπει να δρα περιοριστικά προς το καλλιτεχνικό όραμα. Κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια το παραγόμενο φιλμικό κείμενο να λειτουργεί αποκλειστικά ως ένα αδιάφορο εγχειρίδιο επαλήθευσης της κινηματογραφικής γραμματικής. Στην πραγματικότητα η γνώση των τεχνικών συνίσταται στην ικανότητα να τις υπαγορεύεις –και όχι να σε υπαγορεύουν- σύμφωνα με τις καλλιτεχνικές «ανάγκες» σου, εξασφαλίζοντας έτσι τον αναπνεύσιμο αέρα στην αρχική άυλη Τέχνη που μετοικεί πλέον εντός της φιλμοποιημένης ταινίας.
Η κινηματογραφική κριτική είναι επί της ουσίας μια διαδικασία αντίστροφή από αυτή της παραγωγής μιας ταινίας. Ο κριτικός κινηματογράφου, (στο γενικότερο βαθμό ο κριτικός Τέχνης) καλείται να αποκωδικοποιήσει το φαινόμενο έργο τέχνης και να οδηγηθεί σε ένα πρωταρχικό επίπεδο αφαίρεσης, παρόμοιο με τη μύχια παλαίστρα του δημιουργού, όπου κατοικούσε η άυλη και ακωδικοποίητα αφηρημένη Τέχνη. Δηλαδή, η κινηματογραφική κριτική καλείται να αναγνωρίσει την Τέχνη πίσω απ’ το μέσο αναπαραγωγής. Την Τέχνη πίσω απ’ την τεχνική. Για να γίνει αυτό εφικτό, είναι απαραίτητο ο κριτικός κινηματογράφου να έχει τις στοιχειώδεις συντακτικές γνώσεις(ντεκουπάζ, μοντάζ, φωτογραφία-που μπορεί να σημαίνει και ζωγραφική- ,λογοτεχνία, μιξάζ, μουσική, ερμηνεία, σκηνογραφία, ενδυματολογία κλπ) της κινηματογραφικής γλώσσας. Ούτως ώστε όλοι οι αισθητήρες αποκρυπτογράφησης μιας ταινίας να είναι ανοικτοί και προσβάσιμοι για την πολυγλωσσική διάλεκτο της. Μόνο έτσι ένας κριτικός κινηματογράφου μπορεί να έχει μια ολοκληρωμένη εμπειρία ενός κινηματογραφικού έργου. Αν ας πούμε για παράδειγμα, ένας κριτικός δεν έχει καθόλου γνώση της κινηματογραφικής φωτογραφίας(χρήση τηλεφακών, χρωμάτων, μέγεθος κάδρου κλπ) είναι σαν να έχει βουλώσει τις ακουστικές αρτηρίες του προς όλα όσα λέγονται με τη κινηματογραφική φωτογραφία. Με αποτέλεσμα μια περιορισμένη έκθεση στο φιλμικό κείμενο που συνεπάγεται και με μια περιορισμένη αποκρυπτογράφηση.
Προς αποφυγή παρανοήσεων θα ήθελα να επισημάνω ότι: ακόμα και όταν δύο κριτικοί κινηματογράφου έχουν ακριβώς το ίδιο επίπεδο γνώσεων του κινηματογραφικού συντακτικού αυτό δε σημαίνει πως θα καταλήξουν σε μια κοινή αποκρυστάλλωση της πρωταρχικής Τέχνης πίσω απ’ το φιλμικό κείμενο. Κάθε άλλο. Και αυτό διότι η αρχική Τέχνη είναι άυλη. Δεν πρόκειται για ένα κανονιστικά συγκεκριμένο τοπίο. Επί της ουσίας αυτή η άυλη ακωδικοποίητη Τέχνη μετοικίζεται, εξίσου άυλα, στο εσωτερικό τοπίο αυτού που την κοιτάει. Οι «ακουστικές» ικανότητες του βλέμματος, κατά τη διάρκεια της έκθεσης στην κινηματογραφική γλώσσα, δεν καθορίζουν το χρώμα του εσωτερικού μας τοπίου, όπου πλέον ενοφθαλμίζονται οι χτύποι της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά το πλάτος του. Άλλωστε η ως έναν βαθμό πολυχρωμία -αυτή που δεν προκύπτει απ’ την αυθαίρετη πρόσθεση των πεποιθήσεων και των προκαταλήψεών μας- είναι ένα απ’ τα πιο γοητευτικά κομμάτια της διαδικασίας, που υπερφωτίζει και διευρύνει το πρωταρχικό αδιόρατο νεφέλωμα του εκάστοτε δημιουργού.
Πάνω σε αυτό που προαναφέραμε ως πλάτος τοπίου εντοπίζονται και οι σημαντικότερες διαφορές μεταξύ κριτικού κινηματογράφου και απλού θεατή. Ο μέσος, κινηματογραφικά ανεξοικείωτος θεατής είναι συνήθως εξοικειωμένος, δια ζώσης, μόνο με συγκεκριμένα κομμάτια της φιλμικής γλώσσας. Με τον προφορικό λόγο που συναντάμε ως ακρογωνιαίο στοιχείο της ανθρώπινης επικοινωνίας στον πολιτισμό μας, αλλά και με το γραπτό λόγο –λέω γραπτό λόγο και όχι λογοτεχνία- δια του βιώματος της σύγχρονης κοινωνίας που οικοδομείται σε μεγάλο βαθμό πάνω στην γραπτή πληροφορία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τις περιορισμένες ικανότητες του θεατή στην αποκωδικοποίηση μιας κινηματογραφικής ταινίας. Επί της ουσίας, ο ανεξοικείωτος θεατής μπορεί να παρακολουθήσει μόνο ένα περιορισμένο κομμάτι της κινηματογραφικής γλώσσας. Συγκεκριμένα, τις πληροφοριακές προτάσεις του σεναρίου(γραπτός λόγος) -δηλαδή πλοκή- και το ερμηνευτικό, κυρίως ομιλούντα, κομμάτι των ηθοποιών. Μπορεί οι περιορισμένες γλωσσικές κινηματογραφικές ικανότητες να μην απαγορεύουν στον θεατή την απόλαυση μιας ταινίας. Ωστόσο, το τελικά αποκαλυπτόμενο τοπίο –ή κομμάτι τοπίου- Τέχνης στερείται πλάτους, ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνουμε.
Για να επιστρέψουμε όμως στο «επάγγελμα» του κριτικού κινηματογράφου. Αυτό δεν εξαντλείται στο αόρατο στάδιο της κατοχής του κινηματογραφικού συντακτικού. Στην πραγματικότητα, η κατοχή του κινηματογραφικού συντακτικού είναι απλά η προϋπόθεση και το εργαλείο υποστήριξης του αρχικού σταδίου της κινηματογραφικής προβολής. Ένας κριτικός κινηματογράφου, ως ένα βαθμό, είναι κι αυτός δημιουργός και καλλιτέχνης, αφού καλείται να εξωτερικεύσει και να ενυλοποιήσει την εσωτερική του άυλη αίθουσα Τέχνης: αυτή που στέγασε το κινηματογραφικό έργο Τέχνης. Και εκκινώντας από την διαπίστωση ότι το κυριότερο πεδίο έκφρασης της κινηματογραφικής κριτικής είναι ο γραπτός λόγος, ο κριτικός κινηματογράφου καλείται να έχει ιδιαίτερες λογοτεχνικές δεξιότητες. Επί της ουσίας, όπως το σκηνοθετικό επιτελείο καλείται να γνωρίζει την κινηματογραφική γλώσσα, έτσι και ο κριτικός καλείται να γνωρίζει σε βάθος το λογοτεχνικό συντακτικό. Ούτως ώστε να εξωτερικεύει στους αναγνώστες, άνευ απωλειών, το σχεδιάγραμμα της δικής του άυλης αίθουσας τέχνης, αποκρυπτογραφώντας την εκάστοτε ταινία και συμβάλλοντας ταυτοχρόνως στην κινηματογραφική επι-μόρφωση όσων τον διαβάζουν…
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη ΜΠΟΜΠΙΝΑ
11 σχόλια:
ΡΕ φίλε,ΦΙΛΜΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΤΑΙΝΙΑ;ΠΛΑΚΑ ΜΑΣΚΑΝΕΙΣ;
Ξεχασες να γραψεις για τη μυχια παλαιστρα του δημιουργου παντως,πολυ σημαντικο
Καλησπέρα και πάλι.
Απολάυστική γλωσσικά και γεμάτη σκέψεις η ανάρτησή σου!
Ορισμένες σκέψεις και από μέρους μου:
1. Αυτή η διάκριση που φάινεται να κάνεις ανάμεσα στην πρωταρχική αφηρημένη, ακωδικοποίητη, άνευ φόρμας τέχνη και την ενυλοποιήσιμη εξωτερίκευσή της, είναι πολύ.. Πλατωνίζουσα! Μια ιδέα που προϋπάρχει, κάπου, αφηρημένα, υλοποιείται στο εκάστοτε συγκεκριμένο αντικέιμενο (η ιδέα του κρεβατιού, του τραπεζιού κ.ο.κ. ). με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Κατά τη γνώμη μου η τέχνη δεν είναι καθόλου αφηρημένη απο την αρχη της. Δεν είναι απλώς μια κατασκευαστική διαδικασία αναπαράστασης ενός αφηρημένου ακωδικοποιητου οράματος. Αφηρημένη μπορει να είναι μόνο η (αφηρημένη, αποδεικτική, ορθολογική) σκέψη. Αλλα, αν έχω την αφηρημενη σκεψη της ελευθερίας στο μυαλό μου, ταινία δεν προκειται να κανω. Μπορώ να γραψω ωραιοτατο δοκιμιο. Η ταινια θέλει εικόνες, οι οποίες θα γεννηθούν απο την σύζευξη σκέψης, κρίσης, αισθήματος, βιώματος, φαντασίας, μνήμης (όχι μόνο αφηρημενη σκέψη ή ιδέα, αλλοίμονο).
Οι εικόνες αυτές είναι η σύλληψη μιας ύπαρξης (του ανθρώπου-καλλιτεχνη) μέσα στον κόσμο, σύλληψη των σχέσεων, του επιθυμιών, των φόβων του, (μαγματικά και όχι αναλυτικα και ξέχωρα όπως τα θέλει η συστηματική αισθητική αναλυση).
Σε αυτή τη σύλληψη, προνομιακή θέση έχουν οι μορφές, δηλαδή οι εικόνες που έχουν διατηρήσει στοιχεια της εξωτερικότητας και τώρα αναπνέουν -ιδιαιτεροποιημένες- στη στοχαστική φαντασία του καλλιτεχνη. Οι μορφές έχουν ενσωματώσει το νόημα΄τους και το φανερώνουν σε μάς πανω στο πανι, ή τον τοιχο, ή ότι άλλο. Δεν είναι απλες αναπαραστασεις μιας άυλης -αρχικά- τέχνης. Η ιδεα και η μορφή είναι αξεδιάλυτες εν αρχεί και καθόλου αφηρημένες.
2. "όταν δύο κριτικοί κινηματογράφου έχουν ακριβώς το ίδιο επίπεδο γνώσεων του κινηματογραφικού συντακτικού αυτό δε σημαίνει πως θα καταλήξουν σε μια κοινή αποκρυστάλλωση της πρωταρχικής Τέχνης πίσω απ’ το φιλμικό κείμενο".
Συμφωνώ, αλλά όχι για τον λόγο που αναφερεις παρακατω. Όχι, δηλαδή, επειδή η αρχική Τέχνη (γιατί με κεφαλαίο Τ; ) είναι άυλη. Αλλα επειδή ο κριτικός, ως εν δυναμει δημιουργός, δηλαδή ίσως περισσότερο ευαίσθητος άπο άλλους ανθρώπους (επίσης εν δυναμει δημιουργούς) συνάπτει σχέση με αυτό το έργο ΄τεχνης. Σχέση προσωπική. Και για να υπαρχει τετοια σχεση πρεπει ο μεν κριτικος να έχει προσωπο και να το δείχνει (οχι να κρυβεται πισω απο σχολες, κινηματα κλπ. προσπαθωντας να ειναι "αντικειμενικος", νηφάλιος, δηλαδη απροσωπος), το δε έργο να έχει προσωπο επισης(!) και να το δείχνει, αυτοπροσώπως, μέσα των μορφων του.
3. Δε θα έλεγα ότι η κριτική είναι μια αντίστροφη πορεία αποκωδικοποίησης από το φαινόμενο έργο προς την πρωταρχική αφαίρεση. Και αυτό γιατί το εργο είναι μια ενοποιητική πρακτική, συνενώνει δηλαδή το αφηρημενο νόημα, με συγκεκριμενες μορφές, συνενωνει σκεψη, κρίση, βίωμα, εμπειρια, είναι μια δημιουργία, δηλαδή μια προσπαθεια υπερβασης. Τετοια προσπαθεια υπέρβασης και μετασχηματισμού πρεπει να ειναι και η κριτικη. Να μην οδηγει -όπως πολύ πολύ συχνά κάνει- στην φετιχοποίηση ενός εργου, στη θεοποίησή του, που περιορίζει την αισθητική στην καθιέρωση μοντελων καλλιτεχνικης δημιουργίας προς μίμηση και ανακατασκευή. Ακομα και το τελειώτερο και συγκλονιστικότερο έργο, λειτουργεί ως εμπόδιο στην επιθυμία του κριτικου και του καλλιτεχνη που τον εξωθει στη δημιουργία μαις νεας μορφής, ενός άλλου έργου.
Με αυτους τους όρους η κριτική αναλυση είναι απελευθερωτική και όχι ρυθμιστική, δεν περιορίζεται στο να πιάσει την άκρη του μήτου και να ακολουθησει τον δρόμο προς τα πίσω.
ΟΥ,σκέτι απόλαυση
Εξαιρετικό το κείμενό σου! Δυστυχώς ψιλά γράμματα για την επαγγελματική κριτική με τον τρόπου που συνήθως γίνεται. Η μορφή ως ένυλος εκφυλισμός του άυλου; Ναι,ίσως...Όμως μάλλον θα συμφωνήσω με τον fidelio,πως το άυλο νεφέλωμα που περιγράφεις δεν είναι Τέχνη,αφού η Τέχνη είναι εξ ορισμού(αν και ορισμός δεν υπάρχει) τεχνητή,είναι μορφή,εικόνα(ακουστική ή οπτική).Ωστόσο,κάθε έργο τέχνης που δίνει ζωή και σάρκα στην ονειρώδη αοριστία ενός καλλιτεχνικού οράματος,συνιστά ταυτόχρονα και ένα είδος θανάτου,φέρει δια της τελικής οριστικοποίησής του μια έννοια απολίθωσης.Ώσπου οι λίθοι να κινηθούν και πάλι από το βλέμμα του ερωτικού θεατή ή,μακάρι,του κριτικού.
Λοιπόν, κατ' αρχάς με χωρίζει μια αρκετά σημαντική χωροχρονική απόσταση από τη στιγμή της συγγραφής του κειμένου, που μου απαγορεύει να το χρησιμοποιήσω ως βατήρα μιας εμπλουτισμένης επανατοποθέτησης. Αντί αυτού, θα λειτουργήσω, περισσότερο, σαν αναγνώστης του κειμένου και των κειμένων σας...
Δε θεωρώ ότι η αρχική τέχνη είναι αφηρημένη με τη μορφή μιας άυλης τυχαιότητας. Ασφαλώς συνδέεται αναπόσπαστα με τη φαντασία, τις μνήμες, τις εικόνες, τα ερεθίσματα του εκάστοτε δημιουργού. Η πάλη όλων αυτών υποκινούν και υπαγορεύουν, σχεδόν καταναγκαστικά, τη δημιουργία(αν υπάρξει δημιουργία). Κι όλα αυτά είναι πράγματα που συνδέονται αξεδιάλυτα με τον εξωτερικό κόσμο, ή καλύτερα τον αντίκτυπο της αίσθησης του εξωτερικού κόσμου πάνω μας. Όμως ακόμα κι έτσι, όσα λαμβάνουν χώρο εντός μας, είναι άυλα, γιατί λαμβάνουν χώρο εντός μας και πουθενά αλλού. Γιατί είναι αλεκτικοποίητα(σε όποιο συντακτικό) και υπό αυτή την έννοια αόρατα για τον κόσμο της ύλης.
(Α, η Τέχνη με κεφαλαίο, αφού ερωτήθηκα, υποθέτω, όχι από μεγαλιοποίηση-ωραιοποίηση, ούτε δοξασίες και λοιπές φανατίζουσες εκδηλώσεις, αλλά ως έναν τρόπο δήλωσης της υπερφυσικής ιδιοσυγκρασίας της(η άυλη μορφή της), αφού ζούμε στη φύση της ύλης, όντας όντα και υπαρκτοί.)
Με την έννοια αφηρημένη τέχνη, δεν εννοώ ότι στο πανί προβάλλεται μια εναλλακτική οντότητα σε σχέση με την οντότητα που είχε η αγέννητη ακόμα ταινία. Οι οντότητες-ιδέες, όσον αφορά το περιεχόμενο, μπορεί να είναι ίδιες, και με όμοιο επίπεδο αφαίρεσης και τις δύο στιγμές. Η μορφή αλλάζει, καθώς το (ιδανικά απαράλλακτο) περιεχόμενο μεταμρφώνεται σε εικόνα και ήχο. Κι αυτή είναι μια πρόσθεση, που μορφικά καθιστά την εκφρασμένη τέχνη λιγότερο αφηρημένη. (Κατά τ' άλλα η τέχνη μέσα στην ταινία μια χαρά μπορεί να είναι ίδια ). Σ' αυτό το σημείο, μάλλον θα ήταν σκόπιμο να χρησιμοποιήσω ένα χωρίο του Καουρισμάκι:"Θα μου πάρει 5 χρόνια, αλλά ελπίζω να φτάσω στο σημείο να κάνω μία ταινία χωρίς εικόνα και ήχο".
Συμφωνώ πως η ιδέα και η μορφή είναι αξεδιάλυτες εξ' αρχής. Αλλά εξ' αρχής δεν υπάρχει μορφή. Κι αν υπάρχει, υπάρχει η φαντασίωση της επιθυμητής μορφής. Κι αυτό δεν είναι μορφή, αλλά φαντασίωση.
Όσον αφορά την κριτική και τον τρόπο εναγκαλισμού του έργου τέχνης, δε διαφωνώ κάπου. Εμείς τώρα χρησιμοποιούμε ένα αλφάβητο. Ο τρόπος που χειρίζεται ο καθένας τη γλώσσα μας βοηθάει(ή μας αποτρέπει) να κατανοήσουμε τη σκέψη του άλλου. Αν δεν κατείχαμε το αλφάβητο, τα γράμματα θα μας έμοιαζαν όμοια με κινέζικα(με την προϋπόθεση ότι όπως εγώ, δεν ξέρετε κι εσείς κινέζικα). Αυτή η κατανόηση λοιπόν συνεπάγεται στην αποκωδικοποίηση της πρωταρχικής σκέψης. Εγώ την αποκαλώ αφηρημένη, γιατί είναι άυλη, υπό την ορισματική έννοια ότι πριν αποτυπωθεί δεν ε΄χει υλική μορφή. Κι ας συνδέεται αναπόσπαστα με τα βιώματα, τη φαντασία, τις εικόνες και τις μνήμες του καθένα, τα οποία είναι στοιχεία επίσης άυλα, παρά το γεγονός ότι οφείλονται στην αλληλεπίδρασή μας με τον απτό και εξωτερικό κόσμο...
Τα όντα,το όντι,μου έφυγε το δόντι
Με βρίσκει σύμφωνη η σκέψη σου, όσον αφορά την αντίθετη πορεία που ακολουθεί η κριτική σε σχέση με τη δημιουργία.
Με άλλα λόγια θα το εξέφραζα ως εξής: Είναι γνωστό πως ο μέγας Δ. Σολωμός, αν και γνήσιο τέκνο του ρομαντικού κινήματος, ωστόσο υποστήριζε για την ολοκληρωμένη καλλιτεχνική δημιουργία την παρακάτω αρχή "Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα θερμά να αισθανθεί η καρδιά ό,τι ο νους συνέλαβε".
Θεωρώ πως ο κριτικός, για να παράξει αποτελεσματική και καίρια σκέψη απέναντι στο έργο, πρέπει να περπατήσει τον δρόμο του καλλιτέχνη πρός τα πίσω, μαζεύοντας τα χαλικάκια του Κοντορεβυθούλη: δηλ. πρώτα να αφεθεί απολύτως ελεύθερα να αισθανθεί, να νιώσει το έργο και μετά με το νου του και τίς γνώσεις του να αποκωδικοποιήσει ό,τι η ευαισθησία του συνέλαβε.
Υπέροχο κείμενο! Με εκφράζει απόλυτα. Μπράβο φίλε...
@Cinemarian
Καλησπέρα, και καλώς ήρθες!(νομίζω πρώτη φορά τα λέμε).
Ακριβώς έτσι: άφεση, αίσθηση κι ευαισθησία.
Η αποκωδικοποίηση, έρχεται έπειτα αυθόρμητα, σαν ένα άλλο έργο τέχνης, που εξσπερματώνει, αναγκαία, το ό,τι συνέλλαβε η θέαση!
@baphomet
να 'σαι καλά αγόρι..
Πολυ ενδειαφερον και κατατοπιστικο το αρθρο σου.
Γενικα η ιστοσελιδας σας με ενθουσιαζει , θα σας επισκεπτομαι συχνα , μου αρεσει ο κινηματογραφος που ξεχωριζει ποιοτικα και κυριως ταινιες απο ολο τον κοσμο εκτος απο Χολυγουντιανες .
Δημοσίευση σχολίου