Ονειρεύτηκα ότι ήμουν μικρό παιδί. Κι ότι τα φυλούσα σ' ένα νεκροταφείο. Κάθε λίγο φώναζα, ρωτούσα, "έτοιμοι;". Κι όταν τ' άλλα παιδιά μου απαντούσαν, τότε έλυνα τα μάτια μου και πήγαινα να τα γυρέψω. Μα πίσω από τους τάφους τα παιδιά μεταμορφώνονταν σε νεκρούς-μεγάλους.
Έτριβα τα μάτια μου για να τους προσέξω πιο καλά. Παρατηρούσα ότι αυτοί οι νεκροί δεν είχαν αλλάξει καθόλου. Είχαν παραμείνει ακριβώς όπως ήταν τη στιγμή που είχαν πεθάνει. Κανένα σημάδι γήρανσης, κάνενα σημάδι χρόνου. Τότε σκέφτηκα πως υπάρχει ένας κόσμος, όπου δεν έχεις παρελθόν, όπου δεν έχεις μέλλον, και που για να ζήσεις το παρόν σου καλύτερα αρκεί να πεθάνεις στη "σωστή" ώρα.
*
στα δεκατά έκτα γεννέθλια σου θα σου πάρω το πρώτο σου τραίνο
μα είσαι ήδη ογδόντα τρία και το 16 αργεί
θυμάμαι στα είκοσί σου αγόρασες ένα ρολόι
θα μπορούσα να μιμηθώ καλά τα τραίνα
μα όχι την ιδιοτροπία του ρολογιού
ανήκω πάντα στις αναμνήσεις μου
γιατί εκείνες ξεγελάνε τον χρόνο
*
μητέρα μου
τώρα που πέθανες
πώς θα σε σκοτώνω
στ' όνειρό μου