Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

A Pigeon Sat on a Branch Reflecting on Existence




Σκηνοθεσία: Roy Andersson
Παραγωγής: Sweden / Germany / Norway / France 2014
Διάρκεια: 101’

Ένα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί, συλλογιζόμενο την ύπαρξή του. Ναι, αυτό είναι ένα πράγμα που μπορεί να κάνει ένα περιστέρι. Ο άνθρωπος όχι. Το βάρος του ανθρώπου θα έσπαγε το κλαδί κι ο άνθρωπος θα έπεφτε και δε θα μπορούσε να συλλογιστεί την ύπαρξή του. Όταν αναφέρομαι στο βάρος δεν εννοώ βέβαια τις φυσικές ιδιότητες της μάζας. Το βάρος δεν είναι μάζα. Δε σπάει μόνο κλαδιά. Αυτό το είδος βάρους στο οποίο αναφέρομαι έχει να κάνει με την έκφραση, τους μορφασμούς, την παρουσία στον χώρο. Αυτό το βάρος εκτονώνει, απωθεί, εξοντώνει, εξουθενώνει κυρίως απωθεί. Απώθηση: η βασική αιτία της κίνησης.

Αλλά αν προς χάριν του κειμένου, εμπιστευόμασταν τον Μίλαν Κούντερα και όλα όσα λέει περί της ελαφρότητας του είναι, το ερώτημα που προκύπτει, είναι ποια μετασχηματιστική διαδικασία προσδίδει αυτό το βάρος στον άνθρωπο; Τι κάνει τον άνθρωπο βαρύ; Δύσκαμπτο; Γέρο; Τι τον καθιστά περιφερόμενο ερείπιο; Γελοίο κι ανυπόφορο μέσα στους κόσμους που παρελαύνει; Δυσάρεστο θέαμα και αποκρουστικό για τον ίδιο του τον εαυτό; Αποκαμωμένο και αντικείμενο χλεύης για τους άλλους;

Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, αυτό είναι το πορτραίτο –το πορτραίτο του ερωτήματος- των ανθρώπων στο εξαιρετικής ακρίβειας καραβάνι πλάνων του Roy Andersson: ένας ανέμπνευστος θίασος αποτελούμενος από κατά φαντασία ηθοποιούς και κουρασμένους θεατές, –θυσία για τον θάνατο. Στις μαζικές τους συνευρέσεις προσπαθούν να διασκεδάσουν την πλήξη τους. Όμως το μοναδικό αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι η υπογράμμιση της πλήξης. Και πάλι αναδύεται ως κάτι οικουμενικό: Η θλίψη, η πλήξη, η αδυναμία σαν παγκόσμια, σαν συμπαντική ανθρώπινη ουσία του είναι. Και καθετί οικουμενικό βρίσκει τον τρόπο να εξαγνίζει, να λυτρώνει, να μαλακώνει. Αυτός είναι και ο λόγος που όλες αυτές οι ανθρώπινες φιγούρες βαρβαρότητας, καθώς ξετυλιγεται το φιλμ μαλακώνουν, λιώνουν στα μάτια σου, γίνονται συμπονετικά φώτα μέσα σ’ ένα σκοτάδι που παρ’ ότι δεν μπορείς να δεις, γνωρίζεις ότι υπάρχει.

Υποπτεύομαι όμως πως δεν έχω κάνει κανένα βήμα προς το ερώτημα που έθεσα στην προ-προηγούμενη παράγραφο. Αλλά προς τα πού πρέπει να κατευθυνθούμε; Η ειρωνεία του Roy Andersson είναι και πανέξυπνη και αναπάντεχη και διαρκής. Και κατευθύνεται μάλλον προς αυτή την πλευρά της σκέψης: από ένα σημείο κι έπειτα ο άνθρωπος συμβιβάζεται με την ιδέα ότι υπάρχει, παύει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως ύπαρξη, αρχίζει να τον αντιμετωπίζει σαν γεγονός. Ως ύπαρξη ο άνθρωπος είναι κάτι ολικό. Ως γεγονός δεν είναι παρά το ίχνος της ύπαρξης του. Ο άνθρωπος δίνει βαρύνουσα σημασία σ’ αυτό το ίχνος. Ενδιαφέρεται για τα ίχνη, και στα πλαίσια αυτού του ενδιαφέροντος εγκαθιδρύει ως νομοτέλειες αξιώματα που έχει θεσπίσει αυθαίρετα. Αυτά τα αξιώματα προσανατολίζονται στην ομαλή ροή της ζωής και την τακτοποίηση της ανθρώπινης εμπειρίας βάσει κάποιων κοινώς αποδεκτών κανόνων. Κανόνες όπως αυτοί της ανθρώπινης εργασίας, του χρόνου ως επινοημένο σύστημα (ρολόι), των αποδεκτών τρόπων συμπεριφοράς, του χρήματος, δεν είναι παρά ορισμοί στα πλαίσια μιας κατασκευής που συνολικά ορίζεται ως πραγματικότητα. Ο άνθρωπος δείχνει μια υπερβολική πειθαρχία και ευαισθησία προς αυτές τις έννοιες, παρά το γεγονός ότι κάθε κανόνας δεν είναι παρά μια σκιά τραγικότητας πάνω στην αβαρή και άυλη ύπαρξη. Επί της ουσίας ο άνθρωπος επιλέγει να σκοτώνει οποιαδήποτε πτυχή εσωτερικότητας καταπιέζεται από το προαναφερθέν σύστημα επιβολής. Εν τέλει ο άνθρωπος καταλήγει ομοίωμα του εαυτού του, όμως όχι πιστό. Παραμορφώνεται. Κυρτώνει. Αποκτά βάρος. Ακόμα κι αν το έχει λησμονήσει μοιάζει να υποφέρει απ’ αυτό: Για να βρεθεί εντός πραγματικότητας βρίσκεται εκτός αλήθειας. 

-στον σιεΝ "Στ." ανταλΟυ-

Δεν υπάρχουν σχόλια: