
Σκηνοθεσία: Aleksandr Sokurov
Παραγωγής: Russia / 2011
Διάρκεια: 134'
Δεν είναι η τροφή που μας τρέφει αλλά η πείνα μας για αυτή. Εν αρχή ην ο λόγος.
Εν αρχή ην ο λόγος. Ο Faust, όπως γίνεται αμέσως αντιληπτό, γνωρίζει τα πάντα για την ανατομία του ανθρώπινου σώματος και τα ελάχιστα για την ανθρώπινη ψυχή. Αν μπορούσε ποτέ να εντοπίσει την ανθρώπινη ψυχή θα αντιλαμβανόταν πως αυτή εμπεριέχει και λίγο διάβολο εντός της. Το κακό υπάρχει, το καλό δεν ξέρουμε. Πολύ διάβολο, εδώ που τα λέμε! Στο Faust του Sokurov, o εωσφόρος είναι πιο θνητός από ποτέ. Ελάχιστα μεταφυσικός, περίσσια τσαλακωμένος και καταπονημένος. Δεν περπατάει πλάι στον άνθρωπο για να τον αποπλανήσει ή για να τον διαφθείρει. Εμπεριέχεται αναπόσπαστα στα ανθρώπινα και εμφανίζεται πλάι του σαν σκιά.

Ο Sokurov γράφει-σβήνει το κείμενο του Γκαίτε. Διαβάζει φωναχτά. Κοιτάει εντός εκτός και επί τα αυτά. Μεταφέρει κινηματογραφικά. Εδώ ο Faust δεν είναι ένας ευάλωτος -ελέω θετικιστικής λαιμαργίας- επιστήμονας που εξαπατάται από τον διάβολο. Όχι. Εδώ ο Faust είναι μια απειροελάχιστη κουκκίδα, χαμένη μέσα στο γιγαντιαίο σύμπαν των πόθων του. Εδώ ο Faust επιβεβαιώνει μια θεμελιώδη ανθρώπινη συνθήκη: την ολοκληρωτική αδυναμία μας να αναλογιστούμε το [απειροελάχιστο] βάρος που μας αναλογεί. Εδώ ο διάβολος δεν είναι επισκέπτης εξωτερικός. Αναδύεται εκ των έσω ως απείκασμα της εγωτικής ψευδαίσθησης.

Όμως, εν αρχή ην ο λόγος. Και ο Ρώσσος auteur επιτυγχάνει κάτι αξιοπρόσεκτο. Στις μέρες μας, πιο πολύ από ποτέ, ο διάλογος για την κινηματογραφική γλώσσα μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί πλήρως. Να έχει εγκαταλειφθεί ως μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Ο Sokurov, απεναντίας, ανοίγει τουλάχιστον μια χαραμάδα σε αυτή την κλειδαμπαρωμένη πόρτα. Ο σχεδόν τετραγωνισμένος φιλμικός καμβάς του, που υπό τη φωτογραφία του Bruno Delbonnel μοιάζει με μεσαιωνική ελαιογραφία που λιώνει, χτίζει μια μεταφύσια ατμόσφαιρα. Ο Sokurov διαλέγει περίτεχνες και διαγώνιες γωνίες λήψεις. Όμως η προοπτική εξαφανίζεται. Καθώς η εκτεταμένη χρήση (παραμορφωτικών) ευρυγώνιων φακών, μετουσιώνει την προοπτική εξ' ολοκληρου σε μια νέα διάσταση. Σε μια ασαφή διάσταση, οπτικά ρευστή, που φτιάχνει μια απροσδιόριστη αντιστοιχία με την Άγνωστη ψυχή. Ένα μοντέρνα καινοφανή οπτικό αποτέλεσμα που μας μυεί προκλητικά σε μια μεταφύσια εσωτερική θέαση.
Όμως, εν αρχή ην ο λόγος. Ο λόγος του Γκαίτε. Ο μη-λόγος του Γκαίτε. Ο λόγος με κεφαλαία, ο λόγος με μικρά. Ο αφηρημένος λόγος. Ο Λόγος. Κάτι που το Faust του Sokurov μοιάζει να ασπάζεται πλήρως. Εδώ ο λόγος δεν εκφέρεται. Στη συντριπτική πλειοψηφία, ο ήχος που ακούμε προκύπτει από χαρακτήρες που βρίσκονται εκτός κάδρου. Ενώ όταν βρίσκονται στο κάδρο, υπάρχει ένας καθαρός αχρονισμός μεταξύ χειλιών και λέξεων. Το κείμενο του Faust δεν εκφέρεται. Προκύπτει εκ των έσω. Σα να πυροδοτείται μέσα από ένα όνειρο που κοιμόμαστε και δε ξέρουμε να πούμε. Και δεδομένου ότι οι αναντίστοιχες λέξεις φτάνουν στον θεατή από εκτός κάδρου σημεία, θα μπορούσαμε να μιλάμε για έναν οικουμενικό Λόγο. Για έναν αφηρημένα εσωτερικό λόγο.
Ο κινηματογράφος -και στη θέση του βάλε ό,τι θες- έπεται. Εν αρχή ην ο λόγος.