Ήταν μαζί του μες στο αμάξι.
Για την ώρα το τείχος κρατούσε.
Και αυτή απο μέσα, του Μεσολογγιού ιπότης.
Μια βόλτα, με το Παρίσι να αναπνέι στα μάτια τους.
Μα για αυτούς είχαν μείνει όλα στάσιμα.
Δεν έλειπε η θέληση, αλλά...
Τον κοιτάει στα μάτια και πονάει.
Ψάχνει να βρει λόγια, αυτά ανεβαίνουν στο λαιμό και την πνίγουν, αρνούμενα πεισματικά να βγουν.
Είχαν περάσει πολλά χρόνια.
Μαζί και η εφηβεία απ' το σώμα.
Όμως την ένιωθε στην καρδιά της, και αυτό ήταν πρόβλημα...
Του παρελθόν η αναδρομή, είναι μια διαδρομή που τη φόβιζε.
Είχε σφραγίσει τα περάσματα όμως.
Σε μια πύλη που φυλάνε καραούλι ολημερής και ολονυχτίς.
Όμως τα μάτια του ήταν το εισητήριο.
Οι φοβισμένοι δεσμότες εγκαταλείπουν.
Και σαν λάβα απο ηφαίστειο ενεργό τα συναισθηματά της.
Έτοια να κατασπαράξουν τα πάντα,να κατασπαραχθούν, μα πρώτα απ' όλα αυτή.
Το παρελθόν...
Η ζωή της δεν ήταν σαν τα άστρα που επισκέφτηκε εκείνο το βράδυ.
Σαν δηλητήτηριο εκείνο το κρασί έκαψε τα λουλούδια στην καρδιά της.
Και η ανάμνηση επιβλητικά να μαστιγώνει.
Και νιώθει στο γυαλό υπνωτισμένη, να βλέπει όλα τα άλλα καράβια να φεύγουν για ξωτικά ταξίδια.
Ακόμα δεν είχε βρει εισητήριο.
Το είχε βρει, αλλά πιο πολύ την πονά που δεν το τσέκαρε.
Και πονούσε, ζήλευε, δεν ήξερε και αυτή τι ένιωθε.
Τόσο καιρό τα είχε όλα κρύψει.
Γιατί ήρθε; Τι θέλει;
Τα 'χε τελειώσει όλα...
Έτσι νόμιζε, αλλά ότι κρύβεις σαν μπαλονι φουσκώνει μέχρι να σκάσει...
Και έσκασε.
Όλα γίναν λόγια.
Συναισθήματα, βιώματα και εικόνες που θελάν να τον πνίξουν.
Ήταν και αυτός ένα ευτυχισμένος ταξιδιώτης.
Έτσι νόμιζε.
Και αυτός να θέλει να την αγκαλιάσει.
Να ιδρώνει, και άπραγη να κόβεται η θέληση του.
Να πονάει, βλέπωντας την εικόνα τους μέσα από μια λίμνη νερού, που δεν κυματίστηκε καθόλου αυτά τα χρόνια.
Και ας τα κύματα τους έπνιγαν μέρα τη μέρα.
Και περιμένει τη δύαμη να βρει.
Να δώσει αυτό που σε τόσους δίνουμε αλλά μόνο σε έναν έχει σημασία.
Τον εαυτό του σε αυτή.
Για αυτόν, μόνο αυτή υπήρχε.
Περίμενε νωχελικά κάθε νύχτα.
Εκεί μπορούσε.
Και καρτερικά την έψαχνε στα ονειρά του.
Και ας πονούσε.
Εκεί κάτι μπορούσε να δώσει, να ξεγελαστεί πως κάτι αγγίζει.
Να δει λίγο φως στο σούρουπο της ζωής του.
Και ο εαυτός του σαν να έγινε ποτάμι.
Κύλησε και έφτασε μπροστά της.
Να της εξηγήσει.
Να της πει.
Πως το χειρότερο δεν είναι να μη βρεις καράβι.
Το χειρότερο είναι να μην είσαι εσύ ο καπετάνιος.
Kαι ότι φαντάστηκες καμία σχέση με όσα ζεις δεν έχει.
Και αυτή δακρύζει, γιατί τώρα ξέρει.
Νιώθει το ίδιο.
Πως και για αυτόν ότι φαντάστηκε ήταν αυτή...
Τα πάντα μέσα της ευχαριστιούνται, δεν ξέρει αν θα τον αγκαλιάσει.
Αν θα μπορέσει να τον κοιτάξει...
Μα η λίμνη κυματίστηκε, και ξέπλυνε και τους δυο.
Από πόνο, από ψέμμα.
Τους ξέπλυνε απ' την σιωπή...
1 σχόλιο:
"Μα η λίμνη κυματίστηκε, και ξέπλυνε και τους δυο.
Από πόνο, από ψέμμα.
Τους ξέπλυνε απ' την σιωπή..."
τι ωραία γραφή..
τι ωραίο τέλος.
Δημοσίευση σχολίου