Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2014. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2014. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τρίτη 9 Ιουνίου 2015
Adieu au langage
Σκηνοθεσία: Jean-Luc Godard
Παραγωγή: France / Switzerland / 2014
Διάρκεια: 70'
Υπάρχει μόνο μία πραγματικότητα:
Αυτή που βλέπουμε κι αυτή που δεν βλέπουμε.
Εμείς όμως κρύβουμε τη μία από την άλλη.
Κι έτσι βλέπουμε πάντα μόνο μία.
Δηλαδή καμία.
Τα ελεύθερα όντα είναι τα μόνα όντα που είναι ξένα αναμεταξύ τους.
Τα χωρίζει η κοινή ελευθερία τους.
Το ελεύθερο είναι το ολόκληρο, το πλήρες.
Η ελευθερία καταργείται από την εξάρτηση.
[Υποδουλωνόμαστε σε κάτι έξω από εμάς, υπακούοντας σε κάτι που θεωρήσαμε αναγκαίο, κι αυτή η τάση καταργεί την ελευθερία μας, μας διασπάει.]
Το ελεύθερο είναι ολόκληρο, αδιάσπαστο. Δεν συντίθεται από τα μέρη του.
Είναι οι φωτεινές ίνες της πληρότητάς του που αποκαλύπτουν τα μέρη του,
αλλά δεν συντίθεται από αυτά.
Το ελεύθερο είναι το ολόκληρο, το αδιαίρετο.
Κι αφου δεν μπορεί να διαιρεθεί, το ελεύθερο αποκλείει τα μέρη του, και ό,τι εκτείνεται έξω από την ιδιότυπη πληρότητά του.
Είναι σχεδόν σκανδαλώδες, να χρησιμοποιήσεις την λεξη "πιο" για να περιγράψεις κάποια από τις ταινίες στη φιλμογραφία του Γκοντάρ, κι όμως, σ' ένα δομικό και ίσως αναλυτικό επίπεδο, το Adieu au langage φαντάζει η πιο ελεύθερη ταινία του Γάλλου υπερ-auteur. Η ήσυχη έκφραση ενός αξιαγάπητου σκύλου, ο άντρας και η γυναίκα, το αγόρι και το κορίτσι, η φύση, ο στοχασμός, το πολιτισμικό αδιέξοδο, ο έρωτας παρατίθονται αυτούσια, σχεδόν χέζονται, χωρίς καμία αφηγηματική ή φορμαλιστική κόλλα στο τρισδιάστατο οπτικό της ταινίας. Κι ο Γκοντάρ μοιάζει να αδιαφορεί εντελώς για τις σταθερές και τους τρόπους που θα επαληθεύσει όλα όσα "εξιστορούνται" στην ταινία. Αντιθέτως, μοιάζει να πιστεύει πως καθετί επαληθεύεται απ' τη στιγμή που υπάρχει. Καθετί άλλο θα ήταν πλεονασμός.
Η μόνη συνέπεια βρίσκεται στο χάος. Όλα τ' άλλα γίνονται γλώσσα. Έχουν γίνει ήδη γλώσσα. Και η γλώσσα δεν εξυπηρετεί κανέναν. Αφού η γλώσσα είναι το σχίσμα των πραγμάτων. Ακόκα κι έτσι δεν υπάρχει εναντίωση. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Δεν υπάρχει αποχωρισμός. Δε μπορεί να υπάρξει αποχωρισμός. Αφού ακόμα κι αν καταργήσεις τη γλώσσα, αν καταργήσεις το βάθος, την προοπτική, τη βαρύτητα, όλα αυτά θα συνεχίζουν να υπάρχουν· καταργημένα. Θα παραμένει πάντα άθλος να δείξεις ένα κλειστό δωμάτιο δίπλα σ' ένα δάσος, να ζήσεις δίπλα· η εντός της αλήθειας.
Σάββατο 28 Μαρτίου 2015
The Salt of the Earth
Σκηνοθεσία: Wim Wenders, Juliano Ribeiro Salgado
Παραγωγή: Frnce / Brazil / Italy / 2014
Διάρκεια: 110'
Σ' αυτούς που λιμοκτονούνε, αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Στα γεμάτα πληγές σώματα, αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Τα νεκρά έμβρυα θερμοκηπίου δεν τα κοιτάμε. Τα γεμάτα θλίψη πρόσωπα, τα κρανία με το άδειο βλέμμα, τις γυναίκες με το μαύρο γάλα στα στήθη, τα αποφεύγουμε, δεν τα κοιτάμε. Τη γενοκτονία των πληθυσμών, τα αφυδατωμένα από ελπίδα και νερό σώματα, δεν τα κοιτάμε. Δεν είναι κάποια έμφυτη απαρέσκεια προς το βίαιο, προς αυτό που έχει υποστεί την κακουχία αυτά που μας αποτρέπουν. Είναι η ενοχή που μας κλείνει τα μάτια. Η ενοχή προκαλεί την οργανωμένη αποστροφή του βλέμματος. Προτιμούμε να αγνοούμε την αλήθεια παρά να την υποφέρουμε. Και ενοχή είναι η γνώση ότι οι τόνοι συσσωρευμένης δυστυχίας σχετίζονται με τη δική μας ευημερία. Ότι η δική μας ευημερία συνδέεται και συντηρεί τους κοινωνικοπολιτικούς μηχανισμούς που παράγουν -σχεδόν με εργοστασιακή ακρίβεια- την ανέχεια, την πείνα, την εξαθλίωση. Καθετί μαζί με τον εαυτό του γεννάει και τη σκιά του. Η ευημερία τη φτώχεια, η πλουτοκρατία την εκμετάλλευση, η επιθυμία για ιδιοκτησία την αιματοχυσία, ο πολιτισμός τον αναλφαβητισμό, οι ατομικοί παράδεισoι την συλλογική καταπάτηση δικαιωμάτων κ.ο.κ.
Επιλέγω σκόπιμα τη λέξη σκιά έναντι αυτής της συνέπειας. Γιατί η σκιά είναι ένα φυσικό μέγεθος, ενώ η συνέπεια αποτελεί μια τάξη λογικής. Και θα 'θελα να εμμείνουμε εγγύτερα στη φύση, όπως τα περισσότερα κάδρα που προτείνει αυτή η ταινία. Ένα δέντρο μπορεί να μένει εκατοντάδες χρόνια ακίνητο στο ίδιο μέρος, με τη σκιά του να περιφέρεται γύρω απ' αυτό σαν ηλιακό ρολόι. Το δέντρο αποδέχεται τη σκιά του. Θα έλεγες, πως με κάποιον τρόπο έχει συμφιλιωθεί μαζί της. Ο άνθρωπος όχι. Προσπαθεί να την κρύψει μέσα σ' άλλα ρούχα κι άλλα ρούχα. Να την εξαφανίσει εκεί. Να την εξαφανίσει κάνοντας την αδιόρατη. Αδιόρατη για τον ίδιο, όχι για το σύμπαν. Αρνείται την εξαθλίωση, τον ξεπεσμό και την παρακμή. Τις σκίες που πέφτουν πάνω στο πρόσωπο της ευτυχίας του, τις αντιμετωπίζει με μίσος. Και τις καταδικάζει στην περιπλάνηση μιας αέναης δυστυχίας.
Ένας φωτογράφος είναι ένας άνθρωπος που ζωγραφίζει με το φως θα πει εισαγωγικά ο βιογραφούμενος Sebastiao Salgado. Κι αν κάνει κάτι το φως αξιοπρόσεκτο ως υλικό είναι η ανάδυσή του. Οι φωτοσκιάσεις του. Η εκ γενετής διπολικότητά του. Η συνεχής εξάρτησή του απ' το σκοτάδι. Και το εκκωφαντικό, παράδοξο που προκύπτει κατά την θέαση της ταινίας και των απειράριθμων φωτογραφιών του Sebastiao Salgado -ενός ανθρώπου που αφιέρωσέ τη ζωή του στην αποκάλυψη της δυστυχίας και των θυμάτων της ανθρώπινης βίας- είναι αυτή η εμμονή της οπτικής του να φωτίζει τις σκιές. Να τις φωτίζει, ίσως τόσο σθεναρά, μέχρι να γίνουν ρίζες για άλλα δέντρα.
Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015
Inherent Vice
Σκηνοθεσία: Paul Thomas Anderson
Παραγωγή: Usa / 2014
Διάρκεια: 148'
Πολιτικοί σωτήρες, πλουτοκράτορες, ιερείς οικονομικών παραδείσων, ιδεολόγοι αυτονομιστές, μάγοι ερωτικοί σύντροφοι μας έχουν μιλήσει τόσο πολύ για έννοιες όπως η ευτυχία, η λύτρωση και η δυστυχία. Μας έχουν μιλήσει πολύ για αυτές από παντού, τόσο που το κενό τους έχει αποκτήσει υπόσταση. Έχουν καλοφορμίσει μέσα στις νοητικές μας διεργασίες και επιδρούν σημαντικά στους συμπεριφορικούς μας χάρτες.
Το Inherent Vice αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του Τόμας Πίντσον. Τοποθετείται σε μια μεταβατική περίοδο της Αμερικής. Οι περιρρέουσες ιδέες αγάπης και ειρήνης –καυτή ακόμα η ανάσα του χίπικου κινήματος- υπόσχονταν ένα μέλλον ευτυχίας, όπου η ανοικτότητα, η αποδοχή, η στοργή, η φροντίδα του ενός προς τον άλλο σχηματικοποιούνταν ως προάγγελος μιας γαλήνιας κοινωνικής συνύπαρξης. Κατά συνέπεια τα αποδυναμωμένα ένστικτα, και η συλλογική θετική προδιάθεση, έμοιαζε ως ο ιδανικός μεσοχώρος για να πατήσουν οι παρίες της ανάπτυξης, φουσκώνοντας υπέρχειλα το μπαλόνι με ανθρωπιστικές υποσχέσεις, αποσκοπώντας στην ανήλεη κερδοσκοπία. Η εποχή του προ-καπιταλιστικού κολοσσού. Σ’ αυτή την περίοδο λοιπόν εκτείνεται και το φιλμ του Paul Thomas Anderson. Στον οποίο μοιάζει να ταιριάζουν γάντι οι μεταβατικές περίοδοι. Σ’ αυτές συνηθίζει να τοποθετεί και τις ταινίες του –τόσο το Master, όσο και το There Will be Blood-. Καθώς τα συγκεκριμένα χρονικά τμήματα διατρέχονται από ατομικές προσδοκίες, σκοπούς, όνειρα, ελπίδες –πάντα σύμφωνα με την έμφυτη τάση της ανθρώπινης φύσης για ξελόγιασμα- κάτι που καθιστά τους χαρακτήρες πιο τρωτούς, πιο ευάλωτους. Ιδανικούς για εμπαιγμό. Βέβαια οι μεταβατικές περίοδοι καταλήγουν πάντα σε τραγωδία. Αφού εν τέλει, όταν πια περατώνονται, η νέα τάξη πραγμάτων –λιγότερο αλλιώτικη απ’ ότι αναμενόταν- διαψεύδει πατόκορφα τις πρότερες προσδοκίες και φανερώνει απόλυτα την αυταπάτη της ανθρώπινης φύσης: την ανάγκη για επένδυση σε εξωτερικούς παράγοντες σωτηρίας, και την διαρκή αυτοδημιουργία χώρων-shakers που προσφέρονται για ανακίνηση στόχων και ονείρων. Κουρκούτι δηλαδή.
Πριν προχωρήσω όμως σε οτιδήποτε άλλο θα ήθελα να σταθώ στη δεύτερη λέξη του τίτλου. Στα ελληνικά, ελάττωμα. Μάλλον ακρογωνιαία έννοια στο σύμπαν και στις αφηγήσεις του Αμερικάνου σκηνοθέτη. Ελάττωμα: το στοιχείο που αναγνωρίζουμε σε κάποιον η κάτι απ’ την ιδιότητά του να επιδρά αποτρεπτικά προς την τέλεια λειτουργία. Η τελειότητα όμως ως έννοια είναι και ανέφικτη και ατελής. Οι άνθρωποι επιδιώκουν την ατελή τελειότητα. Και αυτό το ανθρώπινο χαρακτηριστικό είναι αγαπημένο στη φιλμογραφία του Paul Thomas Anderson. Χαρακτηρίζει ευρέως τους ήρωες του. Χαρακτηρίζει τα κίνητρά τους. Από τον Philip Baker Hall στο Sydney, τον Daniel Day Lewis στο There Will be Blood και τον –ίσως πιο κραυγαλέα- Philip Seymour Hoffman στο Master παρατηρούμε ήρωες-αφηγήσεις ως σύγχρονες παραλλαγές του Faust. Δηλαδή χαρακτήρες-διάολους, κορυφαίους στο πεδίο δραστηριοποίησής τους, οι οποίοι αντιλαμβανόμενοι με ένταση την ατομική τους ανεπάρκεια, επιζητούν την τελείωση και την αυτολύτρωση μέσα από τον θαυμασμό των άλλων και την εξαγορά της κοινής γνώμης. Προς αυτό τον σκοπό «πουλάνε», κηρύττουν πολυποίκιλα ιδανικά, και τάζουν (ή δίνουν) την ευτυχία σε δισκία πίστεως. Μέσα από ένα σύνολο πράξεων που φαινομενικά μοιάζουν αλτρουιστικές αλλά στον πυρήνα τους διακατέχονται από έντονη ατομικιστική δίψα. Συνώνυμα ελεημοσύνης, όπου η βοήθεια προσφέρεται αδιάφορα προς τον άλλον και την οντότητά του, με μοναδικό σκοπό τον αυτό-εξαγνισμό και την ατομική εξύψωση. Απ’ την άλλη, ίσως λιγότερο έντονα, υπάρχει μια δεύτερη κατηγορία «ελαττωματικών» χαρακτήρων στη φιλμογραφία του Anderson. Ήρωες που λειτουργούν ως ξενιστές. Συνήθως χαρακτήρες με χαμηλή αυτοεκτίμηση, άνθρωποι που προσκολλούνται σε επιφανείς ανθρώπους, θρησκείες, έρωτες, οπουδήποτε, ούτως ώστε να προσλάβουν τα απαραίτητα –σε κάποια θεωρητική σφαίρα- για να καταπραΰνουν τον υπαρξιακό πόνο ή να επιτύχουν την πολύ-διαφημισμένη ευτυχία-προορισμό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν σχεδόν όλοι οι δεύτεροι χαρακτήρες, αλλά και άλλες πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν ο Joaquin Phoenix στο The Master ή ο Adam Sandler στο Punch-Drunk Love.
Μια τέτοια περίπτωση χαρακτήρων συναντάμε και στο Inherent Vice. Κατά κάποιον τρόπο ανθρώπους ξενιστές. Που προσκολλώνται στο ένα ή στο άλλο επιδιώκοντας (ίσως) να ξεχάσουν. Ουσιομανείς σε μόνιμη νιρβάνα ή ποίμνιο σε διάφορες οργανώσεις όπου η εξουσία θρησκιοποιείται. Από την άλλη, πρεζόνια του έρωτα, όπου το συναίσθημα τοποθετείται σε ανέφικτες κορυφές. Ή συνηθέστερα, άνθρωποι σεξομανείς. Ενδίδοντας στην υπαινικτικότητα των μυστικών της θηλυκής σάρκας και καταφάσκοντας στη μεταφυσική του πορνό-lifestyle. Όπου στη θεοποίηση/δαιμονοποίηση της σεξουαλικής πράξης υποβόσκει η αξίωση για πλήρωση όλων των ηδονών και των απολαύσεων.
Και παρ’ ότι οι χαρακτήρες στο Inherent Vice έχουν λιώσει για τα καλά η καραμέλα της εποχής, ενδίδοντας στην ψευδαίσθηση και υπερχειλίζοντας εργατικά τα όρια της ατομικής αυταπάτης, εν τέλει η κίνησή τους είναι μια ειλικρινής εξομολόγηση: δεν πάνε πουθενά. Κι αυτή είναι η απόλυτη εκδοχή ειλικρίνειας του χρόνου: η λήθη. Δε θυμούνται από πού έρχονται. Δε θυμούνται προς τα πού κατευθύνονται, ούτε γιατί κατευθύνονται προς τα εκεί. Θα έλεγες, ότι όπως όλα τα ευλογημένα όντα, είναι εγκλωβισμένοι μες την αλήθεια τους.
Και κάπως έτσι επικρατεί η αφασία. Η αχρονικότητα. Η ψυχεδέλεια. Ο Paul Thomas Anderson επενδύει επιδεικτικά στο παράδοξο! Θα περίμενες ότι όλα αυτά θα οδηγούσαν σε μια ταινία κολλημένη. Στοκαρισμένη. Φλύαρη. Και βραδυκίνητη. Κάθε άλλο. Η ταινία –αφηγηματικά- λειτουργεί άψογα. Σταθερός, άνετος, σφυγμός. Κι αυτό γιατί ο Paul Thomas Anderson, όπως ο άλλος Anderson στην τελευταία του ταινία, ο Wes, πετάνε το μπαλάκι στον θεατή. Και υπογραμμίζει το –παρ’ ότι αυτονόητο- ξεχασμένο: αυτό που μας κινεί προς τα κάπου δεν είναι απαραίτητα τα γεγονότα, ή τα επεισόδια ή οι σεκάνς ή οι μυθοπλαστικές αναλογίες ανάμεσα στις σκηνές, αλλά η επιθυμία του θεατή να κινηθεί ανάμεσα σ’ αυτό που συμβαίνει (ή δεν συμβαίνει), και να το κινήσει, να συναρμολογήσει τα μικρά κομμάτια χώρου και χρόνου που του δίνονται. Κι από τη στιγμή που στον κινηματογράφο, τουλάχιστον στο λαϊκό κινηματογράφο, έχει επικρατήσει το αφηγημτικό μοντέλο, ο θεατής έμφυτα έχει αναπτύξει μια διάθεση κίνησης, μια διάθεση μυθοπλαστικού μαέστρου που οργανώνει αυτό που βλέπει, ακόμα κι αν αυτό που βλέπει βρίσκεται σε απόλυτο χάος, σε απόλυτη αταξία. Συνεπώς, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η ταινία θα κινηθεί: ακόμα και χωρίς τη θέλησή της.
Γιατί ο θεατής έχει ως σκοπό να ανακινήσει την ταινία. Δεν θέλει να δει μια ακίνητη ταινία. Θέλει να εξάγει συμπεράσματα από αυτή. Να την κατευθύνει. Αλλιώς νιώθει αμήχανα. Επιβεβαιώνοντας όσα λέγονται (και μπορεί να μην ακούγονται επί της οθόνης για 148 λεπτά): η στοχοθέτηση και η έννοια του σκοπού δεν είναι παρά μια εσωτερική διαδικασία αυτό-απασχόλησης. Δεν υπάρχει ευτυχία, δεν υπάρχει δυστυχία, κορεσμός, κι όμως δεν υπάρχει αδιέξοδο. Το μη-αδιέξοδο είναι το αδιέξοδο. Συμφιλίωση. Γύμνια. Και δεν έχει κανένα νόημα αν τα πράγματα πήγαν στραβά, όμορφα, κακά, άσχημα. Κάπως έπρεπε να πάνε. Και δεν υπάρχει καμία διαφορά..
Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015
Kis Uykusu
Σκηνοθεσία: Nuri Bilge Ceylan
Παραγωγής: Turket / France / Germany / 2014
Διάρκεια: 198'
Η Χειμερία Νάρκη είναι ένα τραίνο με άφθονους επιβάτες. Οι
πόρτες είναι κλειστές. Όλοι οι επιβάτες είναι σημεία της μεταφοράς. Όμως κανείς
δεν είναι μέρος της κίνησης.
Και εδώ έρχεται η έννοια του αποκλεισμένου εαυτού να
εντείνει την αίσθηση του ανθρώπου ως ακίνητη μάζα μέσα σ’ ένα κινούμενο δοχείο.
Ή πιο ακριβώς η έννοια του αποκλεισμού εντός του εαυτού. Γιατί ο εαυτός στη
Χειμερία Νάρκη είναι η χειμερία νάρκη μέσα στην οποία βρισκόμαστε, δηλαδή το
πρώτο και το τελευταίο οχυρό που προτάσσουμε έναντι στον κόσμο.
«Πως αντιμετωπίζεις το κακό όταν σε επισκέπτεται;» : Είναι
μία από τις ερωτήσεις, και ένα θέμα συζήτησης που καταλαμβάνει αρκετό φιλμικό
χρόνο στην ταινία του Ceylan. Η απάντηση είναι αδιάφορη, όμως η αναζήτησή της αναδεικνύει
μηχανισμούς που θεμελιώνουν την ατομικότητα και την αποξένωση.
Πέραν του ότι το κακό, και οι λοιπές ηθικά χρωματισμένες
έννοιες είναι εξαιρετικά αβάσιμες ως έννοιες, καθώς επιβάλλονται απ’ τον σκεπτικισμό
και δεν δημιουργούνται από μια συμπαντική συνέπεια, το γεγονός ότι υιοθετείς
την ιδέα ότι υπάρχει ένα εξωτερικό κακό, ένα κοσμικό κακό, που σου απευθύνεται,
που απευθύνεται σε σένα προσωπικά, και ότι πρέπει να δράσεις ενάντια σε αυτό,
παρ’ ότι αποτελεί διαδεδομένη ιδέα, είναι μια εξαιρετικά επισφαλής πλάνη. Είναι
μια πλάνη που υποδηλώνει πως με τη δράση σου διαχωρίζεσαι απ’ τον κόσμο. Πως
βρίσκεσαι έξω απ’ αυτόν. Πως εσύ, η απειροελάχιστη κουκκίδα, υψώνεις ένα ον,
χωριστό, που δρα αυτόνομα, και που οι δράσεις του, το διαχωρίζουν από τη
λειτουργία της συμπαντικής περιστροφής.
Το αποτέλεσμα είναι ότι παρ’ ότι δεν έχεις επιτύχει να
διευρύνεις τις μηδαμινές σου οντολογικές διαστάσεις, απενεχοποιείς και θεωρείς
τον εαυτό σου γιγάντιο. Η δράση –και η ατομική σκέψη εδώ λογίζεται ίσως ως το
αποκορύφωμα της σύγχρονης αστικής δράσης- έχει αυτό το ιδίωμα: να ηρωοποιεί
αυτόν που δρα, να τον απομονώνει, να τον ξεχωρίζει, να του αποδίδει ένα
ολόκληρο βασίλειο. Λησμονώντας ότι οποιαδήποτε δράση λαμβάνει χώρο σ’ ένα χαοτικό
πεδίο άπειρων παραλλήλων δράσεων, που το άθροισμα, το γινόμενο, το κλάσμα
(κ.ο.κ.) τους δεν είναι παρά η δυναμική του κόσμου και οι περίπλοκοι δείκτες των
αλληλοσυσχετίσεων που λαμβάνουν χώρο εντός αυτού.
Όμως ο εαυτός αυταπατάται. Θεωρεί πως δρα έξω απ’ τον κόσμο.
Κατασκευάζει γύρω του μια πλημμυρίδα από νοητικά δίπολα, καλό-κακό,
ηθικό-ανήθικο, τίμιο-άτιμο, αλτρουισμός-ματαιόδοξο, μίσος-αγάπη, στοργή-αδικία.
Όπως συμβαίνει σε όλα τα’ ανθρώπινα συστήματα. Και μέσα σε αυτή την πλημμυρίδα
εννοιών ο εαυτός σαν ταχυδακτυλουργός προσπαθεί να ισορροπήσει. Να βρει το
κέντρο του. Εκεί χτίζεται ο εαυτός. Σε αυτό το κέντρο. Εκεί στο κάθε κέντρο,
στον κάθε εαυτό και ένα ευαγγέλιο. Και αυτό είναι ένα κέντρο όπου ο Θεός, η
θρησκεία, και ο πιστός ταυτίζονται. Για αυτό ο εαυτός μένει αδιάρρηκτος.
Ακίνητος. Σε ύπνο. Με ξεχειλωμένα τα όρια της ατομικής αυταπάτης.
Παρ’ ότι όμως ο εαυτός βρίσκεται σε ύπνο, ή παρ’ ότι η
έννοια του εαυτού είναι ο ύπνος μέσα στον οποίο βρισκόμαστε, παράλληλα, στην
απομόνωσή μας, εξυμνώντας το τέλειο ατομικό μας σύστημα, βρισκόμαστε σε έπαρση.
Η έπαρση είναι αναγκαία. Γιατί το νόημα της ύπαρξης μας -ως ολόκληρο σύστημα- είναι το συγκριτικό μας
πλεονέκτημα έναντι των άλλων (συστημάτων). Και σ’ αυτό ωφελεί η έπαρση, δημιουργεί το κατάλληλο
βλέμμα, την κατάλληλη τυφλότητα, το κατάλληλο οπτικό πρίσμα. Σ’ αυτό το σημείο
θα ήθελα να μνημονεύσω, ίσως περιφραστικά, μια φράση της Μάργκεριτ Ντυράζ «δυσπιστώ
με όσους γράφουν όμορφα». Κι αυτό γιατί η Ντυράζ θεωρεί πως η «καλλιγραφία» χρησιμοποιείται
ως μέσο επίτευξης ατομικών στόχων, και ότι δεν αφορά αυτό που γράφεται. Η
καλλιγραφία ως μια μάσκα υποκρισίας. Με μια αναγωγή, λογαριάζοντας την
ανθρώπινη συμπεριφορά ως ένα άλλο είδος γραφής, θα οφείλαμε να επιδεικνύαμε ένα
ανάλογο είδος δυσπιστίας στους «ενάρετους» ανθρώπους, στις εξιδανικευμένες
συμπεριφορές, και στις ωραιοποιημένες χειρονομίες. Οι οποίες συνήθως φαντάζουν
ως μια «καλλιγραφία» που επιστρατεύει κάποιος για να μας υποδουλώσει στα σχέδια
του. Μια καλλιγραφία που υποκρύπτει την κτηνώδη φύση αυτού που τη χρησιμοποιεί
-γιατί η φύση είναι κτηνώδης- αλλά και τα ατομικά συμφέροντα στα οποία
αποσκοπεί.
Υπό αυτό το πρίσμα ο Ceylan στην ίσως πιο μεγαλεπήβολη ταινία
του, επιτυγχάνει κάτι σχεδόν ακατόρθωτο: να κινηματογραφήσει το απάνθρωπο. Το
μη ανθρώπινο. Το μη φυσικό. Ή για την ακρίβεια να κινηματογραφήσει τον άνθρωπο
την εποχή της ατομικής αυταπάτης. Και με αυτόν τον τρόπο να εξισώσει τον
ματαιόδοξο με τον αλτρουιστή, τον μισαλλόδοξο με τον πράο, τον φιλόδοξο με τον
παραιτημένο, τον ηθικό με τον φανατισμένο κ.ο.κ. Και παρ’ ότι ο Ceylan μοιάζει
δεικτικός και απόμακρος στην κινηματογράφηση του, ταυτόχρονα μοιάζει να συμπονά
βαθιά αυτούς τους χαρακτήρες. Να τους συμπονά
ακριβώς έτσι: εξισώνοντας τους. Χαρίζοντας τους δηλαδή αυτό που δεν επιτρέπει ο
ένας στον άλλο.
Κλείνοντας το κείμενο θα ήθελα να κάνω μια ειδική αναφορά σε κάτι παράπλευρο και να σταθώ σε αυτό: παρ’ όλη τη
ρητορική διάθεση, παρ’ όλη την ανθρωπολογική ανάλυση του Nuri Bilge Ceylan, η σκηνή που σε
τσακίζει, σε ανατριχιάζει πραγματικά, σε μια από τις δυνατότερες
κινηματογραφικές στιγμές των τελευταίων χρόνων, είναι το πλάνο, όπου οι μακροχρόνιοι
εραστές, βρίσκουν τη δύναμη να ξυπνήσουν
από τη χειμερία νάρκη τους, να ξεπεράσουν την αδιαφορία του καθημερινού κοιτάγματος,
την αντανακλαστική αποστροφή, να διαρρήξουν την εγκαθίδρυση του βλέμματος ως
συσσωρευμένη απουσία, και να κοιταχθούν για μια ακατανόητη στιγμή, ξανά, για
πρώτη φορά. Ακατανόμαστοι και νέοι μέσα σ’ ένα βλέμμα αμοιβαίο και ολόκληρο...
Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015
ΑΩ
Σκηνοθεσία - Ερμηνεία: Αργύρης Πανταζάρας
Η ευγενής μας εικόνα είναι το θέαμα που προσφέρουμε στους άλλους. Γιατί αυτό θέλουν οι άλλοι από εμάς, ένα θέαμα, κι εμείς τους το προσφέρουμε. Γιατί αυτό που εμείς θέλουμε είναι να είμαστε ποθητοί. Να είμαστε επιθυμητοί, αυτό θέλουμε. Η ευγενής μας εικόνα είναι το είδωλο στον αντεστραμμένο καθρέφτη της ανασφάλειας μας.
Από εκεί που έχω περπατήσει, τώρα διέρχομαι ακίνητος. Άραγε, αυτή η ακινησία είναι η εν ανάπαυση ζωή; Ρωτάω, αυτή η αδράνεια είναι η εν ανάπαυση ζωή; Δεν είμαι όμως ακίνητος. Διέρχομαι ακίνητος. Κι αυτό διαφέρει. Μια πολύβοη αδράνεια.
Το να έχεις υπάρξει και το να έχεις ζήσει διαχωρίζονται από τη στιγμή που έχεις γεννηθεί. Γιατί το να ζεις είναι να κυνηγάς κάτι απ' το οποίο προπορεύεσαι. Κάτι βρίσκεται πίσω σου, το έχεις αφήσει, κι εσύ το κυνηγάς. Μπροστά. Και η απόσταση συνεχώς μεγαλώνει. Κι όσο δεν το φτάνεις τόσο το κυνηγάς. Πιο έντονα. Ασταμάτητα. Ακατάπαυστα. Αυτό πίσω κι εσύ τρέχεις μπροστά. Η ζωή ειναι ο νόμος της απώθησης.
Το να αποδομείς αυτό που κάνεις, δεν δικαιώνει τη δράση. Το να 'χεις συνείδηση των πράξεων σου, ακόμα κι αν τις αποδοκιμάζεις, δεν σε καθιστά περισσότερο αθώο ή λιγότερο ένοχο· αξιοθρήνητο σε καθιστά. Η αυτολύπηση δεν καταπραΰνει. Η δράση/ζωή είναι η αδιάλειπτα συνεχιζόμενη διάψευση της ύπαρξης.
Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015
Turist
Σκηνοθεσία: Ruben Ostlund
Παραγωγή: Sweden / France / Norway / 2014
Διάρκεια: 119'
Υπάρχουν άπειροι τρόποι για να κάνεις ένα πράγμα. Ο άνθρωπος διαλέγει πάντοτε τον πιο γελοίο. Αυτή η ιστορία είναι αιώνια, αρχέγονη. Τόσο που είναι αξεδιάλυτο αν η γελοιότητα αφορά αυτή καθαυτή τη γελοιότητα ή το γεγονός ότι ο άνθρωπος επιλέγει.
Είναι φανερό ότι όλες οι δυστυχίες, οι διαταρραχές, οι κρίσεις απόγνωσης κλπ προκαλούνται από το εγώ και τους εγωισμούς του. Δηλαδή στο γεγονός ότι αδυνατούμε να αποδεχτούμε ότι ο άλλος είναι ένα ολοκληρο Εγώ.
Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να μισείς τους ανθρώπους και στο να επιλέγεις να μισείς τους ανθρώπους. Αυτή αφορά κυρίως την ψυχρότητα. Η οποία αναφέρεται στην απόσταση που καλείσαι να πάρεις απ' οτιδήποτε όταν πρόκειται να το επιλέξεις.
Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014
A Pigeon Sat on a Branch Reflecting on Existence
Σκηνοθεσία: Roy Andersson
Παραγωγής: Sweden / Germany / Norway / France 2014
Διάρκεια: 101’
Παραγωγής: Sweden / Germany / Norway / France 2014
Διάρκεια: 101’
Ένα
περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί, συλλογιζόμενο την ύπαρξή του. Ναι, αυτό είναι
ένα πράγμα που μπορεί να κάνει ένα περιστέρι. Ο άνθρωπος όχι. Το βάρος του
ανθρώπου θα έσπαγε το κλαδί κι ο άνθρωπος θα έπεφτε και δε θα μπορούσε να συλλογιστεί
την ύπαρξή του. Όταν αναφέρομαι στο βάρος δεν εννοώ βέβαια τις φυσικές
ιδιότητες της μάζας. Το βάρος δεν είναι
μάζα. Δε σπάει μόνο κλαδιά. Αυτό το είδος βάρους στο οποίο αναφέρομαι έχει να
κάνει με την έκφραση, τους μορφασμούς, την παρουσία στον χώρο. Αυτό το βάρος εκτονώνει,
απωθεί, εξοντώνει, εξουθενώνει κυρίως απωθεί. Απώθηση: η βασική αιτία της κίνησης.
Αλλά αν προς
χάριν του κειμένου, εμπιστευόμασταν τον Μίλαν Κούντερα και όλα όσα λέει περί
της ελαφρότητας του είναι, το ερώτημα που προκύπτει, είναι ποια μετασχηματιστική
διαδικασία προσδίδει αυτό το βάρος στον άνθρωπο; Τι κάνει τον άνθρωπο βαρύ;
Δύσκαμπτο; Γέρο; Τι τον καθιστά περιφερόμενο ερείπιο; Γελοίο κι ανυπόφορο μέσα στους
κόσμους που παρελαύνει; Δυσάρεστο θέαμα και αποκρουστικό για τον ίδιο του τον
εαυτό; Αποκαμωμένο και αντικείμενο χλεύης για τους άλλους;
Όσο κι αν
ακούγεται υπερβολικό, αυτό είναι το πορτραίτο –το πορτραίτο του ερωτήματος- των
ανθρώπων στο εξαιρετικής ακρίβειας καραβάνι πλάνων του Roy Andersson: ένας ανέμπνευστος
θίασος αποτελούμενος από κατά φαντασία ηθοποιούς και κουρασμένους θεατές, –θυσία
για τον θάνατο. Στις μαζικές τους συνευρέσεις προσπαθούν να διασκεδάσουν την
πλήξη τους. Όμως το μοναδικό αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι η
υπογράμμιση της πλήξης. Και πάλι αναδύεται ως κάτι οικουμενικό: Η θλίψη, η
πλήξη, η αδυναμία σαν παγκόσμια, σαν συμπαντική ανθρώπινη ουσία του είναι. Και
καθετί οικουμενικό βρίσκει τον τρόπο να εξαγνίζει, να λυτρώνει, να μαλακώνει. Αυτός
είναι και ο λόγος που όλες αυτές οι ανθρώπινες φιγούρες βαρβαρότητας, καθώς
ξετυλιγεται το φιλμ μαλακώνουν, λιώνουν στα μάτια σου, γίνονται συμπονετικά
φώτα μέσα σ’ ένα σκοτάδι που παρ’ ότι δεν μπορείς να δεις, γνωρίζεις ότι
υπάρχει.
Υποπτεύομαι όμως
πως δεν έχω κάνει κανένα βήμα προς το ερώτημα που έθεσα στην προ-προηγούμενη
παράγραφο. Αλλά προς τα πού πρέπει να κατευθυνθούμε; Η ειρωνεία του Roy Andersson είναι και πανέξυπνη και αναπάντεχη
και διαρκής. Και κατευθύνεται μάλλον προς αυτή την πλευρά της σκέψης: από ένα σημείο
κι έπειτα ο άνθρωπος συμβιβάζεται με την ιδέα ότι υπάρχει, παύει να αντιμετωπίζει
τον εαυτό του ως ύπαρξη, αρχίζει να τον αντιμετωπίζει σαν γεγονός. Ως ύπαρξη ο
άνθρωπος είναι κάτι ολικό. Ως γεγονός δεν είναι παρά το ίχνος της ύπαρξης του.
Ο άνθρωπος δίνει βαρύνουσα σημασία σ’ αυτό το ίχνος. Ενδιαφέρεται για τα ίχνη,
και στα πλαίσια αυτού του ενδιαφέροντος εγκαθιδρύει ως νομοτέλειες αξιώματα που
έχει θεσπίσει αυθαίρετα. Αυτά τα αξιώματα προσανατολίζονται στην
ομαλή ροή της ζωής και την τακτοποίηση της ανθρώπινης εμπειρίας βάσει κάποιων
κοινώς αποδεκτών κανόνων. Κανόνες όπως αυτοί της ανθρώπινης εργασίας, του χρόνου ως
επινοημένο σύστημα (ρολόι), των αποδεκτών τρόπων συμπεριφοράς, του χρήματος, δεν είναι
παρά ορισμοί στα πλαίσια μιας κατασκευής που συνολικά ορίζεται ως πραγματικότητα.
Ο άνθρωπος δείχνει μια υπερβολική πειθαρχία και ευαισθησία προς αυτές τις έννοιες,
παρά το γεγονός ότι κάθε κανόνας δεν είναι παρά μια σκιά τραγικότητας πάνω στην αβαρή και άυλη ύπαρξη. Επί της ουσίας ο άνθρωπος επιλέγει να
σκοτώνει οποιαδήποτε πτυχή εσωτερικότητας καταπιέζεται από το προαναφερθέν
σύστημα επιβολής. Εν τέλει ο άνθρωπος καταλήγει ομοίωμα του εαυτού του, όμως όχι
πιστό. Παραμορφώνεται. Κυρτώνει. Αποκτά βάρος. Ακόμα κι αν το έχει λησμονήσει
μοιάζει να υποφέρει απ’ αυτό: Για να βρεθεί εντός πραγματικότητας βρίσκεται
εκτός αλήθειας.
-στον σιεΝ "Στ." ανταλΟυ-
-στον σιεΝ "Στ." ανταλΟυ-
Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014
Films 2013-2014
16.
Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά
Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά
Έχουμε μάθει να εφαρμόζουμε γάντι την παλιά λαϊκή σοφία, που λέει: "Καλύτερα πουν'τος, παρά να τος". Σκηνοθετώντας την απουσία μας, προσπαθούμε να τροφοδοτήσουμε τους άλλους με μια έλλειψη που θα μας καταστήσει στο μέλλον θελκτικούς, επιθυμητούς, απαραίτητους.
Μιλλώντας για την ελληνική πραγματικότητα, έχουμε μάθει να γεμίζουμε το άδειο με άδειο. Μια απέραντη αδειοσύνη κοντολογίς. Το ερώτημα που πλέον τίθεται είναι με τι αδειάζει το άδειο; Αδειάζει το άδειο;
15.
Under the Skin
Under the Skin
Δόθηκαν σάρκες και δέρμα. Όμως δεν δόθηκε χώρος και χρόνος για να αναπτυχθεί αυτό το ον.
Σαρκοβόρο το κενό. Τα οστά θα 'πρεπε να 'ναι σκάλες που ανεβαίνουν στον ήλιο.
Όμως αυτή δεν έχει ηλικία. Ο θάνατος είναι ένα παιχνίδι για αυτούς που έχουν να θυσιάσουν.
Κάποιος είπε πώς είναι το πνεύμα που δίνει υπόσταση στην ύλη.
Πώς δεν υπάρχει το ένα ως προς το άλλο. Πώς είναι το ένα μαζί με το άλλο.
Μαζί, ειδάλλως καθόλου. Ούτε το ένα. Ούτε το άλλο.
14. Το Μικρό Ψάρι
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό ψάρι. Το μεγάλο ψάρι τρώει τα μικρά ψάρια. Το μικρό ψάρι τρώει τα μεγάλα ψάρια. Ευρύχωρα που είναι τα ψάρια που τρώνε το 'να τ' άλλο. Δεν είναι θέμα μεγέθους. Πείνας ή επιβολλής. Είναι μάλλον το μόνο "παιχνίδι" που σου μένει αυτός ο κανιβαλισμός, όταν έχεις ήδη καταπιεί τη θάλασσα κι ότι σ' εμπεριέχει.
13. Thian zhu ding
12. La Vénus à la fourrure
11. Paradies: Glaube
Ο παράδεισος δεν υπάρχει αν δεν πιστεύεις σε αυτόν. Κι αμά πιστεύεις, πάλι δεν υπάρχει.
Οι ανάσες των ζωντανών είναι ο ουρανός της κόλασης.
Οι ανάσες των ζωντανών είναι ο ουρανός της κόλασης.
10. Le passé
Το παρελθόν, καταναγκαστικά, μας καθιστά σ' ένα βαθμό δεμένους με αυτά που έχουμε ζήσει. Αναπόφευκτα, το μέλλον δεν φτάνει σχεδόν ποτέ ολόκληρο σ' εμάς. Ή δεν φτάνουμε ποτέ ολόκληροι στο μέλλον. Σ' αυτή την απόσταση καθρεφτίζεται το προφίλ του θανάτου μας.
9. The Grand Budapest Hotel
Δεν μπορείς να πεις καμία ιστορία γιατί όλες οι ιστορίες έχουν συμβεί. Όταν επιθυμείς να πεις μια ιστορία δε λες την ιστορία που επιθυμείς, αλλά την επιθυμία σου να μιλήσεις. Οι ιστορίες δεν βρίσκονται μέσα στις ιστορίες. Είναι έξω απ' αυτές. Μέσα σε ότι δε μπορεί να αποκτήσει περίγραμμα. Ιστορία είναι ο ρυθμός της ιστορίας. Το κόκκινο χρώμα που συναντάς στο δρόμο σου. Το χαμόγελο που κάνει το στόμα σου ν' ανοίγει. Το πρόσωπό σου να παραμορφώνεται. Η μυρωδιά του ξύλου. Ένα ζαχαροπλαστείο με τάρτες βανίλια φράουλα. Το αγόρι που θάβεται μαζί με τα μυστικά του. Ένα τραγούδι για αυτό που δεν υπάρχει. Δύο πατούσες διαφορετικές η μία από την άλλη. Το μέρος οπου κοιτάζει το βλέμμα μας, όταν το βλέμμα μας είναι το μέρος που κοιτάμε.
8. Camille Claudel 1915
Λίγες μέρες από τη ζωή της Καμίλ Κλοντέλ. Έγκλειστης σε ψυχιατρικό άσυλο ανιάτων. Η ψυχιατρική δε βρίσκεται στα χέρια του ατόμου. Βρίσκεται στα χέρια της κοινωνικής πρακτικής. Και ως κοινωνικό εργαλείο ενδιαφέρεται για την μη-αναταραχή των σχέσεων και των ιστών που καθιστούν την κοινωνική οργάνωση απαραίτητη . Το ψυχιατρικό άσυλο αποτελεί χώρο συγκέντρωσης μη λειτουργικών και μη χρήσιμων για το σύνολο ανθρώπων. Η Καμίλ Κλοντέλ, μη υπολειπόμενη σε τίποτα, το κάθε άλλο, ανάμεσα σ' αυτούς που δε μπορεί να εμπνεύσει την αγάπη των άλλων. Γεγονός που θα την καθιστούσε και σημαντική και απαραίτητη προς αυτούς. Πολύτιμο κειμήλιο για την αγκαλιά τους.
7. Post Tenebras Lux
Μέσα στο τούνελ οι κραυγές των πουλιών γίνανε δέντρα και τα κλαδιά τους σχίζουν.
Σκοτεινή η πορεία του αίματος. Ένας πίνακας με υγρασία.
Στ' όνειρό μου σ' έψαχνα στη χαμηλή χλόη. Πεταμένα παιδικά βήματα, ήχοι από ξυράφια.
Οι οργασμοί μου είναι ένα συρματόπλεγμα όπου μπερδεύονται τα δάχτυλα του θεού.
Αν ο ουρανός φωτίζει τη γη, τον ουρανό ποιος τον φωτίζει;
Μέσα στη νύχτα οι ίσκιοι των δέντρων παραπατάνε στη θάλασσα. Την σκεπάζουν μέχρι τα γόνατα.
Σε ψάχνω στο σκοτάδι του τρένου που σπάει τα κόκκαλά μου.
Σκοτεινή η πορεία του αίματος. Ένας πίνακας με υγρασία.
Στ' όνειρό μου σ' έψαχνα στη χαμηλή χλόη. Πεταμένα παιδικά βήματα, ήχοι από ξυράφια.
Οι οργασμοί μου είναι ένα συρματόπλεγμα όπου μπερδεύονται τα δάχτυλα του θεού.
Αν ο ουρανός φωτίζει τη γη, τον ουρανό ποιος τον φωτίζει;
Μέσα στη νύχτα οι ίσκιοι των δέντρων παραπατάνε στη θάλασσα. Την σκεπάζουν μέχρι τα γόνατα.
Σε ψάχνω στο σκοτάδι του τρένου που σπάει τα κόκκαλά μου.
6. Pozitia copilului
Η μαμά είπε στο παιδί θα παίξουμε ένα παιχνίδι: Θα πραγματοποιώ αυτό που επιθυμείς πριν το επιθυμήσεις. Η πραγματοποίηση των επιθυμιών δεν επέφερε καμία συγκίνηση στο παιδί. Στη συνέχεια το παιδί ούτε έπαιζε ούτε επιθυμούσε. Το παιδί άρχισε να μην επιθυμεί. Άρχισε να επιθυμεί την αντι-επιθυμία. Ούτως ώστε να δοκιμάσει τη χαρά του να μη συμβαίνει αυτό που επιθυμεί. Καμία χαρά. Καμία συγκίνηση. Μόνο απώλεια χαράς. Μόνο απώλεια συγκίνησης. Μόνο Χειμώνας. Τόσο καθοριστικό να είσαι παιδί των γονιών σου.
Ο Abdellatif Kechiche εκφωνεί το σχεδόν αυτονόητο, που ωστόσο η παραδοσιακή ηθική εμμένει στο να αποσιωπεί. Ότι η σεξουαλική συνεύρεση δύο ανθρώπων είναι ικανή να αναφέρει τέτοιο πάθος που να ενώσει ριζικά δύο ανθρώπους. Είναι επίσης δυνατό να αποτελέσει σεισμικό παράγοντα έντασης ικανής να μετατοπίσει τη θέση και τη σχέση δύο ανθρώπων με τα πράγματα και τη ζωή γενικότερα. Μάλλον στην πιο μεγαλεπήβολή του ταινία, ο Τυνήσιος σκηνοθέτης παρατηρεί από εγγύς απόσταση τους κύκλους και τις διακυμάνσεις των ανθρωπίνων σχέσεων. Δίνοντας έμφαση στο στάδιο της νιότης, όπου όλες οι συγκινήσεις και αισθήσεις φέρουν κάτι πρωτόγνωρο και ένα φορτίο ικανό να καθορίσει τον μετ' έπειτα ρυθμό της κίνησης ενός ανθρώπου στη ζωή.
4. Nymphomaniac
Στον αστικό πολιτισμό φτιαχνουμε μια κάπως ορθολογιστική σχέση με την καθημερινότητα μας. Μοιάζουμε να ζούμε, όχι για να υπάρξουμε μέσα στη στιγμή που ζούμε, αλλά από απόσταση, ούτως ώστε να μπορούμε να κρίνουμε, να αναλύουμε, να αξιολογούμε, να επικρίνουμε αυτό που ζούμε, τη στιγμή που το ζούμε καθώς και ό,τι αυτό εμπεριέχει. Ζούμε δηλαδή, χωρίς να ζούμε, για να αναλύουμε αυτό που ζούμε. Μόνο αυτό εξημερώνει τις φοβίες μας, αλλά παράλληλα τις τρέφει κιόλας. Σκέτη ορθολογική διαστροφή. Αυτή τη διαστροφή, όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, απενεργοποιεί ο Trier στο Nymphomaniac. Όχι σοκκάροντας, όπως παραπλανούσε η διαφημιστική καμπάνια επί μήνες. Άλλα κάνοντας μια ταινία, και παρατίθοντας μέσα στην ίδια την ταινία το commentary της. Το απόλυτο κινηματογραφικό τρολάρισμα. Φέροντας τον θεατή σε μια αμηχανία-παράλυση, εντελώς διανοητική. Καθόλου σοκαριστική.
3. Gloria
Η νεότητα δεν έχει ηλικία. Αρκεί να φωνάζεις ακόμα τους στίχους των τραγουδιών. Αρκεί να παθιάζεσαι ακόμα με αυτό που ζεις τη στιγμή που το ζεις. Αρκεί να προσφέρεις δίχως άμυνες το κορμί σου στην ηδονή και τον πόνο. Αρκεί να μην αποκρύπτεις την κούραση αλλά να την αποταμιεύεις στην θέληση για ζωή. Αρκεί να σε λένε και λίγο Gloria.
2. Nebraska
Αυτός πέφτει στις ράγες με το κεφάλι, όταν το τρένο δεν είναι εκεί. Αλλά για να υπάρχουν ράγες, θα υπάρχει τρένο. Και που δεν πάει πουθενά, και που δεν υπάρχουν προορισμοί, είναι λόγος αυτός να μην παίρνουμε την κούρσα; Ερχόμαστε απ' το χώμα. Μέσα στο χώμα δεν υπάρχουν θησαυροί. Η γη είναι γεμάτη αρώματα.
1. La grande bellezza
Ο άνθρωπος απ’ όπου κι αν προέρχεται, έχει ένα προσωπικό μερτικό στο παγκόσμιο φορτίο της θλίψης. Αυτό μας συμφιλιώνει. Μας κάνει να αγαπιόμαστε. Να έχουμε αγαπηθεί. Μια νοσταλγία που έχει διάρκεια και δε γνωρίζει λύτρωση. Πορευόμαστε στην ίδια πλευρά της ζωής.
Το μέλλον είναι υπέροχο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)