Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Eyes Wide Shut



Σκηνοθεσία: Stanley Kubrick
Παραγωγή: England / Usa / 1999
Διάρκεια: 159'


Είμαστε στο δρόμο μας. Περπατάμε στο δρόμο μας. Ακολουθούμε τον δρόμο μας. Όμως οι δρόμοι δεν είναι στοιχεία ούτε της πολεοδομίας ούτε της αρχιτεκτονικής. Οι δρόμοι μας διαμορφώνοναι από την πίστη μας σε αυτούς. Το γεγονός ότι υπάρχουν δρόμοι, και το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε αυτούς, οφείλεται σε μια απόφαση πίστης. Και αυτού του είδους οι αποφάσεις επιδρούν δραστικά στις αισθήσεις και τις επιθυμίες μας. Η γωνία της σκέψης μας καθορίζει σημαντικά τον τρόπο που προσλαμβάνουμε τον κόσμο. Κατά κάποιον τρόπο όταν βρισκόμαστε στο δρόμο μας, δηλαδή στο μέρος που επινοήσαμε με την πίστη μας, βρισκόμαστε με κλειστά τα μάτια, πιο γενικά, με υποτροφικές τις αισθήσεις. Αν κάτι εναντιωθεί σε αυτή την πίστη, αν κάτι προκαλέσει ένα πλήγμα ικανό να την μετατοπίσει/αμφισβητήσει, τότε οι αισθήσεις ξαφνιάζονται, ανοίγουν απότομα τα μάτια. Ανοίγουν σαν να κοιμόντουσαν. Αυτό που τους αποκαλύπτεται είναι άγνωρο. Τοπίο άγνωρο, έξω από τον ομφαλό της πίστης. Από αυτό το άνοιγμα των βλεφάρων μοιάζει να εισέρχονται άφθονα και επιθετικά μόρια φωτός. Φως που παρέμενε έξω απ' τα μάτια για πολύ καιρό και που τώρα εισβάλει αδέξια, επιθετικά, λεηλατικά. Τραχύ φως. Ήμασταν τυφλοί και ξαφνικά τυφλονόμαστε. Δεν γνωρίζουμε πως να αντιδράσουμε σε αυτή τη νέα τυφλότητα. Ενίοτε αντιδρούμε αντανακλαστικά. Χτυπιόμαστε. Σπρώχνουμε τον εαυτό μας προς το φως. Καθιστούμε πιο σφοδρό το χτύπημα. Η πίστη μας έχει κλονιστεί. Θέλουμε να απομακρυνθούμε από αυτή. Θέλουμε να αποσπαστούμε από το νανούρισμα που μας είχαμε επιβάλλει. Αυτό θέλουμε. Για αυτό ο νέος χώρος δεν μας αποκαλύπτεται ποτέ ολόκληρος. Ποτέ φυσικά. Μας αποκαλύπτεται σαν αντιχώρος της πίστης μας.


Είναι πλέον σαν να υπάρχουν δύο χώροι. Από τη μία ο γνώριμος, ο ζωτικός μας χώρος μέσα στους πρώην προστατευτικούς κόλπους της πίστης, και από την άλλη ο νέος χώρος, ο εντελώς νέος και ξένος χώρος, που αδόκιμα αποκαλούμε ως αντιχώρο της πίστης. Σχηματίζονται δίπολα. Η έννοια του αντίθετου έλκει. Εμείς στην πραγματικότητα δεν βρισκόμαστε πουθενά. Είμαστε η έννοια του αντίθετου. Η συνοριακή γραμμή. Ούτε εδώ, ούτε εκεί. Είμαστε φοβισμένοι προς τη "νέα" χώρα και αισθανόμαστε προδομένοι από την "παλιά" χώρα. Για να άρουμε αυτή τη συνθήκη οι πόλοι πρέπει να καταστραφούν, να γίνουν ένας τέλειος κύκλος. Όμως εμείς παραμένουμε το πέρασμα που χωρίζει και που καθιστά τους χώρους ξεωριστούς.


Κι αν ο κόσμος της πίστης μας καταρρίπτεται αυτό συμβαίνει επειδή υπήρχε χάρις την πίστη μας σε αυτόν. Η πίστη μας όμως έχει κλονιστεί. Κι εμείς αιωρούμαστε σε μια μετέωρη κατάσταση. Κι αυτό γιατί όταν καταρρίπτεται ο κόσμος/δρόμος της πίστης μας δεν γινομάστε μέρος του φωτός που μας αποκαλύπτεται, είμαστε μόνο εξωτερικοί παρατηρητές. Προτιμούμε τη σκιά παρά το φως. Κατά κάποιο τρόπο είμαστε ηδονοβλέπτες. Το νέο φως αποκαλύπτει την σαθρότητα των παραδοχών μας, αλλά εμείς, όντας σε κατασταση σύγχυσης, οργιζόμαστε σε βάρος του κόσμου μας και όχι της πίστης μας σε αυτόν. Οργιζόμαστε σε βάρος του πρότερου βίου μας. Νιώθουμε κάτι που μοιάζει με προδοσία κι επιθυμούμε να αυτοδικήσουμε. Θέλουμε να εκδικηθούμε όλα όσα υπομείναμε, όλα όσα επιλέξαμε, και πλέον αποδείχτηκαν ελλειματικά. Είναι ένα αίσθημα αυτοδικίας που μας παρακινεί στο νέο χώρο. Στον αντιχώρο της πίστης. Νιώθουμε σαν να ανταποδίδουμε ένα χτύπημα με τη στάση μας αυτή. Για αυτό δε βρισκόμαστε στ' αλήθεια ποτέ ολόκληροι στον αντιχώρο της πίστης. Νιώθουμε ότι διαπράττουμε ένα έγκλημα όταν βρισκόμαστε εκεί. Ότι βρισκόμαστε σε μια περιοχή απαγορεμένη. Γεγονός που μας τροφοδοτεί μ' ένα αδιάρρηκτο αίσθημα ενοχής. Κι αυτό το αίσθημα ενοχής μας υπενθυμίζει διαρκώς την προγενέστερη ταυτότητά μας. Μας επαναφέρει στις ριζες μας. Εν τέλει μένουμε πάντα ξένοι προς το νέο χώρο, όποιος κι αν είναι αυτός. Δε μπορούμε να μετέχουμε, κρυφοκοιτάμε. Η διαμονή μας, χωρίς καμία φυσικότητα, είναι μια πλάνη. Όχι συνουσία. Καμία μύηση. Καμία φυσικότητα. Παραμένουμε ξένο σώμα προς την θερμοκρασία και προς τις τελετές του νέου χώρου/αντιχώρου.

Πρέπει να είσαι το μυστήριο, δε μπορείς να είσαι απλά μέρος αυτού.

Η σύγχυση εντείνεται. Η συνοριακή γραμμή, το διαρκές ου-χώρος, η διπολικότητα. Συμειώσεις που υπογραμμίζονται. Τα μάτια μας θέλουν να κλείσουν ξανά. Είναι αποδιοργανωμένα. Αποπροσανατολισμένα. Και δεν ξέρουν προς τα που να κλείσουν.

Εναλλακτικά:

Ο άντρας έφτασε εκεί με την δύναμη της επιβολλής
Η γυναίκα με το χάρισμα του ονείρου
Είναι ξένοι μεταξύ τους
Πασχίζουν αιώνες να συναντηθούν
Δεν τα καταφέρνουν
Όταν τελικά συναντιούνται
Ο ένας από τους δύο πεθαίνει


Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

A Pigeon Sat on a Branch Reflecting on Existence




Σκηνοθεσία: Roy Andersson
Παραγωγής: Sweden / Germany / Norway / France 2014
Διάρκεια: 101’

Ένα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί, συλλογιζόμενο την ύπαρξή του. Ναι, αυτό είναι ένα πράγμα που μπορεί να κάνει ένα περιστέρι. Ο άνθρωπος όχι. Το βάρος του ανθρώπου θα έσπαγε το κλαδί κι ο άνθρωπος θα έπεφτε και δε θα μπορούσε να συλλογιστεί την ύπαρξή του. Όταν αναφέρομαι στο βάρος δεν εννοώ βέβαια τις φυσικές ιδιότητες της μάζας. Το βάρος δεν είναι μάζα. Δε σπάει μόνο κλαδιά. Αυτό το είδος βάρους στο οποίο αναφέρομαι έχει να κάνει με την έκφραση, τους μορφασμούς, την παρουσία στον χώρο. Αυτό το βάρος εκτονώνει, απωθεί, εξοντώνει, εξουθενώνει κυρίως απωθεί. Απώθηση: η βασική αιτία της κίνησης.

Αλλά αν προς χάριν του κειμένου, εμπιστευόμασταν τον Μίλαν Κούντερα και όλα όσα λέει περί της ελαφρότητας του είναι, το ερώτημα που προκύπτει, είναι ποια μετασχηματιστική διαδικασία προσδίδει αυτό το βάρος στον άνθρωπο; Τι κάνει τον άνθρωπο βαρύ; Δύσκαμπτο; Γέρο; Τι τον καθιστά περιφερόμενο ερείπιο; Γελοίο κι ανυπόφορο μέσα στους κόσμους που παρελαύνει; Δυσάρεστο θέαμα και αποκρουστικό για τον ίδιο του τον εαυτό; Αποκαμωμένο και αντικείμενο χλεύης για τους άλλους;

Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, αυτό είναι το πορτραίτο –το πορτραίτο του ερωτήματος- των ανθρώπων στο εξαιρετικής ακρίβειας καραβάνι πλάνων του Roy Andersson: ένας ανέμπνευστος θίασος αποτελούμενος από κατά φαντασία ηθοποιούς και κουρασμένους θεατές, –θυσία για τον θάνατο. Στις μαζικές τους συνευρέσεις προσπαθούν να διασκεδάσουν την πλήξη τους. Όμως το μοναδικό αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι η υπογράμμιση της πλήξης. Και πάλι αναδύεται ως κάτι οικουμενικό: Η θλίψη, η πλήξη, η αδυναμία σαν παγκόσμια, σαν συμπαντική ανθρώπινη ουσία του είναι. Και καθετί οικουμενικό βρίσκει τον τρόπο να εξαγνίζει, να λυτρώνει, να μαλακώνει. Αυτός είναι και ο λόγος που όλες αυτές οι ανθρώπινες φιγούρες βαρβαρότητας, καθώς ξετυλιγεται το φιλμ μαλακώνουν, λιώνουν στα μάτια σου, γίνονται συμπονετικά φώτα μέσα σ’ ένα σκοτάδι που παρ’ ότι δεν μπορείς να δεις, γνωρίζεις ότι υπάρχει.

Υποπτεύομαι όμως πως δεν έχω κάνει κανένα βήμα προς το ερώτημα που έθεσα στην προ-προηγούμενη παράγραφο. Αλλά προς τα πού πρέπει να κατευθυνθούμε; Η ειρωνεία του Roy Andersson είναι και πανέξυπνη και αναπάντεχη και διαρκής. Και κατευθύνεται μάλλον προς αυτή την πλευρά της σκέψης: από ένα σημείο κι έπειτα ο άνθρωπος συμβιβάζεται με την ιδέα ότι υπάρχει, παύει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του ως ύπαρξη, αρχίζει να τον αντιμετωπίζει σαν γεγονός. Ως ύπαρξη ο άνθρωπος είναι κάτι ολικό. Ως γεγονός δεν είναι παρά το ίχνος της ύπαρξης του. Ο άνθρωπος δίνει βαρύνουσα σημασία σ’ αυτό το ίχνος. Ενδιαφέρεται για τα ίχνη, και στα πλαίσια αυτού του ενδιαφέροντος εγκαθιδρύει ως νομοτέλειες αξιώματα που έχει θεσπίσει αυθαίρετα. Αυτά τα αξιώματα προσανατολίζονται στην ομαλή ροή της ζωής και την τακτοποίηση της ανθρώπινης εμπειρίας βάσει κάποιων κοινώς αποδεκτών κανόνων. Κανόνες όπως αυτοί της ανθρώπινης εργασίας, του χρόνου ως επινοημένο σύστημα (ρολόι), των αποδεκτών τρόπων συμπεριφοράς, του χρήματος, δεν είναι παρά ορισμοί στα πλαίσια μιας κατασκευής που συνολικά ορίζεται ως πραγματικότητα. Ο άνθρωπος δείχνει μια υπερβολική πειθαρχία και ευαισθησία προς αυτές τις έννοιες, παρά το γεγονός ότι κάθε κανόνας δεν είναι παρά μια σκιά τραγικότητας πάνω στην αβαρή και άυλη ύπαρξη. Επί της ουσίας ο άνθρωπος επιλέγει να σκοτώνει οποιαδήποτε πτυχή εσωτερικότητας καταπιέζεται από το προαναφερθέν σύστημα επιβολής. Εν τέλει ο άνθρωπος καταλήγει ομοίωμα του εαυτού του, όμως όχι πιστό. Παραμορφώνεται. Κυρτώνει. Αποκτά βάρος. Ακόμα κι αν το έχει λησμονήσει μοιάζει να υποφέρει απ’ αυτό: Για να βρεθεί εντός πραγματικότητας βρίσκεται εκτός αλήθειας. 

-στον σιεΝ "Στ." ανταλΟυ-

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

La guerre est finie

Σκηνοθεσία: Alain Resnais
Παραγωγή: France / Sweden /1966
Διάρκεια: 121'


Αν υπάρχουν δύο έννοιες που θέτονται σταθερά προς διερεύνηση στον κινηματογράφο του Alain Resnais αυτές είναι η μνήμη και ο χρόνος.

Ωστόσο, αν θέλουμε να προχωρήσουμε, θα πρέπει να αποβάλλουμε κάθε επικρατέα λαϊκή χροιά που συνοδεύει τις παραπάνω έννοιες. Στο σινεμά του Resnais η μνήμη δεν αφορά την ανάκληση συγκεκριμένων χρονικών τμημάτων-γεγονότων που έχει βιώσει ένα υποκείμενο. Κι αυτό γιατί ο χρόνος στο σινεμά του Γάλλου auteur δεν είναι διακριτός και συνεπώς δεν είναι ούτε απομονώσιμος.

Ο χρόνος, εδώ, αποτελεί ίσως τη μοναδική έγκυρη (μη) σταθερά. Ή για να το θέσω αλλιώς την μοναδική εγκύρως ζώσα σταθερά. Που δεν είναι σταθερά. Γιατί ο χρόνος είναι μεταβλητός. Αδιάκοπος. Αδιάστατος. Και ως αδιάκοπος κι αδιάστατος είναι και αδιαπέραστος. Ο χρόνος δεν μπορεί να έχει περάσει, να έχει παρέλθει. Δεν έχει παρελθόν για να μπορούμε να το ανασύρουμε. Ο χρόνος μόνο έρχεται. Έρχεται και έρχεται. Αδιάκοπα. Αυτό είναι ο χρόνος. Αυτό που έρχεται. Κι αυτή η πρόταση δεν αφορά κάποια δικαίωση της μελλοντολογίας. Κάθε άλλο. Δηλαδή όταν λέμε ότι ο χρόνος είναι αυτό που διαρκώς έρχεται, δεν εννοούμε αυτό που θα έρθει. Αλλά αυτό που έρχεται. Αυτό που από παντού έρχεται. Από αυτή την άποψη το παρελθόν δεν είναι παρελθόν. Είναι εδώ. Είναι τώρα, γιατί συνεχιζει να έρχεται εφόσον συνεχίζει να έρχεται. Οι έννοιες του παρελθόντος και του μέλλοντος ισοπεδώνονται στο σινεμά του Resnais. Υποκαθιστόνται απο ένα άχρονο τώρα. Κι αυτό το άχρονο τώρα είναι όλος ο Χρόνος.

Από αυτή τη θέση μπορούμε να εξετάσουμε κάπως διαφορετικά τη μνήμη. Δηλαδή κάπως έτσι: η χωροθέτηση του υποκειμένου σε σχέση με αυτό που όσον αφορά τη φαινομενικότητα έχει συμβεί, και όσο αφορά τον Χρόνο συνεχίζει να συμβαίνει. Ωστόσο δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε πως αυτή η θέση δεν αφορά κάτι παγιωμένο ή κάτι σταθερό. Αφού τα συμβάντα, όντας ζώντα, συνεχίζουν να συμβαίνουν, κινούνται και έρχονται, σαν Χρόνος, όπως και το ίδιο το υποκείμενο κινείται και έρχεται μέσα σε αυτά, αφού από την άποψη της οντολογίας, ο ίδιος ο άνθρωπος, το ίδιο το υποκείμενο είναι Χρόνος, δηλαδή κάτι που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και εναλλαγή, κάτι αδιάστατο, όψεις που στην αντίπερα όχθη, στο μικροσκόπιο της ψυχολογίας τοποθετούν το άτομο σε αυτό που κλινικά θα αποκαλούταν ως σύγχυσης. Και παρ' ότι έχουμε κάνει μεγάλα άλματα μέσα σε μία μόλις παράγραφο θα ήθελα να κρατήσουμε αυτή την έννοια: σύγχυση.

Και λέω να κρατήσουμε αυτή την έννοια, τη σύγχυση, γιατί πάνω σε αυτή την έννοια πατάει και η συγκεκριμένη ταινία του Resnais, όπως τόσες και τόσες άλλες ταινίες του δημιουργού -χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Hiroshima mon amour- δηλαδή το πώς ο άνθρωπος διαχειρίζεται ή προκαλεί την σύγχυση μέσα στην οποία βρίσκεται. Είναι λοιπόν, κατά κάποιον τρόπο φανερό, βάσει των παραπάνω, πως όταν μιλάμε για διαχείριση της σύγχυσης μιλάμε για την διαχείριση του ανθρώπινου χρόνου, ή ακριβέστερα για την διαχείριση του ανθρώπου ως χρόνου, και συνεπώς της μνήμης ως κομβικό σημείο συναρμογής της οντικής εκδοχής του χρόνου με την ολική διάστασή του. Αν όμως η ολική διάσταση του χρόνου εμπερικλύει την οντική διάσταση του χρόνου είναι δυνατόν η μνήμη να ειδωθεί σαν σημείο τομής και όχι απλά σαν μια υποκειμενική προσθήκη/πρόσθεση; Μάλλον αυτό το ερώτημα έρχεται να εντείνει το φαινόμενο της σύγχυσης. Και η μνήμη μοιάζει με αυτό που ανακινεί τον άνθρωπο μ' έναν φρενήρη ρυθμό θέτοντας τον αναπόδραστα μέσα στην αλλόκοτη καρδιά της ύπαρξής του. Όπου βρίσκεται εντελώς αποπροσανατολισμένος.

Κι εδώ έρχεται ο άνθρωπος που θέλει να σταθεί πάνω από αυτή τη σύγχηση. Υπεράνω. Που θέλει να σταθεροποιηθεί. Να πατήσει στέρεα. Έτσι, αρχίζει να στήνει φράγματα σε ότι προκαλεί την σύγχυση. Στον χρόνο ως Χρόνο. Ως κάτι ανεξέλεγκτο και αδιάστατο. Στον άνθρωπο ως Χρόνο. Η πιο προσφιλή τακτική του ανθρώπου είναι να αρχίσει να παραιτείται οντολογικά-υπαρξιακά από την ανθρώπινη α-διάστασή του, την α-διάσταση που τον ριχνει μέσα στο χαοτικό επέκεινα του Χρόνου. Και για να συμβει αυτη η παραίτηση ο άνθρωπος μοιάζει πρόθυμος να βάλει τον εαυτό το μέσα σε ρόλους, σε τμήματα υποζωής. Σε ρούχα και χώρους-χρόνους με δεδομένες διαστάσεις, υποτμήματα του συνολου. Γιατί μέσα στους ρόλους η ύπαρξη καθοριζεται από τις υποχρεώσεις και από τις ανάγκες του ρόλου. Μ' αυτόν τον τρόπο ο ίδιος ο άνθρωπος σταδιακά φιμώνει την ανεξέλεγκτη κίνηση και εναλλαγή. Σταθεροποιείται. Απορροφάται από το περιεχόμενο του ρόλου του. Γίνεται ο ίδιος ο ρόλος του. Δηλαδή όχι ένας ολόκληρος άνθρωπος. Άλλα ενα τμήμα. Κάτι σταθερό. Κάτι ακλόνητο. Κάτι που παύει να έρχεται. Που παύει να κινειται. Κάτι που υποκινείται. Κάτι που κινείται βάσει εξισώσεων και δυνάμεων που δρουν πάνω του με συνέπεια. Κάτι που συνεπώς δεν είναι Χρόνος. Κάτι που αποκόβεται απ' το χάος για να πάρει μορφή, μια υποθετική ζωή, κατασκευασμένη, ας την ορίσουμε ως μετα-ζωή. Έτσι η έννοια του χρόνου, χωρίς να παύει να υφίσταται, γίνεται λιγότερο λεηλατική και λιγότερο επώδυνη.


Όμως κι αυτοί οι ρόλοι, τα υποτμήματα ζωής, τοποθετούνται μέσα στον Χρόνο, γιατι δεν υπάρχει αλλού για να τοποθετηθούν. Το ερώτημα που πλέον προκύπτει, είναι πώς ένα άτομο μπορεί να αλληλεπιδράσει ταυτόχρονα και με τη μετα-ζωή αλλά και με τη ζωή, μέσα στα οποία βρίσκεται αναπόφευκτα; Ή για να το θέσω αλλιώς, πως μπορεί να επανενώσει αυτό το χάσμα, αυτή τη διαίρεση που έχει επιβληθεί από τη μοίρα του ανθρώπου;

Ο Alain Resnais, τοποθετεί αυτή την ταινία μέσα σ' έναν χρονικό ορίζοντα 2 ημερών. Ωστόσο αυτή η εξωτερικότητα του χρόνου μένει απαρατήρητη. Ο χρόνος κι εδώ, κυρίως ελέω του πρωταγωνιστή του, και της σύγχυσης μέσα στην οποια τελεί, είναι χαοτικός. Ο Yves Montand υποδύεται έναν πολιτικό πράκτορα. Ασχολείται με την πολιτική. Η πολιτική, θα πίστευε κανείς, πως θα όφειλε να είναι ο πιο ανοικτός χώρος. Καθώς αφορά την ολική σχέση του ανθρώπου με τα πράγματα και τα φαινόμενα που τον περιβάλλουν. Κι αφού τα φαινόμενα και τα πράγματα είναι διαρκώς ευμετάβλητα -ως εκδοχές του Χρόνου- έτσι κι αυτη η σχέση θα όφειλε να είναι ταχύρρυθμη, αδιάστατη και εξωφρενικά μεταβλητή. Αυτό όμως που ισχύει στην πραγματικότητα, κι αυτό που σχολιάζει ο Γάλλος auteur, είναι εντελώς αντίθετο. Οι άνθρωποι στρέφονται προς την πολιτική, όχι για να διερευνήσουν της παραπάνω σχέσεις, αλλά για την ωμή επιβολή της άποψης, της μίας άποψης, της ακλόνητης άποψης, που δεν είναι παρά θάνατος, που δεν είναι παρά η εμμονική στάση του ανθρώπου να τιθασεύει το χάος μέσα στο οποίο βρίσκεται. Επιβάλλοντας κανόνες και νόμους της δικής του ατομικής. Αυτό το φαινόμενο καυτηριάζεται έντονα και σ' αυτη την ταινία όπου βλέπουμε ανθρώπους, σίγουρους και βέβαιους για τα πάντα, να προσπαθούν να επιβάλλουν αυτή την βεβαιότητα, μόνο και μόνο για να βρεθούν εγγύτερα και σθεναρότερα στην χώρα της αυταπάτης.


Από την άλλη όμως ο Resnais στον ήρωα του, σε αντίθεση με όλους τους άλλους χαρακτήρες της ταινίας, βρίσκει έναν ιδανικό ήρωα. Έναν ακόμα άνθρωπο βουτηγμένο στη φρίκη της Χιροσίμα. Βουτηγμένο στη φρίκη της ανθρώπινης ιστορίας. Ή για να το πούμε αλλιώς, στη φρίκη της ανθρώπινης εξιστόρησης. Καθώς η ιστορία, όπως σε όλες τις ταινίες του σκηνοθέτη, δε νοείται ως κάτι παρελθοντικό, παρά ως χρόνος, παρά ως κάτι που συνεχιζει να έρχεται. Ο ήρωας επιθυμεί να διερευνήσει όλες αυτές τις σχέσεις. Στην ουσια περιδινίζεται μέσα στο χάος που τον φροντίζει. Κι αν παίρνει ρόλους, τους ρόλους του πολιτικού, του επαναστάτη, του σύντροφου, του ακτιβιστή, του εραστή, του συντηρητικού, δεν είναι για να διεκδικήσει κάποιες σταθερές συντεταγμένες, αλλά για να απορροφήσει και να συσχετιστεί με όλες τις απόψεις. Όχι μόνο με το χάος ως χάος, ως αυτοψία, αλλά και με τις προεκτάσεις του χάους, το αντι-χάος των ανθρώπων, το αντι-χάος που βρίσκεται ήδη μέσα στο χάος, γιατί δεν μπορεις να βρίσκεσαι πουθενά αλλού παρά στη ζωή ή σε αυτό που πρωτίστως αποκαλέσαμε ως Χρόνο και κατά συνέπεια ως μνήμη.

Κι αυτος ο ήρωας, όπως μάλλον αυτό το κείμενο, ως είναι πιθανό, βρίσκεται σε απόλυτη σύγχυση. Δεν ισορροπεί πουθενά. Δεν προβλέπει ούτε την επόμενη κίνησή του. Θα περίμενε κανεις ότι κάτι τέτοιο θα τον καθιστούσε ευάλλωτο στους κόλπους της μετα-ζωής του ανθρώπου. Όμως κάθε άλλο. Αυτή η σύγχυση είναι και η αρμονία του. Και δεν είναι αρμονία μόνο με μια αφηρημένη και διαταρραγμένη ιδέα ύπαρξης. Αλλά αρμονία και με αυτό που αποκαλέσαμε ως μετά-ζωή. Γιατί εν τέλει Χρόνος είναι αυτό που έρχεται. Αυτό που απο παντού έρχεται. Και μνήμη είσαι Εσύ. Δηλαδή δεν έχεις μνήμη. Είσαι μνήμη. Είσαι αυτό που επιτρέπει στον χρόνο να έρχεται. Και ταυτόχρονα είσαι μνήμη, ο δικός σου ερχομός, η οντική σου φορά, μέσα στον αδιάστατο Χρόνο. Κι αυτή η φορά, η ταυτόχρονη φορά, ή η εμφολευμένη φορά, είναι και η αρμονία.