Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008
Australia
Σκηνοθεσία: Baz Luhrmann
Παραγωγής: Australia / USA / 2008
Διάρκεια: 165'
Ο Baz Luhrmann, πέντε χρόνια μετά το Moulin Rouge, πάλι στη γενέτηρά του Αυστραλία, γυρίζει μια ταινία επικών διαστάσεων. Μια ρομαντική περιπέτεια με ρίζες χωμένες στο western και καταβολές από πολεμικό δράμα. Όχι δεν μου αρέσει να κατατάσσω θεματικά τις ταινίες, όμως το Australia απλώνει τα υπερφιλόδοξα πλοκάμια του παντού. Όλα στο mixer λοιπόν!
Μια γυναίκα ταξιδεύει στη μακρινή Αυστραλία για να τιμήσει τη μνήμη του αποθανόντα συζύγου. Εκεί, θα έρθει σε επαφή με τη γη που κληρονόμησε. Θα διαπιστώσει εκ πρώτης άποψης την διαφθορά του τόπου. Και αφού δεθεί με τους ντόπιους, και ειδικά με ένα κοινωνικά αποκλεισμένο σκουρόχρωμο παιδί, θα αποφασίσει να ηγηθεί σε καλύτερες μέρες. Θα τα βάλει με το μονοπωλιακό κατεστημένο των τοπικών αρχόντων, και θα προωθήσει την εξαγωγή βοδινού κρέατος σε όλη τη χώρα. Σε όλα αυτά θα βρει συμμάχους τους απλούς γηγενής ανθρώπους, με τους οποίους θα αναπτύξει βαθύτατες ανθρώπινες σχέσεις!
Αγαπητέ αναγνώστη, το Australia τα έχει όλα! Έχει δράση, έχει περιπέτεια και έχει και πλοκή. Έχει αλογατάρηδες και αλογατάρησες, έχει μάχες και έχει και ανοιχτά τοπία που θα ζήλευε και το πλουσιότερο western. Έχει ρομάντζο, έχει αγάπη, έχει έρωτα. Έχει γοητευτική Nicole Kidman και αρενωπότατο Hugh Jackman. Έχει συναισθηματική παιδική ερμηνεία. Έχει αγωνία, έχει φαντασία και έχει και μαγεία, πολύ φαντασία. Έχει μητρική αγάπη και φροντίδα. Έχει φεμινισμό. Έχει ζωή και έχει και θανάτους. Έχει πόλεμο, έχει μίσος, έχει αδικία και έχει και κοινωνικό ρατσισμό. Έχει μουσική, πολύ μουσική. Μουσική ξεσηκωτική που σου παίρνει τα αυτιά, και όχι μόνο. Έχει δικαιοσύνη και έχει και "Θεϊκή παρέμβαση". Έχει τα πάντα σου λέω! Α, και όπως όλα τα παραμύθια έχει δράκο και ευτυχές τέλος. Α, όχι, πολλές ευτυχίες μαζί. Πολλά χαρούμενα finale, που σκάνε σαν ντόμινο μέχρι να πέσει η αυλαία. Και όλα αυτά καμωμένα σε μια απλόχερη υπερπαραγωγή. Που έχει πλούσια εφέ, και έχει και φως, πολύ φως!
Α, και το καλύτερο αγαπητά θαμώνα. Δεν πρέπει να πας τόσο Νότια, γιατί βρίσκεται στο πλησιέστερο σου multiplex! Απαλλάξου λοιπόν από κάθε συστολή, εφοπλίσου με τα απαραίτητα βουτυρωμένα καλούδια και αναπαύσου στο ευρύχωρο κάθισμα σου. Όμως πρέπει να παραδεχτούμε πως το Australia δεν είναι Τέχνη. Είναι ένα ψυχαγωγικό υπερθέαμα, και οφείλω να ομολογήσω τρόπον τινά παλιομοδίτικο!
Βαθμολογία 3/10
Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008
Καλά κρυμμένα Μυστικά, Αθανασία
Σκηνοθεσία: Πάνος Καρκανεβάτος
Παραγωγής: Belgium / Canada / Greece / Netherlands / USA / 2008
Διάρκεια: 100'
Κινηματογραφικά άτολμη, δραματουργικά άρρυθμη η νέα ταινία του Πάνου Καρκανεβάτου που αποχώρησε βραβευμένη απ' το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης! Παρ' όλα ταύτα είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία, ηθογραφική, γυρισμένη στην ηλιόλουστη Νίσυρο.
Νεαρή Ελληνοαμερικανίδα υπό την χειραγώγηση του συναισθηματικά άχρωμου και υπαρξιακά ανώτερου(;) θετού πατέρα, επισκέπτεται τη Νίσυρο για να επαναγνωρίσει τις ρίζες της. Ρίχνοντας φως στο χρόνιο μυστικό της μητέρας της. Η οποία, προ τριακονταετίας, ακολουθώντας ως ψυχοκόρη τη μεγαλύτερη παντρεμένη αδερφή, υπέστη αναπόφευκτα θύμα μιας "κατακριτέας" ερωτικής σχέσης.
Η αφήγηση διατρέχεται σε δύο χρόνους. Τον παροντικό και τον παρελθοντικό, με εμφανή έμφαση στον δεύτερο. Το παρελθόν, πολλάκις πιο ενδιαφέρον κατασκευαστικά και σεναριακά, εξιστορεί την περιπέτεια της Αθανασίας του τίτλου με άλλοτε εντυπωσιακές, άλλοτε συγκινητικές και άλλοτε στεγνές, αλλά ελληνικά, σκηνές. Ωστόσο το σκηνοθετημένα άτσαλο παρόν διακόπτει την κεντρική αφήγηση συχνά πυκνά και μαζί τον όποιο ρυθμό έχει επιτευχθεί. Ενώ και οι γέφυρες μεταξύ παρελθόντος και παρόντος μοιάζουν κατακερματισμένες, καθώς το σενάριο αδυνατεί να επιχειρηματολογήσει πάνω στη λογική συνέχεια του χρόνου, όντας πληγωμένο από ημιτελής ήρωες και λοιπές ανακρίβειες.
Η κεντρική αφήγηση διαδραματίζεται στην πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφικά Νίσυρο. Αν και η ταινία διακλαδώνεται πάνω σε ένα θέμα μόνιμη πληγή του ελληνικού κινηματογράφου, δηλαδή την νόθα ερωτική συνουσία, καταφέρνει να απαλλαγεί μιας φετιχιστικής και αποκλειστικής σεξουαλικής εξιστόρησης και να εμβαθύνει στον ψυχισμό της ηρωίδας, αλλά και την περιγραφή της κλειστής νησιωτικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας ηθικά προσκολλημένης σε συντηρητικά στερεότυπα. Που μηχανιστικά αποβάλλει και αποκλείει ό,τι διαφορετικό, επιβάλλοντας με φριχτό τρόπο τους μισάνθρωπους νόμους της. Και ανάμεσα σε όλη αυτή τη στρέβλωση υπάρχει η Αθανασία. Μια τραγική ηρωίδα που καλείται να πληρώσει για τα κρίματα όλων. Εξοστρακίζεται ως τράγος αποδιοπομπαίος, όντας ορφανή από πατέρα. Μα περισσότερο ορφανή από αγάπη...
Αν κάτι μου ζητούσατε να κρατήσω απ' όλη την ταινία, αυτό θα ήταν η σκηνή απελευθέρωσης της Αθανασίας που ερμηνεύει η εντυπωσιακή Μαρίνα Καλογήρου. Ο Καρκανεβάτος εδώ εποίησε μια εξαίσια σκηνή. Ένας άνθρωπος, ξένος, ο μόνος σε όλο το χωριό που έσπευσε να απαλλάξει το εξωστρακισμένο αγρίμι από τα βάσανά του. Όπου το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας ανοίγει έναν ολόκληρο κόσμο, ενώ η πλεούμενη ελπίδα ωθείται ενός ηλιόλουστου άνεμου αισιοδοξίας στην λυτρωτήρια έξοδο... Τέλος, θα ήταν τελείως άδικο να μην αναφέρουμε την εξαιρετική μουσική δουλειά του Γιώργου Ανδρέου.
Βαθμολογία 5/10
Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008
Kumonosu jô
Σκηνοθεσία: Akira Kurosawa
Παραγωγής: Japan / 1957
Διάρκεια: 109'
Πρόκειται για την ελεύθερη μεταφορά της Μάκβεθ στην κινηματογραφική οθόνη. Μια απ' τις καλύτερες -αν όχι την καλύτερή- κινηματογραφικές μεταφορές Σαιξπηρικού έργου. Ο Akira Kurosawa αξιοποιώντας τη θεατρική γλώσσα και επενδύοντας στην κινηματογραφική θα ποιήσει ένα κλασσικό αριστούργημα για την μανία της εξουσίας.
Στον "Θρόνο του Αίματος" θα δούμε μια πανούργα γυναίκα που τρελαίνεται με την προοπτική της εξουσίας. Κάπου στην Ιαπωνική φεουδαρχία υποκινεί τον άντρα της να σκοτώσει ώστε να εγερθεί ως ο αφέντης του κάστρου. Ο άντρας, σαφώς πιο ευθύς, κυριεύεται από κατασπαρακτικές ανησυχίες και αναστολές. Όμως και ο ίδιος θα απολέσει τα λογικά του, με γεωμετρική πρόοδο, με την κατάληψη της εξουσίας. Προσφέροντας απλόχερα θυσία στον θρόνο της εξουσίας, στο θρόνο του αίματος...
Ο Akira Kwrosawa δεν αποκόπτει το έργο από την θεατρικότητα του. Θα επιμεληθεί τις ερμηνείες των ηθοποιών δίνοντας πολύ μεγάλο βάρος στις προσωπομορφίες τους. Και έτσι, στους λίγους ηθοποιούς που γίνονται κοντινά, ο θεατής βρίσκει έναν ολόκληρο εσωτερικό κόσμο (απεχθές στο σύνολο του) που βρίσκει έκφραση πάνω στους ανθρώπινους καθρέφτες. Μεγάλη εντύπωση προκαλεί ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο μεγάλος σκηνοθέτης τον φιλμικό χρόνο. Εναλλάσσοντας με άνεση γρήγορα πλάνα που δίνουν ρυθμό και αργά που εστιάζουν στην πληροφορία. Ενώ και η κίνηση, είτε της κάμερας είτε του εικονιζόμενου αντικειμένου(χαρακτηριστική περίπτωση το δάσος) αποτελούν σημεία αναφοράς σε αυτό το κομψοτέχνημα. Ο Ιάπωνας δημιουργός θα φωτίσει περισσότερο τον ψυχικό κόσμο του ήρωα του. Σε σκηνές απερίγραπτου κάλους. Όπου το φανταστικό στοιχείο εγκλωβίζεται σε ένα υποβλητικό λευκό, δημιουργώντας μια εξαιρετικά δυσβάσταχτη ατμόσφαιρα. Καθρεφτίζοντας αυτοπροσώπως την διαχρονική και παντοτινή μανία-τρέλα της εξουσίας. Σε όλα αυτά προστίθεται και η εξαιρετική αφήγηση, η οποία είναι ταγμένη εξ ολοκλήρου στην Ιαπωνική παράδοση.
Ο Akira Kurosawa μα απλότητα και λιτότητα έκανε μια ταινία που είναι διαρκώς και επικίνδυνα επίκαιρη! Μια ταινία που καλείται να σκιαγραφήσει εις βάθος την αλλοτρίωση της ατομικότητας υπό τα σκήπτρα της εξουσίας! Μιας λυσσαλέας επιθυμίας που προϋπάρχει στη φθαρτή θνητή φύση του ατόμου. Του ατόμου που αυτοδιακορεύεται υπόχρεο σε έκφυλες πράξεις.
Βαθμολογία 9,5/10
Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008
Silence de Lorna, Le
Σκηνοθεσία: Jean-Pierre Dardenne-Luc Dardenne
Παραγωγής: Belgium / France / Italy / Germany / 2008
Διάρκεια: 105'
Επιτρέψτε μου να μη μιλήσω καθόλου για την κινηματογραφική γλώσσα της ταινίας. Άλλωστε οι ικανότητες των αδερφών Dardenne πίσω από την κάμερα είναι αδιαμφισβήτητες. Επιτρέψτε μου επίσης να μη μιλήσω για την πρωταγωνιστική οπτασία της Arta Dobroshi και να αφοσιωθώ σε όσα μου εντρύφησε αυτό το κομψοτέχνημα!
Η Λόρνα, μια Αλβανίδα μετανάστρια, επιθυμεί να ανοίξει ένα μπαρ στο Βέλγιο με τον καλό της, για την εξοικονόμηση των βιοποριστικών. Κάθε σκοπός εντός του κόσμου απαιτεί έναν συμβιβασμό. Και έτσι η Λόρνα θα αποταθεί σε έναν μαφιόζο, ο οποίος θα της εξασφαλίσει την Βελγική ταυτότητα, παντρεύοντας την με έναν τοξικομανή. Και θα της εξασφαλίσει το αναγκαίο αρχικό κεφάλαιο, αρκεί αυτή να συμμετάσχει στην πρώτη του δουλειά. Η μαφία και εδώ είναι (προ)σχηματική. Η μαφία είναι η άγρυπνη σκιά μας. Η δικιά σου και η δικιά μου σκιά. Αυθύπαρκτη στις πατημασιές μας, η υπονομευμένη ροή των πράξεων μας, στο φέγγισμα ενός ετεροκατασκευασμένου και προϋπάρχοντα κόσμου. Η Λόρνα θα δεθεί σταδιακά με τον Κλώντι. Τον γραφειοκρατικό σύζυγο της. Ο οποίος είναι μια ολοκληρωμένη περσόνα, πέρα για πέρα ανθρώπινη, δίνοντας μια βαθύτερη παρατήρηση στην παρουσία των ναρκωτικών στο σύγχρονο άνθρωπο. Το δέσιμο δεν έχει να κάνει με τα πρόσωπα. Είναι το σμίξιμο δυο ανθρώπων. Η ελεύθερη επικοινωνία. Για αυτήν γίνεται ο Κλώντυ. Για αυτούς δεν είναι παρά ένα πρεζόνι(όπως χαρακτηριστικά προσφωνείται). Είναι πάντα πιο βολικό στο σύγχρονο σύστημα να αντιμετωπίζεις τις υπάρξεις ως "ιδιότητες" παρά ως ανθρώπινες οντότητες. Πιο εύκολα μπορείς να σκοτώσεις μια επιγραφή. Έναν άνθρωπο όμως πως να τον σκοτώσεις; Όλα γίνονται στο βωμό αυτού του δοξασμένου εγκόσμιου Θεού. Στην παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα είναι σχεδόν κοινός, Ευρώ λέγεται. Με αυτόν αγοράζεις την ευτυχία σου, και πουλάς ακόμα και την όποια ανασφάλεια σου. Μπορείς να θάψεις ένα φέρετρο. Τις τύψεις σου όμως πως να τις θάψεις; Εκεί ξεκινάει και η εναντίωση της Λόρνα, του ανθρώπου. Η εναντίωση στο σύστημα δια της αποχής. Οι τύψεις και οι ενοχές τα ενδόμυχα ίχνη πάνω στο κουρσευμένο ανθρώπινο κορμί μας. Και η Λόρνα, σε μια φαντασιακή σύλληψη, κυοφορεί μαζί με τις τύψεις και την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο. Την ελπίδα της ίδιας της ζωής! Και εσύ θεατή, αν εκλαμβάνεις τη σιωπή του τίτλου ως αδυναμία, τότε απλά καθρεφτίζεις το είδωλο σου στον ματωμένο καθρέφτη των καιρών μας. Η σιωπή της Λόρνα είναι ένας εκκωφαντικός βόμβος, μια εκκωφαντική πρόσκληση για ζωή, για αγάπη. Και η βαθύτερη συνείδηση. Η μόνη που μπορεί να στοχεύσει στην ανθρώπευση του σήμερον...
Βαθμολογία 8,5/10
Labels:
2008,
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΩΝ,
Jean-Pierre Dardenne,
Luc Dardenne
Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008
City of Ember
Σκηνοθεσία: Gil Kenan
Παραγωγής: USA/ 2008
Διάρκεια: 95'
Η Caroline Thompson, γνωστή απ' τις συνεργασίες της με τον Tim Burton(Edward Scissorhands, The Nightmare Before Christmas, Corpse Bride), διασκευάζει το ομότιτλο βιβλίο του Jeanne Duprau. Πίσω από τις κάμερες είναι ο νεότατος Gil Kenan, με αποτέλεσμα μια φρεσκότατη οικογενειακή περιπέτεια με έντονο το φανταστικό στοιχείο!
Βρισκόμαστε στο 250ο έτος λειτουργίας της Ember, μιας πόλης που έχει χτιστεί στα έγκατα της γης με χρονικό ορίζοντα αντοχής 200 χρόνια, και σκοπό να αντιμετωπιστεί η ερήμωση του περιβάλλοντος. Τα διαρκώς αυξανόμενα black out και η στέρεψη των τροφίμων προοικονομούν ένα άδοξο τέλος. Δυο παιδιά(Doon Harrow, Lina Mayfleet), συνεχίζουν χωρίς να το γνωρίζουν την παράδοση των γονιών τους, αναζητώντας διέξοδο απ' την ετοιμοθάνατη πόλη. Χάρτης και οδηγός σε αυτή την προσπάθεια η νεανική τους δίψα για σωτηρία, τόσο προσωπική όσο και συλλογική. Για να επιτύχουν καλούνται να αποκρυπτογραφήσουν τον γρίφο που άφησαν οι κατασκευαστές της πόλης, αλλά και να υπερνικήσουν τα εμπόδια της διαφθοράς του δημάρχου και της απάθειας των πολιτών.
Στο 250ο έτος όλα μοιάζουν παραλυμένα. Η γεννήτρια της πόλης βρίσκεται στην εντατική, ενώ ο χαρακτήρας απομόνωσης αποτρέπει την δυνατότητα ολικής επέμβασης στα λέιτουργικώς νεκρά γρανάζια της Ember. Η σκηνογραφία μας παραπέμπει στο Brazil του Terry Gilliam, υπονομεύοντας την ίδια την αισθητική των ανθρώπων και καυτηριάζοντας τον τεχνοκρατικό κόσμο που χτίζονται οι νέες μέρες. Σκουριά, μούχλα και θάνατος η μολυσμένη ατμόσφαιρα στην οποία ο Kenan χτίζει την ταινία του. Επίσης, έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίον απεικονίζονται οι κλειστές κοινωνίες. Οι κάτοικοι βρίσκονται προ των μη αναστρέψιμων προβλημάτων. Όμως είναι εντελώς και οικειοθελώς παραδομένοι στις βουλές της "κυβέρνησης". Μια συντηρητική κοινωνία που αποποιείται όποιας ευθύνης, και περιορίζεται σε ρόλο παθητικού δέκτη. Η ταυτότητα της ωστόσο οφείλεται σημαντικά στη "διπλωματική" τρομοκρατία που υφίσταται ο λαός εκ της εξουσίας. Σε αυτόν τον (μικρό) ρόλο βλέπουμε έναν απολαυστικό Bill Murray. Που υποδύεται έναν καλοφαγά, διεφθαρμένο και δημαγωγό δήμαρχο!
Ωστόσο, παρ' όσα κατέδειξε ο υποφαινόμενος, το "City of Ember" δεν παύει να είναι μια ψυχαγωγική ταινία οικογενειακής φαντασίας. Ακολουθώντας τις ρομαντικές ωραιοποιήσεις και τα κλισέ της εμπορικής συνταγής. Όμως, μετριάζοντας σε μεγάλο βαθμό τις οπτικές υπερβολές, το αποτέλεσμα διατηρείται σε αξιοπρεπή επίπεδα ακόμα και για τα "ενήλικα" παιδιά! Η υπόθεση βρίσκεται στο επίκεντρο της παρακολούθησης. Ενώ το κοφτό μοντάζ, και το κινηματογραφικό ντεκουπάζ δίνουν έναν αποδοτικό εσωτερικό ρυθμό στον φιλμικό χρόνο της ταινίας.
Για να συνοψίσουμε, το "City of Ember", έχοντας ολοφάνερα δάνεια απ' τον κλασσικά αφηγηματικό κινηματογράφο, καταφέρνει να ξεχωρίσει. Παραπέμποντας μας στις "καλές" ταινίες του είδους(πχ Lemony Snicket), ωστόσο η αγκίστρωση στα holywoodιανά κλισέ δεν της επιτρέπει να αναμετρηθεί ευθέως μαζί τους.
Βαθμολογία 5,5/10
Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008
Avaze gonjeshk-ha
Σκηνοθεσία: Majid Majidi
Παραγωγής: Iran / 2008
Διάρκεια: 96'
Θα μπορούσαμε να πούμε πως το Ιρανικό cinema, στις μέρες μας, είναι ο μοναδικός αντιπρόσωπος του ρεύματος του νεορεαλισμού. Αντλώντας τα θέματα του απ' τις καθημερινές εκφάνσεις της ζωής και αναπτύσσοντας τα με απλότητα και λιτότητα σε μια ανθρωποκεντρική βάση. Το ίδιο συμβαίνει και στο "The Song of Sparrows" του Majid Majidi, ενός εκ των σημαντικότερων σκηνοθετών του σύγχρονου Ιρανικού κινηματογράφου. Στην αξιόλογη φιλμογραφία του διακρίνουμε τις ταινίες Children of Heaven(προτεινόμενο για oscar), The Color of Paradise και Baran.
Στο "The Song of Sparrows" παρατηρούμε τον προσωπικό βίο μιας αντιπροσωπευτικής Ιρανικής οικογένειας, έχοντας πάντα ως σημείο αναφοράς τον πατέρα(Mohammad Amir Naji). Ο οποίος απολύεται απ' το ορνιθοτροφείο που εργάζεται καθώς θεωρείται υπαίτιος για την εξαφάνιση μιας στρουθοκαμήλου. Καθώς επισκέπτεται την Τεχεράνη για να επιδιορθώσει το ακουστικό της κόρης του, κάποιος πολυάσχολος businessman τον μπερδεύει με taxi. Και κάπως έτσι, εκμεταλλευόμενος την ευελιξία του scooter στους κυκλοφοριακά πηγμένους δρόμους της Τεχεράνης, ανοίγεται μια νέα καριέρα μπροστά του.
Μια μινιμαλιστική κωμωδία ετούτη. Ο Majid Majidi φιλοδοξεί να στιγματίσει στα φωτεινά και πολύχρωμα κάδρα του όλες τις διαστάσεις των ανθρώπινων συναισθημάτων. Κρατάει και μηδενίζει τις αποστάσεις με χαρακτηριστική άνεση. Σε αυτό το σημείο πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και η ερμηνεία του Mohammad Amir Naji, ο οποίος καταφέρνει να προσεγγίζει την κωμικότητα του ρόλου του με έναν λεπτά δραματικό τρόπο. Με αποτέλεσμα η ταινία να κυλάει πάντα ευχάριστα και να μην λοξοδρομεί των σεναριακών της προθέσεων.
Αν για κάτι θέλει να μας μιλήσει ο σκηνοθέτης είναι ο καπιταλισμός. Ή μάλλον η εστέρνιση του καπιταλισμού. Όχι, δε πρόκειται περί πολιτικολογίας. Καθώς θα κεντράρει
ευθέως στην ανθρώπινη φύση. Μεγάλη εντύπωση κάνει η διαφορά της πόλης με το χωριό. Στο χωριό τα πάντα ρέουν βραδέως. Ένα κάδρο σε ένα αδέσποτο, τα γιγάντια ανεκμετάλλευτα φυσικά ανοίγματα, η γέννηση της Φύσης μέσα σε μια μικρή στέρνα και οι συσπάσεις συστολής στο πρόσωπο της μητέρας είναι στοιχεία που μαγνητίζουν τη θέαση με την ομορφιά τους. Όμως ο κόσμος συρρέει προς την πόλη, μια πόλη μπουχτισμένη στα αυτοκίνητα(ξεκαρδιστικές οι περιγραφές) και διαρκώς υπεραπασχολημένη για την αυγάτιση του οικονομικού πλούτου. Οι άνθρωποι είναι σκοτεινοί, βυθισμένοι στην αδιαφορία της δουλειάς και διαρκώς αγχωμένοι. Όμως παρά την ξεκάθαρη διαφορά, η οποία απεικονίζεται τέλεια και στα χρώματα της φωτογραφίας, όλοι υπακούουν στις βουλές του χρήματος. Με χαρακτηριστική περίπτωση τον πατέρα! Ο οποίος ψευτολογιάζοντας τον εαυτό του, ονειρεύεται την προσωπική ολοκλήρωση μέσω της οικονομικής αδηφαγίας. Ονειρεύεται να θρέψει το σπίτι του και έχει διαρκώς επεκτατικά σχέδια, τη στιγμή που τα οικογενειακά προβλήματα βυθίζονται στις απαρχές της απομόνωσης. Ο καπιταλισμός, μας λέει ο Majidi, γεννάται στην απληστία των απλών ανθρώπων(χαρακτηριστική η σκηνή με τα αχλάδια). Απληστία που παρατηρείται ακόμα και στα αθώα παιδιά. Τα οποία απορροφούν τις επιρροές του περιβάλλοντος, και τα όνειρα τους δεν αρκούνται στο απλό, στο ανθρώπινο. Χαρακτηριστική εδώ η υπερδραματικοποιημένη σκηνή με τα ψάρια. Όπου τα παιδιά, ονειρεύονται εκατομμύρια ψάρια μέσα στη στέρνα τους, και τα δάκρυα τους ρέουν αδιάκοπα καθώς επιβάλλεται κάποια "Θεϊκή" δικαιοσύνη. Άλλωστε, το μεταβατικό-μεταφυσικό στοιχείο είναι έκδηλο σε ολόκληρη την ταινία.
Το "...Και τα Σπουργίτια Τραγουδούν" αποτελεί μια απολαυστική στιγμή στην καριέρα του Ιρανού σκηνοθέτη. Η εργασία του πατέρα είναι ένα ιδανικό τέχνασμα για την ξενάγηση μας στην Δυτική καθημερινότητα της Τεχεράνης. Έτσι μας επιτρέπεται μαι ολοκληρωμένη παρατήρηση στη μεταβατική περίοδο της πόλης, αλλά και γενικότερα του "υγιές οικονομικά" κόσμου της Ασίας. Στην ταινία παρατηρούμε αρκετές θεματικές ομοιότητες με το προ επταετίας Baran. Μόνο που εδώ είμαστε μάρτυρες μιας εμφανώς πιο δραματικοποιημένης ταινίας, που παρακολουθείται πιο εύκολα χάρις της κωμικής χροιάς της.
Βαθμολογία 7/10
Παραγωγής: Iran / 2008
Διάρκεια: 96'
Θα μπορούσαμε να πούμε πως το Ιρανικό cinema, στις μέρες μας, είναι ο μοναδικός αντιπρόσωπος του ρεύματος του νεορεαλισμού. Αντλώντας τα θέματα του απ' τις καθημερινές εκφάνσεις της ζωής και αναπτύσσοντας τα με απλότητα και λιτότητα σε μια ανθρωποκεντρική βάση. Το ίδιο συμβαίνει και στο "The Song of Sparrows" του Majid Majidi, ενός εκ των σημαντικότερων σκηνοθετών του σύγχρονου Ιρανικού κινηματογράφου. Στην αξιόλογη φιλμογραφία του διακρίνουμε τις ταινίες Children of Heaven(προτεινόμενο για oscar), The Color of Paradise και Baran.
Στο "The Song of Sparrows" παρατηρούμε τον προσωπικό βίο μιας αντιπροσωπευτικής Ιρανικής οικογένειας, έχοντας πάντα ως σημείο αναφοράς τον πατέρα(Mohammad Amir Naji). Ο οποίος απολύεται απ' το ορνιθοτροφείο που εργάζεται καθώς θεωρείται υπαίτιος για την εξαφάνιση μιας στρουθοκαμήλου. Καθώς επισκέπτεται την Τεχεράνη για να επιδιορθώσει το ακουστικό της κόρης του, κάποιος πολυάσχολος businessman τον μπερδεύει με taxi. Και κάπως έτσι, εκμεταλλευόμενος την ευελιξία του scooter στους κυκλοφοριακά πηγμένους δρόμους της Τεχεράνης, ανοίγεται μια νέα καριέρα μπροστά του.
Μια μινιμαλιστική κωμωδία ετούτη. Ο Majid Majidi φιλοδοξεί να στιγματίσει στα φωτεινά και πολύχρωμα κάδρα του όλες τις διαστάσεις των ανθρώπινων συναισθημάτων. Κρατάει και μηδενίζει τις αποστάσεις με χαρακτηριστική άνεση. Σε αυτό το σημείο πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και η ερμηνεία του Mohammad Amir Naji, ο οποίος καταφέρνει να προσεγγίζει την κωμικότητα του ρόλου του με έναν λεπτά δραματικό τρόπο. Με αποτέλεσμα η ταινία να κυλάει πάντα ευχάριστα και να μην λοξοδρομεί των σεναριακών της προθέσεων.
Αν για κάτι θέλει να μας μιλήσει ο σκηνοθέτης είναι ο καπιταλισμός. Ή μάλλον η εστέρνιση του καπιταλισμού. Όχι, δε πρόκειται περί πολιτικολογίας. Καθώς θα κεντράρει
ευθέως στην ανθρώπινη φύση. Μεγάλη εντύπωση κάνει η διαφορά της πόλης με το χωριό. Στο χωριό τα πάντα ρέουν βραδέως. Ένα κάδρο σε ένα αδέσποτο, τα γιγάντια ανεκμετάλλευτα φυσικά ανοίγματα, η γέννηση της Φύσης μέσα σε μια μικρή στέρνα και οι συσπάσεις συστολής στο πρόσωπο της μητέρας είναι στοιχεία που μαγνητίζουν τη θέαση με την ομορφιά τους. Όμως ο κόσμος συρρέει προς την πόλη, μια πόλη μπουχτισμένη στα αυτοκίνητα(ξεκαρδιστικές οι περιγραφές) και διαρκώς υπεραπασχολημένη για την αυγάτιση του οικονομικού πλούτου. Οι άνθρωποι είναι σκοτεινοί, βυθισμένοι στην αδιαφορία της δουλειάς και διαρκώς αγχωμένοι. Όμως παρά την ξεκάθαρη διαφορά, η οποία απεικονίζεται τέλεια και στα χρώματα της φωτογραφίας, όλοι υπακούουν στις βουλές του χρήματος. Με χαρακτηριστική περίπτωση τον πατέρα! Ο οποίος ψευτολογιάζοντας τον εαυτό του, ονειρεύεται την προσωπική ολοκλήρωση μέσω της οικονομικής αδηφαγίας. Ονειρεύεται να θρέψει το σπίτι του και έχει διαρκώς επεκτατικά σχέδια, τη στιγμή που τα οικογενειακά προβλήματα βυθίζονται στις απαρχές της απομόνωσης. Ο καπιταλισμός, μας λέει ο Majidi, γεννάται στην απληστία των απλών ανθρώπων(χαρακτηριστική η σκηνή με τα αχλάδια). Απληστία που παρατηρείται ακόμα και στα αθώα παιδιά. Τα οποία απορροφούν τις επιρροές του περιβάλλοντος, και τα όνειρα τους δεν αρκούνται στο απλό, στο ανθρώπινο. Χαρακτηριστική εδώ η υπερδραματικοποιημένη σκηνή με τα ψάρια. Όπου τα παιδιά, ονειρεύονται εκατομμύρια ψάρια μέσα στη στέρνα τους, και τα δάκρυα τους ρέουν αδιάκοπα καθώς επιβάλλεται κάποια "Θεϊκή" δικαιοσύνη. Άλλωστε, το μεταβατικό-μεταφυσικό στοιχείο είναι έκδηλο σε ολόκληρη την ταινία.
Το "...Και τα Σπουργίτια Τραγουδούν" αποτελεί μια απολαυστική στιγμή στην καριέρα του Ιρανού σκηνοθέτη. Η εργασία του πατέρα είναι ένα ιδανικό τέχνασμα για την ξενάγηση μας στην Δυτική καθημερινότητα της Τεχεράνης. Έτσι μας επιτρέπεται μαι ολοκληρωμένη παρατήρηση στη μεταβατική περίοδο της πόλης, αλλά και γενικότερα του "υγιές οικονομικά" κόσμου της Ασίας. Στην ταινία παρατηρούμε αρκετές θεματικές ομοιότητες με το προ επταετίας Baran. Μόνο που εδώ είμαστε μάρτυρες μιας εμφανώς πιο δραματικοποιημένης ταινίας, που παρακολουθείται πιο εύκολα χάρις της κωμικής χροιάς της.
Βαθμολογία 7/10
Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008
Üç maymun
Σκηνοθεσία: Nuri Bilge Ceylan
Παραγωγής: Turkey / France / Italy / 2008
Διάρκεια: 109'
Βασισμένος στον μύθο των "Τριών Πιθήκων", όπου ο καθένας κρατάει με τα χέρια του ένα κομμάτι του προσώπου του, (μάτια, αυτιά, στόμα εμποδίζοντας όραση, ακοή και λόγο αντίστοιχα) ο Nuri Bigle Ceylan, ένας απ' τους σπουδαιότερους auteur του καιρού μας, εισβάλει στα σπάργανα μιας οικογενείας. Όπου η επικοινωνία είναι καταργημένη προ πολλού! Το "Uc maymun" είναι ένα film μοναδικά κινηματογραφημένο, αντάξιο της φωτογραφικής φήμης του δημιουργού του!
Με λίγα λόγια: Ένας πολιτικός διαπράττει ένα φονικό τροχαίο ατύχημα. Η απάθεια του κοινωνικού συνόλου, της οποίας είμαστε μάρτυρες σε όλο τον φιλμικό χρόνο, δίνει την ευκαιρία να φορτώσει το έγκλημα στον οδηγό του. Ο οδηγός πρόθυμα ανταλλάσσει την ελευθερία του έναντι ενός σημαντικού οικονομικού ποσού. Η μικροαστική οικογένεια του οδηγού δέχεται με απάθεια το γεγονός, και εν συνεχεία, αναπτύσσονται σχέσεις με τον πολιτικό, παρομοίως έκφυλες και διεφθαρμένες. Στο όνομα του χρήματος, του κουρσευτή των ψυχών.
Ο Nuri Bilge Ceylan κινείται σε γνώριμα λημέρια. Μέσω μιας πλανοθετικής κομψοτεχνίας και ενός εικαστικού ντελίριου θα εισβάλει για τα καλά στα δυσανάγνωστα χωρία της ψυχής. Σπάζοντας κάθε συμβασιολογία του σύγχρονου κινηματογράφου. Αυτή την φορά θα μετατοπιστεί όσον αφορά την περιγραφή του ψυχθέντα ατομισμού που συναντάμε σε λοιπές ταινίες του(Uzak, Iklimler). Και θα επαναπροσδιορίσει την ατομική ύπαρξη μέσα απ' τον θεσμό της οικογένειας. Της οικογένειας που αποτελεί πρωταρχική μορφή της κοινωνίας. Οποιαδήποτε δίοδος επικοινωνίας μεταξύ των μελών είναι ριζικώς ακρωτηριασμένη. Πατέρας, γυναίκα και γιος παραλυμένοι στις κεραίες μιας άλλης Babel. Και η εμετική νεκρώσιμη δυσωδία των ψυχών αναδύει μια εφιαλτικά μπρουτάλ και αμοραλιστική ατμόσφαιρα. Δηλώνοντας πιο εμβρόντητα από ποτέ, πως το πρόβλημα είναι μέσα μας, ένα αδηφάγο θηρίο που κατασπαράσσει κάθε εσωτερική διάσταση.
Για πρώτη φορά ο Ceylan θα δώσει και μια ολοφάνερη αιτιολογία στην μισάνθρωπη μακέτα του. Την έλλειψη κινήτρων για ζωή. Η οκνηρία παρατηρείται σε όλους τους ήρωες, άλλοτε γραφικά(γιος) και άλλοτε υπονομευτικά(μητέρα), σημασιοδοτούν την πνευματική παράλυση. Μια οκνηρία που τοποθετεί την αλλοπαρμένη σάρκα σε έναν μεθυστικό χορό διαφθοράς, με τα ανεξέλεγκτα πέλματα να λυσσομανούν στην έκφυλη πίστα της ζωής. Η οκνηρία και ή έλλειψη κινήτρων για ζωή διακωμμωδούνται σε όλο το εύρος της ταινίας. Η αποδοχή του πατέρα να φυλακιστεί είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Ενώ η ομαλώς τεκμηριωμένη ανθρώπινη ασυνειδησία κορυφώνεται στην καταληκτήρια ειρωνική σκηνή! Όπου ο πατέρας προσπαθεί να αγοράσει την άνευ ζωτικότητας ύπαρξη του, με μια εξίσου κενή ζωή! Επίσης, εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που εμφανίζεται το παρελθόν, καθώς η μνήμη ενός χαμένου παιδιού επισκέπτεται τα μέλη της οικογενείας. Επιφέροντας τους μια αδιακιολόγητα τρομοκρατική ατμόσφαιρα ενοχής, φόβου και τύψεων.
Θα ήταν επίσης αδικαιολόγητο να μην αναφερθούμε στη φωτογραφία. Όπου ο Gökhan Tiryaki κάνει εκπληκτική δουλειά. Μια δουλειά που στοιχειώνει τα φλας κάθε φωτογράφου, τα πινέλα κάθε ζωγράφου και δίνει ένα άριστο πρότυπο σε κάθε κινηματογραφιστή! Ο θεατής δεν έχει παρά να παραδοθεί στην ευρηματική πολυσημία της εικόνας. Τα χρώματα φλερτάρουν επώδυνα με το γκρίζο, σε ένα απερίγραπτου κάλλους οπτικό αποτέλεσμα. Και σε συνδυασμό με τις πανταχού παρούσες, και καθόλου καθαρτήριες, γκριζαρισμένες νεροποντές, επιτυγχάνεται αρτίως η ψυχική αποσύνθεση των ηρώων και του δράματος.(Βλέπε την τελική σκηνή, όπου τίποτα δεν μπορεί να σε απαλύνει)
Αν κάτι κάνει τους "Τρεις Πιθήκους" να ξεχωρίζουν απ' τις λοιπές ταινίες του Nuri Bilge Ceylan, είναι η αυξημένη μυθοπλασία στο σενάριο. Ένα στοιχείο που κρατάμε πολύ καλά για το μέλλον. Ο Τούρκος σκηνοθέτης, κάνει φιλότιμες προσπάθειες, αν και είναι ευδιάκριτη η αφηγηματική αμηχανία στα άγνωρα αυτά λημέρια. Ωστόσο, αρκεί να θυμηθούμε την εξέλιξη που έχει επιτευχθεί στην κινηματογραφικότητα της φιλμογραφίας του, σχετικά με τον ήχο. Αρχικώς στο Kasaba, ο Ceylan, ελέω και του οικονομικού προϋπολογισμού, απαξιώνει τον ήχο και επιδίδεται αποκλειστικώς στο οικείο πλανοθετικό κομμάτι. Σταδιακά, με αποκορύφωμα το Iklimler, εντάσσει και τον ήχο λειτουργικά στις ταινίες του. Για να φτάσουμε στο "Üç maymun", όπου το τρίξιμο μιας πόρτας και το θρόισμα της κουρτίνας γίνονται κορυφωτικά και αναπόσπαστα στοιχεία του δράματος. Αν σημειωθεί η αντίστοιχη πρόοδο όσον αφορά και τη μυθοπλασία, τότε το μέλλον ίσως μας επιφυλάσσει έναν ολοκληρωτικά τελειοποιημένο κινηματογράφο!
Βαθμολογία 8/10
Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008
Utomlyonnye solntsem
Σκηνοθεσία: Nikita Mikhalkov
Παραγωγής: Russia / France / 1994
Διάρκεια: 135'
Η ταινία αναφέρεται στην, ατύπως, δεύτερη κυβερνητική πενταετία του Στάλιν. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στα μέσα της δεκαετίας του 30'. Όπου την προγενέστερη ανθηρή πολιτική του Στάλιν(οικονομία, δραματική μείωση αναλφαβητισμού, μετάδοση οράματος κλπ) διαδέχεται ένας λυσσαλέος κύκλος αίματος. Συνεχείς δολοφονίες, ανυπόστατες και άδικες, διαπράττονται προς πάσα κατεύθυνση εις βάρος του λαού. Με κύρια αιτία, τις φοβίες, την αμφισβήτηση και την έλλειψη εμπιστοσύνης του πολιτικού αρχηγού της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Nikita Mikhalkov, αριστοκράτης και αντιφρονούντας, δημιουργεί ένα ποιητικό έπος. Με αριστουργηματικές εικόνες σε μιας σπάνιας ομορφιάς κινηματογράφηση! Ενώ επίσης, εκμεταλλεύεται το γεγονός της αποχώρησης του Γκορμπατσόφ από την πολιτική ηγεσία, και ελεύθερος πλέον(εν έτη 1994) εξαπολύει μια υπογείως αιχμηρή κριτική στο Σταλινικό σοσιαλισμό.
Η ταινία θα εξιστορήσει τον βίο μιας προνομιούχας οικογένειας(ολιγομελή αστική τάξη;), στην εκτεταμένη μορφή που είχε η οικογένεια στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Μέσα από Τσεχοφικά σκηνικά και μια διαρκής θεατρική χορογραφία ξεδιπλώνεται η παχιά ζωή εντός του πρωταγωνιστικού σπιτικού. Η μουσική έχει κυρίαρχο ρόλο στην αφήγηση, δίνοντας της μια εξαιρετικά ευχάριστη ενδυμασία. Ο Kotov είναι ένας διακεκριμένος στρατηγός. Ένας ιδεολόγος, που απολαμβάνει την καταξίωση του μέσα από τους προηγηθέντες αγώνες στο ισχύον σύστημα. Η γυναίκα του σπιτιού είναι η Marusia. Η οποία λάμπει δια της ομορφιάς, αλλά και της συστηματικής αφάνειας της, σύμφωνα με το όπως αντιμετωπιζόταν η γυναίκα τη συγκεκριμένη εποχή. Στο επίκεντρο, μεταξύ των λοιπών πολυάριθμων προσώπων, βρίσκεται και η Nadya, η μικρή κόρη του στρατηγού. Ένα κορίτσι γεμάτο ενέργεια, που μέσω της αγγελικής της παρουσίας γεμίζει χρώματα ανθηρά τον θεατή.
Ο ερχομός του Mitya, παιδικού αγαπητικού της Marusia που είχε εξοριστεί στη Γαλλία, αναταράσσει τα γαλήνια νερά του σπιτιού. Αν και σχεδόν όλες οι συναισθηματικές κλιμακώσεις επιτελούνται υπογείως και ανέκφραστα. Ο διάλογος μεταξύ των ανθρώπων είναι ποιητικός. Ενώ τα ανοιχτά πλάνα, στων οποίων τον πυρήνα τοποθετείται πάντα η ιδεολογικά υπερυψωμένη έννοια της ανθρώπινης οντότητας, αποθανατίζουν μια μαγική ομορφιά(Βλέπε τη σκηνή βαρκάδα κόρης-πατέρα). Μια ομορφιά που φωτογραφικά αξιοποιεί στο έπακρο τον φυσικό φωτισμό. Φέγγοντας παράλληλα την ίδια την ελευθερία ως αναπόσπαστο συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε αντίθεση ο Mikhalkov εμφανίζει εις διπλούν έναν μαυρισμένο, κατασκευασμένο και διαβρωμένο ήλιο. Έναν ήλιο που αναπαριστά το κατασκευασμένο σοσιαλιστικό σύστημα, και που σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να αναμετρηθεί με το απάνθισμα της φυσικής ελευθερίας. Επίσης, υποβόσκει διαρκώς μια λεπτή απειλητική ατμόσφαιρα, που χρωστάει την ύπαρξη της στην σκηνοθετική ευγλωττία του Ρώσου auteur. Μια απειλητική ατμόσφαιρα που μαεστρικώς εκφράζει τη δυσδιάκριτη αμηχανία και την ψυχοσωματική καταπίεση που το σύστημα επιβάλλει στους ανθρώπους. Στους ανθρώπους που παύουν να είναι άνθρωποι!
Στο επίπεδο των ηρώων μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το δίδυμο Kotov-Mitya. Ο στρατηγός είναι ένας άνθρωπος ιδεολόγος. Ανακουφισμένος απ' τη δόξα και την τιμή που έχει κερδίσει. Ένας άνθρωπος ζεστός, φιλικός και εφησυχασμένος(απαλλαγμένος απ' τα ανθρώπινα προβλήματα). Από την άλλη είναι ο Mitya. Ο Mitya που παρουσιάζεται σαν αστός ή σαν κατάσκοπος είναι πάνω απ' όλα άνθρωπος. Ο άνθρωπος που το σύστημα ξερνάει κάθε μέρα! Έχει ανθρώπινα μικρά όνειρα και επιθυμίες. Που το σύστημα θα εκμεταλλευτεί, θα αγνοήσει. Ο Mitya, μέσα στον κατασκευασμένο κόσμο, θα επιδιώξει δίχως όρια την εκπλήρωση όλων των παραπάνω. Κάθε μέρα μια εξορία. Κάθε μέρα ένας συμβιβασμός. Και όταν ο προορισμός θα μοιάζει εφικτός, το ταξίδι μέσα από την καταπιεστική του μορφή θα έχει αλλάξει τα πάντα. Τόσο, που ο προορισμός δεν είναι παρά ένα τεράστιο αδιέξοδο για τον ίδιο τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο που ατενίζει τη ζωή μέσα απ' το χρυσένδετο της ψυχής του φέρετρο.
Ο "Ψεύτης Ήλιος" λειτουργεί αριστουργηματικά και σε συμβολικό επίπεδο. Παρακολουθούμε έναν αμαξά να αναζητά μετά μανίας έναν τόπο που δεν υπάρχει. Έναν τόπο που οι κάτοικοι του σήμερα αρνούνται πεισματικά και μετά βίας! Αναζητάει μια διέξοδο απ' το προδιαγεγραμμένο. Σε έναν κόσμο που δεν αντέχει νέους τόπους. Μόνο τυχαίο δεν είναι που ο αμαξάς χάνει τόσο άκοπα και τόσο άδικα τη ζωή του. Τέλος, βλέπουμε το κορίτσι. Το παιδί που είναι πάντα ο βολικός στόχος για προπαγάνδα. Απ' τον πολιτικό χώρο που ορέγεται να πεταλώσει το αύριο, ως το προσωπικό επίπεδο των σχέσεων. Όλοι βάζουν τα λασπωμένα δάχτυλα τους πάνω του. Προσπαθούν να του δώσουν την επιθυμητή για αυτούς μορφή. Όσο το παιδί είναι ακόμα ασχημάτιστος πηλός!
Το "Utomlyonnye solntsem" είναι εμφανώς μια ταινία που τάσσεται ρητώς αντίθετη του υπαρκτού Ρωσικού σοσιαλισμού και του Στάλιν. Αλλά πέραν αυτής της δήλωσης, πρόκειται για ένα κινηματογραφικό αριστούργημα. Για την απόλυτη ουμανιστική λυρική εικονοποιεία.
Βαθμολογία 9,5/10
Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008
Roman Polanski: Wanted and Desired
Σκηνοθεσία: Marina Zenovich
Παραγωγής: Usa / England / 2008
Διάρκεια: 99'
Η νέα, τηλεοπτικών εμπειριών, Marina Zenovich κάνει ένα ντοκιμαντέρ για ένα απ' τα ηχηρότερα σκάνδαλα στην ιστορία του Hollywood. Σύμφωνα με το οποίο, ο διακεκριμένος σκηνοθέτης Roman Polanski κατηγορήθηκε για βιασμό, σοδομισμό, παροχή ναρκωτικών σε
ένα ανήλικο κορίτσι 13 ετών. Η ιστορία διεπράχθη στα τέλη της δεκαετίας του 60, όμως η Zenovich αρνείται να πάρει θέση ή να φωτίσει τα γεγονότα, και αρκείται στην ακριβή αναπαραγωγή του ήδη γνωστού φαίνεσθαι.
Η κάμερα εξιστορεί την οδύσσεια του τότε νέου Roman Polanski, ερχόμενος αντιμέτωπος με την Αμερικάνικη δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη που παρουσιάζεται ως έρμαιο του κάθε δικαστή, που αρέσκεται στο να προσελκύει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας. Επίσης καυτηριάζεται ο Τύπος, που αδημονεί για σκάνδαλα και θρέφεται με πομπώδης ανακρίβειες για χάριν της ακροαματικότητας και του κοσμικού αυνανισμού του. Γεγονότα άκρως υποτιμητικά και εξευτελιστικά τόσο για τον κατήγορο όσο και για τον κατηγορούμενο. Αν και η αφήγηση περιλαμβάνει τα φερόμενα γεγονότα που οδήγησαν στη δίκη τον Roman Polanski, εμπλουτισμένα με εκτενή υλικό αρχείου και αποσπάσματα από ταινίες του μεγάλου δημιουργού, η Marina Zenovich αδιαφορεί χαρακτηριστικά για την αλήθεια αυτών. Παράγοντας έμμεσα ένα φιλικό βλέμμα προς τον ευφυή σκηνοθέτη.
Το καλώς σκηνοθετημένο "Roman Polanski: Wanted and Desired" χρεώνεται την αδυναμία του να εμβαθύνει πίσω απ' τα γεγονότα. Η υπόθεση εξιστορείται έτσι όπως ακριβώς αφέθηκε στην ιστορία. Δηλαδή μέσα απ' τα ψευδή μάτια ανθρώπων που χειρίστηκαν την υπόθεση προς όφελός τους και έσπειραν γενναιόδωρα την αδαημοσύνη τους στην κοινή γνώμη. Η αλήθεια μοιάζει ακόμα ένα καλά κρυμμένο μυστικό μεταξύ του Roman Polanski και της φερόμενης ως θύματος Samantha Geimer. Αν ένα ντοκιμαντέρ έχει ως χρέος να εξερευνήσει την πραγματικότητα πίσω απ' τη συμβατικότητα του φαίνεσθαι τότε η Marina Zenovich αποτυγχάνει κατά κράτος. Καθώς η ταινία της μοιάζει ως μια απλή εξιστόρηση όσων ήδη γνωρίζουμε, και αποτυγχάνει να εμπλουτίσει τους γνωστικούς χάρτες του θεατή.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ χωρίς ιδιαίτερο κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Που απευθύνεται περισσότερο στους extremely fans(απλοί fans είμαστε σχεδόν όλοι) του Roman Polanski, αλλά και σε ενδιαφερόμενους δικηγόρους(ασκούμενους ή μη)!
Βαθμολογία 4,5/10
Libeled Lady
Σκηνοθεσία: Jack Conway
Παραγωγής: Usa / 1936
Διάρκεια: 98'
Ένα από τα αξιοπρόσεκτα screwball της περιόδου ετούτη η ταινία. Προτεινόμενο μάλιστα και για Oscar. Ο Jack Conway κάνει μια ανατρεπτική, ταχύτατη κωμωδία, παραθέτοντας μια εξαιρετική αναφορά στην υποκριτική Τέχνη.
Οι ταινίες αυτής της εποχής, ή μάλλον τα συγκεκριμένα screwball που είχαν πέραση στον καιρό τους, αφήνουν μια ρετρό ατμόσφαιρα στη βιτρίνα του κινηματογράφου για τον σημερινό θεατή. Η αφήγηση τους στηρίζεται, στην πλειοψηφία, σε αυτοσχέδιες πατέντες. Οι οποίες μέσα από την γοητεία και τον παρορμητισμό τους προσφέρουν απλόχερα στιγμές "σινεματικής" θέρμης. Ενώ ταυτόχρονα, αυτή τους η μορφή, τις απαλλάσσει από μια διαδικασία αυστηρής κριτικής-αντίλογου ως προς την αλήθεια/αληθοφάνεια των γεγονότων που διαδραματίζονται. Άλλωστε ο σημερινός κινηματογράφος, και ο αφηγηματικός ειδικότερα, οικοδομείται πάνω σε τέτοιες "πατέντες" που εμφανίστηκαν στα διάφορα κινηματογραφικά ρεύματα, ή και σε δημιουργούς μεμονωμένα.
Στα της υπόθεσης. Γκάφα ξεσπάει σε κορυφαία εφημερίδα, όταν το πρωτοσέλιδο ερωτικό σκάνδαλο που εμπλέκει τη διάσημη Connie Allenbury(Myrna Loy) αποδεικνύεται αναληθή. O αρθρογράφος Haggerty(Spencer Tracy) καλείται να αντιμετωπίσει την κατάσταση, καθώς η Connie Allenbury αξιώνει τεράστια οικονομική αποζημίωση. Το σχέδιο απλό: να στηθεί νέο σκάνδαλο που θα εμπλέκει την Connie Allenbury, αυτή τη φορά αληθές, και βάση του οποίου θα εξαγοραστεί η σιωπή της. Για τους λόγους αυτούς ο Haggerty προσλαμβάνει τον συγγραφέα και πρώην σύμβουλο της εφημερίδας Bill Chandler(William Powell) για να γοητεύσει το διάσημο πρόσωπο. Αφού πρωτίστως έχει πείσει την μνηστή του, Gladys(Jean Harlow), να παντρευτεί εικονικά τον Bill Chandler. Ένας γάμος βιτρίνα, που θα κορυφώνει το σκάνδαλο, εφόσον η Connie ενδώσει στο ερωτικό πρεσάρισμα του Bill.
Ο Jack Conway έχει στήσει για τα καλά την παγίδα! Κάνοντας μια αριστουργηματική αναφορά για τον ηθοποιό του κινηματογράφου και οποιασδήποτε άλλης μιμητικής Τέχνης. Ένας ηθοποιός δεν αρκεί να υποδύεται/ παριστάνει έναν ρόλο, αλλά οφείλει να ταυτίζεται με το υποκείμενο που καλείται να ερμηνεύσει. Κατά αυτόν τον τρόπο, σταδιακά, το σχέδιο του Haggerty καταρρέει. Καθώς ο Bill Chandler ερωτεύεται στην πραγματικότητα την γοητευτική Connie Allenbury και μια ιδανική σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους. Ενώ και η Gladys, η πρότερα εικονική γυναίκα του Bill Chandler, μετεξελίσσεται σε μια κτητική σύζυγο. Γεγονότα που γίνονται η αφορμή για αναπάντεχα κωμικές καταστάσεις.
Ο Jack Conway, με τη σημαντική βοήθεια των ηθοποιών του, κάνει μια ανατρεπτική κωμωδία. Η οποία παρακολουθείται ευχάριστα ακόμα και σήμερα, χάρις το ταχύτατο μοντάζ και την ευστροφία των διαλόγων. Ενώ μέχρι να μπει ένα τέλος στην ιστορία, τα σατιρικά πυρρά του δημιουργού έχουν στήσει στο απόσπασμα θέματα όπως: το μυστήριο του γάμου, τη ματαιοδοξία των καριερίστων, τη γυναικεία ανασφάλεια και τα διαχρονικά "ροζ" φύλλα των εφημερίδων.
Βαθμολογία 8/10
Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008
Body Of Lies
Σκηνοθεσία: Ridley Scott
Παραγωγής: Usa / 2008
Διάρκεια: 128'
Ο Ridley Scott, ένας απ' τους πιο αναγνωρίσιμους σύγχρονους σκηνοθέτες του Hollywood, έχει χτίσει μια χαρακτηριστική κινηματογραφική προσωπικότητα. Πρωταγωνιστικά στοιχεία της οποίας είναι: το αστραπιαίο μοντάρισμα, η δραματουργική αφήγηση του σεναρίου και οι συνεχόμενες συνεργασίες με τον Russel Crowe!
Η Μέση Ανατολή έχει/είναι μονίμως θέμα. Η Μέση Ανατολή της ανελέητης αιματοχυσίας, της κατάργησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της εφιαλτικής Αμερικανικής παρέμβασης, της τρομοκρατικής παράδοσης και του εθνικού φανατισμού. Ο κινηματογράφος, ως μια εκ των λαϊκότερων Τεχνών, δε θα μπορούσε να είναι απών. Ο σύγχρονος κόσμος του πολιτισμού, έχει το δικαίωμα(!) να αποσταίνει των γεγονότων. Και οι όποιες κρίσεις του να παράγονται μέσω εξαιρετικά ελλειπή στοιχείων. Ο Ridley Scott θα πατήσει πάνω σε αυτή την απόσταση, θα μιλήσει με ορισμένες αλήθειες, οι οποίες δυστυχώς δεν ολισθαίνουν της επιφάνειας του σεναρίου. Η πλέον δεδομένη απάνθρωπη μεταχείριση των γηγενών πληθυσμών από τις Αμερικάνικες δυνάμεις, ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Russel Crowe. Ενός ευτραφή οικογενειάρχη, ηγέτη των επιχειρήσεων μέσα από την ασφάλεια της απομακρυσμένης war κονσόλας του. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων είναι λυσσαλέος. Οι οποίες παρ' ότι συνδέονται δια της ταύτισης του στόχου( λύση τρομοκρατίας), αντιμάχονται ονειροπολώντας ολάκερη τη δόξα για τον εαυτό τους. Ενώ στο επίκεντρο βρίσκεται μια τρομοκρατική οργάνωση. Η οποία καμία σχέση δεν έχει με το ιδεαλιστικό status που της έχει προσαφτεί. Πρόκειται για εξίσου βίαιες επιχειρήσεις, εξίσου ματαιόδοξες, εξίσου ιμπεριαλιστικές κλπ. Οι οποίες ανθίζουν στην αφέλεια, στον θρησκευτικό προσηλυτισμό και το φανατισμό των κατοίκων των περιοχών.
Συνδετικός κρίκος όλων αυτών, είναι ένας εξαιρετικός Leonardo Di Caprio. Ο οποίος είναι ένας πολυπρόσωπος πράκτορας που εργάζεται για λογαριασμό της CIA και προσπαθεί να βρίσκεται σε επαφή με όλα τα μέτωπα. Ο Ridley Scott αν και έχει καταφέρει να ορίσει αρτίως τις συντεταγμένες του, θα μείνει αναλώσιμος σε ένα gang διαλεκτικό και εφετζίδικο επίπεδο, όπως ακριβώς επιθυμούν οι μεγαλοπαραγωγές(χαρακτηριστικό πως επιλέγεται η Ιορδανία, και όχι το Ιρακ, ως πρωταγωνιστικός τόπος). Βαρύγδουπες ατάκες στο σχεδιασμό των διαλόγων, δράση στο επίπεδο της πλοκής και μια Χολιγουντιανή συνταγή αγάπης είναι οι πυλώνες αυτού του πολιτικού δράματος. Στα της σκηνοθεσίας, ο Scott εμφανίζεται αναμενόμενα γρήγορος στο μοντάζ και τρόπον τινά πιο βίαιος στη δραματουργία. Στην πραγματικότητα, χωρίς να διακρίνω κάποιο προφανή λόγο, βλέποντας το Body Of Lies, το τοποθέτησα στο νου μου ως απλά μια βελτιωμένη εκδοχή του απαράδεχτου Blood Diamond.
Αν κάτι οφείλουμε να παρατηρήσουμε, είναι ο συνεχώς βελτιωμένος Leonardo Di Caprio. Που ξεπερνάει την πεζότητα του ρόλου. Δηλαδή ενός πράκτορα που κλέβει πληροφορίες, εκβιάζει, ρίχνει/εισπράττει ξύλο, αλλά και ερωτεύεται. Και καταφέρνει να κοινωνήσει την ίσως μοναδική ουσία του "Body Of Lies". Η οποία κατηγορεί ευθέως τον μέσο άνθρωπο για την ντροπιαστική-εξαθλιωτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Καθώς η απόσταση, η απάθεια και η αδιαφορία μας για την αλήθεια των "τσακισμένων" τόπων, είναι οι παράγοντες που επιτρέπουν και υποβάλλουν της εν λόγω χώρες σε ένα διαρκή και άνευ όρων πυροτεχνουργικό πείραμα!
Βαθμολογία 5,5/10
Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008
Εξομολόγηση ενός Οικονομικού Δολοφόνου
Σκηνοθεσία: Στέλιος Κούλογλου
Παραγωγής: Ελλάδα / 2008
Διάρκεια: 90'
Τα γεγονότα τις 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στάθηκαν καταλύτης για τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Το ίδιο ισχυρίζεται και ο John Perkins, ένας στρατολογημένος οικονομικός δολοφόνος από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ο οποίος μετά τα θλιβερά γεγονότα αποφάσισε, εκδίδοντας ένα σχετικό βιβλίο με την προγενέστερη "εργασία" Τους, να αποκαλύψει τον αθέατο κόσμο της Αμερικάνικης αυτοκρατορίας. Τονίζοντας πως όσο αστραφτερό μοιάζει το οικοδόμημα, τόσο αισχύνη βαραίνει τα θεμέλια του.
Η συγκεκριμένη ταινία του γνωστού μας δημοσιογράφου είναι από αυτές που υποχρεούνται να ομιλούν φωναχτά! Σε καμία περίπτωση "Η εξομολόγηση ενός Οικονομικού Δολοφόνου" δεν εφηύρε τον τροχό. Το θέμα με το οποίο καταπιάνεται είναι τρόπον τινά γνωστό. Όχι όμως για όλους. Όχι για εκείνους που συνηθίζουν να κλείνουν τα μάτια στα μιάσματα του καιρού μας! Όχι για εκείνους που λυγίζουν στην ακατάσχετη πολιτική τρομοκρατία των media, και την χρυσένδυτη φορεσιά του κόσμου του φαίνεσθαι. Τέτοιες ταινίες λοιπόν, οφείλουν να κοινωνούνται πολλαπλασιαστικά, ώστε να επιτελέσουν το πολιτικοκοινωνικό έργο που συνδέεται αναπόσπαστα με την ύπαρξη τους.
Η ταινία αναπτύσσεται σε τρεις πλευρές. Πρώτον, σαν μια απευθείας συνέντευξη στον μοναδικό ήρωα και πρωταγωνιστή John Perkins. Ο οποίος δηλώνει απευθείας στην κάμερα τόσο τα χρονικά του προγενέστερου βίου όσο και τις λοιπές "δημοκρατικές" εργασίες του Αμερικάνικου πολιτικού συστήματος. Το οποίο αναλάμβανε δράση μόλις εκλεγόταν ένας νέος πρόεδρος σε κάποια υποανάπτυκτη-αναπτυσσόμενη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Συγκεκριμένα, αποστέλλονταν κάποιος απ' τους λεγόμενους οικονομικούς δολοφόνους για να εκμεταλλευτεί την ανίσχυρη θέση του εκάστοτε πρόεδρου. Ο οικονομικός δολοφόνος χρησιμοποιώντας ένα σύστημα "ηθικών τρόπων" όπως απειλές, δωροδοκίες και εκβιασμούς προσδοκά να καρπωθεί τον οποιοδήποτε φυσικό πλούτο της χώρας. Σε περίπτωση άρνησης του εκάστοτε προέδρου να ενδώσει στο συγκεκριμένο παιχνίδι, επιστρατεύονταν τα λεγόμενα "τσακάλια" της CIA. Τα οποία λιγότερο δημοκρατικά αποφάσιζαν για τη ζωή και τον θάνατο του Προέδρου. Τέλος, προέκταση μιας ενδεχόμενης αποτυχίας των τελευταίων, αποτελεί η κήρυξη γενικού στρατιωτικού πόλεμου. Όπως άλλωστε και στην προσφιλή μας περίπτωση με το Ιράκ. Στα πλαίσια της ίδιας αφήγησης παρακολουθούμε τον John Perkins να ομιλεί για τις πράξεις Τους, στο εξαγριωμένο Λατινοαμερικάνικο κοινό. Ωστόσο ο Κούλογλου, εκτός όλων των άλλων, μοιάζει να ενδιαφέρεται εντόνως για τη φήμη του μοναδικού συνεργάτη και πρωταγωνιστή του. Κάτι που μετατρέπει τα παραπάνω μονομερή κατηγορώ περισσότερο γλυκερά και λιγότερο ορμητικά του επιθυμητού.
Στη δεύτερη πλευρά της ταινίας, ο θεατής εκτίθεται σε πλούσιο αρχειακό υλικό. Υλικό που επιβεβαιώνει την εξαθλιωτική καταπάτηση των προαναφερθέν χωρών. Ενώ παράλληλα αποτυπώνεται-υπαινίσσεται το παρεμβατικό Αμερικάνικο δάχτυλο στην ιστορία των εθνών με ντοκουμέντα. Τρίτον, ο θεατής θα παρακολουθήσει τις "έφηβες" μέρες του John Perkins δια μέσω ορισμένων μυθοπλαστικών σκηνών. Ο Κούλογλου επιθυμεί με αυτόν τον τρόπο να δώσει ένταση και ρυθμό στο ντοκιμαντέρ του. Όμως παρά την αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί, προδίδεται των ευδιάκριτων αδυναμιών της σκηνοθεσίας και του σεναρίου.
Αν μη τι άλλο η "Εξομολόγηση ενός Οικονομικού Δολοφόνου" είναι μια ταινία γροθιά στην Αμερικάνικη ηγεμονία, και ένα ακόμα ντοκουμέντο των ανυπέρβλητων εμποδίων στη φυσική ανάπτυξη του κόσμου. Εκεί που ο παρεμβατισμός υφίσταται στις ψυχές και στα κορμιά όλων μας!
Βαθμολογία 6/10
Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008
The Shawshank Redemption
Σκηνοθεσία: Frank Darabont
Παραγωγής: USA / 1994
Διάρκεια: 142'
Το "The Shawshank Redemption" είναι μία από τις πολλές επιτυχημένες συνεργασίες του Frank Darabont με τον βιβλιογράφο Stephen King. Τουλάχιστον εμπορικά σίγουρα. Όμως και εδώ, όπως και σε πολλές άλλες ταινίες του(αναφέρω ενδεικτικά The Green Mile, The Majestick), o Γάλλος σκηνοθέτης πατάει με τη φτέρνα στην οδό των Αμερικανοποιημένων ονειράτων.
Η συγκεκριμένη ταινία φιγουράρει ακλόνητα στα πρωτεία, στη λίστα των καλύτερων ταινιών, της κινηματογραφικής βάσης δεδομένων του imdb. Η οποία αποτελεί και τον απόλυτο κινηματογραφικό οδηγό του μέσου θεατή. Γεγονός που προσωπικά θεωρώ πέρα για πέρα θλιβερό, και που καθρεφτίζει την έλλειψη κινηματογραφικής παιδείας του παγκόσμιου, Αμερικάνικης δια(σ)τροφής, τοπίου.
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή μιλώντας για την υπόθεση της ταινίας. Ένας αναγνωρισμένος τραπεζίτης(Tim Robbins) καταδικάζεται, μάλλον άδικα, σε δις ισόβια για την ένοπλη δολοφονία της συζύγου και του εραστή της. Εντός της φυλακής έρχεται ευθέως αντιμέτωπος με την σκληρότητα ορισμένων κρατουμένων. Ενώ εν συνεχεία, αφού απαλλαγεί απ' τον προαναφερθέν βραχνά, επιδεικνύοντας σπάνια ανθρωπιά, σπλαχνικότητα, κατανόηση και αλληλεγγύη καταφέρνει να μπει στις καρδιές όλων. Στα πλαίσια αυτά αναπτύσσει μια πολύ δεμένη φιλία με έναν εξ αυτών(Morgan Freeman). Παράλληλα, οι οικονομικές του δεξιότητες δεν περνούν απαρατήρητες από τον θρησκόληπτο άρχοντα της φυλακής. Ο οποίος θα τον χρησιμοποιήσει-εκμεταλλευτεί, επιβάλλοντας ένα σύστημα ανταμοιβών και (συχνότερα) τιμωριών, για τα "χοντρά" οικονομικά παιχνίδια του.
Σχεδόν και τα 142' λεπτά του φιλμικού χρόνου εξελίσσονται εντός της φυλακής. Η αποκλειστική ανάλωση των δραματουργικών επεισοδίων αποσκοπεί στην εκβιαστική δημιουργία ανυπόστατων συναισθημάτων. Διαρκώς η πλοκή πυροκροτείται με νέα στοιχεία. Σε μια προσέγγιση που εξυπηρετεί τον "νευρικό" τηλεοπτικό θεατή που διαρκώς αναζητεί επεισόδια για τη διψασμένη περιέργεια του. Επί 142 λεπτά αφήγησης, είναι τουλάχιστον απόντα τα στοιχεία εκείνα που θα επέτρεπαν μια ενδελεχή εξερεύνηση του χώρου της φυλακής(ως κομμάτι της κοινωνίας μας) και μιας ουσιαστικότερης εξερεύνησης των ηρώων. Αντιθέτως τα γυρίσματα εξαντλούνται σε συγκεκριμένους χώρους(δεν έχουμε ποτέ γενική εικόνα για τη φυλακή που διαδραματίζεται η ιστορία), σε συγκεκριμένα πρόσωπα και σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Εξυπηρετώντας κατ' αυτόν τον τρόπο και τις συγκεκριμένες επιδιώξεις του δημιουργού. Γεγονότα που επιτρέπουν σε οποιαδήποτε σοβαρή ανάγνωση, έστω και μονόφθαλμη, να αποδώσει στην αναπαράσταση τον όχι και τόσο τιμητικό χαρακτηρισμό του ανυπόστατα σουρεαλιστικού.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως η κινηματογραφική αφήγηση είναι παράγοντας δυο συνιστωσών: της ιδέας και της (οπτικής) αναπαράστασης της. Πως θα μπορούσα να αρνηθώ της ιδέες του "The Shawshank Redemption"; Οι οποίες ξεχειλίζουν (τουλάχιστον σ' ένα υποθετικό επίπεδο) ανθρωπιάς. Χτίζουν έναν ήρωα αγνό με καλλιτεχνικά βιώματα. Ιδέες που προτάσσουν την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία στα πλαίσια του συλλογικού "καλού". Που τίθεται ευθέως μια ανθρωποκεντρική πρόταση σωφρονισμού, σε ιδρύματα που απάνθρωπα και διαχρονικά θίγουν την έννοια της δικαιοσύνης. Που φωτίζεται η διαφθορά σε όλο το μέγεθος της. Πως όμως μπορώ να αποδεχτώ αυτή την αναπαράσταση, που και η φορεσιά ενός περίτρανου υπερήρωα μπροστά της, θα έμοιαζε με φτωχικό κουρέλι;
Δε μου αρέσει να καλουπώνω τις ταινίες σε πρέπει και κανόνες. Όμως θα το κάνω για άλλη μια φορά για τις ανάγκες του κειμένου. Η αναπαράσταση συγκεκριμένων θεμάτων, όπως για παράδειγμα η κράτηση φυλακισμένων, θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχη έρευνα. Μια έρευνα που μετατρέπει την αφήγηση ως ένα στιβαρό και ρεαλιστικό ντοκουμέντο, βλέπε Un Prophete! Ωστόσο, είναι ευνόητο πως όσο πιο εκτενής είναι η έρευνα, τόσο περισσότερο περιορίζεται ο δημιουργός. Καθώς θα πρέπει να ξεδιπλώσει, αναπτύξει την ιστορία του σε συγκεκριμένα πλαίσια. Έτσι όπως αυτά περιγράφονται από την αλήθεια των καταστάσεων. Αυτό απαιτείται από τη σκηνοθεσία, ώστε να οδηγηθούμε σε μια ξεχωριστή αναπαράσταση-απεικόνιση του δηλωμένου θέματος(χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Full Metal Jacket του Stanley Kubrick, ο οποίος ενέταξε την αφήγηση του στην "αλήθεια" του πολέμου). Αντιθέτως, εδώ ο Frank Darabont χτίζει με εμφανή απλοϊκότητα τόσο τα πρόσωπα όσο και τις καταστάσεις. Μια απλοϊκότητα που του επιτρέπει κάθε ελιγμό. Που του επιτρέπει να χειραγωγήσει το καράβι του "The Shawshank Redemption" στο λιμάνι των φανερών προθέσεών του.
Ως προς την απλοϊκότητα που ανέφερα παραπάνω έχω να παρατηρήσω μια προσβλητική για το ρεαλισμό μονομέρεια στο χτίσιμο των ηρώων. Όχι, δεν αντιτάσσομαι στην ύπαρξη ηρώων τέτοιων που προβάλλει η ταινία. Άλλωστε οι "κακοί" αστυνόμοι, η διεφθαρμένη εξουσία και οι αδικημένοι άνθρωποι είναι απτά στοιχεία της πραγματικότητας μας. Ωστόσο, ο ρεαλισμός στην απόδωση τέτοιων ηρώων θα είχε ως αυτοσκοπό την εξερεύνηση των αιτιών, των κινήτρων και των αληθειών που γεννούν τέτοιους υπαρκτούς ήρωες. Κάτι που αν δεν έδινε την ευκαιρία στο θεατή να ταυτιστεί ισοπιθανώς με κάθε ρόλο, θα του έδινε σίγουρα τη δυνατότητα να κατανοήσει λογικώς τον κόσμο τους. Εδώ αντιθέτως, η μονομέρεια αποσκοπεί στην αμαύρωση των αντιηρώων με τρόπο τέτοιο ώστε να κατασκευαστεί μια υπέρμετρη συμπάθεια-συγκίνιση-αγάπη για τον θετικό πρωταγωνιστή. Σε μια μάλλον επιτήδεια προσέγγιση του θέματος.
Στα πλαίσια όλων αυτών, μια ελαφρώς προκατειλημμένη ή και προπαγανδιστική λογική βρίσκει το έδαφος να υψώσει αντίλογο στον τρόπο ανάπτυξης τόσο των κύριων όσο και των υποστηρικτικών σκηνών. Οι οποίες ασθμαίνουν μιας ανυπόστατης μελοδραματικότητας. Δεν είναι ότι τάσσομαι ιδεολογικά αντίθετος του "The Shawshank Redemption". Δεν είναι ότι δε συμφωνώ με τα κοινωνηθέντα θέματα. Πως θα μπορούσα; Είναι που βρίσκω τον τρόπο του ανέντιμο και ταγμένο εξ' ολοκλήρου σε μια αβασάνιστη προσέγγιση, συμβατή με την μικροαστική αντίληψη του πλέον "Δυτικού" ονείρου.
Βαθμολογία 5/10
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)