Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

4.48 Ψύχωση



Σκηνοθεσία: Άντζελα Μπρούσκου
Με τους Άντζελα Μπρούσκου, Παρθενόπη Μπουζούρη, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου

, Nalyssa Green
Διάρκεια: 80


«Εναγκαλίσου ωραία ψεύδη
η χρόνια παράνοια των λογικών»

Μια παράσταση για ένα πρόσωπο. Που είναι τέσσερα πρόσωπα. Που είναι όλα τα πρόσωπα. Δεν υπάρχουν λογικοί και υγιείς. Ίσως απλά υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν στη λογική και την υγεία. Η φωνή τους ακούγεται αλλοιωμένη. Περιπαικτικά ασθενική μέσα σε αυτό που αποτελεί βεβαιότητα και που είναι καταδικασμένο να καταρρίπτεται. Γιατί αυτό που φαντάζει αντικειμενικό και απόλυτο ισοπεδώνεται μέσα στη νύχτα της ύπαρξης. Μια νύχτα που σαν αυτή δεν έχει άλλη. Μια νύχτα ανάμεσα στους ιστούς και τα όργανα. Στη σκέψη και την αδράνεια. Ανάμεσα στον πόνο και σ’ αυτό που είναι πόνος. Δεν υπάρχουν λογικοί και υγιείς. Κάτω απ’ το δέρμα όλων πάλλεται· ακούγεται καθαρά και βαθιά ο ρυθμός της αρρώστιας.


Ψυχολογική και υγεία, είναι ένας συνδυασμός λέξεων ανέφικτος. Αυτό το οποίο φέρει η ψυχή, αυτό μες το οποίο φέρεται, είναι το όνειρο και το σκοτάδι. Ανόργανη ύλη. Κομμάτια θρυμματισμένα. Που η σκόνη τους έχει την οσμή του αίματος. Δηλαδή ο εαυτός, στη δομική του μορφή, είναι αποσυναρμολογημένος. Αλλού τα σωθικά, αλλού οι νευρώνες. Αυτό στο οποίο επεμβαίνουμε, δεν είναι ο εαυτός. Είναι η κατασκευή ενός όντος, που εκλαμβάνουμε ως εαυτό, περισσότερο από μίσος, παρά από πρόνοια, πολεμώντας την ζωτική παράνοια του αίματος. Διχαζόμαστε απ’ τη μία σ’ έναν φαινομενικό κι απ’ την άλλη σ’ έναν οντολογικό εαυτό. Λειτουργούμε κατ’ ανάγκη, χειρονομούμε αντανακλαστικά, προς αυτό που επιβάλλει μια υποτιθέμενη εξωτερική αναγκαιότητα. Σταδιακά ο εσωτερικός εαυτός σκεπάζεται. Καταπίνεται. Γίνεται αδιόρατος προς εμάς. Μακρινός. Ξένος. Στο εσωτερικό μας, ακόμα κι αν το αγνοούμε, βρισκόμαστε σε χρόνιο πένθος.


Η μεταφορά της Ψύχωσης της Άντζελας Μπρούσκου κάνει αυτό, που ενώ φαντάζει αυτονόητο δεν το συναντάμε συχνά: παρουσιάζει τον ρυθμό της ψυχωτικής διάλυσης μέσα σε σώματα που ασθενούν. Σε σώματα ρημαγμένα. Τα σώματα βρίσκονται σε κατάπτωση. Ολική κατάπτωση. Μέσα τους φέρουν τη μανία του πανικού. Την έξαψη της τρέλας. Τα σώματα είναι ανήμπορα. Ανήμπορα να εκφραστούν. Ανήμπορα να εκφράσουν. Ανήμπορα να εξωτερικεύσουν τους εσωτερικούς κραδασμούς που σταδιακά γίνονται ουλές, κι έπειτα τομές, που διχάζουν τις έννοιες της ψυχής και του σώματος. Τα σώματα δε σε κοιτούν στα μάτια. Τα μάτια έχουν αποτραβηχτεί απ’ τα σώματα και βρίσκονται μέσα τους. Κοιτάνε μέσα τους. Κοιτάνε μέσα σε εικόνες που υπάρχουν στο όνειρο και στο σκοτάδι, μέσα σε εικόνες που σε κοιτάνε. Όχι μ’ ένα βλέμμα που σ’ απευθύνεται. Αλλά μ’ ένα βλέμμα που σ’ εμπεριέχει. Η Ψύχωση δεν είναι ασθένεια. Είναι η ψυχή απαλλαγμένη απ’ οτιδήποτε περιττό.



Και σαν θεατής μέσα σ’ αυτή την παράσταση βρίσκεσαι υπνωτισμένος. Ο ήχος της Nalyssa Green (η οποία παρίσταται ως μουσική performer) επιβάλλει την ύπνωση. Για περίπου 80 λεπτά ο ήχος ορίζει ένα σώμα ανήμπορο, και σε φυλακίζει μέσα του. Στα μοτίβα μιας οργανικής θλίψης. Σ’ ένα σώμα όπου μπορείς να αγγίζεις τις φύτρες της τρέλας. Να νιώθεις την πήξη του αίματος. Τις εκρήξεις του. Κι ενώ μετέχεις, κι ενώ είσαι εσύ το σώμα, δεν μπορείς να το σταματήσεις. Σταδιακά οι άμυνές σου καταλύονται. Παύεις να προσπαθείς να το σταματήσεις. Αυτό που για την ψυχιατρική επιστήμη φαντάζει αποτρόπαιο, εσύ το δέχεσαι [χωρίς επιλογή] με τη φυσικότητα του αέρα που φουσκώνει και ξεφουσκώνει τα πνευμόνια σου.
«να πνίγομαι σε μια θάλασσα λογικής
αυτή η τερατώδης κατάσταση τρομώδους παράλυσης
μονίμως άρρωστη»

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Bad Guy




Σκηνοθεσία: Ki-duk Kim
Παραγωγής: South Korea / 2001
Διάρκεια: 100


Ο έρωτας που έχει υπάρξει, είναι ήδη νεκρός, μα όσο κοιτάς τη φωτογραφία δεν τελειώνει. Εκείνη μοιάζει τόσο με το κορίτσι με το κόκκινο φόρεμα στη φωτογραφία. Το αίμα του άντρα έχει παγώσει. Δεν έχει σημασία. Θα την πάρει. Θα πάρει εκείνη απ’ όπου κι αν βρίσκεται. Θα τη βάλει μέσα στο κόκκινο φόρεμα. Θα αλλάξει τα πρόσωπα. Και ύστερα θα μπούνε στη θάλασσα. Μέχρι να γίνουν νερό χωρίς ύλη.

Αυτό που ξεκινάει σαν εκδίκηση, σαν εκδίκηση ψυχρή, καταλήγει σε μια έξαψη που δε μπορείς να προβλέψεις. Σε παρασέρνει. Είναι το αίμα της τρέλας και το ‘χεις μέσα σου.


Αυτή μοιάζει τόσο πολύ μ’ ένα οικείο προς αυτόν πρόσωπο. Μ’ ένα πρόσωπο που για εκείνον αποτελεί πληγή. Όποια, κι αν είναι, δεν τον νοιάζει, θα την εκδικηθεί για χάρη της. Θα της στήσει μια κομπίνα και μέσω αυτής θα εξαγοράσει τη ζωή της. Από τη μία μέρα στην άλλη το κορίτσι μπαίνει σε μια άλλη ζωή. Εγκαταλείπει την φιλήσυχη καθημερινότητα στο πανεπιστήμιο, τις συμπεριφορές κοινής αποδοχής και μπαίνει, άθελά της, στην πορνεία, στη ζωή της νύχτας, στο λαθρόβιο κόσμο του άντρα. Βιώνει την τραγικότητα. Αλλά παρατηρώντας το κορίτσι μέσα στην ταινία, θα μπορούσες να πεις, πως αυτό που μοιάζει με τραγικότητα δεν είναι παρά ευλογία. Ζει με αφόρητη ένταση την κάθε στιγμή. Ένα λυσσαλέο μίσος τη διαπερνάει. Μια τρομερή αγωνία για την επιβίωση. Κάθε στιγμή έχει την ένταση του ακραίου. Πέρα από το όριο. Όλα κόκκινα. Κόκκινα. Πιο κόκκινα από το φόρεμα της φωτογραφίας. Και μέσα σ’ αυτή την ένταση, μέσα απ’ αυτό που φαντάζει ανυπέρβλητος πόνος, αναμφίβολα το κορίτσι αντλεί μια κρυφή ηδονή. Μια ηδονή που την συνδέει εξόχως σφικτά και τραυματικά με τον άντρα που αποτελεί ταυτοχρόνως σάτυρο και άγιο.

Για τον άντρα τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά. Αυτό που εκκινεί ως μια στεγνή ιστορία εκδίκησης μεταλλάσσεται. Σταδιακά, η μισητή κοπέλα γίνεται η έμπνευση μέσα από την οποία υποδέχεται τη ζωή. Μια ζωή, που χωρίς την κοπέλα, θα έμοιαζε εντελώς αδιάφορη, ανυπόφορη ως και αποτρόπαια. Πλέον όχι. Τον καταβάλλει μια αδιευκρίνιστη επιθυμία. Μια ορμή που τον κάνει αλώβητο απέναντι στη ζωή. Που τον γεμίζει με τη δύναμη να συνεχίζει αυτό που σε κάθε άλλον θα έμοιαζε ανούσιο μαρτύριο. Άλλωστε δεν πέθανε κανείς από υπερβολική ζωή. Μόνο από υπερβολικό θάνατο μπορεί να πεθάνει κανείς. Και οι δυο τους, πρόσωπα μισητά, και ταυτόχρονα αγκαλιασμένα, φέροντας τη μανία του ακραίου πάθους, είναι καταδικασμένοι στη ζωή. Στη ζωτική σκοτεινιά της ζωής. Μ’ έναν τρόπο μυστήριο, εμπνέουν ο ένας για τον άλλο σφυγμούς που ανατρέπουν την ομαλή ροή της μοίρας.


Το Bad Guy είναι η ταινία που έδωσε στον Ki-duk Kim το προσωνύμιο του «κακού παιδιού» όσον αφορά τον κινηματογράφο της Κορέας. Στα μάτια μου ο χαρακτηρισμός φαντάζει άστοχος. Γιατί αν καταφέρνει κάτι σ’ όλες του τις ταινίες ο Ki-duk Kim είναι αυτό: η υπονόμευση της ηθικής, και των αντιλήψεων που αποφασίζουν για αυτό που γενικευμένα θα αποκαλούσαμε καλό ή κακό. Ο Κορεάτης σκηνοθέτης παρατηρεί σχεδόν εξ’ αίματος τις ανθρώπινες παρορμήσεις. Απελευθερωμένες από το αίτιο και το αιτιατό. Από το σημαινόμενο και το σημαίνον. Παρατηρεί τα μοτίβα του αίματος που σταδιακά συγκροτούνται σε πράξη. Την πράξη που εκδηλώνεται από μια ώθηση άγνωστη και πηγαία. Μια ώθηση που δεν υποκύπτει σε καμία εκλογίκευση. Αφού τα ένστικτα προηγούνται της διαδικασίας της εκλογίκευσης. Τα ένστικτα, στον καθολικό χαρακτήρα τους, αδιαφορούν για το καλό ή το κακό. Σ’ αυτά, το κριτήριο του διαχωρισμού, αν μπορούσαμε να το θέσουμε ως τέτοιο, είναι η ύπαρξη ή η μη-ύπαρξη. Για αυτό και οι χαρακτήρες μοιάζουν διαρκώς απροετοίμαστοι κι ανυπεράσπιστοι σ’ αυτό που τους συμβαίνει. Καθώς δεν μπορούν να προβλέψουν ούτε να καθοδηγήσουν τα ένστικτα και τις παρ ορμήσεις που ζυμώνονται εντός τους. Τα ένστικτα που καθορίζουν τις πράξεις τους, που δεν μπορεί παρά να είναι αθώες και ανιδιοτελείς...Άνευ λογοκρισίας.


Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Amor

Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Τερζόπουλος
Με τους Αντώνη Μυριαγκό, Αγλαΐα Παππά
Θέατρο Άττις Τετάρτη-Κυριακή




Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, στη σκηνή του Άττις, υιοθετώντας τη «μέθοδο των ελαχίστων δράσεων», σε κάτι που μοιάζει με butoh, χωρίς το παραδοσιακό grotesque, παραθέτει ένα σπαρακτικό άσμα για τη ζωή που παγιδεύτηκε μέσα σ’ ένα σκοτεινό σωλήνα. 55 λεπτά. Δυο σχεδόν πανομοιότυπες πράξεις. Ένας συγκλονιστικός Αντώνης Μυριαγκός. Και ο χρόνος αποκτά μία διάσταση που δεν έχει διάσταση. Μέσα στο αδιάστατο της θεατρικής εμπειρίας.


Όσον αφορά την ανθρώπινη οργάνωση –σ’ αντίθεση με τη φύση όπου ο ρυθμός είναι γιγάντιος και χαώδης- τα πάντα, από τη γέννηση κιόλας, υπακούουν σ’ έναν αυστηρό αξιακό αλγόριθμο. Σ’ έναν μαθηματικό κώδικα. Το σώμα. Τα συναισθήματα. Οι σχέσεις. Οι μνήμες. Ο χρόνος. Όλα γίνονται αξιολόγηση. Μια τιμή προπληρωμένη. Μια τιμή προεισπραγμένη. Τα πάντα υπεισέρχονται σ’ έναν αγοραίο φαύλο κύκλο. Σ’ έναν αναπόδραστο αγοραίο φαύλο κύκλο. Όλα τιμολογημένα, για να μπορέσουν να υπάρξουν εντός της διαδικασίας. Έξω απ’ τον εαυτό τους. Δεν έχει σημασία. Η εξωτερική αξία που τους έχει αποδοθεί, έχει απορροφήσει κάθε εσωτερικότητα. Αγορά. Πώληση. Αγορά. Πώληση. Αγορά. Πώληση. Αδιάκοπη συναλλαγή. Πλαστικές σχέσεις κτίσης. Χωρίς αποτυπώματα. Χωρίς κανένα κόστος «αγάπης»  που σημαίνει την αλλοίωση, τη διαπλάτυνση (όχι επέκταση), το τραύμα μέσα απ' το οποίο εισχωρείς στον άλλο. Τα προϊόντα παράγονται μοναδιαία. Μοναδιαία αποσύρονται.



Τα πόδια της Αγλαΐας Παππά χτυπάνε με μανία το δάπεδο. Σε κάτι που θα μπορούσε να ήτανε ταγκό (Amor). Όμως εδώ τα πόδια δεν είναι παρά άρνηση. Απανωτές κλωτσιές στον μητρικό σάκο που αντιστέκονται στη γέννηση. Κανείς δε θέλει να γεννηθεί ως μετοχή, ως αξία. Πόσο μάλλον σ’ έναν κόσμο χρεωκοπημένο. Στην άλλη άκρη του δωματίου ο Αντώνης Μυριαγκός. Μόνος. Ο δαιμονισμένος χρηματιστής. Ο ρυθμός της μανίας. Στην αναμεταξύ τους ευθεία, που αποτελεί και τον σκηνικό χώρο της παράστασης, ερμηνεύεται τόσο αριστουργηματικά το χρονικό του ανέγγιχτου. Της αδιάρρηκτης απόστασης. Τα όντα είναι παγιδευμένα μέσα στο τιμολογημένο περίβλημά τους. Καταδικασμένα να υπάρχουν ως μηχανισμοί που δικαιώνουν αυτό το υπέρογκο αγοραίο σκηνικό που έχει στηθεί για αυτά. Δεν υπάρχει δικαίωμα επιλογής. Δεν υπάρχει έξοδος.

Όλα κοστολογούνται. Αρχίζουμε από τώρα. Ή μάλλον έχουμε ήδη αρχίσει…

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Italiensk for Begyndere


Σκηνοθεσία: Lone Scerfig
Παραγωγής: Denmark / Sweden / 2000
Διάρκεια: 112
'



Σ’ αυτή την ταινία οι άνθρωποι είτε πεθαίνουν, είτε ερωτεύονται.

Κόβω τα μαλλιά μου σα να θέλω να σε συναντήσω.

Αυτή η έλξη δεν είναι αδεξιότητα.

Αυτό το πάθος δεν έχει ανάμνηση.

Αυτός ο θάνατος έχει παρέλθει.

Εξέλιξη είναι ο έρωτας. 

Έρωτας είναι η εξέλιξη.

Κι αν θες θα στο πω στα ιταλικά.