Σκηνοθεσία: Pedro Costa
Παραγωγή: Portugal / France / Denmark / 1997
Διάρκεια: 94'
Το να επιβιώνεις σημαίνει το να αναλαμβάνεις την ευθύνη του να μετέχεις στη ζωή. Του να βρίσκεσαι στους κόλπους της πραγματικότητας. Κι αυτό σημαίνει να δέχεσαι τη ζωή όπως είναι: σκληρή, απρόβλεπτη, άδικη, άνιση. Να δέχεσαι ότι μπορείς να υποστείς αυτή την αδικία, την σκληρότητα μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσεις το πρόσωπο του κόσμου που –παρ’ ότι αγνοείς- ανήκεις. Αυτή η ταινία είναι για όλους αυτούς που κρατάνε το μαύρο λαχνό.
Τα πρόσωπα βαριά. Άδεια από ήλιο. Από χρώματα. Σιωπηλά. Όχι
ανέκφραστα. Σιωπηλά. Σφραγιστά. Θέλουν να γείρουν. Ν’ ξεχάσουν κάπου το βάρος
που κουβαλάνε. Ο άντρας μοιάζει με
γυναίκα. Η γυναίκα με άντρα. Το παιδί τους δεν τους μοιάζει. Το παράθυρο
ανοικτό. Στραμμένο προς το τίποτα. Η ασφυξία δεν είναι θέμα χώρου. Από αυτήν
ακούω το γάβγισμα του σκύλου. Παρατεταμένο. Των σκύλων. Ακανόνιστο. Μακρινό.
Μια προσευχή πείνας. Ή φόβου. Ή μια κραυγή για την πραγματικότητα που ήρθε απ’
την απότομη στροφή. Θα ‘πρεπε να υπάρχει αυτή η στροφή; Που βρέθηκε αυτή η
στροφή; Τα πρόσωπα στερεωμένα στους ώμους. Ακόμα. Αντίκες προσώπων. Ήδη σβηστά.
Ζούνε. Αφού δεν έχουν ένστικτα θανάτου, ζούνε. Τι άλλο να κάνουν; Αυτό
μαθαίνουν. Στο τελευταίο του γράμμα έγραφε «λυπήσου μας». «Λυπήσου μας», πολλές
φορές. Μόνο αυτό πρόλαβα να διαβάσω. Κάθε φορά που το λεωφορείο έπεφτε σε
λακκούβα έκανε μια ευχή: να μετακινηθούν τα άστρα. Οι αναμεταξύ τους αποστάσεις.
Μια ακαθόριστη μετατόπιση στη ροής της ιστορίας. Χωρίς ένστικτα θανάτου,
αποκτάς μαθητευόμενα αντανακλαστικά ζωής. Έτσι σε προπονεί η φθορά. Η ζωή. Η
πραγματικότητα. Όποιο πράγμα θες.
Ο φακός είναι ο άλλος. Ο απέναντι. Ο άλλος στο άλλο δωμάτιο.
Ποτέ στον ίδιο χώρο. Αλλού. Από αλλού. Από εκεί παρατηρεί. Κοιτάζει. Εξετάζει.
Ακροάζεται. Χλευάζει. Παρηγορεί. Τα πάντα μπορούν να είναι κενά εκτός απ’ το
βλέμμα αυτού που σε κοιτάει. Τα πρόσωπα μιλούν χωρίς τα χείλη. Ο πόνος είναι
παγκόσμιος. Ίσως να έπρεπε να ορίσουμε με φυσικούς νόμους την παγκόσμια σταθερά
του πόνου. Τ’ αναγνωρίσιμα ιερογλυφικά του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Τα γνώριμα γονίδια του. Όμως κανείς δεν δέχεται να παραιτηθεί από το ατομικό
του μερτικό. Να χειραφετηθεί απ’ τον ατομικό του πόνο. Όλοι πονάμε, αλλά ο
καθένας πονάει μόνος του. Επιλέγουμε να πονάμε μόνοι. Προπονούμαστε σ’ αυτό. Υπάρχει
μια ιερότητα σ’ αυτή τη διαδικασία. Σ’ αυτή τη μοναξιά. Ένα απόλυτο δικαίωμα.
Και παρ’ ότι ο πόνος παγκόσμιος, ο πόνος, εν τέλει, η αναφαίρετη ιδιωτικότητά
του, μας καθιστά χωριστούς. Δεν μετακυλίζεται ο πόνος. Ο πόνος, ως πόνος
επιβάλλει το όριο του: που δεν είναι παρά ο πόνος μας και ο πόνος του άλλου.
Είμαστε οι απόλυτοι άρχοντες αυτής της δυστυχίας. Μία περηφάνια οδύνης που
επιβάλλει το κέλυφος που μας χωρίζει.
Ο φακός κλείνει. Ένα μαύρο καρέ τοποθετείται μπροστά του. Ο
άντρας θα συνεχίσει να πονάει και μετά το τέλος της ταινίας. Εγώ θα συνεχίσω να
πονάω και μετά το τέλος της ταινίας. Ο καθένας στον δικό του χωροχρόνο. Και η
ταινία θα συνεχίσει να πονάει στον ανελέητο δικό της χωροχρόνο. Στον όχι χώρο.
Στον όχι χρόνο. Ή στον πάντα χώρο. Στον πάντα χρόνο. Που σημαίνει
πραγματικότητα για όλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου