Στο πατάρι, μέσα σε κούτες που τις χτυπά η υγρασία, έχω όλα τα παιχνίδια των παιδικών μου χρόνων. Όταν ανάβω το κερί βλέπω τα παιχνίδια σπασμένα. Ελαττωματικά. Ακατάλληλα για χρήση. Έχουν υποστεί σε βάθος την κακή μεταχείριση. Την αδεξιότητα του οικείου. Έχουν αφεθεί δίχως άλλο στα εκτενή βασανιστήρια της αγάπης.
Ποιος μπορεί να σε κάνει να υποφέρεις περισσότερο, εκτός από μένα;
Προχωράμε μαζί. Όμως το μαζί έχει περάσει από τόσα μέρη, από
τόσα συναισθήματα που είναι και λίγο χώρια.
Δεν είμαι σε πένθος.
Είμαι πένθιμος.
Μαλακώνουν τα χέρια, μαλακώνουν τα πρόσωπα όταν η καρδιά λύνεται από τα φρικτά συναισθήματα που της κρατάνε το χέρι.
Το να σου αφιερώνομαι είναι μια κατάσταση απέραντη. Σου αφιερώνομαι αλλά δε μου ανήκεις. Τι είναι αυτό που μας ενώνει, αφού δε μπορεί να μας χωρίσει;
Πένθος σημαίνει υπομονή χωρίς προσδοκία.
Η μοναξιά τελειώνει εκεί που χάνεται η επιθυμία, εκεί που αρχίζει η αφιέρωση.
Κι εκεί αρχίζει.
Ενωμένοι, χωριστοί και ολόκληροι.
Έχασα την όρασή μου. Όχι τον τρόπο να σε κοιτάω. Απέραντη η θάλασσα. Το κόκκινο σβήνει μέσα στο γαλάζιο.
Εγώ φταίω για όλα. Πρέπει να θρηνώ; Πρέπει να ευγνωμονώ;
Οι κούκλες βρέθηκαν ρημαγμένες. Αλλού το κεφάλι, αλλού τα πόδια, αλλού τα σώματα. Διαμελισμένες. Διαμελισμένες αλλά μαζί.