Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009
Fish Tank
Σκηνοθεσία: Andrea Arnold
παραγωγής: England / 2009
Διάρκεια: 123'
Πριν δύο χρόνια θα θυμάστε μια αξιοπρόσεκτη ταινία, σπάνιου ρεαλισμού, που άκουγε στο όνομα Red Road. Φορέας μιας πρωτότυπης κινηματογραφικής ταυτότητας άφηνε πολλές υποσχέσεις για την πρωτάρα τότε Andrea Arnold. Στα ίδια πλαίσια θα παρακολουθήσουμε και το φετινό Fish Tank, μόνο που τώρα η Αγγλίδα σκηνοθέτιδα καλείται εξ' αρχής να επιβεβαιώσει τις αυξημένες προσδοκίες μας.
Η Mia(Katie Jarvis) είναι μια δεκαπεντάχρονη κοπέλα. Στο στάδιο της εφηβείας. Όχι ηλικιακά, αλλά ιδεολογικά. Άνευ σχολικής και οικογενειακής παιδείας. Θεσμοί ακρωτηριασμένοι. Η εγγενής περιέργεια του σταδίου της εφηβείας αποτελεί κίνητρο ανακάλυψης και αναζήτησης κάποιου νοήματος. Η Mia είναι ένα αγρίμι οργισμένο. Οργή για τις βολεμένες ζωές των συμμαθητών. Για τις κοριτσίστικες, εκ των media κοινωνημένες, ανοησίες. Μίσος για την απαθή αδιαφορία της οικογενειακής ζωής. Η ασπασμένη hip hop κουλτούρα σήμα κατατεθέν της αντιδραστικής φύσης της. Η επεξεργαστική αναζήτησή της, την φέρνει αντιμέτωπη με βιολογικά ένστικτα. Και συνεπώς μ' ένα πρωτόγνωρο ερωτικό κάλεσμα. Στα πλαίσια αυτά, η ανεξαρτησία της αιχμαλωτίζεται από την (παράνομη) ερωτική επιθυμία για τον "παράνομο" φίλο( Michael Fassbender) της "πεταχτής" μητέρας της. Ο έρωτας ως μια ακραία συναισθηματική κυκλοθυμία. Και η παραδοχή του, όπως και η άρνηση αυτής, σημαίνει το αιχμηρό λάβωμα της ευαισθησίας του "Εγώ".
Η Andrea Arnold σκηνοθετεί με εντυπωσιακό ρεαλισμό. Τα καδραρίσματα, η κάμερα στο χέρι και το μοντάζ συνθέτουν μια κινηματογράφηση προς παραδειγματισμό. Με πολύ νεύρο και άπταιστη αισθητική, που εμπλουτίζεται με το επίπονο γκρίζο της φωτογραφίας. Ζωές γκρίζες, σύννεφα αδιέξοδα. Ένα ενυδρείο δίχως διαφυγή. Όμως πέραν όσων κολακευτικών καταλογίσαμε, η σκηνοθέτιδα είναι τυχερή να έχει στα χέρια της μια αποκαλυπτική Katie Jarvis στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Σκέτη απόλαυση η πιτσιρίκα στο ντεμπούτο της! Παραδίδοντας μια άγρια εσωτερική ερμηνεία. Βέβαια και ο Michael Fassbender αποτελεί εξαιρετικό παρτενέρ. Και μεταξύ τους σχηματίζεται μια απερίγραπτη χημεία. Μεταδίδοντας υπόγεια και με ευκολία μια λιγωτικά ερωτική ατμόσφαιρα.
Η φόρμα είναι υποταγμένη στο ρεαλισμό. Όμως το σενάριο φτιάχνει ένα ατόφιο μυθοπλαστικό δράμα, δίχως κοινωνικό υπόβαθρο. Η δραματουργία εστιάζει μελοδραματικά στους ήρωες. Όμως η δραματουργία, η καταλυτική δραματουργία όσον αφορά το κινηματογραφικό είδος του μελοδράματος, αποτυγχάνει να εκτοξεύσει την ταινία. Και αυτό γιατί αφήνει "κόμπους" κατά τη διάρκεια της συρραφής. Προδίδοντας μια εύκολη προφάνεια στη συνδετική σχέση αιτίου-αιτιατού που κινεί το δραματουργικό νήμα. Αδυνατώντας να καταστήσει αόρατη την κατασκευαστική διαδικασία της σεναριοσυγγραφής. Και στερώντας έτσι απ' το film τις φυσικές δυνατότητες του.
Για να κλείσουμε, το Fish Tank αποτελεί ένα υπόδειγμα σκηνοθεσίας και υποκριτικής καθοδήγησης. Η εκπληκτική ερμηνεία της πρωτάρας Katie Jarvis θα συζητηθεί δικαίως, αναδεικνύοντας για άλλη μια φορά το σινεμά ως το μέσο της νατουραλιστικής ανεπιτήδευτης υποκριτικής. Η ιστορία ωστόσο μένει ημιτελής, χωρίς να φτάσει στην κορύφωση της. Έτσι με το πέρας του Fish Tank έχουν επισφραγισθεί οι αξιοπρόσεκτες σκηνοθετικές ικανότητες της Andrea Arnold, ενώ ταυτόχρονα έχει υποδειχθεί η αναγκαιότητα για αρτιότερη διαχείριση και συγγραφή της ιστορίας.
Βαθμολογία 6,5/10
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009
Fahrenheit 451
Σκηνοθεσία: François Truffaut
Παραγωγής: England / 1966
Διάρκεια: 112'
Η επίσημη κριτική επέδειξε ιδιαίτερη αρεσκεία στο να διαβάσει το Fahrenheit 451 ως μια ταινία για το μέλλον. Σαφώς είναι μια ταινία που προμηνύει μια ύστερη τάξη πραγμάτων. Όμως, ο François Truffaut χρησιμοποιεί το μελλοντικό σκηνικό κυρίως για να ολοκληρώσει το βαθύ στοχασμό του πάνω στο φασισμό, ανεμπόδιστα από τις δεσμευτικές επιταγές του (τότε) σήμερα.
Το Fahrenheit 451 θίγει εξόφθαλμα τον τρόπο δράσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Το πυρ των βιβλίων, οι στολές, οι τυποποιημένοι χαιρετισμοί καθώς και διάφορα άλλα σύμβολα αποτελούν άμεσες φασιστικές παραπομπές. Καθρεφτίζοντας έναν χώρο φασιστικής κυριαρχίας. Με την εξουσία να επιθυμεί την απαρέγκλιτη ευθυγράμμιση-ρύθμιση των ανθρώπων σύμφωνα με τις φασιστικές προδιαγραφές. Εξαλείφοντας έτσι το ανθρώπινο και παράγοντας ουσιαστικά πανομοιότυπα ανδροειδή. Ανδροειδή που συγγενεύουν με άψυχα μηχανήματα, που όπως χαρακτηριστικά δείχνεται, έχουν απολέσει την ικανότητα επικοινωνίας. Εργαλεία αυτή της διαδικασίας είναι η αυστηρή επιβολή του νόμου, και κυρίως η μόρφωση ενός περιβάλλοντος εθελούσιας συμμόρφωσης.
Ζω σημαίνει τραυματίζομαι. Γδέρνω τη γυμνή επιφάνεια μου, εσωτερική και εξωτερική, στις εγκοπές του χρόνου. Και μέσα από τις πληγές μου αποκτώ όνομα. Λυτρώνομαι μέσα από το θάνατο της στιγμής, δηλαδή τον δικό μου επαναλαμβανόμενο θάνατο. Και έτσι συνεχίζω. Η φασιστική επιβολή, η οποία είναι περισσότερο ένα σύγχρονο φαινόμενο μες σε μια δημοκρατική μάσκα, σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το αυστηρά καθορισμένο μόρφωμα του ανθρώπινου, δίχως τη δυνατότητα σκέψης και κυρίως δίχως τη δυνατότητα συναισθημάτων(όπως χαρακτηριστικά βλέπουμε στη σκηνή της απαγγελίας). Και αυτή η έλλειψη πνευματικότητας ταυτίζεται με το αντίθετο φαινόμενο της ζωής. Τη μη-ζωή, χωρίς αυτό να σημαίνει θάνατο. Αντιθέτως, σημαίνει ανώδυνος χρόνος. Δηλαδή λήθη. Σημαίνει την "ευτυχία" του μη-τραυματισμού. Και μες σ' αυτό το χωροχρονικό σύμπαν αδράνειας και υποταγής, το ανθρώπινο -ή καλύτερα το ανθρωπόμορφο- αποτελεί το ευκολοκυβέρνητο πλοίο των ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Οι μέθοδοι υπνωτισμού, πέραν από την επιβολή του "επινοημένου" νόμου(η οποία σήμερα γίνεται με τον ποιο διακριτικό τρόπο αποσκοπώντας στην ελαχιστοποίηση των αφυπνιστικών αντιδράσεων), ακούνε στο όνομα των εξαρτήσεων. Εξαρτήσεις άμεσες ή έμμεσες. Τα χάπια, ως άμεσες εξαρτήσεις, αποτελούν τυποποιημένο και καθημερινό καταναλωτικό προϊόν στην ταινία. "Of Course!" απαντάει ο πρωταγωνιστής Montag όταν ερωτάται αν η γυναίκα του παίρνει χάπια. Ενώ στις έμμεσες εξαρτήσεις παρατηρούμε τη σύνδεση του ανθρώπου με ποικίλες δραστηριότητες αντιπερισπασμού. Σε μια εναρκτήρια σκηνή ο (εν συνεχεία επαναστάτης) Montag ακούει τον ένθερμο λόγο του διοικητή του για τον αθλητισμό ως ένα μέσο απασχόλησης -και συνεπώς υπνωτισμού- των μαζών. Ενώ σε ανύποπτο χρόνο παρακολουθούμε στη σκιά της δράσης, στο βάθος του κάδρου δηλαδή, σκυφτά ανθρωπάκια να επιδίδονται αποχαυνωτικά σε αδρανοποιητικές δραστηριότητες, όπως το ρίξιμο ζαριών κλπ. Σε αυτή τη διαδικασία αποχαύνωσης-έμμεσων εξαρτήσεων, εξέχουσα θέση διακρατάει και η τηλεόραση, για την οποία θα αναφερθώ εκτενέστερα στη συνέχεια. Αν θέλαμε πάντως να κοιτάξουμε μ' ένα εκσυγχρονισμένο μάτι όλα τα παραπάνω, δε θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε την νέα τάση της αυτοαπασχόλησης ως ένα ακραίως αδρανοποιητικό φαινόμενο. Που επιβάλλεται και συντηρείται από τη σημερινή, φαινομενικά δημοκρατική, τάξη πραγμάτων. Και θα 'ταν αφέλεια να μην αναγνωρίσουμε το παραπάνω φαινόμενο ως ένα τεράστιο επίτευγμα για τα "δημοκρατικά καθεστώτα", καθώς επιβάλλουν με αυτορυθμιστική αυταρέσκεια τους νόμους της αδράνειας εντός του ατόμου.
Σε αυτό το σημείο, και πριν συνεχίσουμε, νομίζω θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε και στη φόρμα του François Truffaut. Ο Γάλλος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μια υπνωτιστική κινηματογραφική γλώσσα. Με σύμβολα όπως υπνωτιστικούς στροβίλους, τη συστηματική επανάληψη του 451 του τίτλου, καθώς και άλλα ελαφρώς εξπρεσιονιστικά στοιχεία. Σκηνοθετικά μια ιδιαίτερα προσεγμένη επιλογή είναι αυτή των άναρχων zoom in και zoom out, καθώς και η παρομοίως άναρχη εναλλαγή "ταχυτήτων" στην αφήγηση. Συνθέτοντας έτσι ένα σύμπαν εξπρεσιονιστικού υπνωτισμού. Ενώ σε όλα τα παραπάνω δε θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε και τη μοναδική επιλογή των χρωμάτων στη φωτογραφία. Θερμά χρώματα, κυρίως κόκκινα και μωβ βάφουν τη γοητευτική επιφάνεια του φιλμ, συνθέτοντας ένα ψυχεδελικό όνειρο αυθυποβολής.
Παραγωγής: England / 1966
Διάρκεια: 112'
Η επίσημη κριτική επέδειξε ιδιαίτερη αρεσκεία στο να διαβάσει το Fahrenheit 451 ως μια ταινία για το μέλλον. Σαφώς είναι μια ταινία που προμηνύει μια ύστερη τάξη πραγμάτων. Όμως, ο François Truffaut χρησιμοποιεί το μελλοντικό σκηνικό κυρίως για να ολοκληρώσει το βαθύ στοχασμό του πάνω στο φασισμό, ανεμπόδιστα από τις δεσμευτικές επιταγές του (τότε) σήμερα.
Το Fahrenheit 451 θίγει εξόφθαλμα τον τρόπο δράσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Το πυρ των βιβλίων, οι στολές, οι τυποποιημένοι χαιρετισμοί καθώς και διάφορα άλλα σύμβολα αποτελούν άμεσες φασιστικές παραπομπές. Καθρεφτίζοντας έναν χώρο φασιστικής κυριαρχίας. Με την εξουσία να επιθυμεί την απαρέγκλιτη ευθυγράμμιση-ρύθμιση των ανθρώπων σύμφωνα με τις φασιστικές προδιαγραφές. Εξαλείφοντας έτσι το ανθρώπινο και παράγοντας ουσιαστικά πανομοιότυπα ανδροειδή. Ανδροειδή που συγγενεύουν με άψυχα μηχανήματα, που όπως χαρακτηριστικά δείχνεται, έχουν απολέσει την ικανότητα επικοινωνίας. Εργαλεία αυτή της διαδικασίας είναι η αυστηρή επιβολή του νόμου, και κυρίως η μόρφωση ενός περιβάλλοντος εθελούσιας συμμόρφωσης.
Ζω σημαίνει τραυματίζομαι. Γδέρνω τη γυμνή επιφάνεια μου, εσωτερική και εξωτερική, στις εγκοπές του χρόνου. Και μέσα από τις πληγές μου αποκτώ όνομα. Λυτρώνομαι μέσα από το θάνατο της στιγμής, δηλαδή τον δικό μου επαναλαμβανόμενο θάνατο. Και έτσι συνεχίζω. Η φασιστική επιβολή, η οποία είναι περισσότερο ένα σύγχρονο φαινόμενο μες σε μια δημοκρατική μάσκα, σημαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το αυστηρά καθορισμένο μόρφωμα του ανθρώπινου, δίχως τη δυνατότητα σκέψης και κυρίως δίχως τη δυνατότητα συναισθημάτων(όπως χαρακτηριστικά βλέπουμε στη σκηνή της απαγγελίας). Και αυτή η έλλειψη πνευματικότητας ταυτίζεται με το αντίθετο φαινόμενο της ζωής. Τη μη-ζωή, χωρίς αυτό να σημαίνει θάνατο. Αντιθέτως, σημαίνει ανώδυνος χρόνος. Δηλαδή λήθη. Σημαίνει την "ευτυχία" του μη-τραυματισμού. Και μες σ' αυτό το χωροχρονικό σύμπαν αδράνειας και υποταγής, το ανθρώπινο -ή καλύτερα το ανθρωπόμορφο- αποτελεί το ευκολοκυβέρνητο πλοίο των ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Οι μέθοδοι υπνωτισμού, πέραν από την επιβολή του "επινοημένου" νόμου(η οποία σήμερα γίνεται με τον ποιο διακριτικό τρόπο αποσκοπώντας στην ελαχιστοποίηση των αφυπνιστικών αντιδράσεων), ακούνε στο όνομα των εξαρτήσεων. Εξαρτήσεις άμεσες ή έμμεσες. Τα χάπια, ως άμεσες εξαρτήσεις, αποτελούν τυποποιημένο και καθημερινό καταναλωτικό προϊόν στην ταινία. "Of Course!" απαντάει ο πρωταγωνιστής Montag όταν ερωτάται αν η γυναίκα του παίρνει χάπια. Ενώ στις έμμεσες εξαρτήσεις παρατηρούμε τη σύνδεση του ανθρώπου με ποικίλες δραστηριότητες αντιπερισπασμού. Σε μια εναρκτήρια σκηνή ο (εν συνεχεία επαναστάτης) Montag ακούει τον ένθερμο λόγο του διοικητή του για τον αθλητισμό ως ένα μέσο απασχόλησης -και συνεπώς υπνωτισμού- των μαζών. Ενώ σε ανύποπτο χρόνο παρακολουθούμε στη σκιά της δράσης, στο βάθος του κάδρου δηλαδή, σκυφτά ανθρωπάκια να επιδίδονται αποχαυνωτικά σε αδρανοποιητικές δραστηριότητες, όπως το ρίξιμο ζαριών κλπ. Σε αυτή τη διαδικασία αποχαύνωσης-έμμεσων εξαρτήσεων, εξέχουσα θέση διακρατάει και η τηλεόραση, για την οποία θα αναφερθώ εκτενέστερα στη συνέχεια. Αν θέλαμε πάντως να κοιτάξουμε μ' ένα εκσυγχρονισμένο μάτι όλα τα παραπάνω, δε θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε την νέα τάση της αυτοαπασχόλησης ως ένα ακραίως αδρανοποιητικό φαινόμενο. Που επιβάλλεται και συντηρείται από τη σημερινή, φαινομενικά δημοκρατική, τάξη πραγμάτων. Και θα 'ταν αφέλεια να μην αναγνωρίσουμε το παραπάνω φαινόμενο ως ένα τεράστιο επίτευγμα για τα "δημοκρατικά καθεστώτα", καθώς επιβάλλουν με αυτορυθμιστική αυταρέσκεια τους νόμους της αδράνειας εντός του ατόμου.
Σε αυτό το σημείο, και πριν συνεχίσουμε, νομίζω θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε και στη φόρμα του François Truffaut. Ο Γάλλος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μια υπνωτιστική κινηματογραφική γλώσσα. Με σύμβολα όπως υπνωτιστικούς στροβίλους, τη συστηματική επανάληψη του 451 του τίτλου, καθώς και άλλα ελαφρώς εξπρεσιονιστικά στοιχεία. Σκηνοθετικά μια ιδιαίτερα προσεγμένη επιλογή είναι αυτή των άναρχων zoom in και zoom out, καθώς και η παρομοίως άναρχη εναλλαγή "ταχυτήτων" στην αφήγηση. Συνθέτοντας έτσι ένα σύμπαν εξπρεσιονιστικού υπνωτισμού. Ενώ σε όλα τα παραπάνω δε θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε και τη μοναδική επιλογή των χρωμάτων στη φωτογραφία. Θερμά χρώματα, κυρίως κόκκινα και μωβ βάφουν τη γοητευτική επιφάνεια του φιλμ, συνθέτοντας ένα ψυχεδελικό όνειρο αυθυποβολής.
Μετά από την σύντομη σκηνοθετικής φύσης παρένθεση, ας συνεχίσουμε στη φυσιολογική ροή του κειμένου. Ο François Truffaut είναι καλλιτέχνης. Και ως τέτοιος πιστεύει στις διαμορφωτικές ιδιότητες της Τέχνης. Υπό αυτή τη σκοπιά η Τέχνη αποτελεί έναν άσπονδο εχθρό των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Και αν ανατρέξουμε στην ιστορία η παραπάνω πρόταση επαληθεύεται ανατριχιαστικά. Καθώς κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας ολοκληρωτικών καθεστώτων υπήρξε αυστηρή λογοκρισία και αδιάκοπη σφυρηλάτηση της Τέχνης, στον φόβο των εξωτερικών και ανεπιθύμητων διαμορφωτικών ερεθισμάτων που εδύνατο να προσφέρει. Στην αντίπερα όχθη, αν κοιτάξουμε τα σημερινά "μασκαρεμένα" δημοκρατικά καθεστώτα, επιφανειακά θα βρεθούμε αντιμέτωποι με την ακριβώς αντίθετη τάση. Υπάρχει ασίγαστη ελευθερία στην διακίνηση, στην κτήση αλλά και στη δημιουργία της Τέχνης. Θα λέγαμε πως υπάρχει μια αλλόκοτα ξέφρενη υπερπροσφορά πληροφορίας. Με αποτέλεσμα το αδύνατο της αφομοίωσης της πληροφορίας και της Τέχνης. Κάτι που στην ουσία λειτουργεί αναιρετικά για το ίδιο το καλλιτεχνικό κείμενο. Καθώς μέσα σε αυτή την υπέρογκη προσφορά η βαρύτητα του όποιου κειμένου και της όποιας πληροφορίας φθίνει δραματικά. Έτσι βρισκόμαστε κάτω απ' τον φασισμό της υπερπροσφοράς, που αναπνέει κάτω απ' το προσωπείο μιας φαινομενικά απόλυτης ελευθερίας. Η οποία επί της ουσίας ευνουχίζει την δύναμη της Τέχνης άκρως πιο αποτελεσματικά από ότι η βίαιη διαδικασία της λογοκρισίας και της απαγόρευσης.
Μιλήσαμε όμως για τις διαμορφωτικές ιδιότητες της Τέχνης. Η Τέχνη, σε αντίθεση με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα που διαλαλούν την κατοχή μιας απόλυτης αλήθειας, δε διαμορφώνει σύμφωνα με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Η Τέχνη δε δημιουργεί προορισμούς. Θέτει μόνο τα ερωτήματα που εκκινούν το ταξίδι. Ο προορισματικός τόπος της Τέχνης είναι ένας διαρκώς επαναπροσδιορίσιμος "έστω τόπος". Που προκύπτει ως το γινόμενο των εξωτερικών παρατηρήσεων και των μύχιων ενδοσκοπήσεων αυτών που την αφουγκράζονται. Ας δούμε όμως πως αντανακλώνται αυτές οι διαμορφωτικές ιδιότητες στην ταινία του Francois Truffaut. Αρκεί να παρατηρήσουμε τον Montag. Ο οποίος απ' τη στιγμή που διαβάζει το πρώτο του βιβλίο, μεταμορφώνεται εξελικτικά από ένα στεγνό εκτελεστικό όργανο σ' έναν επαναστάτη που πασχίζει να ρίξει το σύστημα που υπηρετεί εκ των έσω. Σε μια εξαιρετικά προχωρημένη ιδέα, αυτή της αυτοκαταστροφής. Δίνοντας έτσι μια ουσιαστικότερη, ενδοσκοπική χροιά στην έννοια της επανάστασης. Άλλο ένα ζήτημα που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ταινία, είναι η παρουσίαση του τρόπου αντιμετώπισης της Τέχνης από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο Γάλλος σκηνοθέτης αναπαριστά με παράπονο και γλαφυρότητα τη νέα κατάσταση που παγιώνεται στην τέχνη της εικόνας, η οποία προκύπτει από την αντικατάσταση του κινηματογράφου(Τέχνη) με την οικιακή τηλεόραση. Μια οικιακή τηλεόραση που κυριαρχεί μονοπωλιακά, και χρησιμοποιείται εργαλειακά για την επιβολή της reality σκουπιδολογίας. Ενώ στο έτερο πεδίο έκφρασης, το λόγο, η έννομη και ανελέητη καύση των βιβλίων υπογραμμίζει μια πράξη κραυγαλέας χυδαιότητας και εξόντωσης της Τέχνης.
Το Fahrenheit 451 αποτελεί ένα παγκόσμιο αριστούργημα. Στο οποίο ο François Truffaut έχει καταφέρει να συνταιριάξει τόσο στοιχεία από τη nouvelle vague, όσο και απ' το κλασσικό hollywood. Κάπως έτσι οδηγούμαστε σ' ένα πομπώδη, μα και αριστοτεχνικό φινάλε. Ένα φινάλε μιας εκκωφαντικής δισημίας. Όπου ο σκηνοθέτης ξεκοκαλίζει το περιεχόμενο της Τέχνης απ' το χαρτί, και το μεταθέτει στο εσωτερικό του ατόμου. Εκεί που δύναται να λάβει πραγματική υπόσταση. Γιατί τι άλλο είναι ένα βιβλίο εκτός από έναν τάφο; Ή καλύτερα ένα βαλσαμωμένο θηρίο που περιμένει στωικά τη δική σου αναστάσιμη ματιά για να ξαναγεννηθεί; Έτσι ώστε να γίνεις εσύ ο τόπος του. Ο φορέας όλων των ιών του. Και με τη ζωή σου να το κοινωνήσεις-νοσσήσεις στις επόμενες γενιές. Στη δεύτερη σημασία του φινάλε, παρατηρούμε την Τέχνη ως (αναπόφευκτα) έναν τόπο που αναπνέει στο παρασκήνιο, ή στο περιθώριο της κοινωνίας. Ο κόσμος της σκέψης, της διανόησης ως ο αποστάτης του χάρτινου περιβλήματος που διαφυλάγει την "συμφωνημένη" λειτουργία της κοινωνίας. Και οι ακόλουθοι της Τέχνης είναι αναγκασμένοι να δεχτούν τη βία του (κοινωνικού) περιθωρίου, αλλά και να γευτούν τη μελαγχολική αίσθηση αλήθειας που πηγάζει απ' το αυθεντικό και το σπαρακτικό της θέσης τους.
Βαθμολογία 9,5/10
Μιλήσαμε όμως για τις διαμορφωτικές ιδιότητες της Τέχνης. Η Τέχνη, σε αντίθεση με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα που διαλαλούν την κατοχή μιας απόλυτης αλήθειας, δε διαμορφώνει σύμφωνα με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Η Τέχνη δε δημιουργεί προορισμούς. Θέτει μόνο τα ερωτήματα που εκκινούν το ταξίδι. Ο προορισματικός τόπος της Τέχνης είναι ένας διαρκώς επαναπροσδιορίσιμος "έστω τόπος". Που προκύπτει ως το γινόμενο των εξωτερικών παρατηρήσεων και των μύχιων ενδοσκοπήσεων αυτών που την αφουγκράζονται. Ας δούμε όμως πως αντανακλώνται αυτές οι διαμορφωτικές ιδιότητες στην ταινία του Francois Truffaut. Αρκεί να παρατηρήσουμε τον Montag. Ο οποίος απ' τη στιγμή που διαβάζει το πρώτο του βιβλίο, μεταμορφώνεται εξελικτικά από ένα στεγνό εκτελεστικό όργανο σ' έναν επαναστάτη που πασχίζει να ρίξει το σύστημα που υπηρετεί εκ των έσω. Σε μια εξαιρετικά προχωρημένη ιδέα, αυτή της αυτοκαταστροφής. Δίνοντας έτσι μια ουσιαστικότερη, ενδοσκοπική χροιά στην έννοια της επανάστασης. Άλλο ένα ζήτημα που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ταινία, είναι η παρουσίαση του τρόπου αντιμετώπισης της Τέχνης από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ο Γάλλος σκηνοθέτης αναπαριστά με παράπονο και γλαφυρότητα τη νέα κατάσταση που παγιώνεται στην τέχνη της εικόνας, η οποία προκύπτει από την αντικατάσταση του κινηματογράφου(Τέχνη) με την οικιακή τηλεόραση. Μια οικιακή τηλεόραση που κυριαρχεί μονοπωλιακά, και χρησιμοποιείται εργαλειακά για την επιβολή της reality σκουπιδολογίας. Ενώ στο έτερο πεδίο έκφρασης, το λόγο, η έννομη και ανελέητη καύση των βιβλίων υπογραμμίζει μια πράξη κραυγαλέας χυδαιότητας και εξόντωσης της Τέχνης.
Το Fahrenheit 451 αποτελεί ένα παγκόσμιο αριστούργημα. Στο οποίο ο François Truffaut έχει καταφέρει να συνταιριάξει τόσο στοιχεία από τη nouvelle vague, όσο και απ' το κλασσικό hollywood. Κάπως έτσι οδηγούμαστε σ' ένα πομπώδη, μα και αριστοτεχνικό φινάλε. Ένα φινάλε μιας εκκωφαντικής δισημίας. Όπου ο σκηνοθέτης ξεκοκαλίζει το περιεχόμενο της Τέχνης απ' το χαρτί, και το μεταθέτει στο εσωτερικό του ατόμου. Εκεί που δύναται να λάβει πραγματική υπόσταση. Γιατί τι άλλο είναι ένα βιβλίο εκτός από έναν τάφο; Ή καλύτερα ένα βαλσαμωμένο θηρίο που περιμένει στωικά τη δική σου αναστάσιμη ματιά για να ξαναγεννηθεί; Έτσι ώστε να γίνεις εσύ ο τόπος του. Ο φορέας όλων των ιών του. Και με τη ζωή σου να το κοινωνήσεις-νοσσήσεις στις επόμενες γενιές. Στη δεύτερη σημασία του φινάλε, παρατηρούμε την Τέχνη ως (αναπόφευκτα) έναν τόπο που αναπνέει στο παρασκήνιο, ή στο περιθώριο της κοινωνίας. Ο κόσμος της σκέψης, της διανόησης ως ο αποστάτης του χάρτινου περιβλήματος που διαφυλάγει την "συμφωνημένη" λειτουργία της κοινωνίας. Και οι ακόλουθοι της Τέχνης είναι αναγκασμένοι να δεχτούν τη βία του (κοινωνικού) περιθωρίου, αλλά και να γευτούν τη μελαγχολική αίσθηση αλήθειας που πηγάζει απ' το αυθεντικό και το σπαρακτικό της θέσης τους.
Βαθμολογία 9,5/10
Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009
Top 20(2000-2009)
Το κείμενο αυτό αίρει τη φιλοδοξία της πραγμάτωσης ενός συνοπτικού οδηγού για την κινηματογραφική παραγωγή του 2000-2009. Άλλωστε οι ελλείψεις του υποφαινόμενου θα καθιστούσαν αδύνατο ένα τέτοιο εγχείρημα. Για κάτι τέτοιο, έναν οδηγό της κινηματογραφικής δεκαετίας δηλαδή, μπορείτε να επισκεφτείτε τον ακόλουθο σύνδεσμο, και να έχετε στραμμένη την προσοχή σας για τις επερχόμενες "ανανεώσεις". Όπου γίνεται μια εκπληκτική αποδόμηση της δεκαετίας μέσα από τις ταινίες της, συνεπικουρούμενες με άψογα φιλοτεχνημένα κείμενα.
Εδώ, η παρούσα αφελής λίστα, αποτελεί στιγμιαίο καθρέφτισμα της δεκαετίας. Χωρίς τυμπανοκρουσίες κατοχής μιας αξιολογικής και αξιοκρατικής κινηματογραφικής κρίσης. Οι επιλογές είναι η απάντηση στην "γαργαλιστική" πρόκληση του seagazing, το οποίο επιζητεί ψήφο επιλογής από bloggers και μη(αν κάποιος μη blogger επιθυμεί να παραθέσει το δικό του top 20, σύμφωνα με τους κανονισμούς του seagazing, χαρά μου αυτός ο χώρος να επιτελέσει μια στέγη)για τις 20 καλύτερες ταινίες της δεκαετίας που φεύγει.
Εδώ, η παρούσα αφελής λίστα, αποτελεί στιγμιαίο καθρέφτισμα της δεκαετίας. Χωρίς τυμπανοκρουσίες κατοχής μιας αξιολογικής και αξιοκρατικής κινηματογραφικής κρίσης. Οι επιλογές είναι η απάντηση στην "γαργαλιστική" πρόκληση του seagazing, το οποίο επιζητεί ψήφο επιλογής από bloggers και μη(αν κάποιος μη blogger επιθυμεί να παραθέσει το δικό του top 20, σύμφωνα με τους κανονισμούς του seagazing, χαρά μου αυτός ο χώρος να επιτελέσει μια στέγη)για τις 20 καλύτερες ταινίες της δεκαετίας που φεύγει.
Le sang d'un poète
Σκηνοθεσία: Jean Cocteau
Παραγωγής: France / 1930
Διάρκεια: 55'
Ο Jean Cocteau ήταν ένας πολυμήχανος καλλιτέχνης. Ποιητής, λογοτέχνης, κινηματογραφιστής και ζωγράφος μεταξύ άλλων. Το "Το Αίμα ενός Ποιητή" είναι η πρώτη του ταινία. Μια πραγματικά σπουδαία ταινία. Ένα κινηματογραφικό κόσμημα. Στα πλαίσια του avant garde cinema. Η αφήγηση είναι απλώς ανύπαρκτη. Και οι εικόνες συναρμολογούνται αυστηρώς εξατομικευμένα εντός του κάθε θεατή, ως η σάρκινη διαδρομή στις ράγες του δικού του βίου. Σύμβολα σουρεαλιστικά, όπως ένα στόμα που φυτρώνει σε μια παλάμη, ή κινούμενα κενά περιγράμματα, είναι καταδικασμένα σε μια αστείρευτη ελευθερία. Περιμένοντας από εσένα την (άχαρη) διαδικασία της σημασιοδότησης, ή της μη-σημασιοδότησης.
Η σκιά, σαν αυτή που βλέπουμε στη δεύτερη από τις έξι σεκάνς, ίσως είναι το καταλληλότερο σύμβολο για να περιγράψει την Τέχνη. Η σκιά αποτελεί την αβίαστη και καταναγκαστική συνάμα μεταμόρφωση της τρισδιάστατης πραγματικότητας σ' ένα δισδιάστατο σχέδιο. Παραλλαγμένο με ελαφρύ ή τερατώδη τρόπο. Κατά αντιστοιχία λειτουργεί και η καλλιτεχνική διαδικασία. Η Τέχνη (εκ)πορεύεται αβίαστα και καταναγκαστικά με πρωτογενή υλικά αυτά της πραγματικότητας και της καθημερινής ζωής. Ο δημιουργός, σε όποιο καλλιτεχνικό πεδίο και αν δραστηριοποιείται, αναλαμβάνει χρέη γλύπτη. Πλάθει την πραγματικότητα καθ' εικόνα και καθ' ομοίωση των εσωτερικών προβολών, των ερεθισμάτων και των ανησυχιών του. Παράγοντας εξ' ολοκλήρου έναν νέο κόσμο. Ένα ελαφρά ή καθολικά αντεστραμμένο γλυπτό της πραγματικότητας.
Η Τέχνη ορίζει έναν νέο κόσμο. Ο χώρος και ο χρόνος αποκτούν άλλες διαστάσεις. Το κενό και το άδειο ενέχουν άλλο νόημα. Θα παρατηρήσουμε μια μυθική σκηνή, όπου πολυβόλα στραμμένα στο κενό φτύνουν σφαίρες σε συντεταγμένες διαφορετικές από αυτές που συντάσσεται το κυρίως υποκείμενο. Και όμως το καθηλώνουν νεκρό στο έδαφος. Ο χρόνος γνωρίζει κινήσεις επάλληλες και αντίστροφες, ρέοντας σε μια χαοτική αναρχία. Ενώ τα πρόσωπα και τα σώματα αλλοιώνονται απ' τη λάβα του ποιητή που τα κουρσεύει συθέμελα! Μόνο το αίμα του ποιητή, μέχρι σταγόνας τελευταίας, χρειάζεται για να αποκτήσει πνοή ο χωροχρόνος της Τέχνης.
Ο Cocteau θα προβεί σε μια ακόμα πολύ ενδιαφέρουσα δήλωση. Αυτή της Τέχνης ως το αντίθετο της καταστροφής. Όπως βλέπουμε το κυρίως καλλιτεχνικό κείμενο αναπτύσσεται μεταξύ μιας όμοιας σκηνής καταστροφής(κατεδάφιση καμινάδας) που επαναλαμβάνεται κατά το άνοιγμα και την πτώση της αυλαίας. Η καταστροφή, που ενυπάρχει τραυματικά στο καλλιτεχνικό κείμενο, δηλώνεται ως μια δράση αντίρροπη της αιωνιότητας και της αθανασίας. Ως αιωνιότητα δεν νοείται ένας αέναος χρόνος. Αλλά ένας στιγμιαίος τόπος απεραντοσύνης. Μια θάλασσα αδιάστατη. Τέτοια που να εμπεριέχει το σύμπαν στην ολότητά του. Μια τέτοια απεραντοσύνη συναντάται στην Τέχνη του Cocteau, όπου το καλλιτεχνικό κείμενο δε γνωρίζει περίγραμμα. Και μορφώνεται ως μια δυναμική αντανάκλαση του αναγνωστικού κοινού. Μια συγκοινωνούσα και μη πεπερασμένη αντανάκλαση που αχρονικά, ως καθρέφτης έτερων υπάρξεων, τείνει προς το άπειρο της συμπαντικής ολότητας.
Το "Le sang d'un poète" είναι μια αριστουργηματική ταινία. Ένα must για κάθε σινεφίλ και κάθε φιλότεχνο. Και ταυτόχρονα μια γροθιά στην μονοπωλιακή παραδοσιακή αφήγηση, και μια σπάνια εναλλακτική πρόταση κινηματογράφησης. Με εικόνες ποιητικές, ομορφιάς ασύλληπτης. Ένα ποίημα στον κινηματογράφο. Ή ένας κινηματογράφος ποίημα.
Βαθμολογία 9,5/10
Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009
Tamo i ovde
Σκηνοθεσία: Darko Lungulov
Παραγωγής: Serbia / USA / Germany / 2009
Διάρκεια: 85'
Το "Εδώ και Εκεί" του πρωτάρη Darko Lungulov αποτελεί μια αντεστραμμένη ματιά στο μεταναστευτικό ζήτημα. Παράσχει απροσδόκητα μια απενεχοποίηση του Δυτικού πολιτισμού όσων αφορά την εκμετάλλευση των αναπτυσσόμενων χωρών. Και δηλώνει πως η οικονομική καταπίεση προκύπτει μέσα από μια Δαρβινιστική πάλη των τάξεων. Δίχως γεωγραφικό χρώμα. Αισιοδοξεί ωστόσο, με κάποια εμπορικής στόχευσης αφέλεια, για την πολυπολιτισμική ένωση με συνδετικό κρίκο το ανθρώπινο.
Σέρβος(Branko) επιχειρηματίας με μεταφορική στη Νέα Υόρκη, μισθώνει απένταρο Αμερικάνο μουσικό(Robert) που βρίσκεται σε μακρύ στάδιο κατάθλιψης, για να παντρευτεί εικονικά την Σέρβα(Ivana) φίλη του. Σκοπός του σχεδίου η απόκτηση της πολυπόθητης Αμερικάνικης visa. Ο Robert μεταφέρεται στο Βελιγράδι, όπου μένει στο "μητρικό" σπίτι του Branko. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται καθώς ο Branko αδυνατεί να βρει τα απαραίτητα χρήματα, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται συναισθήματα μεταξύ του Robert και της ανυποψίαστης μητέρας(Olga).
Το εδώ και το εκεί για το οποίο μιλάει ο τίτλος είναι η Νέα Υόρκη και το Βελιγράδι, πόλεις που εξελίσσεται το story. Ο Darko Lungulov διηγείται την ιστορία του με πρωτοστάτη το κωμικό στοιχείο, χωρίς διάθεση διδακτικού "βουλιάγματος". Το "μεταβατικό" στάδιο της Σερβίας αποτυπώνεται με ένα καυστικό και αυτοσαρκαστικό τόνο. Σε παρόμοιο ύφος ρέει και η μουσική του Dejan Pejovic, η οποία έχει εξέχουσα θέση στη δραματουργία. Τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Καθώς παρατηρούμε πως τόσο η Νέα Υόρκη όσο και το Βελιγράδι συνοδεύονται με μια όμοια μουσική υπόκρουση, ως ένα εμφανή δραματουργικό τέχνασμα ενοποίησης των χώρων. Άλλωστε ο σκηνοθέτης παρατηρεί τον χώρο ανεξάρτητα των γεωγραφικών συνόρων. Δίνοντας έμφαση στο ανθρώπινο στοιχείο και στις ανθρώπινες σχέσεις(κυρίως σε αυτή του Robert και της Olga). Δηλώνοντας τον χώρο ως έναν τόπο που συγκροτείται απ' τους ανθρώπους που τον απαρτίζουν.
Σεναριακά θα απολαύσουμε μια εύπεπτη ιστορία. Ερωτική, ουμανιστική και πολυπολιτισμική. Που εμπεριέχει σημαντικές ευκολίες. Ενώ δραματουργικά το "Tamo i ovde" ακολουθεί την Σέρβικη εμμονή της χρησιμοποίησης δραματουργικών επεισοδίων για μια εσωτερική επιβεβαίωση του σεναρίου. Τι εννοώ; Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι αυτό που βλέπουμε στην αρχή της ταινίας. Ο Darko Lungulov θέλει να μας παρουσιάσει τον ήρωα του Robert ως έναν καταθλιπτικό καλλιτέχνη που έχει ανάγκη χρήματα. Ωστόσο, για να γίνει πιο πιστευτή αυτή η ανάγκη του, μας παραθέτει ένα επεισόδιο έξωσης, και άλλο ένα επεισόδιο "τσουγκρίσματος" με την φιλενάδα-συγκατοικό του. Έτσι ο θεατής μέσω διακριτών και συγκεκριμένων γεγονότων θα πληροφορηθεί για την κατάσταση του Robert, χωρίς να έχει μια συνεχή-πραγματική εικόνα του. Είναι λοιπόν εμφανή η προσπάθεια χαλιναγώγησης του θεατή μέσω συγκεκριμένων στόχων δραματουργικών επεισοδίων, που προτιμώνται έναντι μιας συνολικής και εσωτερικής αποτύπωσης των ηρώων και του "χρόνου" τους.
Τέλος, χρειάζεται και μια υποσημείωση για τη φωτογραφία. Το λευκό κυριαρχεί προσθέτοντας μελαγχολία στον καταθλιπτικό ήρωα Robert, που ερμηνεύει ιδανικά ο David Thornton. Ενώ και η Mirjana Karanovic στον ρόλο της Olga παραθέτει μαι άξια αναφοράς ερμηνεία. "Tamo i ovde": Η σκιά εκμετάλλευσης ενός Αμερικάνου μουσικού από Σέρβο επιχειρηματία, κάτω απ' το ηχηρό φως της αεθνικής ανθρώπινης συμφιλίωσης.
Βαθμολογία 6/10
Welcome
Σκηνοθεσία: Philippe Lioret
Παραγωγής: France / 2009
Διάρκεια: 110'
Ο Philippe Lioret θίγει το ζήτημα της απάνθρωπης μεταχείρισης των μεταναστών στη Γαλλία. Σε μια συνέντευξη του μάλιστα δε δίστασε να δηλώσει πως οι μετανάστες στη Γαλλία τυγχάνουν ανάλογης αντιμετώπισης με αυτή των Εβραίων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Welcome του τίτλου όπως θα καταλάβατε είναι ειρωνικό! Η ταινία αποτέλεσε εμπορικό σουξέ στη Γαλλία. Όμως, η εισπρακτική αυτή επιτυχία είναι τρόπον τινά οξύμωρη. Καθότι, ας μη κρυβόμαστε, το σύνολο των ανθρώπων που απαρτίζουν έναν τόπο καθορίζει την ιδιοσυγκρασία του. Και για την κατάσταση που επικρατεί για τους μετανάστες στη Γαλλία και την Ευρώπη, μεγάλο μερίδιο ευθυνών φέρουν οι Γάλλοι και οι Ευρωπαίοι πολίτες αντιστοίχως.
Ο Philippe Lioret μας ξαφνιάζει. Και αυτό διότι επιλέγει να ποιήσει μια αμιγώς μυθοπλαστική ταινία, κόντρα στο συνηθισμένο, που θέλει τις ταινίες ντοκυμαντεριστικές όταν αναφέρονται σε παρόμοια σημειολογία. Όμως, το σενάριο περιέχει υπερηρωϊκά ξεσπάσματα που ενίοτε καταποντίζουν τον ρεαλισμό, καθώς και μια συναισθηματική μανιέρα που λειτουργεί αναλόγως. Ωστόσο, στη συνέχεια του κειμένου μου δε θα αξιολογήσω-κοστολογήσω το Welcome κινηματογραφικά, αλλά θα ενδώσω στην ελκυστικότατη πρόταση για διάλογο.
Όλα συμβαίνουν στο λιμάνι του Calais στο κανάλι της Μάγχης. Όπου συγκεντρώνονται μετανάστες ποθώντας ένα "εισιτήριο" για την Αγγλία. Απαραίτητο το χαρτζιλίκωμα φορτηγατζή για τη μεταφορά και η αντοχή ενός σεβαστού χρονικού διαστήματος δίχως ανάσα κατά τη διάρκεια των ελέγχων στα σύνορα. Ο Bilal είναι ένας 17χρόνος Κούρδος που έχει περπατήσει μέχρι το Calais. Δε μπορεί να κρατήσει την αναπνοή του, και έτσι αναζητάει νέο τρόπο για τη μετάβαση στην Αγγλία όπου βρίσκεται η αγαπημένη του. Για αυτήν περνάει την Οδύσσειά του. Αποφασίζει να μάθει κολύμπι, για να διασχίσει θαλάσσια το κανάλι της Μάγχης. Εκτός απ' το πείσμα του θα βρει συμπαραστάτη τον Simon, έναν πρώην πρωταθλητή της κολύμβησης και νυν προπονητή. Οι τραυματισμένες τους ζωές θα δέσουν απίστευτα. Και ο Simon με αυταπάρνηση θα θυσιαστεί για να βοηθήσει με κάθε τρόπο τον Bilal.
Μετανάστευση. Εξαθλίωση. Κρατική διακόρευση ανθρώπων. Κοινωνική αδιαφορία. Ακτιβισμός ή ελεημοσύνη; Αυτές είναι οι κυρίως νύξεις του Philippe Lioret. Εμείς θα επικεντρωθούμε στο τελευταίο ερώτημα.
Είναι σαφές ότι η ελεημοσύνη δεν έρχεται σε αντίφαση με τον ακτιβισμό. Τουλάχιστον όχι σε άμεση αντίθεση. Η ελεημοσύνη προνοεί για τον άνθρωπο εξατομικευμένα, ενώ ο ακτιβισμός μάχεται σε ένα συλλογικότερο επίπεδο. Αν όντως θέλουμε καλύτερες, ή μάλλον πιο ανθρώπινες μέρες για τους μετανάστες οφείλουμε να αναπτύξουμε δράση σε αμφότερα πεδία. Δε νοείται οργανωμένος ακτιβισμός χωρίς ευαισθησία στον ανθρώπινο παράγοντα, κάτι τέτοιο θα σήμαινε μονάχα την αυτοπροβολή του ακτιβιστή. Δε νοείται ελεημοσύνη χωρίς συλλογική μέριμνα, κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν με την εγωκεντρική θεραπεία του έσω μας οίκτου.
Ο Philippe Lioret είναι επιφυλακτικός με την ελεημοσύνη. Βλέπουμε ότι ο Simon προσελκύει, αρχικά, τον Bilal με γνώμονα το προσωπικό συμφέρον, καθότι επιθυμεί να κερδίσει μια θέση στην εκτίμηση της πρώην συζύγου του, η οποία είναι ακτιβίστρια. Και η αλήθεια είναι ότι ελεημοσύνη εμπεριέχει (και) το στοιχείο του καιροσκοπισμού. Καθώς ο ελεήμονας συχνά φέρεται να ελεεί αποσκοπώντας, απλώς, στην προσωπική κάθαρση ενοχών-τύψεων που άπτονται του μεταναστευτικού ζητήματος. Η ελεημοσύνη προϋποθέτει την πλήρη ισότητα των συμβαλλόμενων μερών, την εξάλειψη εγωκεντρικών συναισθημάτων, όπως τον οίκτο, και την συνειδησιακή ταύτιση του οικονομικά ισχυρότερου με τον οικονομικά ασθενέστερο. Οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η ελεημοσύνη δεν είναι πράξη σωτηρίας. Είναι καταπραϋντική προς αυτόν που τη δέχεται. Όμως από μόνη της δεν αρκεί για την επίλυση του προβλήματος. Διότι το πρόβλημα δεν είναι ατομικό. Δεν έγκειται δηλαδή στην οικονομική ανέχεια του ενός. Αλλά στη δομική "αρεσκεία" του συστήματος για μαζική παραγωγή και εκμετάλλευση σακάτηδων. Η ελεημοσύνη χωρίς οργανωμένη δράση είναι απλώς ο διαιωνισμός των βασάνων μιας μερίδας ανθρώπων που είναι καταδικασμένοι στον αφανισμό(όπως τελικά αφανίζεται και ο Bilal), δίνοντας διαρκώς τη σκυτάλη στις επόμενες γενιές.
Ο Philippe Lioret φαίνεται πιο αισιόδοξος με τον ακτιβισμό. Με την ελεημοσύνη μπορούμε να θεραπεύσουμε την οικονομική ανέχεια του ενός. Αυτή όμως δεν εξαλείφει την οικονομική ανέχεια των πολλών, καθώς, και κυριότερα, ούτε τα δομικά συστατικά του συστήματος που γεννούν την άνιση κατανομή του πλούτου, την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τον ευρύτερο μισανθρωπισμό. Και αν το Welcome μας παροτρύνει για κάτι, αυτό είναι να απαλλαγούμε απ' το καβούκι της βολικής αδιαφορίας μας, να σταθούμε ανθρώπινα και ισότιμα προς τον απέναντι μας, να αναγνωρίσουμε το τυχαιοκρατικό της θέσης μας και της θέσης τους, να υιοθετήσουμε τα βάσανα που μοιάζουν αλλότρια ως δικά μας, και να διεκδικήσουμε με ζήλο τα δικαιώματα τους, ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται με αυταπάρνηση.
Welcome λοιπόν! Γιατί το καλωσόρισμα είναι προαπαιτούμενο για κάθε ταξιδιώτη. Τόσο για αυτούς που έρχονται με φαρδιές βαλίτσες και παχιά πορτοφόλια, όσο και για αυτούς που η ζωή τους τρέμει σαν κερί στα χείλη...
Βαθμολογία 6,5/10
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009
36 vues du Pic Saint Loup
Σκηνοθεσία: Jacques Rivette
Παραγωγής: France / Italy / 2009
Διάρκεια: 84'
Το Γαλλικό σινεμά ώρες ώρες μπορεί να γίνει ψυχαναγκαστικά φλύαρο. Ο 80άρης πλέον Jacques Rivette θα μας παρουσιάσει μια τέτοια εκδοχή, σ' ένα δράμα ψυχολογικών ορέξεων, δυστυχώς όμως με μια ταινία μάλλον χλιαρή.
Η υπόθεση ξετυλίγεται σ' ένα (δραματουργικά μη αξιοποιήσιμο) τσίρκο. Η Kate(Jane Birkin) που επιστρέφει μετά από δεκαπέντε χρόνια, "ζαλίζεται" από τα προσωπικά φαντάσματα ενός θανατηφόρου ατυχήματος του παρελθόντος. Ο Vittorio(Sergio Castellitto), μια συμπτωματική γνωριμία της Kate, ενδιαφέρεται για αυτήν. Γίνεται φιλικός σε ολόκληρο το θίασο εκτός του άμεσα ενδιαφερόμενου στόχου. Γρήγορα αποκτάει το προσωνύμιο του θαυματοποιού. Και όχι άδικα όπως αποδεικνύεται. Καθώς είναι ο Vittorio που κρατάει το κλειδί. Αυτός που θα ξεκλειδώσει την Kate από την τρομακτική αίθουσα του παρελθόντος. Αυτός που θα λύσει τα δεσμά των μαστιγοφόρων μνημών. Και εν τέλει αυτός που θα "απελευθερώσει" την πρωταγωνίστρια, φέρνοντας την σε ευθεία αντιπαράθεση με τις φοβίες της.
ΤΟ "36 vues du Pic Saint Loup" αναπτύσσεται πατώντας πάνω σε απλές (και σημαντικές) αλήθειες. Μιλάει για την εσωστρεφή αμυντικότητα που προκαλούν τα ραπίσματα της μνήμης στα θύματά τους. Για την αναβλητικότητα που εμφανίζεται ως σύμπτωμα μιας ασθένειας παρελθοντικής αγκίστρωσης. Όπου οι αγκυλώσεις της προγενέστερης εμπειρίας μας φυλακίζουν στα δίχτυα του χρόνου, καθιστώντας το σήμερα και το κάθε σήμερα ως ένα μακρινό και απραγματοποίητο ταξίδι. Και ο απελευθερωτήριος δρόμος, δια της πιστοποιημένης ψυχολογικής οδού, προκύπτει από την άμεση ρήξη και την αυτοπρόσωπη αντιμετώπιση των φοβιών που μας διακρατούν ομήρους ενός άλλου χρόνου. Και κάπως έτσι λύνεται το ενδιαφέρον θεματικά δράμα του Jacques Rivette. Που παρά τη σημειολογία και τα μόλις 84' λεπτά του, καταφέρνει να ανακυκλώνεται ανούσια στο ίδιο. Και χωρίς μάλιστα να αξιοποιεί ούτε το σύνολο του cast, ούτε το υποσχόμενο δραματουργικό σκηνικό.
Στην αφήγηση ο μεγάλος Γάλλος σκηνοθέτης του "Νέου Κύματος" ακολουθεί μαι θεατρική σχηματικότητα. Η οποία εκτός της προφανούς θεατρικής αποφώνησης, είναι ευδιόρατη και στους "αμήχανους" μονολόγους της Jane Birkin. Που καλείται, μάλλον αναποτελεσματικά, να μετουσιώσει στο λόγο τα τραύματα του παρελθόντος. Για να κλείσουμε, το 36 vues du Pic Saint Loup ίσως αποδειχθεί ένα χαμηλόφωνο ερωτικό άσμα για τους fan του Rivette, χωρίς όμως να προσθέτει κάτι στον κύριο κορμό της εκτενούς φιλμογραφίας του μεγάλου σκηνοθέτη!
Βαθμολογία 4/10
Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009
Union Pacific
Σκηνοθεσία: Cecil B. DeMille
Παραγωγής: USA / 1939
Διάρκεια: 135'
Συγκρουόμενα οικονομικά συμφέροντα προκύπτουν από τη συμφωνία ώθησης ενός σιδηροδρομικού σταθμού που θα ενώνει τη Δυτική με την Ανατολική πλευρά της Αμερικής. Δυο στρατιές σχηματίζονται, αντίστοιχες με τα συμφέροντα. Η "νόμιμη", όπου κυρίως ο Jeff Butler αναλαμβάνει να εξασφαλίσει την υγιή ροή των διαδικασιών. Ενώ από την άλλη πλευρά η παρέα του Sid Campeau, με επικεφαλής τον Dick Allen, κολλητό του Jeff Butler απ' το στρατό, σαμποτάρει το όλο εγχείρημα. Ο Jeff με τον Dick εξελίσσονται σε άσπονδους εχθρούς, ενώ ανάμεσα τους βρίσκεται το κορίτσι. Η γοητευτική Mollie Monahan(Barbara Stanwyck). Στο ρόλο της τραγικής ηρωίδας που κινεί τα νήματα.
Το Union Pacific αποτελεί ένα από τα αρχετυπικά Western. Από αυτά που εξασφάλισαν, έχτισαν και έδωσαν τεράστια ώθηση στο είδος. Με μια σφιχτογραμμένη πλοκή. Σκηνές δράσης που αποπνέουν το άρωμα της εποχής. Της κινηματογραφικής και της ιστορικής. Οι σκηνές δένονται μεταξύ τους με ένα μαθηματικής ακρίβειας αναλυτικό μοντάζ. Και ένα γοητευτικό soundtrack ηχεί καθάρια μέσα από το άνοιγμα των τοπίων της Δύσης, μεταφέροντας την ανάλογη ατμόσφαιρα.
Θεματικά το Union Pacific μιλάει για την τυχαιότητα της φιλίας και της εχθρότητας. Κοιτώντας τον άνθρωπο αναπόσπαστα ως μέλος της τάξης-στρατιάς συμφερόντων που ασυνείδητα υπηρετεί στον εκάστοτε χώρο και χρόνο. Υπαινίσσεται την ανάγκη μιας γενικής λιποταξίας και χειραφέτησης του εγώ απ' τα ετεροπροσδιόριστα συμφέροντα. Έτσι που να πέσουν τα στρατεύματα των επιβεβλημένων ιδεών. Και οι άνθρωποι να ενωθούν κάτω από έναν κοινό σκοπό. Στα μείον, μπορούμε να του καταλογίσουμε μια αδικαιολόγητη δαιμονοποίηση στη σκιαγράφηση του πορτραίτου των ινδιάνων. Που, όχι και τόσο αχνά, παρουσιάζεται ως ο κοινός ενάντιος σκοπός.
Βαθμολογία 7/10
Δείτε και αυτή την αναφορά!
Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009
New York, I Love You
Σκηνοθεσία: Fatih Akin/ Yvan Attal/ Allen Hughes/ Shunji Iwai/ Wen Jiang/ Shekhar Kapur/ Joshua Marston/ Mira Nair / Natalie Portman/ Brett Ratner/ Randall Balsmeyer
Παραγωγής: France / USA / 2009
Διάρκεια: 103'
Πολλοί θα θυμόσαστε πριν 3 χρόνια το "Paris, je t'aime". Το "New York, I Love You" είναι η συνέχιση αυτού του φιλόδοξου εγχειρήματος. Και όπως πληροφορούμαστε θα ακολουθήσουν κι άλλα. Σε μια άτυπη σύγκριση των δύο, μας σοκάρει η συνοχή του "New York, I Love You", το οποίο όμως υπολείπεται στην artistic πλευρά.
Οι κανόνες δημιουργίας ρητοί. Έντεκα σκηνοθέτες σκηνοθετούν δέκα ιστορίες. Ανάμεσα τους κορυφαία ονόματα όπως ο Fatih Akin, ο Yvan Attal, ο Shekhar Kapur και η Natalie Portman. Ο καθένας έχει προθεσμία 24 ωρών γυρίσματος, μιας ιστορίας που δεσμευτικά εξελίσσεται εντός της Νέας Υόρκης. Και στα χέρια τους έχουν ένα αξιοζήλευτο cast. Ενδεικτικά αναφέρουμε ονόματα όπως: Julie Christie, Andy Garcia, Natalie Portman, Ethan Hawke, Christina Ricci, Orlando Bloom, Chris Cooper και Qi Shu.
Το New York, I Love You με μια υπερβάλλουσα φορμαλιστική διάθεση σχηματίζει ένα λυρικό δραματουργικό πόνημα. Ένα ερωτικό άσμα. Ως ένα συνονθύλευμα ανθρώπινων ιστοριών που συναρμολογείται αρμονικά κάτω απ' την ομπρέλα μιας μελαγχολικής σονάτας. Η απώλεια και η αποξένωση, ως προϊόντα του Δυτικού πολιτισμού, μονίμως σε πρώτο πλάνο. Οπτικοποιούνται με την άπταιστη χρήση της φωτογραφίας, αλλά και το προσωπικό στίγμα κορυφαίων ερμηνευτών. Μέσα από ιστορίες που διαχειρίζονται ικανοποιητικά τον σεναριακό εξυπνακισμό του twist, τις συναισθηματικές παύσεις και την στοχευμένη δραματουργική ξεδίπλωση.
Για τη Νέα Υόρκη όμως ούτε λόγος. Η καλλιέπεια και η επιμονή στο φόρμα περιορίζει το ρεαλισμό του χώρου. Με τη Νέα Υόρκη να υπάρχει μόνο ως ένα "πειραγμένο" φόντο των ιστοριών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η σχεδόν καθολική απώλεια του σύγχρονου ήχου. Και συνεπώς των ακουσμάτων που συνθέτουν την ταυτοτική ατμόσφαιρα μιας πόλης. Η οποία υποκαθίσταται από μελαγχολικές νότες που αρέσκονται στο να "κλέβουν" τα συναισθήματα! Απόλυτα συμβατές ωστόσο με την ποιητική διάθεση της εικόνας.
Βαθμολογία 6/10
Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009
Darbareye Elly
Σκηνοθεσία: Asghar Farhadi
Παραγωγής: Iran / 2009
Διάρκεια: 119'
Μια παρέα τριών νεαρών ζευγαριών κατευθύνονται με τα παιδιά τους προς την Κασπία Θάλασσα για να περάσουν ένα ευχάριστο Σαββατοκύριακο. Μαζί τους ο Ahmad, ένα ενεργό μέλος της παρέας που μόλις έχει χωρίσει. Και η Elly, μια νεαρή κοπέλα, άγνωστη προς όλους εκτός της Sepideh, για την οποία είναι η δασκάλα των παιδιών της. Η Elly είναι ένα κορίτσι με αναστολές και προορίζεται για "συνοικέσιο" του Ahmad. Μόνο που η Sepideh κρατάει κρυμμένο το παρελθόν της Elly. Την χαρούμενη ατμόσφαιρα της παρέας θα ταράξει ένα παράξενο γεγονός. Ένταση θα επικρατήσει όταν η Elly θα εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Και είναι η άγνοια για τις συνθήκες του γεγονότος αλλά και για το πρόσωπο της Elly, παρά ο προφαινόμενος θάνατος, που αναδύει μια ακραία αναστάτωση και επιθετικότητα εντός της παρέας, ραγδαίως αυξανόμενη, καθώς τα μέλη της έρχονται σε επαφή με τα "αναίτια" μυστικά της Sepideh.
Το "About Elly" είναι επάξια βραβευμένο στο φεστιβάλ του Βερολίνου. Ο Asghar Farhadi δίνει μια νέα, φρέσκια εικόνα για το Ιρανικό cinema στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του. Ο Antonioni στο L' Avventura αποκαλύπτει σε βάθος χρόνου τις ψυχολογικές επιπτώσεις, τις συναισθηματικές εκκρίσεις και τις νέες ισορροπίες που επιφέρει ένα απροσδόκητο γεγονός. Όπως η εξαφάνιση ενός ατόμου. Εδώ, ο Asghar Farhadi, χρησιμοποιεί το ίδιο γεγονός, την απροσδόκητη εξαφάνιση δηλαδή, για να παρακολουθήσει ντοκιμαντεριστικά τις άμεσες επιπτώσεις που προκαλούνται σε μια παρέα "φίλων". Η κάμερα στο χέρι μεταφέρει νατουραλιστικά μια τεταμένη ατμόσφαιρα, υποσκελίζοντας χαρακτηριστικά τη μελό δραματουργία. Παράγοντας εν τέλει ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για την συναισθηματική αστάθεια της μεσαίας τάξης, καθώς αυτή λειτουργεί υπό καθεστώς εκούσιας και ακούσιας άγνοιας.
Η πολυμελής παρέα λειτουργεί διαρκώς υπό καθεστώς άγνοιας. Η έλλειψη γνώσης οφείλεται μεν στην μυστικότητα της Sepideh, αλλά και στη δική τους απροθυμία για την αναζήτηση της αλήθειας. Και η όποια επιθυμία εκδηλώνεται καταναγκαστικά όντας αντιμέτωπη μ' ένα τετελεσμένο και "παράξενο" γεγονός. Τα μέλη της παρέας νιώθουν απειλούμενα καθώς βουλιάζουν στα ύδατα της αβεβαιότητας. Τη προγενέστερη χαρά και διασκέδαση διαδέχονται ο πόνος, η απειλή, η ενοχή. Εντάσεις και προστριβές εκρήγνυνται στον πυρήνα των φαινομενικά δεμένων φίλων. Τα συναισθήματα είναι ευμετάβλητα διότι ανάμεσα τους παρεμβάλλεται το κενό. Η άγνοια. Η άγνοια όχι ως έλλειψη της γνώσης, ή και της αλήθειας. Αλλά η άγνοια ως η αποστροφή-άρνηση για ουσιαστική εξερεύνηση του περιβάλλοντός. Ένα τέτοιο στοιχείο ήταν και η Elly. Η αλήθεια δεν υφίσταται αυθύπαρκτα. Σε τι διαφέρει η αλήθεια από τις ακατάρριπτες πλάνες μας; Η πραγματική αλήθεια αναφέρεται στην επίμονη και επίπονη αναζήτηση του νοήματος των πάντων.
Άλλο ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που θίγει ο Asghar Farhadi είναι η στηλίτευση της δημοκρατικής διαδικασίας. Η παρέα καλείται να αποφασίσει δια μέσω ψηφοφοριών τον τρόπο δράσης πάνω στα καίρια θέματα που προκύπτουν. Όμως όλες οι αποφάσεις παίρνονται υπό καθεστώς άγνοιας. Μια άγνοια που σημαίνει την απόσταση του "ψηφοφόρου" απ' το αντικείμενο της ψηφοφορίας. Άραγε πως μπορεί ο δημοκρατικός θεσμός να είναι αποτελεσματικός, όταν το εκλογικό σώμα αποσταίνει ηθελημένα από την πραγματικότητα που το περιβάλλει; Το αποτέλεσμα δεν είναι παρά η εξουσιοδοτημένη απόφαση του εκλογικού σώματος να μεταθέτει τις δικές του ευθύνες σ' ένα πρόσωπο. Φυσικό ή αφύσικο.
Το Darbareye Elly είναι μια από τις μεγάλες ταινίες της χρονιάς. Ένας στοχασμός στις αδιάσειστες σχέσεις άγνοιας και φόβου. Μια ψυχογραφική μελέτη του ατόμου έναντι στην απειλή. Και κυρίως μια κοινωνική κριτική στον τρόπο δράσης και πράξης της αδικαιολόγητα εφησυχασμένης μεσαίας τάξης.
Βαθμολογία 9/10
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)