Σκηνοθεσία: Shion Sono
Παραγωγή: Japan 2005
Διάρκεια: 159'
Υπάρχει ένα περίσσευμα και ταυτόχρονα ένα έλλειμμα ρόλων και
συμπεριφορών που ο ενήλικας αρνείται να αναλάβει. Για παράδειγμα δεν
αναλαμβάνει κανείς με την ίδια θέρμη τον ρόλο του δολοφόνου ή του θύματος, της συγχώρεσης
ή της εκδίκησης, του φτωχού ή του πλούσιου, του ηλικιωμένου ή του νεαρού. Κι
αυτή η άρνηση –αφού όλα τα παραπάνω υπάρχουν αδιακρίτως στην καθημερινότητά μας-
αντικατοπτρίζει την ανθρώπινη δυστυχία ή την αδυναμία των συστημάτων να
περιθάλψουν με αρμονία στους κόλπους τους το ανθρώπινο ζειν. Το οξύμωρο
εντείνεται στο γεγονός ότι η μεροληψία δεν πηγάζει από την ατομική βούληση,
αλλά από την διαπαιδαγώγηση. Όπου ο ενήλικας –όταν πια φτάσει σ’ αυτό το
κοινωνικό αξίωμα- έχει δεχθεί απ’ την οικογένεια, από το σχολείο και όποιον
πολιτισμικό θεσμό επιδρά πάνω του, ένα σύνολο από ηθικές και νόμους, που έχουν
συμβάλλει καθοριστικά στη θεώρησή του
για τον κόσμο. Μόνο που αυτή θεώρηση έχει χτιστεί πάνω σε παγιωμένες παραδοχές.
Περισσότερο εμφυτεύματα παρά σπόροι. Ίσως να φαντάζει απλοϊκό, αλλά θα το
διατυπώσω: η ατομική βούληση, αναπόφευκτα σε συνέργεια με την Ολική βούληση, θα
κατεύθυνε σε μια κατάσταση ισορροπίας.
Θα κάνω μια μικρή παρένθεση εδώ χρησιμοποιώντας το θέατρο. Ας
προσπαθήσουμε για αρχή όμως να αφαιρέσουμε από το θέατρο την επαγγελματική του
αξίωση, και την πολιτισμική καμπούρα της θέσης του στον πολιτισμό και την
κοινωνία, κι ας εστιάσουμε σ’ αυτό: στο θεατρικό παιχνίδι. Δεν θα ήταν υπερβολή
να αναφέρουμε ότι το θεατρικό παιχνίδι, οι θεατρικές ομάδες και τα θεατρικά
εργαστήρια αποτελούν απόλυτο παράδειγμα εσωτερικής ευτυχίας για όσους μετέχουν.
Δεν είναι σπάνιες οι έρευνες άλλωστε –αν και σ’ αυτό δεν θα ήθελα να δώσω
μεγάλη βάση- που κάνουν λόγο για το ικανότερο ελιξίριο για τις ψυχικές παθήσεις
(μάλιστα το θεατρικό παιχνίδι έχει πλέον ενσωματωθεί σε πολυάριθμες κλινικές). Σ’
αυτό το θέατρο λοιπόν δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ του παιδόφιλου, του
δολοφόνου, του φιλεύσπλαχνου, του δωρητή, του ερωτευμένου, του σεξιστή, του
αθώου, του αιμοβόρου, του νυμφομανή, του ιερέα κ.ο.κ. Όλα αυτά αποτελούν ρόλους
και ανθρώπινα συστήματα που οι μετέχοντες είναι πρόθυμοι να αναλάβουν με παρόμοια
θέρμη. Η μόνη αντιστοιχία του βαθμού της επιθυμίας για την ανάληψη ενός ρόλου –ελέω
του εγωτικού ρόλου της ατομικής φιλοδοξίας που κουβαλάμε από τον άλλο θίασο-
είναι αν ο ρόλος αυτός είναι πρωταγωνιστικός ή όχι. Το θέατρο λοιπόν καταργεί
τον σκεπτικισμό και την ηθική άμυνα-κριτική απέναντι σ’ αυτούς τους χαρακτήρες:
απ’ τη στιγμή που κάτι υπάρχει, δεν ενδιαφέρεσαι στο να το κρίνεις, αλλά να το
εμψυχώσεις με μια μάσκα αλήθειας, υπό τέτοια γωνία που να αφαιρείται η μάσκα.
Κατά κάποιον τρόπο –και είναι τραγικά οξύμωρο- αυτό που διακυβεύεται περισσότερο
στο θέατρο απ’ ότι στην πραγματιστική ζωή, είναι η οντολογία. Γεγονός που κάνει
και τον ηθοποιό (ερασιτέχνη ηθοποιό αν προτιμάτε) να μετέχει σ’ ένα μυστήριο
ηδονής, έξαρσης, σε μια τελετή χαράς. Βέβαια, θα ήταν επίσης απλοϊκό να πούμε
ότι αυτό το θέατρο αρχίζει και τελειώνει μέσα στα θεατρικά εργαστήρια, στις ομάδες
και στις σκηνές. Αυτό το «ανοιχτό» και όχι κλειστό θέατρο δημιουργεί ορμητικούς
παραπόταμους που με τη σειρά τους παρεισφύουν στις καθημερινές ποιότητες.
Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να κάνω μια παρομοίωση των
συστημάτων που ιδρύει ο άνθρωπος για να διευθύνει την καθημερινή ζωή μ’ ένα γεωμετρικό
σχήμα, αυτό του κύκλου. Ο κύκλος φαντάζει το πιο τέλειο σχήμα, όμως δεν είναι. Όλες
οι ιδιότητές του συνοψίζονται στην μαγική σταθερά του π=3,14 που όμως δεν είναι
σταθερά, αφού πίσω από το 14 ακολουθεί ένα ατέρμονο τρένο ψηφίων -με διαρκή επάυξηση- που αποσκοπεί
στο να προσεγγίσει και να επιτύχει την τελειότητα του σχήματος. Όμως ο λόγος αυτής
της ατέρμονης προσπάθειας (όσο αδόκιμη κι αν μοιάζει η λέξη για άψυχα δεδομένα)
δίνει όχι την τελειότητα, αλλά την σταθερή μη-επίτευξη της τελειότητας. Κάτι
ανάλογο συμβαίνει και στ’ ανθρώπινα συστήματα με την συνεχή αναθεώρησή τους και
την διαρκή προσπάθεια για επίτευξη τελειότητας. Ο άνθρωπος, ο άνθρωπος της 1ης
παραγράφου, δεχόμενος μια συνιστώσα από συντελεσμένες πιέσεις, δεν
συντάσσει τις δυνάμεις του για να κατευθυνθεί προς ένα ευνοϊκό –και συνεπώς τέλειο-
εδώ, αντιθέτως, οχυρώνεται πίσω από μια τάση που συνοψίζεται στο «μακριά από
εκεί». Ως γνωστόν όμως, η ένταση με την οποία αποκαλύπτεται ένας πόλος στα δίπολα, αναπόφευκτα
(υπερ)φωτίζει και τον έτερο πόλο. Το «μακριά από εκεί» υπάρχει μόνο
σε σχέση με το εκεί. Οπότε το μη επιθυμητό εκεί, μέσα από αυτή την απλοϊκή
πολεμική κι ένα πλήθος αντιθετικών δυνάμεων, κατά κάποιον τρόπο ισχυροποιείται.
Γιγαντώνεται.
Και για να συνεχίσω, ίσως κάπως πιο πρακτικά, για να γίνω
περισσότερο κατανοητός, θα ήθελα παραθέσω το εξής γεγονός: Ο στοχαστής μπροστά
από κάθε άλυτο και κάθε πρόβλημα ξεκινάει τον στοχασμό του με την εξής λέξη: «χρειάζεται…».
Κι έπειτα αναπτύσσει μια μεθοδολογία δράσεων και πρακτικών που φαινομενικά
αποσκοπούν στο να επιλύσουν το υποτιθέμενο πρόβλημα. Στην πραγματικότητα όμως,
αφού το πρόβλημα υπάρχει, κι αφού υπάρχει καλώς υπάρχει, αυτό το «χρειάζεται»
δαχτυλοδείχνει την άρνηση του στοχαστή να δεχθεί την ύπαρξη του προβλήματος, να
συμφιλιωθεί μαζί του, να συνταχθεί αν θέλετε, σ’ ένα κοινό κύλισμα, ή στο κοινό-αδιάσπαστο
κύλισμα στο οποίο ούτως ή άλλως είναι καταναγκασμένο(!) οτιδήποτε υπάρχει. Είναι η άρνηση του στοχαστή να αποδεχτεί την έννοια της ατέλειας. Ή ακόμα πιο ακριβόλογα το γεγονός ότι είναι μέρος της ατέλειας. Να επιτρέψει αυτή τη συνύπαρξη. Την τάση φόβου να αποσπαστεί, να αυτονομηθεί. Όμως, ανά τους αιώνες,
μόνο αυτή η κοινή απαραβίαστη κίνηση μοιάζει να επιδρά αναμορφωτικά στην
Ιστορία.
Ή για να σας το θέσω αλλιώς: «Πόσο καλά τα πάτε με τον εαυτό
σας;»