Σκηνοθεσία: Κωστής Καλλιβρετάκης
Ερμηνεία: Θανάσης Δόβρης
Διάρκεια: 80'
Διάρκεια: 80'
Στο βυθό είναι καλά μόνο για τα ψάρια. Αν δεν είσαι ψάρι δεν είναι καλά στο βυθό. Εννοώ η παγωνιά του. Εννοώ η σκοτεινιά του. Όχι, αν δεν είσαι ψάρι δεν είναι καλά στο βυθό. Ο βυθός ορίζει τη μεγαλύτερη κλίμακα βάθους. Το ισχυρότερο επίπεδο της βαρύτητας. Ό,τι δεν είναι πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, ό,τι δεν επιπλέει, απορροφάται από το βυθό. Αφανίζεται μέσα του. Μέσα σ’ αυτή την αχανή ασημαντότητα.
Η μαμά και ο μπαμπάς πίνουν τον καφέ τους στις 7 το πρωί. Κάθε μέρα στις 7 το πρωί. Εμένα μου αρέσουν τ’ ακριβά αυτοκίνητα. Τα ακριβά αυτοκίνητα αρέσουν στις κοπέλες που μου αρέσουν. Το να έχω ένα ακριβό αυτοκίνητο με κάνει αρεστό. Γεγονός ωστόσο που δεν καθορίζει ούτε στο ελάχιστο την αρέσκεια μου προς τα ακριβά αυτοκίνητα. Ο Jack φιλάει τη Rose λίγο πριν από το ναυάγιο. Όποτε δεν πάμε για μπάλα ή δε βλέπουμε μπάλα με την παρέα, βλέπουμε τέτοιες ταινίες. Ταινίες με Jacks και Roses. Είναι ωραία η Rose. Είναι ωραίος ο Jack. Νομίζω θα τους άρεσαν τα ακριβά αυτοκίνητα. Όταν στεναχωριέμαι επειδή δεν έχω πολλά λεφτά, ή επειδή κάποιοι υποφέρουν, διαλέγω ένα πολιτικό πάρτυ. Στο οποίο καταχωρώ όλες μου τις προσδοκίες για εξυγίανση αυτών των συναισθημάτων που με βυθίζουν. Αυτοί μπορούν και οφείλουν άλλωστε να επιδιορθώσουν τις κακοτοπιές που ευθύνονται για την καθημερινή μου δυσαρμονία. Η μουσική είναι ωραία. Δηλαδή στο μπαρ είναι ωραίο να ακούς μουσική. Ρυθμική μουσική. Να χορεύεις. Μουσική για όλους. Μπορείς να πίνεις και να ακούς μουσική. Να ακούς μουσική και να πίνεις. Και να κοιτάς. Να μιλάς με τους γύρω σου. Να μιλάς για τη μουσική που ακούς. Θα μιλάω με τη Rose για τη μουσική που ακούμε. Η Rose, δηλαδή δεν ξέρω αν τη λένε Rose, μου αρέσει. Θα το καταλάβατε ότι μου αρέσει. Η Rose μένει σε μια από αυτές τις πολυκατοικίες της πόλης. Νομίζω δε θα της πω ποτέ πόσο μου αρέσει. Αλλά σ’ αυτήν έχει πέσει όλο το βάρος της συναισθηματικής μου στόχευσης. Η Rose είναι καλό κορίτσι. Δεν θα φωτογραφιζόταν ποτέ γυμνή. Και θα βλέπαμε μαζί ταινίες που μας αρέσουν. Γιατί μπάλα δε θα βλέπαμε με τη Rose. Ή θα πηγαίναμε βόλτα με το αμάξι που θα έχω, τότε. Τότε, ναι θα έχω το αμάξι που μου αρέσει. Και ο μπαμπάς θα πίνει καφέ με τη μαμά στις 7 η ώρα. Κι εμείς τις Κυριακές θα τους βλέπουμε κάπου κάπου. Και θα ακούμε μουσική. Όχι σαν αυτή που παίζει στα μπαρ. Σαν αυτή που παίζει στα μεγάλα σαλόνια, όταν οι άνθρωποι που έχουν ακριβά αυτοκίνητα παίρνουν το τσάι τους.
Ένα οργανωμένο σύστημα αντιπερισπασμών είναι η ζωή. Ψευδαισθήσεις και αυταπάτες στις οποίες ενδίδεις μόνο και μόνο για να βρεθείς στην πλωτή πλευρά της ζωής. Στην καλή πλευρά. Πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Μακριά από το βυθό. Συναισθηματικά, ηθικά, οικονομικά τακτοποιημένος. Ακέραιος. Ο βυθός μας φοβίζει. Και ο φόβος μας απωθεί απ’ αυτό που φοβόμαστε για να μη συμβεί. Περισσότερο απ’ αυτό που φοβόμαστε, μας καθορίζει ο φόβος που νιώθουμε για αυτό. Όχι, όχι, οπουδήποτε είναι καλά, αρκεί να μην είσαι στο βυθό. Στο κείμενο του Atli Jonasson το ζήτημα της επιβίωσης έχει μετατοπιστεί. Δεν πρόκειται για το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Πρόκειται για το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ της οδύνης και του ανώδυνου. Τα πάντα οφείλουν να είναι επιδερμικά. Για να μπορείς να συνεχίζεις. Να συνεχίζεις αλώβητος. Μακριά από την παγωνιά του βυθού. Να μην πονάς. Να εθίζεσαι στη σημαδεμένη τράπουλα της συλλογικής υποκρισίας. Μόνο και μόνο για να μένεις μακριά από την αγωνία της ύπαρξης. Να κρατάς ζεστές τις σάρκες σου, να απωθείς τα εσωτερικά ρίγη. Να μένεις μακριά από αυτήν την εκστατική απελπισία του χάους.
Όλα αυτά παραθέτονται σ’ έναν επιδέξια και πειθαρχημένα σφυρηλατημένο μονόλογο. Ο Κωστής Καλλιβρετάκης σκηνοθετεί λιτά τον ηθοποιό του. Αποφεύγοντας αχρείαστες υπερβολές. Υπηρετώντας στο έπακρο το κείμενο, τολμώντας το βαθύ βύθισμα την εσωτερικότητά του. Ένα κείμενο που φέρει την ταυτόχρονη θυμηδία και συγκίνηση, ένα διαρκές αίσθημα χαρμολύπης, μέσα απ’ το καθημερινό παράδοξο. Παράδοξο ως αναντίρρητα αποδεκτό. Την ίδια ώρα που ο Θανάσης Δόβρης ερμηνεύει μοναδικά. «Είμαι βαρύ σκαρί, τρίζει όπου περνάω αν δεν προσέξω», λέει ο Θανάσης επί σκηνής. Και είναι αλήθεια γιατί φέρει ένα σπάνιο υποκριτικό βάρ(θ)ος. Μια υποκριτική ειλικρίνεια και καθαρότητα που δε συναντάμε συχνά στο ελληνικό θέατρο. Ή, που εγώ δεν θυμάμαι εύκολα να έχω συναντήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου