Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010
Casus Belli
Σκηνοθεσία: Γιώργος Ζώης
Παραγωγής: Greece / 2010
Διάρκεια: 11'
"Είμαστε όλοι σκλάβοι των εξωτερικών συνθηκών: μια ηλιόλουστη μέρα μας φέρνει μια απέραντη εξοχή μέσα στο καφενείο ενός σοκακιού. Μια σκιά που περνάει στην εξοχή μας κάνει να μαζευόμαστε προς τα μέσα μας και να καταφεύγουμε κακήν κακώς στο χωρίς πόρτες σπίτι του εαυτού μας. Ο ερχομός της νύχτας, ενώ είμαστε ακόμα δοσμένοι στις ασχολίες της μέρας, ξεδιπλώνει, σαν μια βεντάλια που ανοίγει αργά, τη βαθιά μας συνείδηση ότι πρέπει να ξεκουραστούμε.", λέει ο Πεσσόα. Και κάπως ανάλογα ο Ζώης, παρουσιάζει τον άνθρωπο: ένα φερέφωνο του χώρου του, που του λείπει η συνείδηση.
Ο άνθρωπος αποδίδει στην οντότητά του, όσον αφορά τη γραμματική της ζωής, το χρησμό του υποκειμένου. Πιστεύει πως είναι ελεύθερος να δρα και να πράττει αυτόνομα και ανεξάρτητα. Σταδιακά, οδηγείται στην αυταπάτη της ατομικότητας και την ψευδαίσθηση της προσωπικότητας του εαυτού. Στην πραγματικότητα όμως, ο άνθρωπος γράφεται απ' όσα νομίζει ότι γράφει. Όλα έχουν προδιαγραφεί σ' αυτόν. Έχουν εντυπωθεί. Αυτός, ο άνθρωπος, άθελα του απαγγέλλει απλά ένα κείμενο από ψηφίδες ερεθισμών και βιωμάτων. Στην ευνοϊκή περίπτωση, μπορείς απλά να συνθέσεις τα προδιαγεγραμμένα. Στην ευνοϊκότερη να τα συνθέσεις οδηγούμενος οριακά -και τυχαία- σε μια νέα πρόταση. Η έννοια του υποκειμένου δεν υπάρχει. Το α' πρόσωπο του εαυτού υποχωρεί. Η μάσκα του χώρου κολλάει στα ζυγωματικά. Η ανθρώπινη ύπαρξη κληρονομεί τις ιδιότητες του χώρου, του εκάστοτε χώρου. Το πρόσωπο ένας εύπλαστος πηλός στα δάχτυλα των εξωτερικών συνθηκών. Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα αντικείμενο.
Δεν είμαστε παρά ο χώρος που μας περιβάλλει. Με δύο λέξεις: Casus Belli.
Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010
Un chien andalou
Σκηνοθεσία: Luis Buñuel
Παραγωγής: France / 1929
Διάρκεια: 16'
Είναι ο Ανδαλουσιανός Σκύλος η επιτομή του σουρεαλισμού; Ο Dali κι ο Bunuel ένωσαν τα όνειρά τους. Έφτιαξαν μια αλλόκοτη εικόνα. Ή καλύτερα μια αλλόκοτη αίσθηση από εικόνες. Ενάντια σ' όλους τους λογικούς κανόνες -έστω κι αν δεν τους αθέτησαν όλους-, στις νόρμες, και σε όλη αυτή τη σύνειδη μηχανολογία που αφανίζει το ασύνειδο.
Κι όμως, οι δυο τους, κάνουν απ' το πρώτο πλάνο, κάτι όχι και τόσο σουρεαλιστικό: ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Η κοφτερή λάμα ενός ξυραφιού, τεμαχίζει την κόρη, τον βολβό κι όλο το μάτι μιας γυναίκας. Όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, αυτή η γυναίκα, είναι η πρωταγωνίστριά μας. Οι φαινομενικά παράταιρες εικόνες ανήκουν στο εμπράγματο θέαμα της όρασής της. Γιατί αν κάτι είναι αναγκαίο, αυτό είναι μια παράλογη ματιά πάνω στην ανταγωνιστικά παράλογη πραγματικότητα, να την απελευθερώσεις με τα κλειδιά του εξωπραγματικού, και να ξεθάψεις απ' τη σκόνη της συνήθειας και του συνειδητού την ασύνειδη αλήθεια του ονείρου. Του ανύπαρκτου που υπάρχει και σβήνει απ’ την παχύσαρκη εξουσία του υπαρκτού.
Δεκαέξι λεπτά κινηματογραφίας. Και παρελαύνουν αθέατοι κόσμοι. Πυκνότητα ομίχλης. Ακόμα κι αν υπάρχουν τα σημεία αναφοράς: η γυναίκα κι ο άντρας. Ακόμα κι αν υπάρχει μια πρωτόλεια μορφή γραμμικότητας. Τα πάντα είναι άναρχα. Μια παλάμη σαν μυρμηγκοφωλιά, ένα μαχαίρι που κόβει τη σελήνη, ένα πιάνο που κινείται με το πτώμα ενός μουλαριού παρασύροντας δυο χειροπόδαρα δεμένους φοιτητές. Η υπομονή του οργάνου και η ακαδημαϊκή εκπαίδευση μέσα σε μια εικόνα. Κι αυτές μόνο λίγες από τις εικόνες που επιτίθενται στα συμβιβασμένα ένστικτα.
Ανδαλουσιανός σκύλος. Κι όμως δεν μπορείς να δεις κανέναν σκύλο. Κι αν έβλεπες δε θα ήταν καν Ανδαλουσιανός. Μπορείς όμως ν' ακούσεις το παράφωνο γάβγισμά του. Να σε καλεί. Να ουρλιάζει πάνω απ' τον τάφο του ονείρου. Μπορείς να νιώσεις τα δόντια του στις σάρκες σου. Που κι αυτές τάφος είναι. Να δεις τα πόδια του να επαναστατούν. Να σηκώνουν σκόνη. Να ξεθάβουν τα ραγισμένα κόκκαλα του ανείπωτου. Να ξεθάβουν έναν άλλο κόσμο, θάβοντας ταυτόχρονα την κατεστημένη σύμβαση. Κι εσύ; Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, ούτε που θα προλάβεις να συνειδητοποιήσεις την αλλαγή: θα 'σαι απλά άθαφτος ή θαμμένος...
Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010
The Set-Up
Σκηνοθεσία: Robert Wise
Παραγωγής: USA / 1949
Διάρκεια: 72'
Στην πόλη του Παραδείσου, όπως κατονομάζεται αυτή η αρένα, συγκεντρώνονται τα πλήθη, εξαγοράζοντας ένα εισιτήριο κι αναμένοντας το καμπανάκι. Ηλικιωμένοι, διψασμένες γυναικούλες, μαφιόζοι, έμποροι, τυφλοί, καθημερινοί άνθρωποι. Το πραγματικό εισιτήριο είναι άλλο: ηδονιστικό βλέμμα, δολοφονική διάθεση κι ίσως εκπληρώσεις την ταύτιση, που έλεγε κι ο ποιητής. Στη σκηνή, τα φώτα οργιάζουν. Δυο τσουβάλια μυς ανταλλάσσουν γρονθοκοπήματα. Σκίζουν τις σάρκες τους. Πολεμάνε. Για το τίποτα.
Τα πάντα είναι θέαμα. Από μια πολιτική ομιλία, μια κινηματογραφική προβολή, την όψη ενός ανθρώπου, ως τον αθλητισμό. Το θέαμα, δηλαδή ό,τι φαίνεται, συνδέεται με ασύνειδο κι έμμεσο τρόπο μ' ένα υπόγειο "είναι". Η Τέχνη, μέσα απ' το θέαμα της, παραπέμπει(;) στις αιώνιες σταθερές του κόσμου, ένας πολιτικός λόγος προδίδει(;) τα προβλήματα και τις αρετές ενός τόπου, η όψη ενός ανθρώπου φανερώνει ή αποκρύπτει χαρά, μελαγχολία, θλίψη κ.ο.κ. Στον αθλητισμό το θέαμα δεν είναι παρά ο εαυτός του. Μια γροθιά είναι μια γροθιά. Ένα γκολ είναι ένα γκολ. Μια νίκη μια νίκη. Τίποτα παραπέρα. Ίσως αυτή να είναι η βασική υπαιτιότητα της μαζικής λατρείας του. Η παντελής απουσία του "είναι" επιτρέπει στον θεατή -δηλαδή αυτός που εκτίθεται στο θέαμα- να παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του. Και ν' αποδώσει στα συναισθήματα και στις παρορμήσεις του, που παράγονται ανεξέλεγκτες απ' το τίποτα, την ιερότητα ενός "είναι".
Ο Robert Wise σκηνοθετεί το The Set-Up σχεδόν σε on κινηματογραφικό χρόνο. Και κόντρα στις προσδοκίες ενός φαντεζί θέματος, όπως η πυγμαχία, επιλέγει να κινηματογραφήσει πιο υπόγεια, πιο σιωπηλά. Μεταξύ θεάματος (στη σκηνή μια στημένη παράσταση παίζεται, ακόμα κι αν ο θεατρίνος τ' αγνοεί) και θεατή επιλέγει να στρέψει τον φακό στον δεύτερο. Να κινηματογραφήσει, δηλαδή, περισσότερο τις ποίκιλες και φανατισμένες αντιδράσεις του κοινού. Και ν' αφήσει την αρένα του Παραδείσου, τον πυγμαχικό αγώνα για τη Σωτηρία, και τους θεατρίνους(πυγμάχους) στο έλεος της προαποφασισμένης -απ' τους κανόνες του παιχνιδιού/θεάματος- μοίρας.
Η παράσταση κλείνει. Το κοινό αποσύρεται, ταυτισμένο, και διαδίδοντας τα συναισθήματα κάθαρσης. Η έξοδος του Παραδείσου είναι ανοιχτή, δεν της πρέπει αντίτιμο. Τώρα ο θεατής, που γίνεται θέαμα μέσα στην καθημερινή ζωή του, ονειρεύεται μόνο την επόμενη επίσκεψη. Και την ενάρετη ζωή που θα την επιτρέψει. Οι θεατρίνοι μένουν. Να σβήσουν τα φώτα της σκηνής. Και να συντριβούν -όχι θεαματικά, αλλά πραγματικά πια- στα σχοινιά μιας ερημωμένης αρένας.
Και κάπου εκεί, στην αριστουργηματική σεκάνς του φινάλε, ο Robert Wise κατεβαίνει, ή μάλλον αναδύεται απ' τα υπόγεια της δημιουργίας, σαν έκπτωτος άγγελος, για να χαρίσει το αμετάκλητο Knockout στον εξαιρετικό πρωταγωνιστή του(Robert Ryan). Να τον λυτρώσει μ' ένα τελειωτικό χτύπημα. Αποσύροντας τον οριστικά, πλέον, από τις πύλες αυτού του Παραδείσου.
Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010
Tournée
Σκηνοθεσία: Mathieu Amalric
Παραγωγής: France / 2010
Διάρκεια: 111'
Ένας αμερικάνικος θίασος, αποτελούμενος από κυρίες ώριμης νιότης, περιπλανιέται δίνοντας παραστάσεις στα προάστια της Γαλλίας, απ' όπου κατάγεται ο μοναχικός ιμπρεσάριος. Θα περίμενε κανείς, οι ώριμες Νεοϋορκέζες με το σοφιστικέ γυμνό, να εκτίθονταν στο κέντρο της Γαλλίας. Στο Παρίσι. Η πορεία τους όμως είναι ανάποδη. Περιδιαβαίνουν τα προάστια. Κοντά στα σύνορα της Γαλλίας. Και ο Mathieu Amalric, που σκηνοθετεί τον εαυτό του, κάνει μια ταινία για την αρχή και το τέλος, τα σύνορα, του νέου Κόσμου, και τις σκιές που αφήνει εντός της πληγμένης ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
Ο σκηνοθέτης ακολουθεί μονίμως τον εαυτό του. Στο ρόλο του μοναχικού ιμπρεσάριου που κρατά τις αποστάσεις. Που χάνεται μέσα σ' αυτές. Αποστάσεις, μοιάζει να 'ναι η καίρια λέξη, για να περιγράψει αυτή την ταινία. Απ' το πρώτο εκπληκτικό πλάνο στο ασανσέρ των ασύμπτωτων βλεμμάτων. Των ανέγγιχτων σωμάτων. Ως το rock φινάλε, που καλείται να τις εκμηδενίσει. Από την ερμηνεία των ηρώων. Με τα διψασμένα βλέμματα και τα δύσκαμπτα σώματα. Ως την εξονυχιστικά μελετημένη γεωμετρία της σκηνοθεσίας.
Ο ιμπρεσάριος ταξιδεύει τα κορίτσια του, τον θίασο του, στη Γαλλία με σκοπό, τα φώτα της περιοδείας, να τονώσουν το εύθραυστο χαμόγελό τους. Βασικά, για αυτόν δεν είναι μπίζνα. Για αυτόν είναι ένα ταξίδι επιστροφής. Ένα ταξίδι για να ψαχνίσει τις χαμένες ρίζες του. Την οικογένεια του. Τ’ όνομά του στην πιάτσα. Τους παλιούς του φίλους. Τη σταθερότητα στο έδαφος του παρελθόντος. Μάταια. Κατολίσθηση.
Σ' αυτό το Τουρνέ όλοι κάτι ψάχνουν. Ο ιμπρεσάριος αναζητά τη χαμένη ζωή του. Τα κορίτσια το show που θα καθηλώσει. Τα παιδιά, την κανονική οικογένεια που ποτέ δεν είχαν. Οι καθημερινοί άνθρωποι, μια στιγμή ξεχωριστή. Στην πραγματικότητα οι αναζητήσεις τους δε διαφέρουν. Μέσα σε μια καμένη γη. Πάνω απ' τις συντριμμένες γέφυρες της επικοινωνίας. Μέσα στης ασφυκτική αυτοσυμπίεση της απομόνωσης της εξατομίκευσης. Όλοι αναζητούν μια διέξοδο. Τον χώρο, τον χρόνο, τη σκηνή, τη ζωή -και όποιο άλλο όνομα- που θα τους αποδώσει ένα ξεχωριστό συναίσθημα. Η διάρκεια εφήμερη. Μια μικρή δόση ευτυχίας που θα απαλύνει τις ρυτίδες στα θεοσκότεινα πορτραίτα της μοναξιάς.
Το Tουρνέ είναι μια ταινία γλυκόπικρη. Για μια ζωή που χάνεται στον πηγαιμό. Για την γοητεία της επανέυρεσης. Της έλξης. Μια ταινία για τις ψυχολογικές αβεβαιότητες. Μια ταινία με τρεμάμενο σφυγμό. Ακροβατεί μεταξύ συρμού κι αποβάθρας. Το κενό. Μια ταινία ανθρώπινη.
Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010
Somers Town
Σκηνοθεσία: Shane Meadows
Παραγωγής: England / 2008
Διάρκεια: 71'
Ο Shane Meadows είναι ένας απ' τους ιδιαίτερους σκηνοθέτες της γεννιάς του. Το έργο του μπορεί να μην έχει απλωθεί παγκοσμίως, ο ίδιος μπορεί να μην έχει αναγνωριστεί, καλλιτεχνικά, ακόμα, ωστόσο, έπειτα από πολύ καιρό, στο αφηγηματικό σινεμά, βρίσκεται κάποιος δημιουργός να επαναδιαπραγματευθεί ουσιαστικά και ριζικά το θέμα της κινηματογραφικής αισθητικής. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία, ο τραχύς κόκκος, ο έντονος αποχρωματισμός, η κίνηση στην κάμερα είναι μερικά απ' τα στοιχεία που συναντάμε στις ταινίες του. Στοιχεία που δοκιμάζουν τα αισθητικά όρια, την αντοχή, του θεατή. Ο Βρετανός σκηνοθέτης μοιάζει να ξύνει την εικόνα του με το σκαρπέλο, ή το νυστέρι, για να εκμαιεύσει απ' αυτή την πιο βίαια όψη της. Μια όψη ταιριαστή με τις υποκοσμικές ιστορίες στις οποίες αρέσκεται, αλλά και μια όψη πρωτόγνωρη, συνεκτική ως προς τον εαυτό της, που διαθέτει μια άγρια ποιητική ευαισθησία, μια ομορφιά που απλώνεται έξω απ' τα σύνηθες κριτήρια. Έτσι, σε μια εποχή που ο νέος κινηματογράφος επιδίδεται -με μια μεταφορμαλιστική διάθεση(;)- στην αφήγηση ιστοριών με ωραίες εικόνες, ο Meadows μας υπενθυμίζει, πως κινηματογραφική αισθητική, όσον αφορά τη φωτογραφία, σημαίνει: να αφηγείσαι "ωραίες" ιστορίες με τις εικόνες που τους αναλογούν. Κι αυτή η βίαιη κι ανεξάντλητα ανήσυχη οπτική προσέγγισή του, δεδομένης της ακόρεστης έντασης αλλά και της συνέπειας, υπερβαίνει την αμενικότητα του "απλού" στυλιζαρίσματος, και ξεχύνεται σ' ένα χώρο αυστηρώς προσωπικό, αυστηρώς καλλιτεχνικό.
Αλλά ας μιλήσουμε για το ασπρόμαυρο Somers Town, με το έντονο contrast και τον τραχύ αποχρωματισμό. Πρόκειται μάλλον για μια ταινία που στεγάζει τις συνήθεις εμμονές του σκηνοθέτη. Δυο παιδιά, δυο έφηβοι -οι αγαπημένοι του ήρωες- βρίσκονται, ξένοι, στο πολυπολιτισμικό Λονδίνο. Ο ένας είναι ο Marek, ένας Πολωνός, που 'χει μεταναστεύσει με τον πατέρα του, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Ο άλλος είναι ο Tomo. Ένας Άγγλος απ' τα βόρεια, χωρίς πατέρα, μητέρα, σπίτι, απόλυτα μόνος, που περιπλανιέται στους αφιλόξενους δρόμους του Λονδίνου. Ο Tomo, με το μυστήριο ως και υπερβατικό παρελθόν, μοιάζει ο ιδανικός ήρωας για να σχολιάσει τη διαγραφή των ριζών, μέσα στη νέα, παγκοσμιοποιημένη, τάξη πραγμάτων.
Ο Marek είναι ένας εγκρατής έφηβος. Κι ένας ερασιτέχνης φωτογράφος. Ο φωτογράφος διαιωνίζει μια στιγμή στο χαρτί, αποκτώντας τη δική του, αλλά πάντα δρα ως τρίτος μέσα σ’ αυτή, είτε χρονικά, είτε χωρικά, αφού δεν είναι παρά ένα εξωτερικό μάτι, ο ξένος που την κλέβει, παρατηρώντας τη. Ομοίως, ο Marek, μοιάζει να είναι ένας τρίτος ως προς τη ζωή του. Ο Tomo απ' την άλλη είναι παρορμητικός. Ζει πιο άμεσα. Ζει στο τώρα, και σε όσο αυτό διαρκεί. Τα παιδιά, μες στην αντίφασή τους, κουμπώνουν εξαιρετικά. Ο Meadows παίρνει από αυτούς τον καλύτερο εαυτό, και μέσα από μερικές σεκάνς ανθολογίας, βρίσκει την ευκαιρία να θίξει τα αγαπημένα του θέματα. Τη φιλία μεταξύ ανδρών. Την εφηβική έλξη, αλλά και την προσέγγιση του έτερου φύλου. Ενώ ταυτόχρονα ανοίγει κι έναν κοινωνικό διάλογο για την φρενήρη εργασιακή εκμετάλλευση, τη λαίμαργη βία των δρόμων, την ατομική απάθεια, την πολιτισμική αφασία.
Όλα μοιάζουν μαύρα σε αυτή την τραγικά διαχρονική πόλη του νέου παγκοσμιοποιημένου τοπίου. Κι όμως ο Meadows, με τη φιλία των ηρώων του, βρίσκει τον τρόπο να υπερακοντίσει τη σκοτεινιά. Να δημιουργήσει μια υπόγεια ονειρική αίσθηση, που εκτονώνεται στην τελική (έγχρωμη) σεκάνς απελευθέρωσης. Γιατί όσο κι αν οι ταινίες του Βρετανού σκηνοθέτη καταπιάνονται με τα σάρκινα βουρκοτόπια της πραγματικότητας, ο κινηματογράφος, τελικά, είναι κάτι άλλο, που υπερβαίνει την πραγματικότητα. Οι εικόνες τρέφονται μέσα απ' το υπαρκτό, για να φανερώσουν, να απελευθερώσουν μια ανύπαρκτη αίσθηση, μια αίσθηση αγέννητη. Αγέννητη σαν αλήθεια.
Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010
Another Year
Σκηνοθεσία: Mike Leigh
Παραγωγής: England / 2010
Διάρκεια: 129'
Θα φανταζόταν κανείς πως στο περιβάλλον κάποιου ψυχολόγου τα πάντα θα ‘ταν ρόδινα. Κάθε άλλο. Υπάρχει ένα θέμα: ο ψυχολόγος σαν να απολαμβάνει σαδιστικά τη διάγνωση ασθενειών για την επαλήθευση της δικής του ψυχικής πανευδαιμονίας. Και μετ’ έπειτα, η θεραπεία αναλώνεται στο συμβιβασμό και τη διαιώνιση των νευρώσεων, και κατ’ επέκταση τη δημιουργία ενός ατροφικού περιβάλλοντος που αναδεικνύει και τονίζει τη λαμπρότητα του ό,τι φαινομενικά φαντάζει υγιές. Τα γένια του ευλογάει ο ψυχολόγος!
Ο Tom(Jim Broadbent) είναι ένας γεωλόγος. Ερευνά την ψυχή της φύσης, αλλιώς. Η Gerri(Ruth Sheen) ψυχολόγος. Και οι δυο μαζί, για τους γύρω τους, και για τους ίδιους, ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Έχουν έναν επιτυχημένο γιο. Στα πλαίσια της επιτυχίας του, φέρνει και μια νύφη στο σπίτι. Αυτή είναι εργοθεραπεύτρια. Με τους τόσους θεραπευτές, θα περίμενε κανείς ένα σφριγηλό φιλικό περιβάλλον. Αντί αυτού, βλέπουμε μια σωρεία προβληματικών χαρακτήρων. Ο Mike Leigh σκηνοθετεί τα πάντα με μια χειρουργική λεπτότητα. Απ’ τα αντικείμενα ως τους χαρακτήρες. Απ’ τους διαλόγους, που όντας απλοί δε προδίδουν ποτέ τον εαυτό τους, ως τον χρόνο που κυλάει ελεύθερα στις τέσσερις εποχές του χρόνου.
Ο Tom και η Gerry αποφεύγουν τις τομές στην οικογένεια τους. Για την ακρίβεια αγγίζονται με μια πλαστικότητα, σα να πρόκειται για πορσελάνινες κούκλες, που δεν αφήνει ρωγμές στην τελειότητα της επιφάνειας τους. Σ’ αυτή την άθιχτη επιφάνεια οφείλουν την θλιπτική ευτυχία τους. Η κάμερα όμως του Mike Leigh μετακυλύει το βάρος στους προβληματικούς χαρακτήρες. Εκεί συναντάμε τον Ken, έναν ευτραφή μοναχικό μεσήλικα, στο κατώφλι της κατάθλιψης. Τον αφασικό Ronnie, αδερφό του Tom, που έχει χάσει τη γυναίκα του κι έχει προβλήματα με τον πληγωμένο γιο του. Και τελευταία και κυριότερα την Mary(η εξαιρετική Lesley Manville). Μια γυναίκα ανασφαλή, μοναχική, παραλυμένη από νευρώσεις. Το φιλήσυχο ζεύγος τους συμπονά, τους νοιάζεται όπως υπαγορεύουν οι ορθοί τρόποι. Σε βάθος χρόνου η καθωσπρέπει συμπεριφορά προδίδει τον εαυτό της: αποποίηση, αδιαφορία και αποξένωση. Η πλαστή φιλική στάση του ζευγαριού, κάτω απ’ τα προσχήματα, αποκαλύπτει μια εξοργιστική απάθεια που αγγίζει τα όρια της λοιδορίας.
Σε βάθος χρόνου, οι προβληματικοί χαρακτήρες γίνονται προβληματικότεροι. Κατά βάθος ζηλεύουν την ευτυχία των συμβιβασμένων Tom και Gerry. Κάτι βολικό και εφησυχαστικό για τους τελευταίους. Που συνειδητά ή ασυνείδητα συντηρούν και υποθάλπουν την κατάσταση, παρέχοντας στους εαυτούς τους ένα είδος φτηνής επιβεβαίωσης. Όμως όσο κι αν το πρωταγωνιστικό ζεύγος αρνείται τις τομές, ο Mike Leigh με την εμμονή στα κοντινά πλάνα, ανοίγει διάπλατες ρωγμές στα πρόσωπα των ηρώων του. Για να κοιτάξει κατάματα τη θλίψη, τον πόνο, τη μιζέρια, τη μοναξιά. Εμβληματικά ορόσημα του καιρού. Αλλά και να εστιάσει, σ’ ένα ίσως πιο καλυμμένο πρόβλημα: την χυδαία(;) φύση της τελειότητας του μη προβληματικού.
Η συντριπτική πλειοψηφία των «ηρώων» στο ανθρώπινο Another Year, παρακαλούν μια άλλη ζωή, μια άλλη ηλικία, μια άλλη χρονιά, έναν άλλο εαυτό. Από την Imelda Staunton(Vera Drake) που εμφανίζεται μόλις για μια σκηνή, ως την Lesley Manville που μονοπωλεί το φακό. Όμως, στις τέσσερις εποχές που παρεμβάλλει ο βρετανός σκηνοθέτης, τα πάντα μένουν εξοργιστικά απαράλλακτα. Ίσως τελικά, οι ασθένειες να παράγονται απ’ την δική μας ασθενική ματιά. Ένας άνθρωπος «γίνεται» καταθλιπτικός, όταν τον αντιμετωπίζεις ως καταθλιπτικό. Και ούτω καθ’ εξής. Ίσως, η διαιώνιση των ασθενικών συμπτωμάτων να οφείλεται στην άρνηση του βλέμματος να αντιμετωπίσει, και στον βολικό εφησυχασμό που προσφέρει η τακτοποίηση σ’ έναν φαινομενικά ισορροπημένο βίο.
(για το bookpress)