Σκηνοθεσία: Georges Franju Παραγωγής: France / Italy / 1960 Διάρκεια: 88'
Μια σημαντική ταινία ετούτο το τόλμημα του Georges Franju που σόκαρε ιδιαίτερα το κοινό και τους κριτικούς της εποχής του. Και παρά τα αισθητά, κατά την ψηλάφηση, κομπιάσματα του σεναρίου, παραμένει μέχρι σήμερα άξια αναζήτησης, κυρίως για την ατμόσφαιρά της. Έστω και αν τα λεχθέντα μένουν ημιτελή.
Η επιστήμη είναι το θέμα της ταινίας. Και συγκεκριμένα ένας επιστήμονας(πατέρας), με τη συνενοχή της μητέρας, προσελκύει όμορφες νεαρές. Που ξαπλώνουν, εν αγνοία τους, στο πειραματικό εργαστήρι του, ως θηράματα έτοιμα να θυσιάσουν το πρόσωπο τους στο βωμό της αντικατάστασης του σακατεμένου προσώπου της κόρης. Το "χαλασμένο" πρόσωπο προέκυψε από ένα οδικό ατύχημα, του οποίου η ενοχή βαραίνει τον πατέρα.
Σε πρώτη ανάγνωση η ταινία αποτελεί ένα κατηγορώ της επιστήμης. Η οποία καθρεφτίζεται ως ένα πεδίο ανθρώπινης αυθαιρεσίας. Αρκεί να αναλογιστούμε την ασύδοτη χρήση που γνωρίζει στο έργο, και όχι μόνο. Επί της ουσίας, μιλάμε για μια οπισθοδρομική επιστήμη. Καθώς επιβάλλεται χαλώντας, και όχι ενδυναμώνοντας, τη Φύση. Ούτως ώστε να επιδιορθωθούν τα οργανικά συνδεόμενα με τη λειτουργία της επιστήμης σφάλματά. Και κάπου εκεί, με τονισμένα γράμματα, ο Georges Franju δε διστάζει να θίξει και το θέμα των μεθόδων και των πρακτικών που ακολουθεί η επιστήμη. Παρουσιάζοντας στεγνά την αλόγιστη συμπεριφορά έναντι των πειραματόζωων.
Το "Les yeux sans visage", δεδομένης της έντονης συμβολικής χροιάς του ανθρώπινου προσώπου, θα μπορούσε να παραστήσει ένα εμβαθές αλληγορικό δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη ταυτότητα. Ωστόσο, η σοκαριστική διαδικασία της μετάγγισης προσώπου, μένει επιμελώς αχρωμάτιστη. Μέχρι το ποιητικό φινάλε. Φινάλε δικαιοσύνης; Τα μπουντρούμια ανοίγουν. Διάφανος νυχτερινός αέρας εισβάλλει. Και η λευκή μάσκα σαρκώνεται ως σύμβολο αθωότητας και αγνότητας. Ορίζοντας ταυτόσημα την ανάγκη καθολικής αναγέννησης/αναμόρφωσης της ανθρώπινης Φύσης. Με έμβολο την ευαισθησία για το περιβάλλον και τον πλησίον. Βαθμολογία 7/10
Σχεδόν το αναφέρω κάθε φορά που μιλάω για ταινία του Antonioni. Και σας παρακαλώ να μου τη συγχωρήσετε αυτή την εμμονή. Όμως δε μπορώ να πάψω να πιστεύω πως όλα αυτά τα αριστουργήματα προκύπτουν, σαν αφρός, από τη σύγκρουση των δύο μεγαλύτερων φιλοσοφικών ρευμάτων. Του υλισμού και του ιδεαλισμού.
Μια εφταμελής παρέα μεγαλοαστών ξεκινά την πληρωμένη και ασφαλή περιπέτεια της, με μια mini κρουαζιέρα στα Ιταλικά ύδατα. H Anna, μέλος της παρέας, θα εξαφανιστεί σχεδόν ως δια μαγείας. Πυροκροτώντας συναισθηματικές αντιδράσεις στους υπόλοιπους. Οι οποίες εκτείνονται από την αδιαφορία και την ήπια ενόχληση των λιγότερο οικείων, ως την αγωνία της αδελφικής της φίλης Claudia(Monica Vitti), αλλά και την ενοχή του συντρόφου της Sandro(Gabriele Ferzetti). Η περιπέτεια του τίτλου δεν προϋποθέτει εξωτερική δράση. Προϋποθέτει κίνηση εσωτερική και ενδοπεριπλάνηση. Και η εξαφάνιση της Anna εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία για να σημασιοδοτήσει την εκκίνηση μιας τέτοιας εσωτερικής περιπέτειας.
Η Anna δεν θα ξαναεμφανιστεί στα κάδρα μας στο υπόλοιπο του φιλμικού χρόνου. Αυτή η απουσία της αναστατώνει τον ψυχισμό των ηρώων. Και ο Sandro, προσπερνώντας τις αρχικές ενοχές, γεύεται το κενό, κυρίως εκτός του. Το κενό στην στενά ορισμένη εικόνα της ευτυχίας. Αυτό το κενό σπεύδει να αναπληρώσει. Και δεν υπάρχει πιο ιδανική αναπληρώτρια από την όμορφη Monica Vitti. Η Monicca, αν και ενδίδει, δεν είναι το ίδιο. Για αυτήν η απουσία σημαίνει παρουσία, και αντίστροφα. Και η υποκατάσταση αντιστρέφει την ιδέα Anna στον εκκωφαντικό λόγο αγωνίας της, αυτόν του φινάλε.
Ο Antonioni είναι ένας ποιητής, και στην περίφημη αυτή τριλογία, που σημάδεψε την έβδομη των Τεχνών, καθιερώθηκε ως ποιητής της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης. Και εδώ φέρεται ομοίως κανιβαλιστικά τόσο στον μέσο άνθρωπο, όσο και στους θεσμούς της μεγαλοαστικής κοινωνίας. Παρατηρώντας τους ήρωες στις καθημερινές και αδιάφορες κοσμικές τους συναναστροφές. Η κάμερα του κεντράρει σε άρτια δουλεμένες εικόνες, χωρίς ίχνος δεικτισμού. Αφήνοντας τον απόλυτο αέρα στο θεατή του, και τα νοήματα να δημιουργηθούν αφαιρετικά μέσα από τις εικόνες.
Αρχικά θα απαξιώσει το θεσμό του γάμου. Σ' αυτόν, η επικοινωνία δεν είναι απλά ελλειπής. Είναι ακρωτηριασμένη! Η αποστροφή ορατή και διακριτή, ασφυκτιά κάτω από τη μάσκα της μακροχρόνιας οικειότητας. Όμως το πρόβλημα της επικοινωνίας δεν εντοπίζεται μόνο στον έγγαμο βίο. Το πρόβλημα είναι καθολικό. Το μοναδικό σημείο επαφής και προσέγγισης των ανθρώπων είναι το σεξ. Το σεξ δεν είναι όμως επικοινωνία. Το σεξ είναι απλά η συναλλαγή ετερόμορφων γεννητικών οργάνων με κοινό σκοπό την ηδονή. Και μόνο αυτό!
Ο μεγάλος Ιταλός auteur θα παρακολουθήσει σαρκαστικά τη σεξουαλική δίψα των χαρακτήρων του. Το σεξ, ή η σεξουαλικότητα καλύτερα, δεν είναι παρά ένα ιδίωμα της ύλης. Η απογυμνωμένη σάρκα και οι εκφράσεις, μόνο ως προς τη όψη τους, είναι αυτές που αποδίδουν τον χαρακτηρισμό της σεξουαλικότητας. Και μαρτυρούν συνάμα την οπτική του βλέμματος του δέκτη. Όπου το είδωλο για αυτόν (ξεκάθαρη η αναφορά στη σκηνή με τα μοντέλα ζωγραφικής) δεν είναι παρά το υλικό περίγραμμα του. Δίχως καμία διάθεση για μια ματιά κάτω από τη σάρκα. Έτσι το σεξ δε μπορεί να αποτελέσει σημείο εσωτερικής ένωσης-επικοινωνίας. Αλλά μόνο μια συναλλαγματική(με την απροσωπία που έχει το παραπάνω επίθετο) ηδονική πράξη.
Η Monicca Vitti -αυτή φέρει τεράστια ευθύνη για τα μεγαλουργήματα του Antonioni. Αν όχι τόσο για τις σπάνιες ερμηνευτικές τις ικανότητες, σίγουρα για το γεγονός πως αποτέλεσε τη δημιουργική μούσα του Ιταλού auteour- έχει διαφορετική θέση. Δεν απορρίπτει ούτε το σεξ, ούτε τον υλικό χώρο. Ωστόσο επιζητεί μια βαθύτερη επικοινωνία. Κάτι που είναι άγνωστο, και μάλλον απροσδιόριστο, στην κοινωνία που πραγματεύεται ο Antonioni. Αυτή η επιθυμία της είναι μάλλον έμφυτη και πηγάζει από μέσα της. Και η μη εκπλήρωση αυτής, συνεπάγεται με την κόλαση της Ψυχής. Ο Antonioni δείχνει να ταυτίζεται με την ερμηνεύτρια του. Κάτι που γίνεται ακόμα πιο φανερό στη σκηνή του τέλους, όπου, παραδόξως, της φυλάει μια θέση στο υψηλότερο σκαλί!
Το L' Avventura είναι μια διαφορετική ταινία από τις επόμενες τρεις(La notte, L' Eclisse, Il Deserto Rosso) που ακολούθησαν, παρ' ότι μοιράζονται σχεδόν την ίδια θεματολογία. Αυτό που την κάνει να διαφέρει είναι η όψη της. Ο Antonioni εδώ, είναι μάλλον πιο κοντά στο "κοινώς ορισμένο" κριτήριο του νεορεαλισμού, ενώ στις επόμενες ταινίες του επέλεξε μία ακόμα πιο προσωπική γραφή. Το διαλογικό κομμάτι είναι εμφανώς μεγαλύτερο, χωρίς ωστόσο να αποτελεί πατερίτσα για την αφήγηση. Ο Antonioni επίσης κινηματογραφεί περισσότερους χώρους, αλλά και περισσότερα πρόσωπα. Κάτι που δίνει μια μεγαλύτερη δυναμική στην ταινία του, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και ένα δυσκολότερο στοίχημα. Ενώ η εικόνα του Ιταλού auteour μας προϊδεάζει για τις σκηνοθετικές και εικονοκλαστικές ικανότητες του, τις οποίες θα απολαύσουμε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό στη μετ' έπειτα φιλμογραφία του. Βαθμολογία 9/10
Σκηνοθεσία: René Clément Παραγωγής: France / Italy / 1960 Διάρκεια: 112'
Ο χορός των επανεκδόσεων καλά κρατεί, και τα ευάερα θερινά cinema φαντάζουν ως ιδανική λύση στο πρόβλημα του αστικού Καλοκαιριού. Μόνο που το Plein soleil, στα ελληνικά "Γυμνοί στον Ήλιο", έρχεται να ανεβάσει κι άλλο τις θερμοκρασίες με τις ημίγυμνες φιγούρες και την ηλιόλουστη φωτογραφία να παρελαύνουν στο κινηματογραφικό πανί!
Η ταινία αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας "The Talented Mr Ripley/Monsieur Ripley" της Patricia Highsmith. Όπου, πλούσιος Αμερικάνος πατέρας που επιθυμεί να επαναπτρίσει τον υιό του, στέλνει τον τυχοδιώκτη Tom Ripley(Alain Delon) στην Μεσογειακή Ιταλία όπου διαμένει ο επίσης πλούσιος και καλομαθημένος υιός. Ο Tom Ripley αγανακτά καθώς διαπιστώνει την άρνηση του τελευταίου να επιστρέψει στην Αμερική. Και έτσι κρυφοκοιτάζοντας στην πλούσια ζωή του, σχεδιάζει να τον δολοφονήσει.
Ο Rene Clement θα δώσει μια ενδιαφέρουσα προοπτική στην ταινία. Γυρίζει το μεγαλύτερο μέρος της στο μεσογειακό γαλάζιο που σε συνδυασμό με τις ημίγυμνες καλλίγραμμες κορμοστασιές του πρωταγωνιστικού τρίου(Alain Delon, Maurice Ronet, Marie Laforêt) υποκρύπτουν έναν ασφυκτικό ερωτισμό. Ακόμα, οι γνώριμες διαπεραστικές ματιές-στιλέτο του Alain Delon σε συνδυασμό με την γοητευτική παρουσία της Marie Laforêt στο ρόλο του αδύναμου θηλυκού, συνυπογράφουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ένας μυστήριος κόσμος γεννιέται, στα σκαλοπάτια του οποίου η ανάβαση είναι εφικτή μόνο όσο οι ηθικοί περιορισμοί εξαλείφονται.
Σε αυτόν λοιπόν τον άνευ ηθικής κόσμο φιλοδοξεί να βασιλεύσει ο Tom Ripley. Που με κεντρικό άξονα τις δεινές πλαστογραφικές του ικανότητες αποκτά πρόσβαση στα χρήματα αλλά και στις ζωές των άλλων! Όμως είναι το χρήμα το ποθητό και η επεξήγηση της συμπεριφοράς του; Μάλλον όχι. Οι πράξεις του είναι απλά ένας αγώνας αναζήτησης ταυτότητας. Μια σφοδρή ανταγωνιστικότητα, μια διάχυτη παιδικότητα και μια επίπονη μοναξιά παλεύουν για μια θέση στο λευκό χαρτί που λέγεται Tom Ripley. Άλλωστε αυτή η έκφυλη έλλειψη ταυτότητας-προσωπικότητας είναι που του επέτρεψαν την ταχύτατη ανάβαση στον κόσμο των πλουσίων. Μόνο που τα κατά σειρά ποινικά ατοπήματα στενεύουν όλα τα περάσματα. Η διαφυγή μοιάζει αναπόφευκτη, όπως θα δηλώσει και ο Rene Clement στο απρόσμενα και αδικαιολόγητα φτηνό δραματουργικά φινάλε του.
Αισθητικά μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που κινηματογραφεί ο Γάλλος σκηνοθέτης. Η ταινία ξεδιπλώνεται σαν ένα κολάζ από ευδιάκριτες σεκάνς οι οποίες στην πλειοψηφία τους διαχωρίζονται μεταξύ τους με την χρήση fade out. Τα γκρο πλαν στις "καυτές" εκφράσεις των ηρώων πληθαίνουν. Οι ήρωες μονοπωλούν και την επιμέλεια του σκηνοθέτη πλάθοντας μια στιβαρή ιστορία χαρακτήρων, που έχει ωστόσο ως έμμεση συνέπεια τον ελαφρύ παραγκωνισμό αναφορών στο κοινωνικό περιβάλλον. Η φωτεινή φωτογραφία συντροφεύει καθολικά την ταινία, ενώ τέλος ο Nino Rota βρίσκει μελωδίες για τα συναισθήματα μας, υπογράφοντας ένα εκπληκτικό soundtrack.
Σε κάποιους από εσάς, που σας αρέσουν οι συγκρίσεις, και θα θέλατε να το ζυγίσετε με το "The Talented Mr. Ripley", την ύστερη μεταφορά του Minghella, αδυνατώ να δώσω απαντήσεις. Γιατί κατά τη γνώμη μου πρόκειται για δυο εντελώς διαφορετικές ταινίες, και αυτό ασφαλώς είναι προς τιμήν του remake. Ο Anthony Minghella έπλασε με διαφορετικό τρόπο τους ήρωες, και με "εμμονή" στη λεπτομέρεια έθεσε σε άλλη βάση και εκσυγχρόνισε τον μύθο. Σαν τελικό συμπέρασμα πρόκειται για δυο διαφορετικές ταινίες, τόσο ως προς το ύφος τους αλλά και στη θεματική τους, και φοβάμαι πως θα αδικήσετε είτε τη μία είτε την άλλη αν κατά την παρακολούθηση τους έχετε την έτερη στο μυαλό σας. Βαθμολογία 7/10
Αυτή η αριστουργηματική ταινία ανήκει στη φιλμογραφία του πολύ σημαντικού Ιάπωνα σκηνοθέτη MikioNaruse του οποίου το έργο εκτείνεται σε 89 ταινίες σε διάρκεια 37 ετών(1930-1967). Δεν είναι όμως η ποσότητα αλλά η ποιότητα που προκαλεί θαυμασμό στο έργο του. Ως άνθρωπος αλλά και ως δημιουργός υπήρξε πολύ προσγειωμένος.Πάντα πιστός και προσηλωμένος στα σχέδια της παραγωγής, έκανε ταινίες με μινιμαλιστικότητα, λεπτότητα, ταπεινότητα και πολύ μεράκι. Αρετές που είναι τόσο απτές και ίσως χαρακτήριζαν και τις στάσεις ζωής του. Αυτό που σήμερα κάνει τον MikioNaruse ξεχωριστό είναι το πολύ υψηλό επίπεδο του κοινωνικού ρεαλισμού. Κατέστρωσε μεγάλα ή μικρότερα ανθρώπινα δράματα τα οποία υλοποίησε σε βάθος με την χρήση διάφορων αφηγηματικών τρόπων. Ωστόσο το χαμηλό προφίλ του, σε αντίθεση με άλλους Ιάπωνες σκηνοθέτες-πατέρες του κινηματογράφου(KenjiMizoguchi, AkiraKurosawa), τον κατέστησε ελάχιστα δημοφιλή και λίγο έλειψε να βυθίσει το συνολικό, ούτως ή άλλως δυσεύρετο, έργο του στην αφάνεια. Τελικά εμείς χάρις τη NewStar, θα έχουμε την ευκαιρία μιας σύντομης γνωριμίας μαζί του, η οποία ξεκίνησε με το αριστουργηματικό "Μια γυναίκα ανεβαίνει την Σκάλα".
Η ταινία τοποθετείται στην μεταπολεμική Ιαπωνία. Μια ανδροκρατούμενη κοινωνία ραγδαίως εξελισσόμενη και επηρεαζόμενη από τα Δυτικά πρότυπα. Η ταινία ωστόσο είναι μια ιστορία για την Κεϊκο. Η οποία είναι μια όμορφη χήρα γυναίκα. Δουλεύει ως "κράχτης πελατών" σε ένα μπαρ της πόλης. Στην Ιαπωνία που η υποβαθμισμένη κοινωνικά γυναίκα έχει δυο μονάχα επιλογές. Έναν ευκατάστατο γάμο ή το να φτιάξει το δικό της μπαρ, αφού πρώτα έχει αποκτήσει την απαραίτητη προυπηρεσία-γνώση-εμπειρία δουλεύοντας υπαλληλικά στα μαγαζιά της πόλης. Η ζωή πολλές φορές τα φέρνει διαφορετικά από ότι τα σχεδιάζουμε και αυτό θα το ανακαλύψει σύντομα η ηρωίδα Η ηρωίδα που προκαλεί θαυμασμό στον θεατή για τον αυτοσεβασμό, την αυτοσυγκράτηση, την τιμιότητα σε μια ζωή-σταδιοδρομία που ενδεικνύεται για ανήθικες αναβάσεις.
Το σενάριο του RyuzoKikushima έχει αυτοσκοπό να αφηγηθεί την ιστορία της αντιπροσωπευτικής γυναίκας της Ιαπωνίας. Μια γυναίκα που αν και τόσο απαραίτητη στην ανδροκρατούμενη κοινωνία μοιάζει απροστάτευτη και άνιση απέναντι στο έτερο φύλο. Τα εμπόδια διαδέχονται το ένα το άλλο και τα κοινωνικά αδιέξοδα αποκτούν πρωταρχική θέση σε αυτή την ανάβαση στη σκάλα του χρόνου. Και εμείς πορευόμαστε σε αυτούς τους δρόμους ίσως με την πιο καθαρή γυναίκα που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε.
Η Κεϊκο αν και χτυπημένη από τη μοίρα, έχει χάσει τον άντρα της, έχει περίσσια δύναμη να αντισταθεί στις αυτονόητες δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Χειρίζεται με έναν παραδειγματικό επαγγελματισμό την εργασία της, που και αν βασίζεται στις κοινωνικές σχέσεις, καταφέρνει να κλειδώνει τα συναισθήματα στον απρόσιτο εαυτό της και ταυτοχρόνως να διατηρεί μια εικόνα άκρως γοητευτική και ελκυστική. Καταφέρνει να προσαρμόζεται ίσως καλύτερα απ' την καθεμία στις ανάγκες της δουλειάς χωρίς ωστόσο να πουλάει-εκφυλίζει το παραμικρό της αψεγάδιαστης προσωπικότητας της. Ο θεατής γρήγορα θα ταυτιστεί με τον μπάρμαν-συνεργάτη της, ο οποίος τρέφει έναν κλιμακούμενο θαυμασμό-έρωτα για τον τρόπο που η πρωταγωνίστρια διατηρεί στο άθιχτο τη ζωή της. Έτσι και εμείς με έναν πλατωνικό έρωτα θα της ακολουθήσουμε τον δύσβατο δρόμο της.
Η Κεϊκο όμως δεν είναι άτρωτη. Είναι άνθρωπος και έτσι ο Naruse θα την σκηνοθετήσει. Ανυπεράσπιστη στα παιχνίδια της μοίρας θα ενδώσει στις "εγγυημένες" προκλήσεις. Ακόμα και αν πέφτει όμως, είναι μόνο για να σηκωθεί. Και να κουρσέψει και το τελευταίο σκαλί της επικίνδυνης σκαλωσιάς της ζωής. Ο συναισθηματισμός, δεδομένης της πλοκής, φαντάζει εύκολη οδός. Ο MikeNaruse όμως έχει αντίθετη άποψη. Δεν θα προσπαθήσει καθόλου εύκολα συναισθηματικά τεχνάσματα, θα σκηνοθετήσει την ιστορία κυρίως με μακρά στατικά πλάνα, με λεπτότητα και με αξιέπαινη ωριμότητα, και η συναισθηματική ταύτιση θα έρθει μόνο με τρόπο αυθόρμητο, αυθεντικό και ουσιαστικό. Ειδική αναφορά αξίζει ο τρόπος χειρισμού των δεύτερων και τρίτων ρόλων, ο οποίος σε συνδυασμό με την εστιασμένη σκηνοθεσία καταφέρνει να αποτυπώσει εις βάθος το κοινωνικό πορτραίτο της εποχής.
Μια ταινία must για κάθε σινεφίλ, και όχι μόνο, και μια απαραίτητη αρχή για μια ουσιαστικότερη γνωριμία με τον χαμηλόφωνο κόσμο του μεγάλου Ιάπωνα σκηνοθέτη. Βαθμολογία 9/10