Στάζουν Μεσάνυχτα, ποιητική συλλογή της Δήμητρας Αγγέλου
Στην ποιητική συλλογή της Δήμητρας Αγγέλου, “Στάζουν Μεσάνυχτα”, ερχόμαστε σ’ επαφή μ’ ένα τρομακτικό ον. Μ’ ένα ον γεμάτο αγκάθια, μ’ ένα ον που κλωτσά, μ’ ένα ον που δέχεται, μ’ ένα ον που δε δέχεται, μ’ ένα ασχημάτιστο ον, μ’ ένα ον που “πονά γιατί γεννήθηκε”. Αν θέλαμε να αναλύσουμε αυτό το ον, ίσως καταλήγαμε πως είναι ένας άνθρωπος εν τω γίγνεσθαι. Ή ακόμα πιο πίσω, ένας άνθρωπος πριν το γίγνεσθαι. Ένας άνθρωπος στακτός. Ασχημάτιστος. Ένας άνθρωπος που είναι στα πρόθυρα του να υπάρξει. Κι αυτό το στάδιο τον καθιστά, αν όχι μια διακριτή/αναγνωρίσιμη πάλη, μια αισθητή πάλη. Για τον ίδιο και τους άλλους. Ο προ-άνθρωπος, αν μου επιτραπεί αυτός ο αδόκιμος όρος, δεν είναι ο άνθρωπος ο καθημερινός. Παρ’ όλα αυτά ίσως είναι περισσότερο οικείος. Δεν είναι ο ορατός άνθρωπος. Η αντικειμενικότητα που αποτελούμε για τους άλλους. Είναι ο άνθρωπος πριν τον άνθρωπο. Ή κάπως διαφορετικά, ο άνθρωπος μέσα στον άνθρωπο, πριν ο τελευταίος γίνει άνθρωπος. Πριν ο τελευταίος γίνει σύμβαση. Για τον προάνθρωπο της ποιητικής συλλογής, η ζωή είναι ένα θαύμα. Αλλά όχι ένα θαύμα που δίνεται. Για αυτόν η ζωή είναι το θαύμα του να ζεις.
“Το ανθρώπινο σώμα ποτέ
Όταν στ’ αλήθεια το αγγίζεις
Δεν έχει περίγραμμα
Δεν έχει άνθρωπο”
Κι αυτός ο προάνθρωπος που παρατηρώ μέσα
στους στίχους της ποιήτριας, κατά έναν τρόπο είναι ανώτερος άνθρωπος.
Όχι ανώτερος από την κοινωνιολογική άποψη. Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι
ηθικός. Δεν είναι σεβάσμιος. Δεν είναι αξιοπρεπής. Δεν έχει κανένα
έδρανο στην αντίληψη των πολλών. Δε ζυμώνεται απ’ όλα αυτά τα μπαγιάτικα
εδέσματα που μας σερβίρονται σε ακριβά σερβίτσια νύχτες χωρίς άστρα,
νύχτες χωρίς φεγγάρι. Η ποιητική συλλογή της Δήμητρας μοιάζει να έχει
απομυθοποιήσει πλήρως τις παραδεκτές αξίες. Δε μπαίνει καν στον κόπο να
τις περιφρονήσει. Τις έχει δει και τις έχει προσπεράσει. Επωμίζοντας,
σχεδόν αυτοτραυματικά, το βάρος και το κόστος αυτής της επιλογής. Αυτής
της διαφορετικότητας. Ο δικός της υπεράνθρωπος, ο δικός της προάνθρωπος,
υποφέρει. Τεμαχίζεται. Αφανίζεται. Ρημάζεται. Το ευαγγέλιο του
-προφανώς και δεν έχει τέτοιο- είναι ο πόνος, η καύλα, ο έρωτας, η
παρόρμηση. Εκείνη η άφατη ουσία που δε μπορεί να γίνει λέξη. Η άφατη
ουσία της αίσθησης, που με όσες λέξεις και να την περικυκλώσεις, μένει
απ’ έξω. Κι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ένας μακρινός άνθρωπος. Δεν είναι
ένας άνθρωπος που δε σε αφορά. Είναι ένας άνθρωπος που σ’ έχει αγγίξει
εκεί που τον αισθάνεσαι. Και σ’ έχει αγγίξει μ’ όλους τους πιθανούς
τρόπους. Ακόμα και μ’ αυτούς που δε σ’ έχει αγγίξει…
“Απ’ όπου κι αν με πιάσεις εγώ θα πονάω
Γιατί με έχεις πιάσει ήδη παντού”
Στάζουν Μεσάνυχτα, γράφεται στον τίτλο
της συλλογής, και ίσως μπορείς ήδη να διαισθανθείς τον υγρό, πηχτό πόνο,
τον αισθησιακό, σχεδόν ερεθιστικό τόνο μιας δραματικής φωνής. Όμως η
φωνή της ποιήτριας περιέχει όλο τον πόνο του δράματος, χωρίς το δράμα.
Χωρίς κάτι το δραματικό. Κι αν τα μεσάνυχτα φαντάζουν σύνορο, η ποίηση
της συλλογής είναι ασύνορη. Μπορεί τα μεσάνυχτα να διαχωρίζουν στη σκέψη
μας τη ζωή απ’ το θάνατο, τη μέρα από τη νύχτα, τη μέρα από την άλλη
μέρα, το δόκιμο απ’ το αδόκιμο, όμως ταυτόχρονα και κυριολεκτικά,
αποτελούν μια ασύνορη μεταβατική στιγμή. Μια ανεπανάληπτα μοναδική
στιγμή. Σ’ αυτή τη στιγμή πασχίζει η συλλογή. Όχι πριν τη μετάβαση. Ούτε
μετά. Στο ακριβώς της στιγμής. Της στιγμής που δεν υπάρχει. Της στιγμής
που στάζει τη σκοτοδίνη του αισθήματος. Και οι στίχοι μοιάζουν μια
ταπεινή συγκομιδή, μια βιωματική καταγραφή πόνου, μνήμης, απώλειας,
έρωτα, ζωής, νοσταλγίας, τρόμου, αγάπης, φόβου, παράνοιας (δεν
τελειώνει) πριν γίνουν αυτό που υπαινίσσονται οι λέξεις. Πόνος, μνήμη,
απώλεια, έρωτας (…) πριν γίνουν η γνώση των λέξεων. Η εμπειρία των
λέξεων. Η συνείδησή τους. Ίσως οι λέξεις αστοχούν. Κι αυτή ακριβώς η
ικανότητα δίνει στην αίσθηση τη δυνατότητα να σε κατακλείσει. Να σε
κατακλείσει με την (αίσθηση) της ευνοϊκής θερμοκρασίας των πραγμάτων,
πριν ακόμη γίνουν πράγματα.
“Μου λείπει ο μπαμπάς μαμά
Μου λείπει το να με πιάνουν από το χέρι
Χωρίς να με αγγίζουν
Να με οδηγούν
Χωρίς να προπορεύονται
Να μου μαθαίνουν τ’ αστέρια και τα μαθηματικά
Να μου τραγουδούν κι εγώ να γελάω
Μου λείπει η θαλπωρή των θερινών νυχτών
της παιδικής ηλικίας
Η ευνοϊκή θερμοκρασία των πραγμάτων
Πριν ακόμη γίνουν πράγματα
τι κάνει ο μπαμπάς μαμά;
Και γιατί εδώ κάνει τόση μοναξιά;
Ξέχασε να με μάθει κάτι;
Έχω πολλές απορίες ακόμη να του πεις μαμά…”