Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008
Animal Crackers
Σκηνοθεσία: Victor Heerman
Παραγωγής: Usa / 1930
Διάρκεια: 97'
Ψαχουλεύοντας την φιλμογραφία των Marx brothers, ανακαλύπτουμε διάσπαρτα τίτλους που αναφέρονται στο ζωικό βασίλειο(Animal Crackers, At the Circus, Duck Soup, Horse Feathers, Monkey Business). Όμως στις ταινίες τους, σπανίως εκτειθόμαστε στη θέα κάποιου ζώου, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Γεγονός που κάνει ευδιάκριτο, πως οι δανειζόμενοι τίτλοι απ' τη ζωολογία, αποσκοπούν σε μια εισαγωγική περιγραφή του ανθρώπινου τσίρκου.
Η Mrs Rittenhouse διοργανώνει την σύνηθισμένη, στις ταινίες των αδερφών, κοσμική εκδήλωση. Ανάμεσα στην πληθώρα των παρευρισκομένων, τιμητική θέση έχει κάποιος Captain Spaulding, υποτίθεται περιβόητος εξερευνητής. Τον οποίον υποδύεται η φλύαρη και χαρισματικά οξυδερκής περσόνα του Graupho Marx. Ακόμα, δύο κατά πρόφαση μουσικοί. Τους οποίους ενσαρκώνουν ο Chico Marx, με την γνώριμη φυσιογνωμία απατεώνα, και ο Harpo Marx, χαμένος σε μια πληγωμένη παιδικότητα. Τέλος, στο επίκεντρο βρίσκεται ένας ψαράς, ο οποίος δηλώνει μεγάλος και τρανός ζωγράφος, και χρησιμοποιεί τους παράδες του για να προσεταιριστεί και να διαφημίσει έργα άλλων ως δικά του! Η διαφήμιση ενός τέτοιου έργου αποτελεί και θεματικό άξονα της ταινίας. Όμως στο πάρτυ τριγυρνούν δυο ακόμα κόπιες, που εξυπηρετούν τα δόλια κίνητρα των κατόχων τους, και εναλλάσσονται με
τον αυθεντικό πίνακα σαν σημαδεμένα τραπουλόχαρτα σε στημένη παρτίδα bridge.
Αδερφοί Marx: Ένα παχύ σύννεφο που εξαπλώνεται πάνω από κοινωνικώς αποδεκτά και θεσμικώς επιβεβλημένα στερεότυπα και σαν μια χαοτικά άναρχη και όξινη νεροποντή που καταστρέφει, ισοπεδώνει και εκμηδενίζει ότι βρεθεί στο διάβα της! Δε μπορώ να βρω κάποιον άλλο ορισμό για να περιγράψω αυτό το άναρχο cinema. Που ενώ διανύουμε περίπου ογδόντα έτη από την γέννηση του, δεν έχει εντοπιστεί κάποιο νεώτερο κινηματογραφικό ρεύμα που να έχει αφομοιώσει το ύφος του. Η αλήθεια είναι ότι οι αδερφοί Marx, ως προς την κινηματογραφική γλώσσα, δεν πρόσθεσαν απολύτως τίποτα στο μέσο. Άλλωστε η πλειοψηφία των κινηματογραφημένων ταινιών τους, προϋπήρξαν ως θεατρικές παραστάσεις των ίδιων, που είχαν προεξασφαλίσει την εμπορική επιτυχία τους. Έτσι, η κινηματογράφηση δεν υπάκουε σε κάποιον ευδιάκριτο καλλιτεχνικό λόγο, αλλά υπήρξε απλά ένας τρόπος στην ισόβια απαθανάτιση του έργου τους. Ενός έργου που δηλώνει απερίφραστα την θεατρική του ταυτότητα, τόσο μέσω του χειμαρρώδη λόγου του, όσο και απ' τα διάφορα σκετσάκια που μοιάζουν βγαλμένα από κάποια αυτοσχέδια παράσταση του δρόμου. Δεν είναι τυχαίο πως τα τρία αδέρφια(ο τέταρτος αποχώρησε νωρίς), ουσιαστικά, επαναλαμβάνουν τους εαυτούς τους στο σύνολο της φιλμογραφίας. Σαν μια συνεχιζόμενη θεατρική παράσταση δίχως τέλος! Η επανάσταση που έφεραν στην 7η Τέχνη αιτιολογείται και εντοπίζεται μέχρι σήμερα στο ευρηματικό και καινοτόμο χιούμορ τους. Τέλος, δε θα ήταν παντελώς άστοχο να παρατηρήσουμε την αγάπη και τον επηρεασμό των μετ' έπειτα σουρεαλιστών.
Έτσι και στο Animal Crackers, δια μέσω αναπάντεχα κωμικών στιγμών, πασπαλισμένων με διάσπαρτα μουσικά διαλείμματα, πραγματοποιείται μια οξύμωρη σάτιρα στις τάσεις της εποχής. Ένα αθυρόστομο κατηγορώ πάνω στην καθωσπρέπει κοινωνική τάξη των αστών, στην αποικιοκρατία, στον σεξουαλικό περιορισμό αλλά και την Τέχνη. Η Τέχνη στην ταινία παρουσιάζεται με τη μορφή ενός πίνακα ζωγραφικής. Ενός πίνακα που κοστίζει περιουσίες, και που όμως βρίσκεται αποτυπωμένος πάνω σε έναν ευτελή μουσαμά! Τα μάτια των εκατοντάδων παρευρισκόμενων αδυνατούν να αναγνωρίσουν τις διαφορές μεταξύ των κόπιων και του αυθεντικού. Ενώ τέλος, η ποιότητα του αυθεντικού, σύμφωνα πάντα με τη ματιά ενός ψαγμένου καταναλωτή(ίσως αναφορά στην κριτική;), υστερεί στα χρώματα μιας εκ των κόπιων! Τονίζοντας μεταξύ άλλων την ακατάσχετη θεοποίηση διάφορων καλλιτεχνημάτων, και την πάντα εμπορική διάθεση της Τέχνης.
Το Animal Crackers μοιάζει πραγματικά ανεξέλεγκτο. Ο διάλογος πυροδοτεί διαρκώς νέες εξελίξεις, ενώ ταυτόχρονα τα ξεκαρδιστικά σκετσάκια υπογράφουν ταξίδι άνευ επιστροφής στη χώρα του γέλιου! Η ευρηματική σάτιρα μοιάζει ατέρμονη, η έμπνευση συνεχώς παρούσα. Και όπως δηλώνει το φινάλε, μόνο η καθολική εξουδετέρωση των ηρώων μπορεί να δώσει μια παύση σε όλο αυτό το "θεατρικό" πανηγύρι!
Βαθμολογία 8/10
Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008
Kirschblüten - Hanami
Σκηνοθεσία: Doris Dörrie
Παραγωγής: Germany / France / 2008
Διάρκεια: 127'
Ένα σπαραχτικό δράμα πάνω στην εύθραυστη φύση του ανθρώπου ετούτες οι "Ανθισμένες Κερασιές". Τα πάντα εφήμερα και δανεικά. Που στην πεισμωμένη άγνοια μας, η ζωή ρέει ασταμάτητα απάνω σε άνυδρους αμμόλοφους, δίχως ανθούς. Όταν οι κόκκοι στερεύουν επικίνδυνα στο γυάλινο δοχείο του χρόνου.
Αυτή είναι γυναίκα. Ως μητέρα και σύζυγος, η ενσάρκωση της αγνότητας και της ολοκληρωτικής αγάπης. Η ενηλικίωση των παιδιών έχει ολοκληρωθεί. Τώρα μοιράζεται αφοσιωμένη την τρίτη ηλικία με τον σύντροφό της. Αυτός είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ένας τυπικός Γερμανός. Ολότελα πνιγμένος και ολίγον κυνικός στην γραφειοκρατία της καθημερινότητας. Αυτή θα μάθει τον επερχόμενο θάνατο του, ως αποτέλεσμα της ανίατης ασθένειας. Θα θυσιαστεί για άλλη μια φορά στο πλευρό του. Όπως έχει συνηθίσει, θα διοχετεύσει όλη την ενέργεια στον πυρήνα της οικογένειας. Μόνο που στην προσήλωση της να οδηγήσει τον καλό της σε ένα ευτυχισμένο τέλος, θα αιφνιδιαστεί από την ίδια τη ζωή. Όλοι μας χρωστάμε έναν θάνατο...
Η οικογένεια θα αποδομηθεί πλήρως στην επίσκεψη του ζευγαριού στο Βερολίνο. Εκεί οι καρποί της οικογένειας έχουν στρεβλωθεί παντελώς. Ριζωμένοι στο μοντέλο της σύγχρονης κοινωνίας και γαλουχημένοι στην ψευδαίσθηση της προσωπικής ζωής, εκλαμβάνουν ως βάρος την γονεϊκή επίσκεψη. Η οικογένεια θρυμματισμένη προ πολλού και παραμορφωμένη σύμφωνα με τις βουλές του απρόσωπου κόσμου μας. Οι μεγαλουπόλεις επιστρατεύονται μαεστρικά για να τονίσουν τον γιγαντισμό των ανθρώπινων αποστάσεων. Η μητρική απώλεια πλήττει μόνο στην επιφάνεια τα υπόλοιπα μέλη. Γιατί κατ' ουσίαν, τα παιδιά αρνούνται να συγχωρέσουν-αποδεχτούν, την κληρονομιά ενός μαραμένου πατέρα! Και έτσι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την μητέρα τους. "Το να φροντίζεις κάποιον από καταναγκασμό είναι κατάρα, όμως αν το κάνεις από αγάπη είναι ευχή!"
Ο πατέρας μοιραζόταν μια ολόκληρη ζωή με έναν άνθρωπο, τον οποίον όμως αρνήθηκε να αισθανθεί. Τα τραίνα περνάνε και μαζί φεύγει η ζωή. Όμως ποτέ δεν είναι αργά για να επανορθώσεις. Η αγάπη μπορεί να ενώσει κόσμους, η αγάπη μπορεί να νικήσει το θάνατο. Αυτή είναι και το εισιτήριο που βγάζει τον αλλαγμένο πατέρα στο μακρινό Τόκιο. Στο Τόκιο που δεν πρόφτασε να επισκεφτεί η μητέρα, στο Τόκιο που κατοικεί το ένα εκ των τριών παιδιών. Και εκεί η ακόρεστη δίψα για την πραγματική ένωση, αφού αυτή δεν κατέστη εφικτή κατά την φυσική συμπαρουσία, κεραυνοβολεί τον πατέρα που μέσα από την ουσία τον μικρών στιγμών επιθυμεί να κατακτήσει και να "αναστήσει" την αιώνια σύντροφό του!
Στο Τόκιο της υπεραπασχόλησης και της συναισθηματικής απουσίας, θα διαδραματιστεί δραματουργικά μια δεύτερη ταινία! Ο πατέρας θα ενωθεί εγκάρδια με μια νεαρή γυναίκα. Η οποία θα τον μυήσει σε έναν σύγχρονο Γιαπωνέζικο χορό, που καλείται Butoh και αποτελούσε ανολοκλήρωτη επιθυμία της αποθανούσας συζύγου. Γιατί ποτέ δεν είναι αργά για να εκφραστείς, και ο χορός της ζωής επουλώνει τις πληγές σου! Οι δυο τους θα γίνουν αχώριστοι φίλοι, παρά την φαινομενική υπερπληθώρα στοιχείων που τους χωρίζει! Υπόγεια τους ενώνει κάτι βαθύτερο. Η αγάπη για τη ζωή, η συναίσθηση του παρελθόντος, η ανθρώπινη διάσταση απαλλαγμένη της καθημερινής ανοησίας.
Το "Cherry Blossoms" είναι μια ταινία που γεννάται, αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται μέσα από εύθραυστες αντιθέσεις. Καμωμένη πάνω στον εφήμερο ανθό μιας ανθισμένης κερασιάς. Από τη μία πλευρά η συναισθηματική ολοκλήρωση, και από την άλλη η ψευδαίσθηση της επαγγελματικής, στο ετοιμόρροπο οικοδόμημα του σύγχρονου κόσμου. Ο ψυχικός θάνατος αντιμέτωπος με την εσωτερική αρμονία. Στο πλαίσιο των ανθρώπινων σχέσεων, η εγκάρδια ένωση απέναντι στην ανέπαφη συμπαρουσία. Γιατί η πραγματική ομορφιά κρύβεται κάτω απ' όσα μας καταπιέζουν. Συνειδητά και ασυνείδητα.
Παρ' όλα αυτά θα ήμασταν εξαιρετικά καλοπροαίρετοι αν δεν επισημαίναμε την αφηγηματική φλυαρία και μια ευδιάκριτη αγαρμποσύνη στο επίπεδο των συμβολισμών. Ωστόσο, ακόμα και αν δε σε συνεπάρει η τρυφερότητα των "Ανθισμένων κερασιών", ακόμα και αν δε λυγίσεις στη συγκινητική υφή τους, σίγουρα θα αποζημιωθείς από τα καλαίσθητα φωτογραφημένα εξωτερικά τοπία!
Βαθμολογία 7,5/10
Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008
Ladri di biciclette
Σκηνοθεσία: Vittorio De Sica
Παραγωγής: Italy/ 1948
Διάρκεια: 93'
O "Κλέφτης Ποδηλάτων" αποτελεί ένα απ' τα σπουδαιότερα αριστουργήματα του Ιταλικού νεορεαλισμού. Άλλωστε ο Vittorio De Sica υπήρξε ένας εκ των κύριων εκφραστών του συγκεκριμένου ρεύματος. Δεν υπάρχει κάποιος ορισμός κοινής αποδοχής(τόσο από θεωρητικούς όσο και από κινηματογραφιστές) για τις ταινίες του νεορεαλισμού, ωστόσο στα πλαίσια του κειμένου θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια κατεύθυνση: "Ο ιταλικός νεορεαλισμός τοποθετείται χρονικά μετά το πέρας του Β' Παγκόσμιου πολέμου. Το θέμα των ταινιών αντλείται κυρίως απ' την προσιτή καθημερινότητα και αναπτύσσεται με έντονη πολιτικοκοινωνική χροιά. Το γύρισμα διαδραματίζεται σε φυσικούς χώρους, σε φυσικά σκηνικά. Και τέλος, η φωτογραφία χρησιμοποιεί, στις περισσότερες των περιπτώσεων, το φυσικό φως."
Το Ladri di biciclette είναι ένας καμβάς ακριβείας, που στα χρώματα του σκιαγραφείται το πορτραίτο της Μεταπολεμικής Ρώμης. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται της συγκεκριμένης χρονολογικής στόχευσης του. Αποτελεί μια εμβαθή και αγέραστη κοινωνικοπολιτική περιγραφή, συμβατή πάντα με τη σύγχρονη ιστορία. Η Τέχνη μας έχει διδάξει επανειλημμένως, πως κατέχει τα μυστικά της αφθαρσίας και της αθανασίας.
Στην εξαθλιωμένη Ιταλία της ανεργίας και της ανέχειας, ένας "προνομιούχος" πατέρας αναζητά εργασία. Ένα ποδήλατο αποτελεί το εισιτήριο για το βιοποριστικό εισόδημα. Ωστόσο, το ποδήλατο θα κλαπεί συντόμως, και πατέρας και υιός θα επιδοθούν σε μια ατέρμονη αναζήτηση του δράστη στους ασθμαίνοντες δρόμους της Ιταλίας. Έτσι, όπως συνηθίζεται στον νεορεαλισμό, ένα στοιχείο δανειζόμενο απ' την προσφιλή καθημερινότητα, θα αποτελέσει την αφορμή για την αυτολεξεί περιγραφή του τόπου. Η αναζήτηση του δράστη-ποδηλάτου αποτελεί ένα αριστουργηματικό σεναριακό τέχνασμα που επενεργεί σε διπλή κατεύθυνση. Πρώτον, η περιπλάνηση των ηρώων στην καρδιά της πόλης μας επιτρέπει μια άμεση παρατήρηση. Δεύτερον, η ενδοφλέβια εισβολή στον ψυχισμό του πατέρα, ο οποίος αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της εργατικής τάξης, μας εξασφαλίζει την "κατάκτηση" του σύγχρονου ανθρώπου της εποχής.
Η Ιταλία ασφυκτιά στον ιστό της ανεργίας. Η κυβέρνηση επιδιώκει τον νοητικό περιορισμό των ανθρώπων έχοντας τους διαρκώς απασχολημένους. Είτε εργασιακά, είτε κοινωνικά. Η σμπαραλιασμένη κρατική οικονομία στέκει χειραγωγός της λαϊκής εξαθλίωσης. Στην αντίπερα όχθη, οι άνθρωποι οργανώνονται σε μάζες οχλαγωγίας. Μάζες που στερούνται σπλαχνικότητας και κατανόησης της ατομικότητας του συνανθρώπου. Κάτι που ενίοτε κάνει τη συμβίωση κατασπαρρακτική. Καυτηριάζεται επίσης το Θεοκρατικό κράτος της Ιταλίας. Όπου απεικονίζεται η μη δυνατότητα διαφυγής της εκκλησιαστικής παράδοσης. Και όλα αυτά αποτυπωμένα με αγνά υλικά! Ηθοποιοί ερασιτέχνες, φυσικά σκηνικά και σφιχτό μοντάζ υπογράφουν αριστουργηματικά καμωμένες σκηνές και σεκάνς.
Και από τη συλλογικότητα του τόπου περνάμε στην ατομικότητα του ενός, ή μάλλον των δύο. Του πατέρα και του υιού. Ένας πατέρας, που διεκδικεί το αδιαμφισβήτητο δίκιο του μαινόμενος προς πάσα κατεύθυνση. Μα υποτασσόμενος γοερά της αρχής και της εξουσίας. Η δραματικοποίηση της θέσης του, επιτρέπει στον θεατή να οικειοποιηθεί τον ρόλο του. Και ο Vittorio De Sica θα προβεί σε μια αφοπλιστική ειρωνεία, τόσο του ήρωα όσο και του ταυτισμένου θεατή. Καθώς όπως αποδεικνύεται, η φωνή κατακραυγής του πατέρα έρχεται σε αντίφαση με τις μύχιες σκέψεις του, και όχι μόνο. Άραγε, εσείς σαν θεατής, πόσες φορές τον προτρέψατε στο συγκινησιακό σας, να αντικλέψει ένα ποδήλατο, βάζοντας τέλος στη δυσβάσταχτη πραγματικότητα του; Ο δημιουργός ελέγχει κάπως έτσι το εξασθενημένο ήθος, του πρωταγωνιστή και του θεατή, όταν αυτοί καλούνται να αντιμετωπίσουν μια ανήθικη ανομία εις βάρος τους!
Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επίδραση της συλλογικότητας στην ατομικότητα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την αξιομνημόνευτη σκηνή του πολυτελή εστιατορίου, όπου χρονικά αποτελεί και απαρχή της κριτικής στον πρωταγωνιστή. Η κοινωνική, αλλά και η προσωπική καταπίεση καθρεφτίζεται στο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Απ' τη μία ο γιος προσπαθεί να μιμηθεί το πλουσιόπαιδο του διπλανού τραπεζιού. Σε μία από τις λίγες ευκαιρίες να συμπαρευρίσκεται με ανθρώπους της αστικής τάξης. Ενώ ο πατέρας, απ' την άλλη, αισθάνεται ως επανάσταση και νίκη έναντι της συζύγου, το γεγονός οινοτροφοδοσίας του παιδιού του! Ω, ειρωνεία! Η εργατική τάξη καυτηριάζεται στην έλλειψη οράματος. Έχοντας πάντα ως πρωταρχικό στόχο, το απατηλό όνειρο της πλαστής ευτυχίας του πλούτου. Και της αναρρίχησης στην υφιστάμενη κοινωνική πυραμίδα!
Σε όλα αυτά επισημαίνεται η παρουσία του γιου. Ακόλουθος και ισόβια δέσμιος του πατέρα και της οικογένειας. Ίσως και της παράδοσης. Τονίζοντας το αναπόφευκτο χρώμα μιας οικογενιοκρατικής διαπαιδαγώγησης. Και το μέλλον μοιάζει αβέβαιο, ανισόρροπο. Έτσι όπως αποτυπώνεται στο χαρακτηριστικά ασταθή βηματισμό του μικρού...
Βαθμολογία 9,5/10
Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008
Charme discret de la bourgeoisie, Le
Σκηνοθεσία: Luis Buñuel
Παραγωγής: France / Italy / Spain / 1972
Διάρκεια: 102'
Οι συστάσεις στο cinema του Luis Bunuel μάλλον είναι περιττές! Έχει χαρακτηριστεί αναπόφευκτα ως ένας εκ των κορυφαίων δημιουργών στην ιστορία του κινηματογράφου και ένας από τους κυριότερους εκφραστές-διαμορφωτές του σουρεαλιστικού ρεύματος.
"Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας", που είναι μάλλον τόσο κρυφή όσο ανύπαρκτη, θα μπορούσε να δηλωθεί ως μια σφοδρή ειρωνεία πάνω στην "καθώς πρέπει" τάξη των μπουρζουάδων. Αν και μια τόσο μονομερή δήλωση μάλλον θα ήταν αδόκιμη και υποτιμητική ως προς το βάθος της ταινίας. Για κάτι παραπάνω από μιάμιση ώρα παρακολουθούμε την πληκτική ζωή έξι μπουρζουάδων. Οι οποίοι προέρχονται απ' τον πολιτικό, τον στρατιωτικό, τον εκκλησιαστικό και τον επιχειρηματικό χώρο. Σε μια καθημερινότητα που στερείται όποιου νοήματος. Η ύπαρξη τους αναδύει διαρκώς μια έκφυλη διάσταση της ύλης, η οποία φέρεται να έχει επικρατήσει όποιας εσωτερικής διάστασης. Συγκεκριμένα παρακολουθούμε τους πλούσιους αστούς στην επιθυμία τους να γευματίσουν. Μετατρέποντας τη βασική ανάγκη της τροφής σε κοινωνική εκδήλωση. Κοινωνικές εκδηλώσεις που όμως παραμένουν διαρκώς ανολοκλήρωτες, τόσο στον πραγματικό όσο και στο φανταστικό κόσμο, καυτηριάζοντας την ίδια την ημιτέλια μέσα στον ορισμό του ατελούς. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις σεξουαλικές επιθυμίες των πρωταγωνιστών. Οι οποίες επίσης καταδικάζονται στην ημιτέλια, και απαλλαγμένες από όποια συναισθηματική εκδήλωση πάθους, περιγράφονται πληρέστερα ως ασθένειες της ύλης.
Όμως, ακόμα και από αυτή την ανιαρή ζωή, για καλή μας τύχη, υπάρχει διέξοδος. Η οποία βρίσκεται είτε σε φανταστικές είτε σε ονειρικές σεκάνς που καλούνται να περιγράψουν το ασυνείδητο των ίδιων πρωταγωνιστών. Άλλωστε ο ίδιος ο Luis Bunuel έχει δηλώσει για τον κινηματογραφικό σουρεαλισμό πως έχει ως όραμα να "ενώσει το όνειρο και την πραγματικότητα, το συνειδητό και το ασυνείδητο, έξω από κάθε συμβολισμό." Και εδώ οι φανταστικές σεκάνς, έχοντας απαρχή την Φροϊδική θεωρία, αποσκοπούν στο να χαρτογραφήσουν το ασυνείδητο της μπουρζουαζίας. Το οποίο, τρέφεται εμφανώς με τα σχήματα της καθημερινότητας. Αφού ακόμα και οι ονειρικές σεκάνς διαδραματίζονται γύρω από ένα τεράστιο τραπέζι. Ωστόσο, το ασυνείδητο ως προς το περιεχόμενο του μοιάζει να ταλανίζεται, σε μεγάλο βαθμό, και από τις ενοχές και τα συμπλέγματα των πλούσιων προς τους μικροαστούς(χαρακτηριστικές και οι δυο ξεκαρδιστικές "αιματηρές" σκηνές). Επίσης πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άρνηση του Μεξικανού σκηνοθέτη να μας παρουσιάσει αυτοπροσώπως την μάζα του λαού. Αλλά να μας παραπέμψει εμμέσως σε αυτή, μέσα από την άνιση και φοβισμένη θεώρηση των μπουρζουαδών για τη λαϊκή τάξη!
"Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας" είναι μια ταινία που εκκρίνει συνεχώς τον προβληματισμό. Μέσα από μια διακριτική δραματουργία, γεννάει αναπάντεχα ερωτήματα πάνω στην πάλη των τάξεων, ενώ συγχρόνως αποτελεί ένα πολυδιάστατο, και καλά κρυπτογραφημένο, πορτραίτο της αστικής τάξης. Κινηματογραφημένη με την πρέπουσα απόσταση, δίνει την δέουσα φυσικότητα σε όποια σουρεαλιστική χροιά της. Και αποτελεί δικαίως ένα ακατέργαστο διαμάντι στην βιβλιοθήκη του κινηματογράφου.
Βαθμολογία 9/10
Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008
Die Welle
Σκηνοθεσία: Dennis Gansel
Παραγωγής: Germany / 2008
Διάρκεια: 110'
Το "Κύμα" έρχεται από τη Γερμανία με τη φόρα της απόλυτης εισπρακτικής του επιτυχία! Το θέμα είναι ότι φέτος ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος, με λιγότερο ή περισσότερο καλές ταινίες, έχει καταφέρει να προσελκύσει τον κόσμο στις σκοτεινές αίθουσες. Ανταγωνίζεται, όχι μόνο ποιοτικά όπως συνέβαινε τις άλλες χρονιές, αλλά και εμπορικά τον Αμερικανικό κινηματογράφο! Δείγμα των δυνατοτήτων της παγκοσμιοποίησης και στο σινεμά.
Όλα ξεκινούν όταν ανατίθεται, όχι και τόσο δίκαια, σε έναν φιλο-αναρχικό καθηγητή λυκείου να διδάξει το μάθημα της απολυταρχίας. Ο ίδιος, με προσωπικό ζήλο, ιδρύει μια "φασιστική" εσωσχολική οργάνωση που ακούει στο όνομα "Κύμα". Πάντα στα πλαίσια του μαθήματος. Όμως, η εσωτερική δράση εξαπλώνεται και στον εξωτερικό κόσμο, με κινητήριο δύναμη τον παρορμητισμό και την ανήλικη "ανοησία" των μαθητών. Ο καθηγητής απ' τη μεριά του, δέσμιος χαμηλής αυτοεκτίμησης, απολαμβάνει τις παθιασμένες εκφράσεις λατρείας και αναγνώρισης των μαθητών του. Και κάπου εκεί τα πράγματα παρεκτρέπονται ανεξέλεγκτα.
Ο Dennis Gansel θα προσπαθήσει να γίνει ξεναγός στους πολιτικούς και νοητικούς κώδικες της κοινωνίας. Ο καλοθελητής θεατής, γιατί η καλή θέληση είναι αναγκαία στην (παρ)ακολούθηση, αντιλαμβάνεται πως ο φασισμός είναι κάτι ευρύτερο των προσωποποιημένων απολυταρχικών καθεστώτων που κουλουριάζονται στην ιστορία. Τα επιχειρήματα του Die Welle μπορεί να αναπτύσσονται ελλειπώς. Όμως, η διαρκής ανάγκη ένταξης των ατόμων σε μια ομάδα και η "στέρεα" πειθαρχεία σε έναν κοινό σκοπό-ενδιαφέρον(ανεξαρτήτως περιεχομένου), με δεδομένη την υπόγεια διάθεση των ατόμων για αυτοεπιβολή, καταδεικνύει τις φασιστικές απαρχές του γύρω μας κόσμου. Κάτι που παρατηρείται και στις πιο "αριστερίστικες", κατά τα φαινόμενα, οργανώσεις. Χαρακτηριστική η σκηνή σύγκρουσης του "Κύματος" με τους αναρχικούς.
Όμως το Die Welle στην ανάπτυξη του δείχνει ετοιμόρροπο. Και με τα δύο πόδια σακατεμένα. Πρώτον, η σεναριακή μονομέρεια και η επιτηδευμένη αφέλεια, αποκτά θέση οδηγού στην πλοκή της ταινίας. Μιας πλοκής που χαρακτηρίζεται από έλλειψη αντεπιχειρημάτων. Και που περισσότερο απολυταρχικά παρά στοχαστικά παγιώνεται στην υπάρχουσα μορφή της. Είναι εμφανής η προχειρότητα στο χτίσιμο των ηρώων αλλά και στον off χρόνο της ταινίας. Βουλιάζοντας τελικά το κοινό σε μια απωθητική μονομέρεια, αποτρέποντας του μια ουσιαστικότερη καλλιτεχνική κατάκτηση.
Δεύτερον, το αναπαραστατικό κομμάτι υπακούει σε εύκολες δραματουργικές οδούς, καταδικάζοντας τις σκηνές σε μια αποκρουστική απλοϊκότητα. Με αποτέλεσμα τόσο το σκηνοθετικό κομμάτι, όσο και το σεναριακό να πλήττουν βαρέως τον ρεαλισμό. Τέλος, από τους συντελεστές της ταινίας διασώζεται ο πάντα άξιος προσοχής Jürgen Vogel.
Βαθμολογία 4/10
Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008
High Noon
Σκηνοθεσία: Fred Zinnemann
Παραγωγής: Usa / 1952
Διάρκεια: 85'
Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές. Μέσα σε μια γκριζόμαυρη πόλη τα σφυρίγματα έχουν πάψει να ακούγονται. Ο τρόμος, η ατολμία και η απάθεια είναι τα ιδιώματα μιας ολιγομελής κοινότητας που εδραιώνει το πρόβλημα, που αποτελεί το πρόβλημα! Και ο Fred Zinnemann σ' ένα western(απαλλάσσεται της ταμπέλας του είδους προ πολλού) με τεράστιο κοινωνικοπολιτικό βάθος!
Την μέρα απόσυρσης από την εργένικη ζωή και το πόστο του σερίφη, ο Gary Cooper πληροφορείται το εξής γεγονός: "Την αποφυλάκιση ενός διαβόητου κακοποιού(Frank Miller), τον οποίο ο ίδιος είχε δικάσει ισοβίως, και την αναμενόμενη έλευση του στην σιδηροδρομική αποβάθρα για επιβολή αντιποίνων". Παρά τις αντιρρήσεις της πλέον γυναίκας του, της όμορφης Grace Kelly, ο κτητικός και θαρραλέος, ο εγωιστής και υπεύθυνος Gary Cooper θα μείνει στην πόλη, η οποία του χρωστάει την εξυγίανση της, για να την υπερασπιστεί. Όμως απροσδόκητα θα δει την πλάτη όλων των συμπολιτών και θα αντιμετωπίσει σε βάθος την απάθεια και τις φοβίες τους, στα σχέδια που έχει για την καταστολή του Frank Miller και της συμμορίας του. Η Grace Kelly εγκαταλείπεται αρχικώς και έπειτα εγκαταλείπει. Άλλα όλα αυτά συμβαίνουν μέχρι να γνωρίσει την εκπληκτική Katy Jurado(την πρώην σχέση του Garry Cooper).
Εντυπωσιάζει η επαναστατική κινηματογράφηση της ταινίας ως προς το χρόνο. Ο πραγματικός και ο φιλμικός χρόνος σχεδόν ταυτίζονται(με μόλις μια δεκάλεπτη απόκλιση). Η σκηνοθεσία κάνει την παραπάνω πρόταση εύκολη, χρησιμοποιώντας μαεστρικά διάφορα οπτικά τεχνάσματα. Τα κάδρα εναλλάσσονται ταχύτατα, οι χρονοδείκτες πάντα παρόντες προκαλώντας την ένταση με τους συνεχείς τους χτύπους. Και στην κορυφή όλων ένα δάνειο απ' το είδος του θρίλερ. Ο ερχομός του Frank Miller είναι δεδομένος, όπως και η ώρα άφιξής του. Η γνώση της άφιξής του(όπως στο θρίλερ η γνώση-υποψία ενός γεγονότος) εντείνει την αναμονή του θεατή και εκμεγενθύνει την ψυχολογική πίεση και την ένταση των στιγμών. Η υποδειγματική χρήση του αναλυτικού ντεκουπάζ καθιστά τα αντικείμενα παραπάνω από ενεργά σύμβολα της ταινίας, οδηγώντας την θεατική εμπειρία στην κορύφωση. Όλα αυτά σε μια ταινία που αποτελεί αποθέωση της συγχρονισμένης γραμμικής αφήγησης.
Αναλογιζόμενοι πως το πλήθος των συντελεστών είχαν μεγάλου βαθμού ανάμειξη με το καθεστώς του Μακάρθυ, η ταινία μπορεί να εκληφθεί και ως μια εμβαθής και ενάντια αλληγορία στο συγκεκριμένο καθεστώς. Όπως όμως και να το δεις το High Noon έχει αδιαπραγμάτευτο πολιτικό εύρος!
Και μιλώντας για πολιτική, ο Fred Zinnemann δε θα μπορούσε παρά να ισοπεδώσει την προσχηματική θεώρηση του χώρου. Ένα μέγιστο σεναριακό τέχνασμα αποτελεί το ότι ο Garry Cooper επιλέγει τόσο το bar όσο και την εκκλησία για την πειθώ των συμπολιτών του. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε πως οι δύο αυτοί χώροι αντιπροσωπεύουν την αριστερά και τη δεξιά αντίστοιχα. Όμως και οι δύο εξισώνονται, εκ' της επιλογής τους να απέχουν. Άλλοτε τρομοκρατημένοι και άλλοτε άτολμοι, συνιστώσες που οδηγούν από κοινού στην απάθεια. Στην εκκλησία μάλιστα διαπράττεται μια αξιομνημόνευτη κινηματογραφική σεκάνς, κατά την οποία ο χώρος μεταμορφώνεται σε μια ιδιότυπη αρχαία ελληνική εκκλησία του Δήμου. Οι πιστοί, με δημοκρατικές διαδικασίες, εκφέρουν την άποψη τους και διαμορφώνουν τη στάση τους. Καθρεφτίζοντας έτσι το κοινωνικό τους status αλλά και το βάρος της εποχής. Με αποκορύφωμα την δήλωση ενός ευτραφή κύριου, ο οποίος με μια πρώιμη συμπάθεια στις μεγαλοεταιρίες, διατυπώνει τις έμφυτες ορέξεις του λαού για το φιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα, πολύ νωρίτερα της εδραίωσης του. Επί της ουσίας ο Gary Cooper θα αντιμετωπίσει την άρνηση όλων. Μόνο οι τρόπον τινά περιθωριοποιημένοι(ένας τυφλός και ένα δεκατετράχρονο παιδί) της εποχής προσφέρουν απλόχερα τη βοήθεια τους, επιθυμώντας την προσωπική εξύψωση τους στις πλάτες αυτής της αιματοχυσίας. Τη βοήθεια τους όμως αρνείται η εξουσία, τόσο από έλλειψη εμπιστοσύνης στις ικανότητες τους όσο και για προστασία. Επί της ουσίας, ο πεισματάρης Garry Cooper θα μείνει παντελώς μονάχος λίγα λεπτά πριν την άφιξη του Frank Miller. Και θα παλέψει αυτόνομα για τον εαυτό και την πόλη του. Και θα μας αφήσει με ένα αναπάντητο ερώτημα. Άραγε τι θα γινόταν αν ο Garry Cooper επέλεγε να φύγει, θα έφευγαν μαζί και τα προβλήματα της πόλης, ή αυτά ήταν όντως αναπόφευκτα;
Εντύπωση προκαλεί επίσης ο επαναστατικός τρόπος που αντιμετωπίζεται το περιθωριοποιημένο, στη συγκεκριμένη εποχή, γυναικείο φύλο. Η Katy Jurado θα ενσαρκώσει μια βαθιά συνειδητοποιημένη γυναικεία φυσιογνωμία. Και αποτελεί παράλληλα έναν βοηθητικότατο ρόλο για τον θεατή. Η Katy Jurado έχει κατανοήσει, έχει αναλύσει το παρόν και το παρελθόν και προβλέπει εύστοχα την δειλή συμπεριφορά του κοινωνικού συνόλου. Και η ίδια ντρέπεται να είναι μέλος αυτού του κόσμου. Γνωρίζει πως δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο αξίζει να πολεμήσει. Έτσι θα απαλλαχτεί απ' όποιες εκκρεμότητες της υφιστάμενης ζωής της και θα αναζητήσει το μέλλον σε άλλους τόπους. Με μια ευθεία παρομοίωση με τους αυτοεξόριστους των πολιτικών καθεστώτων. Η Grace Kelly από την άλλη, είναι κατ' εξοχήν απολίτικη. Τα όπλα έχουν ματώσει το πρόσφατο παρελθόν. Πως να συμμετάσχει στη φρίκη του πολέμου, όταν αυτός ξυπνάει τους εφιάλτες από νωπές μνήμες; Θα σταθεί όμως δίπλα στον άντρα της, όχι από πολιτική συνείδηση, αλλά από αγάπη. Προσέξτε τη χαρακτηριστική σκηνή του φόνου. Η Grace Kelly σκοτώνει από πίσω έναν εκ των κακοποιών(σε αντίθεση με όλους τους λοιπούς φόνους μεταξύ αντρών), δηλώνοντας έτσι την έλλειψη ιδεολογίας και ταυτόσημα την ακατάπαυστη θέληση για τη διάσωση του άντρα της.
Τελικώς οδηγούμαστε σε μια λυτρωτική έξοδο. Όπου εξυμνούνται τα οικογενειακά δεσμά. Οριοθετώντας την αγάπη και προτείνοντας την πρωτόλεια οικογενειακή δομή της κοινωνίας. Επίσης πλέκεται κάπως άτσαλα το εγκώμιο για το θάρρος και την ανδρεία του ήρωα. Ενός ήρωα που αντιμετωπίζει μόνος του μια αγέλη λύκων. Τόσο αυτών που πολεμά όσο και αυτών που εκπροσωπεί. Eίναι τρισμέγιστo εκείνο το γενικό πλάνο που τον αποτυπώνει ασήμαντο μες στη μοναξιά του. Μια οπτική σκηνή, ικανή να χαραχθεί ανεξίτηλα μέσα απ' το θεματικό-ενοιολογικό βάρος της.
Το High Noon έχει μια πολύ δυνατή σκηνοθεσία και αποτελεί ταινία σταθμό στην ιστορία της Τέχνης. Ωστόσο έχει ακόμα και ορισμένες οπτικές υπερβολές. Τονίζω το οπτικές και όχι το σεναριακές. Παραδειγματικά αναφέρω τη μάχη στο στάβλο και την αποχώρηση του αστεριού στην τελευταία σκηνή. Και νομίζω πως αυτές οι υπερβολές του εξασφάλισαν την έγκαιρη αναγνώριση του(πράγμα που φαίνεται και με την Οσκαρική βράβευση του) παρά το βαθύτατα ανατρεπτικό-αντιστασιακό περιεχόμενο!
Βαθμολογία 8,5/10
υγ. Ένα υπέροχο κείμενο για την ταινία υπάρχει και Στο Άλλο δωμάτιο, όπου έχει καταγραφεί ένα πλήρες αφιέρωμα για τα έργα και τις ημέρες του Fred Zinnemann.
Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008
Il Divo
Σκηνοθεσία: Paolo Sorrentino
Παραγωγής: Italy / France / 2008
Διάρκεια: 110'
Εν έτη 2008, το Ιταλικό cinema φέρεται εξ αρχής να επαναπροσεγγίζει και εν συνεχεία να επαναπροσδιορίζει την πολιτική ταινία. Αρχικά ήταν ο Matteo Garrone με τα Gomorra, σε μια υποδειγματική χρήση του ρεαλισμού. Και τώρα, ο Paolo Sorentino με μεγαλύτερες φιλοδοξίες ως προς τη φόρμα, και παρά τις όποιες ελλείψεις στο περιεχόμενο, θα φτιάξει μια εξίσου αξιοπρόσεκτη ταινία.
Με άροτρο ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά κεφάλαια της Ιταλίας, τον Giullio Andreotti, μεταφερόμαστε στο πολιτικό και ιστορικό γίγνεσθαι του τελευταίου μισού αιώνα. Αστραπιαία στο πανί παρελαύνουν ονόματα και θέματα όπως οι: Mino Pecorelli, Don Mario, Vittorio Sbardella, Franco Evangelisti, Aldo Moro, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και πολλοί άλλοι. Ο 38χρονός σκηνοθέτης θα σκιαγραφήσει αιχμηρά, με έναν ευρηματικότατο σκηνοθετικό τρόπο, το πολιτικό πορτραίτο της εποχής. Τα περισσότερα των γεγονότων υπονοούνται και αυτοαποκαλύπτονται σταδιακά, οριοθετώντας τον γιγαντισμό ενός διαπλεκόμενου συστήματος που αποτελεί την πολιτική μηχανή του τόπου. Ένας γιγαντισμός που μέσα από την απάθεια του, εκλογικοποιεί εμετικές πολιτικές και αποφάσεις, προς τιμήν απώτερων στόχων.
Η σκηνοθεσία μας εισάγει δυναμικά στο "παιχνίδι". Ένα πολύ ρυθμικό μοντάζ, εναρμονισμένο με την απανταχού παρούσα μουσική και τα περίτεχνα οπτικά τεχνάσματα, μαρτυρεί την πρωτοποριακή αντίληψη του δημιουργού για το κάδρο και τον φιλμικό χώρο. Η λειτουργικότητα των οποίων εξυπηρετούν αριστουργηματικά την πλοκή στη δέση της ιστορίας. Δε λείπουν ωστόσο και οι υπερβολές στη φόρμα που καταδεικνύουν τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του Il Divo. Υπερβολές που γίνονται πιότερο ορατές με την θεματική εξασθένιση των εικόνων, που φθίνουν δια της επαναλήψεως στον κορμό της ταινίας.
Τεράστιο ενδιαφέρον ενέχει η στάση του Paolo Sοrentino να παρομοιάσει τον πολιτικό χώρο με ένα αλλόκοτο θέατρο. Κάθε εμπλεκόμενος στο πολιτικό σύστημα παρουσιάζεται με δυναμισμό και λαμπερούς υπότιτλους. Τέτοιους υπότιτλους που θα παρουσίαζαν τους stars μιας κινηματογραφικής υπερπαραγωγής. Επιτρέποντας και προτείνοντας την κρίση του πολιτικού χώρου ως προς τις υποκριτικές του δεξιότητες και όχι τις πολιτικές του ιδεολογίες! Αυτές είναι, εκ της γέννεσης τους, ταγμένες σε ανήθικα συμφέροντα και κίνητρα. Έτσι ο Ιταλός σκηνοθέτης είναι σαν να μας λέει ότι: "Κάθε άνθρωπος με την ανάληψη πολιτικών καθηκόντων αναλαμβάνει ταυτόσημα και έναν θεατρικό-κινηματογραφικό ρόλο!"
Και ποια η ιδανικότερη επιλογή από τον Giulio Andreotti; Μια ανθρώπινη καρικατούρα που έχει αποδεχτεί πειθήνια την νέκρωση του "είναι" και έχει αναγάγει την ζωή του, προσωπική και κοινωνική, σε ένα ερμηνευτικό κρεσέντο υποκρισίας. Ακόμα και η μορφή έχει διαβρωθεί στην αποδοχή του θανάτου του περιεχομένου. Και η οξυδέρκεια του αιχμαλωτισμένη στην εφεύρεση τρόπων στο αιώνιο κυνηγητό αλλά και βαριά τραυματισμένη. Τα τραύματα έχουν όνομα, μοναξιά λέγονται, και βαθαίνουν διαρκώς στις ρυτίδες του χρόνου. Αν και εδώ ίσως περιμέναμε μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση. Αυτόν τον Giulio Andreotti υποδύεται ο Toni Servillo, με μια λειτουργική και έντονα θεατρική ερμηνεία. Και μέσα από τον ήρωα αντιλαμβανόμαστε πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ποτέ δεν ήταν. Η πολιτική είναι ένα άνευ ορίων διαπλεκόμενο σύστημα που απλώνει τα πλοκάμια του έτοιμο να υποδουλώσει την ανθρωπότητα.
Το Il Divo περιέχει ακόμα μια πολύ εύστοχη παρομοίωση. Η πολιτική καθρεφτίζεται στα μάτια της θρησκείας και αντιστρόφως. Τονίζοντας τη σύμπλευση και την ενθρόνιση του καπιταλιστικού συστήματος απάνω στα εκκλησιαστικά θεμέλια. Δυο τερατόμορφοι θεσμοί, που καπηλεύονται τη Θεϊκή ύπαρξη (και ανυπαρξία) ως αναπόσπαστα στοιχεία της ταυτότητας τους. Έτοιμοι να καθοδηγήσουν και να παρασύρουν το πάσας φύσης ποίμνιο μέσα στις ανήθικες, ακόλαστες και έκφυλες κερδοσκοπικές ορέξεις τους.
Το Il Divo αποτελεί μια πολύ τολμηρή ταινία που εναντιώνεται κραυγαλέα στην πολιτική ανηθικότητα. Μέσα από την προσωποποιημένη μορφή της απαιτεί στοιχειώδη γνώση της (Ιταλικής) ιστορίας. Αλλά και σε περίπτωση παντελής έλλειψης της αποτελεί κινητήριο μοχλό στην εξερεύνηση της...
Βαθμολογία 7,5/10
Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008
Boy A
Σκηνοθεσία: John Crowley
Παραγωγής: England/ 2007
Διάρκεια: 100'
Αν το "Seabiscuit" ήταν ένα λυρικό παραμύθι και μια ωδή στη δεύτερη ευκαιρία, τότε το "A Boy" έχει ως σκοπό ύπαρξης να προετοιμάσει το έδαφος στη δύσκαμπτη κοινωνία για αυτή την πολυπόθητη δεύτερη ευκαιρία!
Ένα παιδί, ύστερα από δέκα χρόνια κράτησης, προσπαθεί να επιστρέψει στην κοινωνία. Το διαβατήριο της επανένταξης είναι μια δεύτερη ταυτότητα. Jack Burridge, ένα άλλο όνομα αναγράφει. Δεύτερη ταυτότητα, όχι για αυτόν. Αυτός δεν την έχει ανάγκη. Αυτός συζεί με το παρελθόν του κάθε μέρα, ίσως για αυτό έχει κερδίσει μια προσωπική συγχώρεση. Και ας είναι οι μνήμες λιοντάρια που τον κατασπαράσσουν. Και ας είναι ο πόνος ένα απέραντο σκοτεινό δωμάτιο που απαγορεύεται να μοιραστεί με άλλους. Τη δεύτερη ταυτότητα οι άλλοι έχουν ανάγκη. Οι άλλοι, που το μίσος τους κυριεύει. Που, για να κάνει θόρυβο το παρελθόν, σε ντενεκεδόκουτα στα πόδια του θύτη το κολλάνε. Ή μήπως του θύματος; Οι άλλοι, η δύσκαμπτη αυτή ανθρώπινη κοινωνία που έχει ανάγκη ταμπελοποιήσεις για την ευκολία της. Για να μη μπει ποτέ στη διαδικασία της σκέψης, της κατανόησης. Και πως από αυτούς να κερδίσεις μια δεύτερη ευκαιρία; Και ο νέος Jack Burridge θα βρει συμπαράσταση μόνο στον Terry. Το στήριγμα σε κάποιον που "μπορεί" να τον πιστέψει!
Μια βαθύτατα δραματικοποιημένη φόρμουλα η ταινία, που αγγίζει τα όρια της αλληγορίας. Καθώς ως προς τον ρεαλισμό πολλά εκείνα που δεν υπακούν. Ο Jack στην επάνοδο του, με το νέο όνομα, με τα νέα ρούχα, και το νέο πρόσωπο θα κερδίσει τους πάντες. Οι οποίοι όμως δε γνωρίζουν το παρελθόν. Το ήπιο παρουσιαστικό του νεαρού, τα ευγενικά του μάτια και μια απέραντη καλοσύνη(φορεμένη σε ηρωικές πράξεις) δε δύναται να περάσει απαρατήρητη. Για πόσο όμως; Μέχρι να αποκαλυφθεί το παρελθόν. Τότε δεν υπάρχει συγχώρεση. Το μίσος επιστρέφει! Η κοινωνία είναι αρνούμενη εξ' αρχής να δώσει χέρι βοηθείας, αλλά αρνείται επίσης να ανοίξει τα βλέφαρα και να αντικρίσει την αλλαγή που επήλθε ενός προσωπικού και επίπονου αγώνα. Μόνο κατακραυγή, και λυσσαλέος κοινωνικός ρατσισμός που πριονίζει τα φτερά της σωτηρίας. Και ο Jack πάλι στην απομόνωση. Κυνηγημένος και εξωστρακισμένος στο περιθώριο. Άραγε ποιος διαπράττει το έγκλημα; Και ο μέχρι πρόσφατα αγαπημένος ήρωας, αντικρίζει την Ιθάκη από πολύ κοντά. Ίσως γιατί το μακρυά έχει σβήσει πλέον. Και είναι η Ιθάκη που δίνει απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήματα σου...
Ο John Crowley θα φτιάξει μια ταινία για το ευρύ κοινό. Για το ίδιο κοινό που αποτελεί την κοινωνία της ταινίας. Την κοινωνία που καταδικάζει τον έτερο αμείλικτα, χωρίς καν να εξετάζει. Για αυτό, θα ποιήσει με πολύ δραματικοποιημένη ένταση τον άξονα του film, ο οποίος αποκαλύπτεται τόσο σε παροντικούς όσο και παρελθοντικούς χρόνους. Και το σενάριο θα δώσει απλόχερα όλα τα άλλοθι στον νεαρό ήρωα του. Τόσο στο παρελθόν(οικογενειακά προβλήματα, περιθωριοποιημένη σχολική ηλικία κ.λ.π), όσο και στο παρόν(τρυφερός νέος, ηρωική δράση, αθωότητα κλπ). Άλλοθι που αποσκοπούν, ίσως χωρίς δεύτερη ευκαιρία, στο να αποκτηθεί η συμπόνοια και η συμπάθεια απ' τον πλειοψηφικό θεατή. Επαναλαμβάνουμε, τον θεατή που αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του περιβάλλοντος του "A Boy". Όμως στους λίγους υπόλοιπους γεννάται το εξής ερώτημα: "Μόνο οι άγιοι αξίζουν δεύτερη ευκαιρία;" (Γιατί σχεδόν τέτοιος παρουσιάζεται ο Jack). Το να περιθωριοποιείς κάποιον που αξίζει την επανένταξη στη κοινωνία αποβαίνει εγκληματικό για το άτομο. Έτσι, με το να δώσεις χέρι βοηθείας σε κάποιον που δεν το αξίζει, ίσως επιτύχεις να τον εξαγνίσεις. Κάτι που δε θίγεται στην ταινία. Είναι σαφής η διάθεση του John Crowley να εμμείνει στην πλειοψηφία. Αρνούμενος και αυτός, μέσα από την ευκολία του δράματος, μια ακόμα πιο διεισδυτική ματιά!
Τέλος, το "A Boy" διαθέτει μια αξιοπρόσεκτη φωτογραφία. Με τραχύ κόκκο και πολύ ενδιαφέρουσα χρήση των τηλεφακών. Στις ερμηνείες θα δούμε έναν καταπληκτικό Andrew Garfield στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με άξιο συμπαραστάτη τον Peter Mullan σε μια ιδιότυπη απόδοση του επαγγέλματος "κοινωνικός λειτουργός".
Βαθμολογία 7,5/10
Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008
Smultronstället
Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman
Παραγωγής: Sweden/ 1957
Διάρκεια: 91'
Ο Borg είναι ιατρός. Πενήντα χρόνια πλήρους αφοσίωσης. Πενήντα χρόνια απομάκρυνσης της κοινωνικής ζωής. Ολοκληρωτικής παραίτησης στη διαπίστωση της συλλογικής ανοησίας. Πενήντα χρόνια εγκλεισμού σε ένα στείρο εγώ. Εξιδανικεύοντας μια νεκρώσιμη πομπή. Και η απάθεια, ρούχο βαρύ στο παχύ στρώμα δέρματος, επακόλουθο της εγωιστικής και κουφής ενατένισης του αύριο.
Πενήντα χρόνια. Αλλά ποιος κατέκτησε το χρόνο για αυτόν να μας μιλήσει; Μερικές φορές για να εντρυφήσουμε στις έννοιες, είναι πιότερο να τις ισοπεδώσουμε και εξ' αρχής να προσπαθήσουμε πάλι. Ένα ρολόι δίχως δείκτες, το μέγιστο τέχνασμα του τρισμέγιστου Ingmar Bergman. Μια εικόνα χίλιες λέξεις. Τι είναι άραγε ο χρόνος; Πως μπορείς να απαλλαγείς της συμβατικής θεώρησης του και να αγγίξεις τον πυθμένα του; Ο Borg θα βρεθεί μες στο αμάξι. Οι "Άγριες Φράουλες" γίνονται ένα ιδιότυπο και αρχέγονο road movie. Ένα road movie αναζήτησης στα άσβηστα ερωτήματα της ζωής.
Σταθμοί οι λίγες μνήμες, ή μήπως ασπασμός ζωής; Φωτισμένες πιεστικά με ένα εκτυφλωτικό άσπρο. Όχι το λευκό της αγνότητας, από αυτό απέχουν πολλάκις. Μνήμες σαν να τοποθετήθηκαν κάτω απ' την λάμπα μιας ιατρικής κλινικής. Ζωή και θάνατος τόσο κοντά, σαν μια κλωστή να τις χωρίζει. Και αυτός άφθαρτος στο μαύρο του, να περιηγείται στα μονοπάτια του υποσυνειδήτου. Σε μνήμες αγέραστες, μα αυτός ολότελα γερασμένος. Σχεδόν νεκρός. Ακούγεται βουβά το επικήδειο τραγούδι στην άρνηση αυτής της ανούσιας, κατά τα προσχήματα, ζωής. Και ο πόνος, μοναξιά που γρατζουνάει την αλλόκοτη αυτή υπεκφυγή. Η μοναξιά μένει... Και ακόμα και η παχιά επιδερμίδα δε δραπετεύει του θανάτου της. Και είναι και άλλοι πολλοί που τα χνάρια της παραίτησης ακολουθούν. Χαρίζοντας έναν πρόωρο θάνατο στην παραίσθηση του μεγάλου τους. Καθώς χαϊδολογούνται με τον εγωισμό τους.
Πενήντα χρόνια αφοσίωσης στην ιατρική. Όσο και αν ακούγεται απίστευτο, πενήντα χρόνια
εναγκαλισμού της άγνοιας, της απομάκρυνσης μιας βαθύτερης γνώσης. Όχι εγκεφαλικής γνώσης. Γνώσης που πηγάζει των ευαίσθητων ψυχικών χορδών. Και είναι τόσοι αυτοί που έχουν ανάγκη υποταγής σε σύμβολα και εικόνες. Έτοιμοι να δοξάσουν την παραίτηση και ό,τι δεν κατέχουν. Μια δοξολογία άνευ γνώσης κάτω από επιχρυσωμένα παράσημα. Άραγε ποιος θα αποκρυπτογραφήσει την αλήθεια πίσω απ' την λυγερόκορμη λεζάντα;
Ερωτήματα αιώνια. Ο Σουηδός σκηνοθέτης τα κληρονόμησε στους εν ζωή ακουμπισμένους. Σε μια ζωή που πως να ορίσεις σε ένα ρολόι δίχως δείκτες; Μήπως ο θάνατος είναι ετούτο το επικήδειο άσμα της παραίτησης; Και ποια πυρωμένη μνήμη θα τον αναστήσει; Σε μια ζωή βυθισμένη στην αγριότητα και στη γλυκύτητα. Σαν φράουλα γλυκιά και άγρια που
ακόμα να γευθείς...
Βαθμολογία 9/10
Gomorra
Σκηνοθεσία: Matteo Garrone
Παραγωγής: Italy / 2008
Διάρκεια: 137'
Μέρες τώρα η ταινία σβουρίζει στο κεφάλι μου. Πως να αναμετρηθείς με το διαμέτρημα ενός τόσο πρωτότυπου film; Η Καμόρα ζωντανεύει μπροστά μας δια φακού Matteo Garrone.
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Roberto Saviano. Του οποίου τη ζωή και τον θάνατο, σύμφωνα πάντα με δηλώσεις της Καμόρα, μην απορρήσετε αν τις δείτε σε στοιχηματικό κουπόνι! Ξεχάστε όσα ξέρατε για τις ταινίες του είδους. Όπου το χρονικό της μαφίας ξεδιπλώνεται πίσω από την αίγλη πολύκροτων σκηνών και το glamour ύφος των εκφραστών της. Εδώ οι ήρωες είναι τόσο ενδιαφέρον και τόσο αδιάφοροι όσο είναι η πραγματικότητα. Αναδύοντας τη ζοφερή ατμόσφαιρα που εκλύεται ενός ατόφιου ρεαλισμού. Και τα θεμέλια της παγκόσμιας ευημερίας τρίζουν για τα καλά!
Στο πανί πέντε ιστορίες. Που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν ασύνδετες, αποδεικνύοντας την τιμιότητα του δημιουργού, και την έλλειψη στρατευμένων δραματουργικών προθέσεων. Δύο νεαροί οραματίζονται τη δόξα μέσα από τον μύθο του Tony Montana. Ένας πιτσιρίκος, φοβισμένος και με μια υπαινικτική μαλθακότητα, επιθυμεί την ένταξή του στους δρόμους της μαφίας. Ένας αναγνωρισμένος ράπτης προδίδει την οργάνωση της Καμόρα πουλώντας μυστικά του επαγγέλματος στην Κινεζική παροικία. Ένας κομιστής χρημάτων υπερβολικά γερασμένος για τη σκληρότητα των δρόμων. Και τέλος ένας πιτσιρίκος στο πλάι ενός επαγγελματία "εξαφάνισης" τοξικών αποβλήτων. Όλες οι ιστορίες ερμηνευμένες από ερασιτέχνες ηθοποιούς που κόβουν την ανάσα με την επαγγελματική προσέγγιση τους! Πως συνδέονται όλα αυτά; Μέσα από την αφηρημένη έννοια της Καμόρα, καθώς ξεναγούμαστε στους σμπαραλιασμένους δρόμους της Νάπολη. Ιστορίες που παρέχουν μια πρωτόλεια θεώρηση της οργάνωσης, και του προσφέρουν το χάρισμα του στοχασμού μέσα από καθαρή παρατήρηση.
Κινηματογραφικά έχουμε να παρατηρήσουμε μια στιβαρότατη αφήγηση. Τρομερή δεξιοτεχνία στο ντεκουπάζ, που μετατρέπουν τα διαδοχικά πλάνα σε μια μοναδική σινεθεατική εμπειρία. Μέσα στα ελαφρώς ξεθωριασμένα τοπία του γυρίσματος μπορείς να συνειδητοποιήσεις πως η Καμόρα δεν είναι μόνο μια μακρινή απειλή. Η Καμόρα είναι γύρω σου, η Καμόρα βρίσκεται παντού, η Καμόρα είναι ο κόσμος. Ο ρεαλισμός στο απόγειό του, ωμός και κυνικός. Όπως υπαγορεύει μια βαθιά πολιτική ταινία αυτού του βεληνεκούς. Και μέσα από αυτές τις σκηνές υποθάλπεται διαρκώς ένα αιχμηρό σχόλιο για την κομπάρσα φύση του, άνευ γεωγραφικών ορίων, προλεταριάτου.
Αν μη τι άλλο βλέποντας το Gomorra μπορείς να συλλάβεις τον εαυτό σου παραλυμένο απ' την ανία. Ίσως επειδή δεν έχεις μυηθεί στη βαθύτερη Τέχνη της παρατήρησης. Της παρατήρησης που πηγάζει από τα σχήματα και τις εκφάνσεις του κόσμου στην ατόφια τους μορφή. Όμως υπάρχει και το ενδεχόμενο να μεταφερθείς αυτούσια σε μια ζοφερή ατμόσφαιρα, που δεν είναι τόσο μακρινή όσο φαντάζει. Και όλα αυτά με μια σπανιότατη κινηματογράφηση που εντυπωσιάζει. Με την ακόρεστη δίψα της για πειραματισμό, ενώ ταυτοχρόνως δημιουργεί cinema υψηλότατου επιπέδου!
Βαθμολογία 9,5/10
Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008
Baader Meinhof Komplex, Der
Σκηνοθεσία: Uli Edel
Παραγωγής: Germany / France / Czech Republic / 2008
Διάρκεια: 150'
Το καρδιογράφημα της οργάνωσης Baader-Meinhof κατά του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και της φιλικής προς αυτόν Γερμανικής κυβέρνησης. Αυτό είναι το θέμα του επανακάμψοντα Uli Edel, σε μια στιβαρή παραγωγή του γνωστού πλέον Bernd Eichinger.
Οι ταινίες εποχής, ακόμα και μιας τόσο νωπής εποχής, έχουν ένα χαρακτηριστικό πλεονέκτημα. Μπορούν να διαμορφώνουν το, ούτως ή άλλως, φτιαχτό περιβάλλον μιας ιστορίας(αφού στο cinema τα πάντα είναι μια κατασκευή) με τρόπο βολικό και λειτουργικό προς την αφήγηση και τα εκπεμπόμενα μηνύματα, εκμεταλλευόμενες την χρονική απόσταση του θεατή με το διαδραματιζόμενο θέμα. Η παραπάνω παρατήρηση δε στοχεύει σε κάποιο είδος επίπληξης της εν λόγω ταινίας. Καθώς ταινίες σαν αυτή, μπορεί να βρίσκονται απέναντι από την άγνοια ή την ελλειπή γνώση του πλειοψηφικού κοινού, ενώ ταυτόχρονα είναι υπόλογες και σε μια σειρά επακριβώς καθορισμένων ιστορικών γεγονότων. Και οποιοδήποτε εμφανές και παραπλανητικό παραστράτημα μπορεί να απομονωθεί και να εντοπιστεί.
Μεταφερόμαστε στην εποχή των 70ς. Ο απάνθρωπος πόλεμος στο Βιετνάμ, η εξαθλίωση στον κόσμο της Ανατολής, οι κυβερνητικές βλέψεις υπεραξίας και ο φασιστικός τρόπος αντιμετώπισης του λαού και της κοινής γνώμης(χαρισματική η εναρκτήρια σεκάνς που διαδραματίζεται σε ανοιχτά πλάνα και καθρεφτίζει τις όχι και τόσο δημοκρατικές μεθόδους καταστολής) είναι μόνο μερικά από τα κομμάτια του ιμπεριαλιστικού κόσμου της εποχής. Μια ομάδα παρορμητικών και κυρίως αντιδραστικών νέων οραματίζεται ένα καίριο
και συνεχές πλήγμα στα έγκατα της Γερμανικής κυβέρνησης. Η ομάδα αυτή, υπό την άτυπη ηγεσία του Andreas Baader, σύντομα θα γίνει ένα αιχμηρό αγκάθι στην πολιτική ευημερία του τόπου. Στην οργάνωση θα ενσωματωθεί και η δημοσιογράφος Ulrike Meinhof, η οποία συνειδητοποιεί πως ο θεωρητικός τρόπος αδυνατεί να γίνει και ουσιαστικός.
Η μνηστή του Andreas Baader, η Gudrun Ensslin, μας εξηγεί εξ' αρχής τον τρόπο που λειτουργούν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες. "Στην Αμερική και οπουδήποτε αλλού ο κόσμος
θα πρέπει να τρώει και να καταναλώνει συνεχώς ώστε να μη σκέφτεται. Γιατί αν σκέφτεται τότε ίσως αποκτήσει συνείδηση και τότε ίσως θα πρέπει να κάνει κάτι." Αυτό το κάτι αναλαμβάνει η οργάνωση Baader-Meinhof. Η τρομοκρατική δράση της οποίας προσανατολίζεται σε ανθρωποκεντρική βάση, όμως πως ελέγχεις την κατεύθυνση ενός ένοπλου αντιδραστικού αγώνα; Ο Υπουργός Horst Herold προβληματίζεται καθώς η οργάνωση έχει αποκτήσει μια πολύ μεγάλη μερίδα "φίλων" των Γερμανών πολίτων, και καθώς οι λεπτές-δημοκρατικές ενέργειες καταστολής της οργάνωσης παραμένουν άκαρπες.
Οι πρωτεργάτες, πρώτη γενιά της οργάνωσης, θα συλληφθούν και θα φυλακιστούν στα περιβόητα λευκά κελιά. Σε ένα τρόπο εξόντωσης του "εγώ" που ταυτίζεται με τις σύγχρονες ύπουλες "δημοκρατικές" διαδικασίες εξόντωσης των πληθών. Κελιά ευρύχωρα και διαρκώς λευκά φωτισμένα. Σε μια τεχνητή ψευδαίσθηση άνεσης. Όπου η απομόνωση διαπερνάει και ροκανίζει τις έλλογες διαδικασίες του ατόμου. Παρέχοντας σταδιακά μια υποβολιμαία αυτο-εξόντωση. Όπως ακριβώς οι σύγχρονες κυβερνήσεις δίνουν μια ψευδαίσθηση άνεσης στον (μόνο) φαινομενικά ελεύθερο πολίτη. Αφήνοντας τα λουριά ελεύθερα να κινείται σε έναν κόσμο ο οποίος είναι επίσης τεχνητός και εκ των προτέρων διαμορφωμένος. Τα Μ.Μ.Ε. βρίσκονται στα χέρια των κυβερνήσεων για διαμόρφωση της κοινής γνώμης, η οικονομία παράσχει τρόπους ζωής σύμφωνους με το κυβερνητικό όραμα, πρότυπα και ιδέες(τρομοκρατικά επιβεβλημένες) που μορφώνουν με τρόπο βολικό τον σύγχρονο άνθρωπο. Αυτά είναι μόνο ορισμένα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις, όμοιας φιλοσοφίας με αυτή των λευκών κελιών, για την τεχνητή αυτο-υποδούλωση των πληθών.
Και ενώ εντός των φυλακών η πρώτη γενιά της οργάνωσης Baader-Meinhof δικάζεται και βασανίζεται, στον έξωθεν κόσμο διαδραματίζονται ποικίλες εξελίξεις. Είναι πολλοί αυτοί οι αντιδραστικοί νέοι που θα θελήσουν να πάρουν δράση. Η τρομοκρατία φουντώνει. Αντιδράσεις, δίχως (ευνόητη) ιδεολογική ταυτότητα, τείνουν να εκθρονίσουν(και θα τα καταφέρουν σύντομα) την οργάνωση από τη συνείδηση του κόσμου. Η δεύτερη και τρίτη γενιά στερείται ενιαίας κατεύθυνσης. Τα ιδρυτικά μέλη αποτελούν θεοποιημένα είδωλα στην άκρη του μυαλού των επόμενων, οι οποίοι αγνοούν παντελώς την ταυτότητα της οργάνωσης. Η οποία οργάνωση, προσανατολισμένη σε εκδίκιση και αντίδραση αιμορραγεί ασταμάτητα. Τα πάντα μοιάζουν ανεξέλεγκτα, και τα θύματα προέρχονται ευκόλως από τα στρατόπεδα των αθώων. Κάτι που εξισώνει κυβερνήσεις και τρομοκρατικές οργανώσεις που μοιάζουν πιότερο σαν οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ο Uli Edel έχει τεράστιο υλικό στα χέρια του. Το οποίο σε σχεδόν ντοκυμαντεριστική γραφή παρατίθεται δια μέσω του κοφτού μοντάζ. Είναι πολυάριθμες όμως οι φορές που η αφήγηση διακατέχεται από μια σκόπιμη προχειρότητα. Μια μεγάλη μερίδα γεγονότων παρελαύνει σχετικά αστραπιαία(π.χ. Ολυμπιακοί αγώνες, τρόπος σύνδεσης τρομοκρατικής οργάνωσης με την Ανατολή) γεννώντας και αφήνοντας αναπάντητα ερωτήματα στο θεατή. Με αυτό το κοφτό μοντάζ πάντως, η ταινία αποκτάει ταχύτητα και ρυθμό, όμως από την άλλη αρνείται πεισματικά να εμβαθύνει στο επιθυμητό. Με αποκορύφωμα την αδυναμία της να περιγράψει οντολογικά τις επόμενες γενιές της οργάνωσης.
Στις ερμηνείες ξεχώρισα αυτές των Martina Gedeck, Bruno Ganz. Η Martina Gedeck πραγματοποιεί άλλη μια τεράστια ερμηνεία στο ρόλο της Ulrike Meinhof. Ζωντανεύοντας τους ανθρώπινους προβληματισμούς της, και τη διαρκή ταλάντωση μεταξύ των θεωρητικών και των πρακτικών οδών καταπολέμησης του ιμπεριαλισμού. Ο Bruno Ganz από την πλευρά του, σε ρόλο Υπουργού, δίνει μια γεμάτη και τίμια ερμηνεία, παρά το σύντομο της παρουσίας του. Οι υπόλοιπες ερμηνείες φαίνονται σχετικά φτωχές. Οι ρόλοι μοιάζουν ανεπαρκής στα πλαίσια ανθρώπινων καρικατούρων. Που επιστρατεύονται για την ευκολότερη
διαχείριση του θέματος.
Τελικώς το Der Baader Meinhof Komplex αποτελεί μια δυνατή ξενάγηση του θεατή στα έγκατα της εποχής που πραγματεύεται. Έιναι σαφής οι βλέψεις του να περιγράψει σχέσεις, τάσεις, αποστάσεις μεταξύ κυβερνήσεων και τρομοκρατικών οργανόσεων, ακόμα και σε έναν αφαιρετικό βαθμό. Όμως δεδομένης της προσέγγισης του θέματος, ο απαιτητικός θεατής θα πρέπει να καλύψει μόνος του τις πτυχές που ο Uli Edel αρνείται να εμβαθύνει...
Βαθμολογία 7/10
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)