Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008
Auf der anderen Seite
Σκηνοθεσία: Fatih Akin
Παραγωγής: Germany / Turkey / 2007
Διάρκεια: 122'
Ο Fatih Akin για άλλη μια φορά, μένοντας πιστός στην Τουρκική παράδοση και ενισχύοντας την θεματικά με τον προσφιλή του Γερμανικό τρόπο ζωής, και κατ' επέκταση με τον δυτικό, φτιάχνει μια βαθιά συγκινησιακή ταινία!
Ο θάνατος, ο έρωτας και η μοίρα είναι οι υποκινητές του δράματος. Η Γιετέρ είναι μια Τουρκάλα που εργάζεται ως ιερόδουλη στη Γερμανία. Μοναδικός της στόχος να εξασφαλίσει μια πιο αξιοπρεπή ζωή για την κόρη της, Αϊτέν, που ζει στην Τουρκία. Ο Αλί ένας ηλικιωμένος που δεν μπορεί να αποδεχτεί το πλήρωμα του χρόνου. Και με το χρήμα εξαγοράζει την φυσική υπόσταση της Γιετέρ. Σε μια στιγμή ζήλιας, οξυθυμίας και αδυναμίας, απ' τις πολλές που έχει ο Αλί, παίρνει την ζωή απ' την Γιετέρ. Ο γιος του Αλί, Ναζάτ, που έχει συγκινηθεί απ' την προσπάθεια της μητέρας, νιώθει κάτι περισσότερο από χρέος για να συνεχίσει τους κόπους της. Μόνο που η Αϊτέν δεν είναι το φιλήσυχο κορίτσι που νόμιζε η μητέρα της. Είναι μια ακτιβίστρια, αντιστασιακή προς την καταπατητική κρατική Τουρκική πολιτική. Οι περιπέτειες της την φέρνουν αρχικά στην Γερμανία, όπου ερωτεύεται μια Γερμανίδα φοιτήτρια, τη Λοτέ, και στη συνέχεια κρατούμενη στη γεννέτηρα της. Η Λοτέ θα δώσει την ζωή της για να την βοηθήσει, παρά τις αντίθετες βουλήσεις της προστατευτικής μητέρας της. Όλη αυτή η δράση της Αϊτέν την κάνει εξαιρετικά δυσεύρετη στον Ναζάτ.
Η μοίρα είναι όμως η μόνη που μπορεί να αποφασίσει για το πως θα μεταχειριστεί τους ανθρώπους. Και η ευθύνη ανήκει εξ ολοκλήρου στις συμπτώσεις, αν θα αποκαλυπτεί στον καθένα η αλήθεια που ζητάει. Οι συμπτώσεις είναι εκεί, σχεδόν ειρωνικά βαλμένες. Συνδέουν τα άτομα, αλλά όχι άμεσα. Μόνο έμμεσα... Στερώντας τους το ποθητό. Καθώς οι ήρωες συνδέονται μεταξύ τους χωρίς να το ξέρουν. Και αν η ξεδιάλυνση του παζλ είναι τόσο κοντά, είναι ταυτόχρονα και τόσο μακριά. Και έτσι το παζλ ποτέ δεν θα συγκροτήσει τα κομμάτια του. Η αλήθεια ποτέ δεν θα αποκαλυφτεί. Γιατί ίσως ποτέ δεν βρισκόμαστε απέναντι σε αυτό που επιθυμούμε, με τον άμεσο τρόπο.
Όμως ο Φατιχ παραγκωνίζει αυτή την αλήθεια, την γεγονοτολογική, για μια άλλη πιο βαριά. Την αλήθεια που κάθε άτομο έχει μέσα του. Η οποία είναι όλος ο συναισθηματικός του κόσμος. Και την μεταβιβάζει στον θεατή με τον πλέον συγκινησιακό τρόπο. Άλλωστε τι σημασία έχει αν γίνονται κάπου πόλεμοι, αν χάνονται άνθρωποι, αν κυριαρχεί η αδικία, αν κάποια χώρα ανήκει στην Ευρωπαϊκή ένωση ή όχι; Τι σημασία θα είχαν αν κανείς δεν νοιαζόταν για αυτά; Όλα αυτά και πολλά άλλα, είναι απλά τα ερεθίσματα. Τα ερεθίσματα προς επεξεργασία των ανθρώπων, μέσω των οποίων αποκτά ύπαρξη η κάθε ατομικότητα. Με τον αφανή εσωτερικό τρόπο του κάθε ανθρώπου. Και είμαστε εμείς τελικά που δίνουμε το νόημα στα γεγονότα! Και όσο πιο κοντά 'ρθούμε με αυτή την δικιά μας εσωτερικότητα, τόσο πιο κοντά βρισκόμαστε στην εσωτερική ολοκλήρωση... Αυτή την ολοκλήρωση, αυτή την κάθαρση που σταδιακά αποκαλύπτει ο Τούρκος στους θεατές, την φυλάει και για τους ήρωες του. Όπου όλη η δραματουργία κλείνει με τους ήρωες να απαλλάσσονται απ' τους ψυχοφθόρους περιορισμούς και αναζητήσεις. Και μέσα από την αναζήτηση της ταυτότητας να αγγίζουν, να γνωρίζουν το εγώ τους, μακριά απ' τα γεγονότα, μα μέσα απ’ τα συναισθήματα. Φτάνοντας ο καθένας στην κάθαρση, παρά το βάρος όσων έχουν προηγηθεί..
Ο θεατής παρακολουθεί μια πολύ δυνατή δραματουργικά ταινία. Ταινία που στεγάζει τόσο την Τούρκικη λυρική παράδοση με αυτή του "ρεαλιστικού" Δυτικού τρόπου. Και επειδή άλλη είναι η ζωή και άλλο είναι το σινεμά, ο θεατής είναι ο προνομιούχος πάνω σε αυτή του σινεμά. Γιατί είναι αυτός που θα δει τα πάντα, θα δει όλα όσα η μοίρα κρύβει στον άνθρωπο... Με την σύμπτωση ακατανόητη και αφανή προς τους ενδιαφερόμενους να κινεί ευχάριστα και να μπλέκει το στιβαρό σενάριο που βραβεύτηκε στις Κάννες. Και θα τα δει όλα με μια χρυσοκέντητη κινηματογραφική υφή, που μετά το μπρουτάλ πρώτο 40λεπτο απογειώνεται χάρις όλα τα χρησιμοποιηθέντα αισθητικά μέσα(φωτογραφία, μουσική, σκηνοθεσία, θεματική).
Τελικά τι είναι η Άκρη του Ουρανού; Η άκρη του ουρανού είναι το σημείο που θα φτάσουν τα μάτια σου αν απαλλαγείς απ' όλα αυτά τα μικρά που παρεμβάλλονται. Στην άκρη του ουρανού τίποτα δεν θα υπάρχει να πιάσεις, μόνο απέραντο γαλάζιο. Μα με ένα μυστήριο τρόπο θα είναι όλα εκεί... Θα είναι όσα σε σημάδεψαν, θα είναι όσα πιστεύεις, θα είναι όσα θέλεις να δεις. Θα είναι όλος ο εσωτερικός σου κόσμος ασθμάζοντας υπό τον φόβο της ολικής παράδοσης. Γιατί όταν φτάσεις στην άκρη του ουρανού, ούτε ο θάνατος μπορεί να σε χωρίσει από αυτό που βαθύτερα είσαι, από αυτό που επιθυμείς...
Βαθμολογία 8,5/10
Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008
Blogoπαίχνιδο
Συνερχόμενος σταδιακά από την χθεσινή γεννέθλια κρεπάλη, γράφω αυτό το κείμενο ανταπόκρισης στην πρόσκληση του φίλτατου dunno. Οι κανονισμοί που ισχύουν σε αυτό το πλέον well-known παιχνίδι της blogόσφαιρας είναι οι εξής:
1. Επέλεξε το πιο κοντινό σου βιβλίο. (από πλευράς απόστασης)
2. Άνοιξε το στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο τελειώνει νωρίτερα, πήγαινε απλά στην κοντινότερη προς αυτή σελίδα).
3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.
4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη).
5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.
Και εγώ λοιπόν μές σε αυτή την κατάσταση ζάλης και αυπνίας, κουτουλώντας πέφτω πάνω στο βιβλίο που μου δώρισε εχθές ένας εξαίρετος φίλος. Σαφώς και δεν πρόλαβα να το διαβάσω, ας διαβάσουμε λοιπόν μαζί το απόσπασμα που απαιτεί το ευχάριστο αυτό παιχνίδι.
Βιβλίο: Σχολές, κινήματα και είδη στον κινηματογράφο (Vincent Pinel)/εκδόσεις Μεταίχμιο
"...Στο ξεκίνημα του, το μπουρλέσκ απευθυνόταν στο ταπεινό κοινό των εργατικών τάξεων(ενώ στις Η.Π.Α., και στο κοινό των μεταναστών). Οι ιερόσυλες προκλήσεις του έπαιρναν τη μορφή ενός τελετουργικού που απόβλεπε στην υπέρβαση. Τα ταμπού χλευάζονταν εύθυμα, οι κοινωνικές αξίες και οι εκπροσωποί τους (επιφανείς, ισχυροί, δύναμεις της τάξης) γελοιοποιούνταν."
Εγώ δίνω πάσα και στέφω συνεχιστές του παιχνιδιού τους αγαπητούς: Βaby Lemonade, Μοιραίος Χαρακτήρας, Πυγμαλίων, Αχιλλέα, Γιώτα...
1. Επέλεξε το πιο κοντινό σου βιβλίο. (από πλευράς απόστασης)
2. Άνοιξε το στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο τελειώνει νωρίτερα, πήγαινε απλά στην κοντινότερη προς αυτή σελίδα).
3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.
4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη).
5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.
Και εγώ λοιπόν μές σε αυτή την κατάσταση ζάλης και αυπνίας, κουτουλώντας πέφτω πάνω στο βιβλίο που μου δώρισε εχθές ένας εξαίρετος φίλος. Σαφώς και δεν πρόλαβα να το διαβάσω, ας διαβάσουμε λοιπόν μαζί το απόσπασμα που απαιτεί το ευχάριστο αυτό παιχνίδι.
Βιβλίο: Σχολές, κινήματα και είδη στον κινηματογράφο (Vincent Pinel)/εκδόσεις Μεταίχμιο
"...Στο ξεκίνημα του, το μπουρλέσκ απευθυνόταν στο ταπεινό κοινό των εργατικών τάξεων(ενώ στις Η.Π.Α., και στο κοινό των μεταναστών). Οι ιερόσυλες προκλήσεις του έπαιρναν τη μορφή ενός τελετουργικού που απόβλεπε στην υπέρβαση. Τα ταμπού χλευάζονταν εύθυμα, οι κοινωνικές αξίες και οι εκπροσωποί τους (επιφανείς, ισχυροί, δύναμεις της τάξης) γελοιοποιούνταν."
Εγώ δίνω πάσα και στέφω συνεχιστές του παιχνιδιού τους αγαπητούς: Βaby Lemonade, Μοιραίος Χαρακτήρας, Πυγμαλίων, Αχιλλέα, Γιώτα...
Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008
Flandres
Σκηνοθεσία: Bruno Dumont
Παραγωγής: France/ 2006
Διάρκεια: 91
Η Φλάνδρα του Dumont είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία που παρά το αξιοσημείωτο πέρασμα της στο φεστιβάλ των Καννών, μάλλον αδικήθηκε στις μετέπειτα διανομές της. Γιατί δεν βρήκε ποτέ την θέση που τις αξίζει στα μάτια των θεατών. Αλλά το ουσιαστικό είναι αόρατο στο μάτι, όπως είχε πει ο Εξιπερί και προσφάτως μου θύμισε μια φίλη!
Ο Dumont προσεγγίζει τους ήρωες του σε αυτή την ταινία με απαξίωση και μισανθρωπισμό. Αφού οι ίδιοι πρώτα μας αποδείξουν τον λόγο της «άσχημης» μεταχείρισης τους. Οι ήρωες είναι ο Desemont και η Barbe. Ο Desemont αγαπάει βαθιά την γειτόνισσα του και επιπόλαια συναισθηματικά Barbe. Όμως ποτέ δεν θα βρει την δύναμη, όχι να το ομολογήσει, αλλά να αποδεχτεί τα συναισθήματα του. Τα οποία φυλακίζονται μέσα του, κατασπαράζοντας το είναι του, και χωρίς καμιά βούληση να τα απελευθερώσει. Είναι εμφανής ο ρόλος που παίζουν οι αδυναμίες του και πάνω στην ζωή του. Με την ανιαρή ρουτίνα να κυριαρχεί πάνω του, και η ζωή του να μοιάζει κάτι παραπάνω από άσκοπη. Η Barbe απ’ την πλευρά της είναι ένα ματαιόδοξο κορίτσι. Επιζητεί το κάθε αντρικό μάτι για να επουλώσει τις ανασφάλειες της, μόνο που δυστυχώς για κείνη δεν περιορίζεται στα βλέμματα… Η ζωή της έχει την ίδια μοίρα, καθώς ούτε η ίδια δείχνει πρόθυμη να αποδεχτεί τις αδυναμίες της, οι οποίες θα την βασανίζουν αδιάκοπα μέχρι την ημέρα της συνειδητοποίησης, μέχρι την μέρα της φανέρωσης. Ανάμεσα στους κεντρικούς ήρωες βρίσκεται και ο Mordac, που είναι άλλος ένας εραστής για την Barbe και ένα αγκάθι που περισσότερο φανερώνεται στον Demester με το πέρας του χρόνου. Ο Dumont χαρίζει την πλήρη απαξίωση στους ήρωες του, κινηματογραφώντας τους με πολύ μακρινά γενικά πλάνα στις αχανής χωρικές εκτάσεις. Δίνοντας έτσι την ασημαντότητα τους μέσα στην φύση, μέσα στον κόσμο.
Ο Dumont κάνει εξ’ αρχής μια ολική διάκριση στην εξέλιξη του μύθου του. Δεν ενδιαφέρεται καθόλου για αυτή την αδιάκριτη και νευρική γεγονοτολογική εξέλιξη των πραγμάτων, αντίθετα θα εστιάσει σημασιολογικά πάνω στα πρόσωπα και πως τα γεγονότα επιδρούν σε αυτά. Μπαίνοντας έτσι στον ψυχισμό των ηρώων του, και ξεδιπλώνοντας την υποκειμενική αλήθεια κάθε ατομικότητας. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο στοίχημα της ταινίας, το οποίο και κερδίζει. Και για να το καταφέρει γυρίζει την πλάτη του πολλές φορές στο τι γίνεται, και οπτικοποιεί τις σκηνές πάνω στα μάτια και τις αντιδράσεις των ηρώων του. Δηλαδή οι σκηνές είναι οπτικά επικεντρωμένες στο υποκείμενο(ήρωα) ανεξαρτήτως αν είναι αυτός που δρα ή όχι. Με αυτόν τον τρόπο οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι οι πλέον βαρυσήμαντες για την εξέλιξη της ταινίας. Αλλά το πρωταγωνιστικό δίδυμο (Adélaïde Leroux- Samuel Boidin) φέρνει σε πέρας την αποστολή του περισσότερο από ικανοποιητικά. Άλλα δυο στοιχεία που επιβεβαιώνουν την περιφρόνηση του δημιουργού στην γεγονοτολογική πλευρά του σεναρίου είναι το πάγωμα του χρόνου. Όπου τα μακρόσυρτα πλάνα αποσκοπούν στον καθορισμό του ψυχισμού των ηρώων, και η απουσία λόγου. Τα ελάχιστα λόγια που υπάρχουν βρίσκονται εκεί για να περιγράψουν την κενότητα των πρωταγωνιστών και μόνο. Πράγμα που επιτυγχάνεται με το νοσηρό και μοχθηρό ύφος των διαλόγων.
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας παρακολουθούμε τον Demester να πηγαίνει στον πόλεμο σε μια προσπάθεια να σπάσει την προαναφερθέν ρουτίνα. Τον ακολουθούν και οι υπόλοιποι συγχωριανοί του. Όμως ακόμα και σε αυτή την μακρόσυρτη σεκάνς του πολέμου(η οποία είναι παραπάνω από εμπνευσμένη από την μινιμαλιστικότητα του Full Metal Jacket) τα αποτρόπαια γεγονότα του πολέμου περνούν σε δεύτερη μοίρα. Το επίκεντρο πάλι είναι τα πάμπολλα ψεγάδια των ανθρώπων πάνω σε αυτόν. Οι αδυναμίες τους να αρνηθούν και η παντελή άγνοια του που βρίσκονται και για ποιο σκοπό βρίσκονται. Και η εξωτερική βία υπονομεύει την εσωτερική βία των ηρώων. Στην πατρίδα έχει μείνει η Barbe. H δήλωση πλέον είναι ολοφάνερη. Έχει υποκύψει ολοκληρωτικά στις εσωτερικές τις αδυναμίες, στα συναισθήματα της και στα νεύρα της υπό το βάρος της ευθύνης. Της ευθύνης της εγκυμοσύνης. Όλα αυτά την οδηγούν στα πρόθυρα της τρέλας, όπου ο Dumont κάνει πλέον ξεκάθαρο πως η μη αναγνώριση και αντιμετώπιση των έσω μας, μας οδηγούν στον δρόμο της παράνοιας!
Ο σκηνοθέτης αφού μας έχει ταρακουνήσει με αυτή την «άβολη» σημειολογία του, θα μας χαρίσει στο τέλος μια πνοή αισιοδοξίας. Με τον Demester να εξομολογείται στη Barbe με την επιστροφή του… Αυτή η εξομολόγηση έχει διπλή φύση. Πρώτον δείχνει την αποδοχή των συναισθημάτων του και την αντιμετώπιση των αδυναμιών του. Σήμα ευοίωνο για το αύριο. Και δεύτερον αυτή η εξομολόγηση δηλώνει όλο το ύφος της ταινίας. Όπου ο πρωταγωνιστής εξομολογείται ένα γεγονός ακριβώς με την σκοπιά που το ένιωσε-έπραξε, ενώ θα μπορούσε να είχε ερμηνευτεί εντελώς διαφορετικά από οποιονδήποτε άλλο!
Βαθμολογία 8/10
Παραγωγής: France/ 2006
Διάρκεια: 91
Η Φλάνδρα του Dumont είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία που παρά το αξιοσημείωτο πέρασμα της στο φεστιβάλ των Καννών, μάλλον αδικήθηκε στις μετέπειτα διανομές της. Γιατί δεν βρήκε ποτέ την θέση που τις αξίζει στα μάτια των θεατών. Αλλά το ουσιαστικό είναι αόρατο στο μάτι, όπως είχε πει ο Εξιπερί και προσφάτως μου θύμισε μια φίλη!
Ο Dumont προσεγγίζει τους ήρωες του σε αυτή την ταινία με απαξίωση και μισανθρωπισμό. Αφού οι ίδιοι πρώτα μας αποδείξουν τον λόγο της «άσχημης» μεταχείρισης τους. Οι ήρωες είναι ο Desemont και η Barbe. Ο Desemont αγαπάει βαθιά την γειτόνισσα του και επιπόλαια συναισθηματικά Barbe. Όμως ποτέ δεν θα βρει την δύναμη, όχι να το ομολογήσει, αλλά να αποδεχτεί τα συναισθήματα του. Τα οποία φυλακίζονται μέσα του, κατασπαράζοντας το είναι του, και χωρίς καμιά βούληση να τα απελευθερώσει. Είναι εμφανής ο ρόλος που παίζουν οι αδυναμίες του και πάνω στην ζωή του. Με την ανιαρή ρουτίνα να κυριαρχεί πάνω του, και η ζωή του να μοιάζει κάτι παραπάνω από άσκοπη. Η Barbe απ’ την πλευρά της είναι ένα ματαιόδοξο κορίτσι. Επιζητεί το κάθε αντρικό μάτι για να επουλώσει τις ανασφάλειες της, μόνο που δυστυχώς για κείνη δεν περιορίζεται στα βλέμματα… Η ζωή της έχει την ίδια μοίρα, καθώς ούτε η ίδια δείχνει πρόθυμη να αποδεχτεί τις αδυναμίες της, οι οποίες θα την βασανίζουν αδιάκοπα μέχρι την ημέρα της συνειδητοποίησης, μέχρι την μέρα της φανέρωσης. Ανάμεσα στους κεντρικούς ήρωες βρίσκεται και ο Mordac, που είναι άλλος ένας εραστής για την Barbe και ένα αγκάθι που περισσότερο φανερώνεται στον Demester με το πέρας του χρόνου. Ο Dumont χαρίζει την πλήρη απαξίωση στους ήρωες του, κινηματογραφώντας τους με πολύ μακρινά γενικά πλάνα στις αχανής χωρικές εκτάσεις. Δίνοντας έτσι την ασημαντότητα τους μέσα στην φύση, μέσα στον κόσμο.
Ο Dumont κάνει εξ’ αρχής μια ολική διάκριση στην εξέλιξη του μύθου του. Δεν ενδιαφέρεται καθόλου για αυτή την αδιάκριτη και νευρική γεγονοτολογική εξέλιξη των πραγμάτων, αντίθετα θα εστιάσει σημασιολογικά πάνω στα πρόσωπα και πως τα γεγονότα επιδρούν σε αυτά. Μπαίνοντας έτσι στον ψυχισμό των ηρώων του, και ξεδιπλώνοντας την υποκειμενική αλήθεια κάθε ατομικότητας. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο στοίχημα της ταινίας, το οποίο και κερδίζει. Και για να το καταφέρει γυρίζει την πλάτη του πολλές φορές στο τι γίνεται, και οπτικοποιεί τις σκηνές πάνω στα μάτια και τις αντιδράσεις των ηρώων του. Δηλαδή οι σκηνές είναι οπτικά επικεντρωμένες στο υποκείμενο(ήρωα) ανεξαρτήτως αν είναι αυτός που δρα ή όχι. Με αυτόν τον τρόπο οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι οι πλέον βαρυσήμαντες για την εξέλιξη της ταινίας. Αλλά το πρωταγωνιστικό δίδυμο (Adélaïde Leroux- Samuel Boidin) φέρνει σε πέρας την αποστολή του περισσότερο από ικανοποιητικά. Άλλα δυο στοιχεία που επιβεβαιώνουν την περιφρόνηση του δημιουργού στην γεγονοτολογική πλευρά του σεναρίου είναι το πάγωμα του χρόνου. Όπου τα μακρόσυρτα πλάνα αποσκοπούν στον καθορισμό του ψυχισμού των ηρώων, και η απουσία λόγου. Τα ελάχιστα λόγια που υπάρχουν βρίσκονται εκεί για να περιγράψουν την κενότητα των πρωταγωνιστών και μόνο. Πράγμα που επιτυγχάνεται με το νοσηρό και μοχθηρό ύφος των διαλόγων.
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας παρακολουθούμε τον Demester να πηγαίνει στον πόλεμο σε μια προσπάθεια να σπάσει την προαναφερθέν ρουτίνα. Τον ακολουθούν και οι υπόλοιποι συγχωριανοί του. Όμως ακόμα και σε αυτή την μακρόσυρτη σεκάνς του πολέμου(η οποία είναι παραπάνω από εμπνευσμένη από την μινιμαλιστικότητα του Full Metal Jacket) τα αποτρόπαια γεγονότα του πολέμου περνούν σε δεύτερη μοίρα. Το επίκεντρο πάλι είναι τα πάμπολλα ψεγάδια των ανθρώπων πάνω σε αυτόν. Οι αδυναμίες τους να αρνηθούν και η παντελή άγνοια του που βρίσκονται και για ποιο σκοπό βρίσκονται. Και η εξωτερική βία υπονομεύει την εσωτερική βία των ηρώων. Στην πατρίδα έχει μείνει η Barbe. H δήλωση πλέον είναι ολοφάνερη. Έχει υποκύψει ολοκληρωτικά στις εσωτερικές τις αδυναμίες, στα συναισθήματα της και στα νεύρα της υπό το βάρος της ευθύνης. Της ευθύνης της εγκυμοσύνης. Όλα αυτά την οδηγούν στα πρόθυρα της τρέλας, όπου ο Dumont κάνει πλέον ξεκάθαρο πως η μη αναγνώριση και αντιμετώπιση των έσω μας, μας οδηγούν στον δρόμο της παράνοιας!
Ο σκηνοθέτης αφού μας έχει ταρακουνήσει με αυτή την «άβολη» σημειολογία του, θα μας χαρίσει στο τέλος μια πνοή αισιοδοξίας. Με τον Demester να εξομολογείται στη Barbe με την επιστροφή του… Αυτή η εξομολόγηση έχει διπλή φύση. Πρώτον δείχνει την αποδοχή των συναισθημάτων του και την αντιμετώπιση των αδυναμιών του. Σήμα ευοίωνο για το αύριο. Και δεύτερον αυτή η εξομολόγηση δηλώνει όλο το ύφος της ταινίας. Όπου ο πρωταγωνιστής εξομολογείται ένα γεγονός ακριβώς με την σκοπιά που το ένιωσε-έπραξε, ενώ θα μπορούσε να είχε ερμηνευτεί εντελώς διαφορετικά από οποιονδήποτε άλλο!
Βαθμολογία 8/10
Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2008
Sweeney Todd: The Demon Barber of Fleet Street
Σκηνοθεσία: Tim Burton
Παραγωγής: USA / UK/ 2007
Διάρκεια: 116’
Λοιπόν συνεχίζουμε την περίφημη Burtonολογία μας(η αρχή είχε προηγηθεί αμέσως πιο κάτω) με το εκπληκτικό μιούζικαλ Sweeney Todd. Υπάρχει και εδώ το τρίπτυχο: gothic αισθητική- περιθωριακοί ήρωες- κοινωνικοπολιτικά και ψυχολογικά μηνύματα, που όπως έχουμε δηλώσει διέπουν όλες τις ταινίες του. Μόνο που σε αυτόν τον φονικό μπαρμπέρη(!) ίσως βρούμε την πιο μεστή σκηνοθεσία του Tim. Άλλωστε το σενάριο από μόνο του προσφέρει πάρα μα πάρα πολλές δυνατότητες!
Στο πρώτο τριαντάλεπτο της δέσης του μύθου θα γνωρίσουμε έναν πολύ σκληρό κουρέα(Johny Depp), οργισμένο για εκδίκηση. Ήταν ένας ευαίσθητος άντρας βγαλμένος απ’ τα παραμύθια. Αναγκάστηκε να αποχωριστεί την αγαπημένη του για κάποια μακρινή φυλακή. Η εξωτερική ομορφιά της μνηστής του ήταν ο λόγος να γνωρίσει την εσωτερική ασχήμια ενός άλλου, ισχυρού κοινωνικά, ενδιαφερόμενου. Το μόνο που θα απαλύνει τον πόνο, νομίζει, είναι η εκδίκηση. Επίσης θα γνωρίσουμε τους δυο άντρες που ενδιαφέρονται για την κόρη του. Θα βρούμε σε αυτούς την ερωτική αγνότητα και αφέλεια απέναντι στην μοχθηρή εγωιστική, καταπιεστική και παράλογη επιθυμία αντίστοιχα. Θα γνωρίσουμε ακόμα την Helena Bonham Carter στα βαλτώδη αρτοποιήματα της, νικημένη απ’ την ακρίβεια των καιρών. Και όλα αυτά στο μουντό, σαπισμένο Λονδίνο. Στην πόλη που κατοικούν όλα τα αποβράσματα, όπως μας προϊδεάζει το εναρκτήριο άσμα.
Ο Tim Burton σε αυτή την μισάνθρωπη ταινία του, θα υπερτονίσει πως όλοι οι άνθρωποι αξίζουν την κρεμάλα. Τους κατατάσσει σε δυο κατηγορίες. Σε αυτούς που κάθονται ήσυχα στην γωνιά τους και κάνουν την δουλειά τους και σε κείνους που ακούνε μόνο τον εαυτό του και χωρίς κανένα φραγμό υλοποιούν τις ιμπεριαλιστικές επιθυμίες τους. Η πρώτοι θα γνωρίσουν την ολοκληρωτική απαξίωση του δημιουργού. Είναι αυτοί που συντηρούν το μοχθηρό αλληλοσπαραχτικό περιβάλλον. Το μόνο που τους αξίζει λοιπόν είναι η περιφρόνηση. Η ταινία θα αφιερωθεί στους δεύτερους. Ένας από αυτούς είναι και ο φονικός κουρέας, μία από αυτούς είναι και η ύπουλη φουρνάρισσα. Όσο και αν τα εναπομείναντα αγνά όνειρα της πασχίζουν να την βγάλουν από αυτή την μίζερη πραγματικότητα. Οι δυο τους θα είναι και οι υποκινητές του δράματος. Σφαγείς ανθρώπων, υπονομεύουν τον κανιβαλισμό, με την αμεσότητα κάθε κοινωνικού συστήματος. Ποια σύγχρονη ανταγωνιστική κοινωνία άλλωστε δεν απαιτεί την «καταπάτηση» του διπλανού μας; Ενώ και τα υπόλοιπα πρόσωπα της ταινίας είναι κοινωνοί των υποχθόνιων συμπεριφορών τους. Και έτσι η ταινία θα κυλήσει τεκμηριώνοντας σε όλη την διάρκεια της γιατί ο καθένας είναι άξιος θανάτου.
Ο Johny Depp είναι ο σφαγέας. Τεστάρει τα ξυράφια του πάνω σε αθώα καρύδια. Με μοναδικό σκοπό την εκδίκηση εκείνου που του πήρε την ζωή. Όμως καταλαβαίνουμε πως οι πράξεις του βρίσκονται ασυσχέτιστες με την εκδίκηση. Είναι απλά ένας τρόπος να ξεδιψάσει τα δολοφονικά του ένστικτα. Τυφλωμένος και εκστασιασμένος, καθώς τα θύματα του καθρεπτίζονται στα γυαλιστερά ξυράφια του, δείχνει να παραπαίει σε κατάσταση νιρβάνας. Έχεις χορέψει με τον διάβολο; Ρώταγε 20 χρόνια πριν ο joker τα θύματα του(στο Batman του Burton). Μα βλέποντας τον Depp αφού έχει πάρει εκδίκηση, το μυαλό μας δεν έχει παρά να πάει στην μορφή του εωσφόρου. Είναι τελικά αυτά τα ανεξέλεγκτα και κατασπαραχτικά συναισθήματα, όπως η εκδίκηση, η επικράτηση του διαβόλου πάνω στο άτομο;
Ναι σίγουρα είναι… Όμως ο Tim Burton θα δώσει με το finale του μια σεβαστή θέση στην ελπίδα. Θα αφήσει ζωντανό μόνο το ζευγάρι εκείνο που μπορεί να εξαγνίσει την ιστορία. Τον νέο που είναι έτοιμος να κερδίσει και να χαρίσει τον έρωτα, και το κορίτσι εκείνο που έχει πάνω του όλο το βάρος του πεπρωμένου. Αυτό το μιούζικαλ εκτός από θεματικά είναι άψογο και αισθητικά. Τα τραγούδια ρέουν αυθόρμητα με φυσικότητα διαλόγων. Χωρίς να κουράζουν ακόμα και τους μη λάτρεις του είδους. Τα κάδρα στοιβάζουν στο γκριζόμαυρο πέπλο τους όλη αυτή την μαυρίλα του δημιουργού τους. Τόσο η πόλη, όσο και οι άνθρωποι αναπαραστώνται σε αυτό το δηλητηριώδη γκριζόμαυρο. Μόνο λίγα πλάνα χωρούν φωτεινά χρώματα. Αυτά που θα καταδείξουν την γοητεία και την ομορφιά του ονειρικού παραμυθιού… Εκεί που θα χωρέσει η ελπίδα… Ενώ ιδιαίτερη αναφορά οφείλουμε και στο κλείσιμο της ταινίας. Όπου ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται όλες εκείνες τις πληροφορίες που έχει αφήσει στο ημίφως κατά την διάρκεια του μύθου, για να τις κλείσει μαζικά σε ένα λυρικότατο τέλος!
Ακόμα μια άψογη συνεργασία, η έκτη, Tim Burton-Johny Depp. Οι fun και όχι μόνο δικαίως ανυπομονούν για την επόμενη, και εγώ θα επισημάνω την πεποίθηση μου να δω τον Burton να γυρίζει και εκτός studio!
Βαθμολογία 9/10
Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008
Batman
Σκηνοθεσία: Tim Burton
Παραγωγής: USA / UK/ 1989
Διάρκεια: 126’
Ήταν 30 χρονών τότε ο Tim Burton που του αναθέτονταν να δημιουργήσει την κινηματογραφική εκδοχή του υπερήρωα ανθρώπου-νυχτερίδας. Το κυρίως κείμενο ήταν τα κόμικς της DC τα οποία θα ήταν και ο γόνος της ταινίας. Ο πάντοτε πεισματάρης και εκκεντρικός Burton κατάφερε, μη όντας τόσο αναγνωρισμένος και παρά τις διαφωνίες τους, να πείσει την παραγωγή για κάποιες επιλογές του. Και τελικά συλλογικά κέρδισε το στοίχημα!
Αν κάναμε μια γρήγορη σύνοψη της δομής σχεδόν ολόκληρης της φιλμογραφίας του Tim Burton μάλλον θα καταλήγαμε στο ακόλουθο τρίπτυχο: Περιθωριακοί ήρωες-αιχμηρά κοινωνικά μηνύματα- gothic ατμόσφαιρα. Και ο Batman δεν θα αποτελέσει εξαίρεση της παραπάνω μας διαπίστωσης!
Θα ξεκινήσουμε να μιλάμε για την καθεμία από τις παραπάνω τρεις πτυχές αντίστροφα. Ο Batman γυρίζεται στην καρδιά των διεφθαρμένων Η.Π.Α. Για να φτάσει σε αυτό το αισθητικό σημείο ο σκηνοθέτης επιστρατεύει την γνωστή του μαυρίλα και καταφέρνει με έντονο και το εξπρεσιονιστικό στοιχείο να δώσει μια πόλη(Gotham City) σε όλη της την παρακμή. Η εγκληματικότητα είναι αυξημένη, τα σκάνδαλα διαδέχονται το ένα το άλλο και όλα αυτά ντύνονται στην επιβλητική gothic φορεσιά της ταινίας. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη. Είναι δεδομένο πως αυτή η πόλη έχει φτάσει στο κατώτατο της σημείο, τίποτα καλό δεν μπορεί να συμβεί. Δεν υπάρχει χώρος για το αμυδρό λευκό, την μικράτη ελπίδα. Και δεν είναι τυχαίο πως ο υπερήρωας είναι το ίδιο σκοτεινός, με την μορφή ανθρώπινης νυχτερίδας. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα τελικά θεμελιώνεται στη σκοτεινή φωτογραφία, στην μυστηριώδη σκηνογραφία και στις ολόμαυρες μελωδίες. Ο Τύπος μέχρι σήμερα κάνει ηχηρές αναφορές σε εκείνη την ατμόσφαιρα που αποτελεί και κύριο συστατικό του cinema του Burton. Για μένα είναι και η κινητήριος δύναμη που κάνει την ταινία να υπερβαίνει τον «παραδοσιακό» μύθο του Batman.
Το κοινωνικό μήνυμα και αυτή την φορά είναι αισθητό. Και αφορά την περιγραφή μιας παραπέουσας Αμερικής και της πτώσης των ηθικών αξιών. Η διαφθορά βρίσκεται παντού. Το κράτος είναι αδύναμο να διαχειριστεί και το πιο μικρό πρόβλημα. Οι πολίτες είναι διαρκώς υποδουλωμένοι στις μικροαστικές αντιλήψεις τους. Τέτοιες είναι η καθολική αδιαφορία τους για το τι συμβαίνει γύρω τους, όπως και η φιλοχρηματία τους. Παρ’ ότι είναι καταδικασμένοι να ζήσουν ένα πτωχικό βίος(ω, ειρωνεία!). Επίσης τονίζεται και ο καταλυτικός ρόλος των Μ.Μ.Ε και της τηλεόρασης ως προς την χειραγώγηση του λαού, και ως ο πόθος των ισχυρών που θέλουν να χαλιναγωγήσουν και να δοξαστούν μέσω αυτής. Όλα τούτα παρουσιάζονται στην ταινία. Σε καμία όμως περίπτωση δεν κατέχουν θέση ηθικολογίας. Τα περίφημα εφέ και το έντονο εξπρεσιονιστικό στοιχείο είναι αυτά που κυριαρχούν και μετατρέπουν όλα τα παραπάνω ως αιχμές μόνο στο μάτι που τα αναζητά!
Τέλος θα κλείσω με τους περιθωριακούς ήρωες του Tim Burton. Ακόμα και αν όλα τα παραπάνω δεν σε έπεισαν ή είσαι από αυτούς που δεν ενθουσιάζονται με τις σκοτεινές mainstream ατμόσφαιρες η ανάλυση των ηρώων σίγουρα θα σε κερδίσει. Ο Tim Burton μέσα στους περιθωριακούς του ήρωες χωράει κάτι απ’ την δική του εκκεντρική προσωπικότητα. Εδώ οι κύριοι ήρωες είναι ο Batman και ο Joker. Και οι δυο τους δείχνουν εντελώς αλλόκοτοι μπροστά στο περιβάλλον. Όμως το γεγονός ότι ο Tim τους αφιερώνει σχεδόν ολόκληρο τον filmiko χώρο δηλώνει κάτι βαθύτερο. Πως αυτοί που ορίζονται ως μη φυσιολογικοί, τελικά είναι διαφορετικοί μόνο μπροστά στην ψευδαίσθηση του συνηθισμένου. Και το συνηθισμένο δεν είναι παρά μια απρόσωπη ένταξη σε κάθε μορφή μάζας. Ο Tim εδώ δείχνει να αδιαφορεί πλήρως για τις ούτως ή άλλως άνυδρες μάζες και να εστιάζει όλο το βάρος στους δυο κεντρικούς του ήρωες. Ωστόσο για να ξεφύγει κάποιος απ’ την μάζα χρειάζεται και μια αφορμή. Σε αυτή την αφορμή θα δοθεί και αρκετό απ’ το θεματικό βάρος. Έτσι οι δυο ήρωες μπορεί να έχουν κοινό ότι επέλεξαν μοναχικά σταυροδρόμια όμως τους χωρίζει η σχετική έννοια του καλού και του κακού.
Ο Joker τον οποίο εκπληκτικά υποδύεται ο «θεατρικός» Jack Nicholson τείνει να εκτοπίσει το gothic στυλ της ταινίας με αυτό της cult φυσιογνωμίας του. Είναι ένας άνθρωπος με τελείως διαφορετικές στάσεις για την ζωή. Η αναπτυγμένη του ευφυΐα αλλά και η πολυδιάστατη προσωπικότητα του τον κάνουν ξεχωριστό μέσα σε κάθε σύνολο. Τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε τον κάνουν σχεδόν ερωτευμένο με τον εαυτό του. Όμως η ματαιοδοξία του και η ανασφάλεια του δεν αρκείται σε αυτό. Διακατέχεται από μια απληστία της φιλοδοξίας( εδώ σας παραθέτω ένα κείμενο που εν μέρει σχετίζεται με αυτό) και απαιτεί την συμπάθεια και τις εκδηλώσεις λατρείας του καθενός, πράττοντας έναν σωρό από αδικήματα. Αδιαφορώντας ουσιαστικά για το πώς, αλλά αφοσιωμένος στο να πετύχει αυτό που θέλει. Νομίζω είναι και ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των κεφαλαιούχων στην ανταγωνιστική κοινωνία.
Απ’ την άλλη ο Batman ζει στο δικό του κόσμο γιατί δεν μπορεί να ζει σε αυτόν των άλλων. Όταν ήταν ακόμα παιδάκι, ο joker πήρε την ζωή από τους πλούσιους γονείς του. Αυτό τον έκανε σκληρό και απομονωμένο. Δεν ζητούσε εκδίκηση. Ζητούσε απλά το δίκαιο για όλους, κουβαλώντας ουσιαστικά στις πλάτες του τις τύχες όλων. Είναι ένας συνειδητοποιημένος άνθρωπος, που βλέπει πως το κράτος είναι αδύναμο για το οτιδήποτε και θα παλέψει μόνος του για το καλό όλων. Δεν δοξάζει κανέναν και δεν ζητάει καμία δόξα για τις πράξεις του. Αυτή την μορφή υποδύεται ο αδύναμος κατά την γνώμη μου Michael Keaton(ίσως και η μοναδική λανθασμένη επιλογή του Tim. Τους δυο άντρες τους ενώνει οι διαφορετικές τους αντιλήψεις περί καλού και κακού αλλά και ένα κορίτσι. Η γοητευτική(ίσως και κλισέ παρουσία) Kim Basinger στον ρόλο του ερωτικού πόθου και των δυο(από εντελώς διαφορετική σκοπιά όμως).
Την ταινία αξίζει να την δείτε μόνο για την ανάλυση αυτών των δυο ηρώων, ακόμα και αν είστε από αυτούς που δυσφορείτε στις μαύρες αποχρώσεις του Tim. Αυτά…
Βαθμολογία 8/10
Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008
Antena, La
Σκηνοθεσία: Esteban Sapir
Παραγωγής: Argentina/ 2007
Διάρκεια: 90’
Ο 41χρονός Esteban Sapir φτιάχνει την δεύτερη του κινηματογραφική ταινία, που αναμφισβήτητα συγκαταλέγεται στις ταινίες που δεν έχουμε συνηθίσει. Ο λόγος; Η πραγματικά ασυνήθιστη γραφή της. Η οποία προκύπτει από το εμπνευσμένο πάντρεμα στοιχείων που εκτείνονται σε όλη την χρονική ιστορία του κινηματογράφου.
Κατ’ αρχάς, η ταινία τοποθετείται σκηνοθετικά στον βουβό ασπρόμαυρο κινηματογράφο του ’20. Τόσο η αυστηρά επιμελημένη εικόνα, οι κινήσεις της κάμερας, το εννοιολογικό (Αϊζενσταϊνικό) μοντάζ, αλλά και τα ειδικά εφέ συνοδευόμενα με τους «φθαρμένους» ήχους, δείχνουν τις ρίζες αυτού του film. Μετ’ έπειτα ως προς την γλώσσα της ταινίας αναμφισβήτητα βλέπουμε ένα έντονο expressioniστικό δημιούργημα, που πατάει στον σουρεαλισμό. Και για να στηριχτεί αυτός ο ομολογουμένως υπερβολικός εξπρεσιονισμός επιστρατεύονται μια σειρά από κινηματογραφικά μέσα. Τόσο η φωτογραφία, όσο και η σκηνογραφία κάνουν αναπόσπαστο κομμάτι του background όλα τα στοιχεία εκείνα, που υπό άλλες προϋποθέσεις θα απέστρεφαν με την εκκεντρικότητα τους. Μιλάω για τους οπτικοποιημένους λεκτικούς υπότιτλους των σκέψεων των ηρώων που αποκτούν αναπόσπαστη θέση στο ντεκόρ, και ένα σύνολο από συμβολισμούς που περιγράφονται με αναλόγως αφηρημένα οπτικά αντικείμενα και σύμβολα.
Αυτός ο έντονος εξπρεσιονισμός είναι που τελικά απομυθοποιεί και αυτή την παραμυθένια παραδοσιακή εντύπωση που έχουμε εμείς οι αδαής σύγχρονοι για τον πολύ προγενέστερο κινηματογράφο. Πάντως όλη αυτή η διαδικασία με την οποία ντύνεται η ταινία του ο Sapir αποκτάει μεγάλο ενδιαφέρον. Άλλωστε αν δεν είναι το cinema, με τις άφθονες δυνατότητες, η τέχνη που σου επιτρέπει να πειραματιστείς πάνω στο αντικείμενό σου, τότε ποια μιμητική Τέχνη είναι;
Στα της υπόθεσης τώρα, ο Αργεντινός σκηνοθέτης τοποθετεί την ιστορία του σε έναν ανύπαρκτο κόσμο. Έτσι αμέσως δίνει την δυνατότητα στον εαυτό του να ξεφύγει από τον ρεαλισμό και να χρησιμοποιήσει την αφήγηση του για να αλληγορίσει. Η δράση εξελίσσεται σε μια αλλόκοτη πόλη(έτσι την ντύνει το ασπρόμαυρο+εξπρεσιονιστικό στοιχείο) που όλοι έχουν χάσει την λαλιά τους. Σχεδόν όλοι, γιατί υπάρχει μια γυναίκα που καταφέρνει να μιλάει ακόμα. Και επειδή τυγχάνει η γυναίκα να έχει μεταδώσει την φωνή στον γιο της, υπάρχει η ελπίδα για καθολική μετάδοση της. Η ταινία περιέχεται από μια μεγάλη γκάμα συμβολισμών. Με κυριότερους εκείνους που κατηγορούν την τηλεόραση για την αποβλάκωση, την χαλιναγώγηση και την υποδούλωση του ατόμου σε αυτή. Καθόλου τυχαίο δεν είναι πως ένας πανούργος άνθρωπος με το όνομα Mr. Tv είναι αυτός που έχει κλέψει την λαλιά των πολιτών. Είναι αυτός που επιθυμεί και την ήδη αδυνατισμένη σκέψη τους. Όπως επίσης και ότι όλα τα προϊόντα που σχετίζονται με την εντόνως εμφανιζόμενη τηλεόραση έχουν ως σήμα ένα υπνωτικό σύμβολο(τον στρόβιλο). Έτσι ο Sapir μέχρι τον τελικό δρόμο προς την λύτρωση, θα χρησιμοποιήσει την ταινία του ως κεραία για να στείλει τα «ασφυκτικά» μηνύματα του στον θεατή. Η αλόγιστη χρήση της επιστήμης και η παιδική αθωότητα είναι ακόμα μερικά από αυτά.
Αυτή λοιπόν η ασυνήθιστη ταινία, είναι μια πρόταση που αξίζει να μελετήσει κανείς. Κυρίως για το καινοτόμο της γραφής της. Μια αν μη τι άλλο σπάνια εμπειρία. Μάλιστα σε μια εποχή που ο κινηματογράφος έχει την ανάγκη καινοτόμων ιδεών, είναι ευχάριστο και ενθαρρυντικό να βλέπουμε ορισμένους Λατίνους να αναμοχλεύουν το μέσο…
Βαθμολογία 7,5/10
Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008
Hiroshima mon amour
Σκηνοθέτης: Alain Resnais
Παραγωγής: France / Japan/ 1959
Διάρκεια: 90'
Ταινία σταθμός τούτη εδώ στην ιστορία της έβδομής τέχνης. Ο τιτάνιος Alain Resnais που πριν αυτής της ταινίας ασχολούταν κυρίως με μικρού μήκους ταινίες και ντοκιμαντέρ, εδώ κάνει ένα ανεξίτηλο σημείο αναφοράς για τον ποιητικό κινηματογράφο και όχι μόνο.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας ηθοποιού ονομαζόμενης Elle. Η Γαλλίδα Elle βρίσκεται στην προσφάτως πληγμένη, από τον φρικιαστικό βομβαρδισμό, Χιροσίμα. Οι πληγές είναι ακόμα ανοιχτές, και τα πάντα μαρτυρούν το τραγικό και ανεπανόρθωτο που έχει προηγηθεί. Η Elle ερωτεύεται παράφορα τον Lui. Έναν Ιάπωνα. Ο χρόνος ζωής του έρωτα τους είναι μικρότερος από 24 ώρες, καθώς η Elle πρέπει να γυρίσει στην πατρίδα της. Όμως ο χρόνος είναι υπεραρκετός, για να ζωντανέψει τις μνήμες μαζί με τα τραυματισμένα αισθήματα της, από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα δεκατεσσάρων περασμένων ετών.
Ο Alain με μεγάλη μαεστρία πραγματεύεται το πέρασμα απ' το συλλογικό στο ατομικό και απ' το αντικειμενικό στο υποκειμενικό. Με την αρχική ντοκυμαντερίστικη γραφή του, δηλώνει τον αδιαπραγμάτευτο πόνο που έζησαν οι Ασιάτες στην μαρτυρική πόλη της Χιροσίμα. Τα πλάνα είναι ατόφια περιγραφή της οδύνης των ανθρώπων, και πλάι στα κάδρα των αγκαλιασμένων εραστών συνθέτουν ένα άρτιο και καινοτόμο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την ιστορία; Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την συλλογική καταστροφή που έγινε στη Χιροσίμα; Κανείς, γιατί τα γεγονότα, οι εικόνες έχουν ανυπέρβλητο ανάστημα στο όνομα της αλήθειας. Όμως με φόντο την ιστορία ο σκηνοθέτης αναπτύσσει μια άλλη. Την πληγωμένη ζωή μιας γυναίκας, της πρωταγωνίστριας του, της Elle. Όπου ο έρωτας, μέσα από την ανεκπλήρωτη φύση του, έχει ρίξει μια άλλη βόμβα. Μια βόμβα που έχει διαλύσει ολοκληρωτικά τον συναισθηματικό της κόσμο, αυτόν τον ουσιαστικό, που ορίζει την αληθινή της ύπαρξη... Εδώ ο πόνος αφορά την ηρωϊδα και είναι υποκειμενικός. Ποιος όμως μπορεί να αρνηθεί την ψυχική παράλυση της "αιώνια" πληγωμένης Elle; Κανείς, γιατί ο Resnais έχει εισέλθει στον ψυχισμό της τόσο βαθιά, που κάνει όλες αυτές τις αφαιρετικές και υποκειμενικές διαστάσεις να πλημμυρίζουν τον ίδιο τον θεατή. Σαν μια ακόμα εξωσωματική εμπειρία...
Η Elle είναι μια γυναίκα πληγωμένη. Κάποτε στη Νεβέρ βίωσε τον ολοκληρωτικό πόνο. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια στην ζωή της. Η οποία μοιάζει πολύ ταραχώδη. Όπως μας έχει φανερώσει η ίδια η πρωταγωνίστρια είναι ηθοποιός. Μετακινείται αδιάκοπα, όπως προστάζει αυτό το απρόβλεπτο επάγγελμα. Είναι παντρεμένη με έναν άντρα που οι σχέσεις τους είναι τελείως αποσυνδεμένες, ενώ γνωρίζει πολλούς και περιστασιακούς «ανέπαφους» δεσμούς. Μια ζωή που μοιάζει λοιπόν σαν το οινόπνευμα που καλείται να σβήσει τις επίπονες μνήμες της. Όσο συγκλονισμένη διηγείται στον Lui τον χαμένο έρωτα της, με το αλκοόλ να ρέει άφθονο, τα μάτια της λαμπυρίζουν όταν ακούει πως στην Χιροσίμα τίποτα δεν σταματάει. Πως μέρα και νύχτα οι άνθρωποι ζούνε. Ονειρεύεται μια ζωή δίχως τέλος και αρχή. Όμως ο Resnais με ένα αποστομωτικό πλάνο, μετατρέπει την σερβιτόρα σε δραματικό υποκινητή. Βάζει τέλος στα όνειρα της πρωταγωνίστριας δηλώνοντας πως τα πάντα είναι πεπερασμένα καθώς η σερβιτόρα χαρακτηριστικά μαζεύει το τραπέζι.
Ο Lui δεν είναι παρά η προσωποποιημένη μορφή του έρωτα για την Elle. Αυτός που τάραξε την αποφασισμένη της ζωή να θυσιαστεί στην αφθαρσία και στα εφήμερα πράγματα, με σκοπό να απαλλαγεί από τις επίπονες μνήμες. Τις μνήμες που είναι οι μόνες που προσδιορίζουν την ουσία του "είναι" μας. Ο Lui είναι ο έρωτας που ξαναχτυπά, ανεκπλήρωτος όπως τον ορίζει η φύση του. Είναι αυτός που επανέφερε στην επιφάνεια το πληγωμένο κορίτσι. Εκείνο που με τα ματωμένα δάχτυλα γρατζουνούσε τους τοίχους για να καταλαγιάσει την οργή της. Σε ένα κατάψυχρο κελάρι που ασυναίσθητα πάγωνε την καρδιά της. Για αυτόν δεν ήταν δύσκολο να εντοπίσει αυτό το ειδοποιό σημείο. Το σημείο όπου η ζωή του ανθρώπου αποκτά ρίζες, και με αυτές αναπτύσσεται και με αυτές μεγαλώνει. Και τίποτα δεν μοιάζει όπως παλιά. Για την Elle αυτό το σημείο ήταν 14 χρόνια πριν, στην Νεβέρ. Στην πολύ που την πλέει παράπλευρα ένας μεγάλος ποταμός. Ένας ποταμός που δηλώνει πως τίποτα δεν πάει πίσω. Άλλωστε η Elle στην αρχή μας έχει προειδοποιήσει "ναι, ξέρω η ζωή συνεχίζεται. Όμως τα στοιχεία μένουν πίσω και κάνουν ολοφάνερο αυτό που έχει προηγηθεί". Τώρα ξέρουμε πως αυτά τα στοιχεία για τον άνθρωπο είναι οι μνήμες. Οι μνήμες, η μεγαλύτερη τιμωρία του... Και ποτέ δεν θα σβήσει που ο έρωτας βομβάρδισε συθέμελα το μέσα της. Που οι όρκοι ολοκλήρωσης με τον Γερμανό αγαπημένο της δεν βρήκαν εκπλήρωση εξαιτίας του πρόωρου θανάτου του.
Τώρα η Elle το έχει καταλάβει. Ποτέ δεν θα μπορέσει να απαλλαγεί από όσα συνέβησαν. Η λησμονιά που επιδιώκει, ποτέ δεν θα έρθει. Το παρελθόν μαστιγώνοντας θα την συντροφεύει μέχρι τον μακρύ δρόμο της λήθης. Όμως θα προσπαθήσει για άλλη μια φορά να ξεγελάσει τον εαυτό της! Θα προσποιηθεί πως θέλει να φύγει. Όμως ο Lui, ο έρωτας σαν σκιά θα την ακολουθεί όπου και αν είναι. Μέχρι τα τελικά λόγια του Lui να ξεκαθαρίσουν τα πάντα " Είσαι η Νεβέρ, είμαι ο Χιροσίμα αυτό δεν θα αλλάξει". Έτσι ο Resnais ξεκαθαρίζει την δύναμη του παρελθόντος, της ιστορίας και παντρεύει το συλλογικό με το ατομικό. Σε μια ταινία του ποιητικού σουρεαλισμού που αγγίζει το τέλειο.
Εκπληκτικές οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών Emmanuelle Riva, Eiji Okada, ενώ και το σενάριο της Marguerite Duras είναι παραπάνω από προκλητικό. Αυτό το ύφος, και αυτή η πρωτεμφανιζόμενη γλώσσα του Resnais θα μετατρέψουν την ταινία σε σημείο αναφοράς του κινηματογράφου, και την απαρχή της νέας, μοντέρνας περίοδος του κινηματογράφου! Πραγματικά μια τεράστια ταινία...
Βαθμολογία 9,5/10
Atonement
Σκηνοθεσία: Joe Wright
Παραγωγής: UK / France/ 2007
Διάρκεια: 130’
Αλήθεια ο Joe Wright(Pride and Prejudice) πρέπει να το κοιτάξει λίγο… Δεν μπορώ να καταλάβω πως ένας σκηνοθέτης μπορεί να φάει κόλλημα με την Keira Knightley, η οποία υποκριτικά αναδύει μόνο μια ψυχρή ατμόσφαιρα παγετώνων! Ας αφήσω όμως τις λασπολογίες, και να πω 2 πραγματάκια για την ταινία.
Ο θεατής βλέποντας λοιπόν αυτό το film, θα εγκλωβιστεί στο καταφανή άνισο των δυο μερών του. Το πρώτο μέρος είναι εξαιρετικά δυνατό, χάρις κυρίως την συμπαγή σκηνοθεσία. Μια σκηνοθεσία που καταφέρνει να υπερκαλύψει ευδιάκριτες σεναριακές τρύπες. Αντίθετα όμως το δεύτερο μέρος χαρακτηρίζεται από μια εύκολη, εύπεπτη και μάλλον αδιάφορη κινηματογράφηση. Μελό ξεπατικοτούρες, υπερβάλλουσες σκηνές αντισταθμίζουν την αδυναμία της αφήγησης να πλάσει τα κομβικά σημεία. Και έτσι οδηγούμαστε μέχρι το λυτρωτήριο μεν, επιτηδευμένο δε, finale.
Συγκεκριμένα ο Joe Wright στο πρώτο μέρος αποφασίζει να κομματιάσει τις σκηνές, δίνοντας την υποκειμενική όψη των γεγονότων από το πρίσμα του κάθε ήρωα. Μια πολύ ενδιαφέρον εστίαση, που μυεί τον θεατή στον ψυχισμό των πρωταγωνιστών. Μια αφήγηση με αργό αλλά μεθυστικό ρυθμό που προϊδεάζει τον θεατή για κάτι σπουδαίο. Ωστόσο αυτή η «ευλύγιστη» σκηνοθεσία, άλλοτε χρησιμοποιείται ουσιαστικά και άλλοτε με σκοπό να εντυπωσιάσει. Αντίθετα στο δεύτερο μέρος, απομακρυνόμαστε από την μυστήρια και υπαινικτική αυτή κινηματογράφηση. Οι εύκολες και άσκοπες πληροφορίες που ρέουν άφθονα λειτουργούν αναιρώντας όσα έχουν προηγηθεί. Σκοπός του filmikou χρόνου είναι να αφηγηθεί τις ασυμβάδιστες ζωές των πρωταγωνιστών του. Όμως αυτή η αφήγηση πάσχει από παντού. Δεν ξέρω πως μπορείς να καταφέρεις θέματα, όπως τον πόλεμο, το νοσοκομείο, που έχουν τόσο υλικό, να τα κάνεις να φαίνονται γελοία μες στην υπερβολή τους. Ο Joe πάντως τα καταφέρνει! Τέλος, για να οδηγηθούμε στο εξλιεαστήριο finale της πρωταγωνίστριας Brioni, ακολουθούν ένα σωρό από ωραιοποιημένα και μελό τεχνάσματα. Τα οποία εν τέλει θα πείσουν μόνο τους υπέρ καλοπροέραιτους, και θα αποστρέψουν τους υπόλοιπους.
Στις προθέσεις της ταινίας είναι να θίξει θέματα όπως: το φλογερό και ασυμβίβαστο του έρωτα, την μετάνοια και την εξιλέωση, τη δύναμη της φαντασίας αλλά και ένα κοινωνικό σχόλιο για την ανισότητα που βιώνουν άνθρωποι χαμηλότερης προέλευσης. Ωστόσο το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο. Καθώς ανισόρροπα μοιάζουν όλα αυτά στο ασταθή σύμπαν της ταινίας. Ωστόσο το Antonement έχει στα σκαριά της μια ενδιαφέρον φωτογραφία, ωραία δεσίματα στα κάδρα και τις πολύ καλές ερμηνείες των Saoirse Ronan, Vanessa Redgrave στον διαχρονικό ρόλο της Brioni.
Βαθμολογία 6/10
Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008
Grbavica
Σκηνοθεσία: Jasmila Zbanic
Παραγωγής: Austria / Bosnia-Herzegovina / Germany / Croatia/ 2006
Διάρκεια: 95’
Το Grbavica είναι μια ταινία που βρήκε αναγνώριση χάρις την βράβευση της στο φεστιβάλ Βερολίνου. Έρχεται από τις Ανατολικές χώρες της πρώην Σοβιετικής δημοκρατίας, και τοποθετεί το θέμα της στην σκιά του εμφύλιου πολέμου με έδρα το Σαράγεβο.
Η ταινία θα πραγματευτεί όλα αυτά που αφήνει ο πόλεμος, μέσα από την κινηματογραφική αφήγηση μιας διμελής οικογένειας(μητέρας και κόρης). Το πώς διαμορφώνει τις κοινωνίες. Όταν οι άνθρωποι που απέμειναν κουβαλούν το χθες σαν σταυρό στον ώμο τους, στο δικό τους Γολγοθά. Σε έναν κόσμο που έχει πληγεί ολοκληρωτικά, που έχει αλλοτριωθεί και η ελπίδα έχει χαθεί οριστικά. Όσο και αν η ανθρώπινη φύση πιέζει και αναζητά, αυτή έχει κλειστεί στα ερείπια της ψυχής που άφησε το χθες. Και αυτόν τον κόσμο άμεσα τον δίνει η Jasmila Zbanic με την απόδοση της εγκληματικότητας και μια ατμόσφαιρα απαξίωσης που εισβάλει μέσα από την καθημερινότητα σε κάθε άνθρωπο.
Το χθες και το σήμερα του πολέμου θα το βρούμε στο πρόσωπο της μητέρας, της Mirjana Karanovic, η οποία φιλότιμα προσπαθεί να ερμηνεύσει την ιστορία όλης της χώρας. Είναι η ίδια θύμα του απάνθρωπου πολέμου, που με την ζωή της πλήρωσε το αλληλοσπαραχτικό και χυδαίο περιεχόμενο που ορίζει κάθε οργανωμένη ανθρώπινη αντιμαχία. Όμως η ταινία δεν φυλακίζει τον χρόνο σε αυτά που έγιναν. Αλλά σε αυτά που τα γεγονότα κλειδώνουν το αύριο. Η Mirjana Karanovic είναι η τραγική μητέρα, που προσπαθεί στον βαλτώδη αυτό κόσμο να συντηρήσει την οικογένεια της, την κόρη της. Με αυταπάρνηση. Είναι το χαρακτηριστικό δείγμα ολόκληρης της κοινωνίας. Μια γυναίκα, που δείχνει αναγκαστικά να περιφέρεται σε μια ζωή δίχως νόημα. Να επωμίζεται τις ευθύνες ολόκληρου του πολέμου. Με το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο, χωρίς καμία δίψα για ζωή. Έχει κλείσει οριστικά την αγκαλιά της ακόμα και προς αυτά τα λίγα, τα ανθρώπινα, που θα μπορούσαν να απαλύνουν τον πόνο και να κάνουν την ύπαρξη της πιο ανεκτή. Γιατί το μόνο που υπάρχει είναι τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Η σχέση της μητέρας με την κόρη είναι διαρκώς τεταμένη. Όπως τεταμένη είναι και η σχέση της νέας γεννιάς με το παρελθόν. Τα παιδιά θύματα της τυχαιότητας. Που χωροταξικά γεννήθηκαν σε έναν σμπαραλιασμένο κόσμο. Να κουβαλούν στις ανήλικες πλάτες τους μια ιστορία που δεν γνωρίζουν καν. Που δεν θα μάθουν ποτέ, και ας την κουβαλούν παντού μαζί τους. Μια ιστορία όμως που τα διαμορφώνει. Που μέσα από την «φτηνή» πραγματικότητα που άφησε ο πόλεμος τα ξεγυμνώνει μέσα στον τσουχτερό κόσμο που τους έμελλε να ζήσουν. Το ξεραμένο αίμα τόσων απάνθρωπων και άδικων πράξεων τα γεμίζει κόκκινο. Με το κόκκινο της ανασφάλειας, της νευρικότητας ακόμα και το κόκκινο της εγκληματικότητας. Με το κόκκινο μιας πλαστής περηφάνιας, μιας ζωής βουτηγμένης στο ψέμα και την άγνοια. Έρμαια μιας ξένης πραγματικότητας. Μόνο η αλήθεια είναι λυτρωτήρια… Μόνο η αλήθεια μπορεί να επουλώσει τις πληγές της νέας γεννιάς. Και μέσα από την γνώση να τα οδηγήσει στην ελπίδα. Την ελπίδα που παίρνουμε στο μοναδικό αισιόδοξο πλάνο, στο finale της ταινίας. Όταν η μητέρα αποκαλύπτει την αλήθεια στην κόρη. Οι ισορροπίες κλονίζονται για τα καλά, το χτύπημα είναι καίριο. Όμως οι ζωές τους ενώνονται ξανά. Με ένα χαμόγελο, έναν χαιρετισμό και την δίψα ξανά να γεμίζει τους οφθαλμούς τους. Η αλήθεια είναι η μόνη που μπορεί να ενώσει το παρελθόν με το παρόν και να το εξαγνίσει, όπως στοχαστικά μας δηλώνει η Jasmila Zbanic. Την νεαρή ηθοποιό υποδύεται η Luna Mijovic με το άγριο κόκκινο να γεμίζει το πρόσωπο της.
Η ταινία αν και κουβαλάει στις πλάτες της το βάρος ενός ολόκληρου έθνους δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει αριστούργημα. Οι ερμηνείες σε καμία περίπτωση δεν θα κρατήσουν τον θεατή σε αυτό το μυστικό ταξίδι. Οι ηθοποιοί είναι φιλότιμοι, αλλά η κάμερα πολλές φορές τους εκθέτει. «Είναι θέμα ηθικής που θα βάλεις την κάμερα» είχε δηλώσει ο Antonioni. Και η σκηνοθέτιδα εδώ έχει σοβαρό πρόβλημα στην πλανοθέτηση των ηρώων της. Πλάνα που κουβαλούν τεράστια δραματικότητα γίνονται άνευρα και παρά την τραγική τους φύση πολλές φορές χάνονται άδικα σε μια «φτηνή» αποτύπωση. Είναι λεπτή η γραμμή που επιδιώκει το αποτέλεσμα. Επιδιώκει το σμπαραλιασμένο Σαράγιεβο, την απαξίωση των ανθρώπων κλπ, όμως νομίζω πως η Jasmila Zbanic χάνει αυτό το στοίχημα! Η ταινία ωστόσο χαίρει μιας υπεργεμάτης θεματολογίας, και μιας πολύ καλής πρόθεσης! Αξίζει να θεαθεί…
Υπέροχο και το άσμα που περνάει πάνω από τις ζωές των εναπομείναντων θυμάτων, των ζωντανών Βόσνιων, για να λυτρώσει τις ζωές τους απ' το παρελθόν στο πλέον συγκινητικό finale... Ακλολουθεί στο βίντεο!
Βαθμολογία 6,5/10
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)