Τρίτη 19 Ιουνίου 2007
Salò o le 120 giornate di Sodoma
Σκηνοθεσία: Pier Paolo Pasolini
Παραγωγής: Italy / France / 1975
Διάρκεια: 115'
Ο χαρακτηρισμός ακραία ταινία μάλλον είναι πολύ επιοικής για αυτή την ταινία! Στην ταινία γίνεται μια αυτό-εισαγωγή "ότι είναι ακραίο είναι και καλό" αλλά δε μπορεί να μας προιδεάσει για αυτό που θα ακολουθήσει. Ρεσιτάλ κυνισμού, απ' τον ψυχρό Pasolini, που κάνει το έργο του κριτικού πολύ δύσκολο στην πιο αμφιλεγόμενη του ταινία.
Η υπόθεση ξετιλύσεται με μια ομάδα ανθρώπων, την αφρόκρεμα της μπουρζουαζίας και μια ομάδα αριστοκράτησων πορνών οι οποίοι επιλέγουν παιδιά(αγόρια-κορίτσια) ηλικίας 15 ετών τα οποία και κρατούν σε μια απομονωμένη κατοικία με σκοπό να ικανοποιούν τα βρομερά τους καπρίτσια. Καπρίτσια που εκτείνονται απο βιασμούς, ομοιού και αντίθετου φύλλου, καπρίτσια σιχαμένης κοπρολαγνοίας, σε τεράστιο βαθμό κτηνωδίας, σαδομαζοχισμού και τέλος σωματικής βίας στην πιο αηδιαστική της μορφή. Τα παιδιά αποδέχονται απαράμιλα όλα τα μαρτύρια τους και τέλος δείχνουν να συνηθίζουν συμμετέχωντας μεταξύ τους σε απαγορευμένες πράξεις ηδονής, πιο ηπίου ασφαλώς βαθμού.
Ο Pier Paolo Pasolini με ύφος ψυχρού παρατηρητή μας παραθέτει εξωνυχιστικές λεπτομέρειες γύρω απ' τα επιοικώς αντιαισθητικά καπρίτσια της εξουσίας δοκιμάζωντας τις αντοχές μας και κυρίως του πεπτικού μας συστήματος ως το τελευταίο στάδιο! Δουλεύει πάλι με ερασιτέχνες, χαρακτηριστικές μορφές οι οποίες σου μένουν και ερμηνείες δυσανάλογες της φήμης τους, προσδίδωντας ακόμα πιο αντιαισθητικές εκφράσεις στην ταινία! Χαρακτηριστική η ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο σκηνοθέτης με τους διαλόγους πεζοδρομίου, τις σκηνές υπέρτατης βίας και τις ερμηνείες όπως προαναφέραμε. Χαρακτηριστικό το τελείως άνυδρο περιβάλλον που δεν επιτρέπει έστω και την πιο μικρή σταγόνα χιούμορ που θα αποφορτίσει την ατμόσφαιρα. Με την χρήση όλων αυτών ταινία καταφέρνει να εξαγριώσει τα ένστικτα του θεατή καθ' όλη την διάρκεια της, να τον κινητοποιήσει σε μια αντιδραστική συμπεριφορά και να τον θέσει σε έξαρση
σε πλήρη αντίθεση με τα παιδιά στην ταινία(τα οποία αντιπροσωπεύουν την κοινωνία) που χαρακτηρίζονται απ' την παντελή έλειψη αντίστασης προς τους διεστραμένους διακορευτές τους(εξουσία). Αντίθετα τα παιδιά δείχνουν στον θεατή πως συνηθίζουν και πως φτιάχνουν τη δική τους ζωή μέσα σε αυτό το τελίως καταπιεστικό περιβάλλον. Ο εφυής Pier Paolo Pasolini με εμφανή τη διάθεση της φιλοσοφίας δίνει την αρχή του κακού και τη συντήρηση του μέσα σε οποιαδήποτε κοινωνία οριοθετώντας το ως το χώνεμα κάθε ανώμαλης βούλησης του λαού προς τα υψηλότερα κοινωνικά κλιμάκια, κάτι που διαβρώνει όλο και περισσότερο τους τελευταίους θέτωντας την κοινωνία στο ύστατο στάδιο της παρακμής. Επίσης εκμηδενίζει τον όρο θυτών και θυμάτων μέσα απ' τις σκηνές ηδονής και τραγικής ειρωνείας μεταξύ των παιδιών. Όπου θύτης μάλλον είναι το συμφέρον, η βολή, η κενολογία της ψυχής και θύμα η ηθική. Στην ταινία επίσης θα δούμε και άλλες διαθέσεις για φιλοσοφία, οι οποίες μάλλον θα πέσουν στο κένο καθώς ο θεατής κρίνεται αδύναμος να τις απορροφήσει καθώς βομβαρδίζεται απ' τις σκηνές του προσωποποιημένου αίσχους!
Για να συνωψίσουμε, η ταινία θα σκανδαλίσει όπως ποτέ δεν έκανε ο Pasolini(άλλωστε φημολογείται πως σε αυτή του την ταινία χρωστάει τον θάνατό του) θα φτάσει ως τα άκρα όπου κανείς δε μπορεί να φανταστεί, σε ένα ρεσιτάλ αντιαισθητικότητας υποβάλλωντας τον θεατή στον πιο φρικτό εφιάλτη και τέλος θα προβληματίσει με εντελώς ανοιχτόμυαλες και δυνατά δοσμένες σκέψεις. Τώρα δεν γνωρίζω πως μπορώ να το βαθμολογήσω, νομίζω πως το παράκανε! Βαθμολογία 6/10
Τώρα να βάλω trailer?
The Truman Show
Σκηνοθεσία: Peter Weir
Παραγωγής: USA / 1998
Διάρκεια: 103'
Ο Peter Weir έκανε το θαύμα του. Πήρε την απλή αλλά ταυτόχρονα και ευρυματική ιδέα του Andrew Niccol τη σκηνοθέτησε χωρίς εμμονές, ύπουλες ωραιοποιήσεις και έθεσε το μυαλό μας σε λειτουργεία σχετικά με τα όρια που φτάνει η ελευθερία μας.
Στα της ταινίας το σενάριο ξεδιπλώνει τη ζωή του Truman(Jim Carrey). Ο Truman ήταν μια ανεπιθύμητη γέννα για τους δικούς του, επιλέχθηκε από μια πολυεθνική η οποία τον υιοθέτησε με σκοπό να τον παρακολουθεί, εν αγνοία του, για όλη του τη ζωή. Ο Christof(Ed Harris), ιδιοκτήτης αυτής της πολυεθνικής στήνει έναν κόσμο προσομοίωση του αληθινού, με στενά γεωγραφικά όρια του οποίου τα μέλη είναι ηθοποιοί. Όλοι αυτοί με άκρως φυσιολογικές ή τουλάχιστον φυσιολογικοφανής συμπεριφορές αποτελούν τη ζωή του προβαλούμενου επι 24 ώρες σε όλον τον κόσμο του Truman. Μοναδική εξαίρεση η Lauren(Natascha McElhone )ένα κορίτσι με το οποίο φλερτάρει σε πραγματικές κλίμακες και για το λόγο αυτό απομακρύνεται απ' τον κόσμο του.
Η ταινία περνάει τα μυνήματα της ελευθερίας, της ελευθερίας που τελικά δεν έχουμε. Στην ταινία είναι ο Ed Harris, στη ζωή τα ΜΜΕ,η πολιτική εξουσία, η εκάστοτε απόλυτη εξουσία στην οποία υπακούει ο καθένας οι οποίες ορίζουν τα όρια μας. Τα ορίζουν με τόσο επιτηδευμένο τρόπο χαρίζωντας μας μια ψευδαίσθηση ελευθερίας. Εξασθενώντας διαρκώς τους μηχανισμούς της συνείδησής μας και της κρίσης μας. Κάτι που οδηγεί στη πλάνη της συμμετοχής μας σε μια πραγματικότητα που δε μας ανήκει, στη δική τους πραγματικότητα... Σε μια πραγματικότητα που τα θέλω μας, τα συναισθήματα μας δεν έχουν κανένα νόημα και εκδιώκονται όταν δεν είναι τα δικά τους θέλω. Άριστη ειρωνεία στην τελευταία σκηνή της ταινίας, δίνωντας τη δυσκολία να ανοίξεις την πόρτα. Την πόρτα εκείνη που θα σε οδηγήσει στο δικό σου κόσμο(στο μόνο αγνό που είχε ο Truman, τα συναισθήματα του για τη Lauren), όπου τίποτα δε γνωρίζεις, όπου τα στερεότυπα εκμηδενίζονται και τα όρια ξεπερνούν τη διάσταση της απεραντοσύνης. Καυστικό χιούμορ και τραγική ειρωνεία αποτελεί η προσηλωμένη παρακολούθηση της ζωής του Trouman από κοινό ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης. Επιμένωντας και μην παίρνωντας τα μάτια του απ' τον Trouman εκφραστή κάτι αληθινού στο φάσμα του ψέυτικου, του πλαστού... Έπίσης καταδεικνύεται και το μέγεθος της διάβρωσης των ανθρώπων μέσα σε αυτόν τον πλαστό κόσμο που ζούμε, με το κοινό να αλλάζει μηχανικά κανάλι μετά τον κλινικό θάνατο του show.
Η κάμερα του Peter Weir μένει αδιάφορη προς ευγλουτούς εντυπωσιασμούς, με απλή σκηνοθεσία αντιμετωπίζει το θέμα στην ουσία του και το κάνει μια αλήθεια ικανή να ακολουθήσει ο κάθε θεατής. Η σκηνοθετική ευρυματικότητα προασανατολίζεται σε παραδοσιακά πλάνα, και στον αναγκαίο διαχωρισμό των κόσμων μέσω ενός ορθού διαχωρισμού των φακών. Τα σκηνικά εξυπηρετούν και αυτά με τη σειρά τους την ουσία ερμηνεύωντας σε όλη τους την έκταση το νόημα των πραγμάτων. Ένας εκπληκτικός Jim Carrey προσεγγίζει τον ρόλο του Truman με άκρως τραγικό τρόπο αλλά και κωμικές νότες. Και ένας ψυχρός Ed Harris που ενσαρκώνει και αποδίδει ακριβώς τον ρόλο του.
Τέτοιες εμπορικές ταινίες θέλουμε, δυστηχώς αν και είναι παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί είδος προς εξαφάνιση. Αυτά..."Καλή σας μέρα, και αν δε σας ξαναδώ καλησπέρα, καλό απόγευμα και καλό βράδυ!".
Βαθμολογία 8,5/10
Σάββατο 16 Ιουνίου 2007
Happy Feet
Σκηνοθεσία: George Miller
Παραγωγής: Australia / USA / 2006
Διάρκεια: 108'
Μια ταινία για μικρούς και μεγάλους, στα πλαίσια της ψυχαγωγίας, με οπλοστάσιο την παρουσία των πάντα γλυκών πιγκουίνων. Ο σκηνοθέτης αφού βρήκε τους ήρωες με τις προοπτικές και την γλυκήτητα ώστε να γίνουν αντικείμενο λατρείας στο κοινό, ξεπλέκει μια ενδιαφέροysa ιστορία, εναρμονισμένη ωστόσο και με την προσδωκούμενη για αυτόν εμπορικότητα.
Ο George Miller σκηνοθετεί αυτήν την ταινία βασισμέμη σε υπαρκτές συνθήκες διαβίωσης και συμπεριφοράς των πιγκουίνων, διαμορφωμένες ωστόσο απ' την πρέπουσα παιδικότητα που δικαιολογεί ένα animation film! H ταινία καθ' όλη την έκτασή της παρακολουθεί τον Μαμπλ, έναν πιγκουίνο διαφορετικό απ' όλους τους άλλους. Ενώ όλοι τραγουδούν αυτός μπορεί να μην έχει καθόλου ικανότητες σε αυτό, αλλά ξέρει να χορεύει με ένα ιδιόμορφο χοροπηδητό. Ο λόγος που ονομάζεται και happy feet. Η κάμερα λοιπόν παρακολουθεί τον Μαμπλ, ο οποίος λόγω της διαφορετικότητας του εκδιώκεται. Έκεί αρχίζουν ένα σωρό περιπέτειες, με αποκορύφωμα αυτές που θέλουν τον αποφασισμένο πιγκουίνο να ανακαλύψει τα αληθινά αίτια της ελαχιστοποίησης των ψαριών. Η εν λόγω έλειψη φέρνει δύσκολες συνθήκες επιβίωσης για το είδος, και έτσι ο ευαισθητοποιημένος Μαμπλ μη πιστεύωντας τις απόλυτες-δογματικές εξηγήσεις βασισμένες σε μια πιγκουινική θεότητα που δίνουν οι αρχηγοί της φυλής, αποφασίζει να βρει μόνος του την αλήθεια σε ένα υπερωκεανικό ταξίδι.
Η ταινία δίνει ευαίσθητα διδάγματα περί διαφορετικότητας. Πόσο σημαντική είναι, κατακρίνει την απόρριψη και με ένα τέλος θετικό για τον Μαμπλ δείχνει πως μέσω αυτής μπορούμε να οδηγηθούμε στην αλήθεια. Καθώς η μάζα συμβιβάζεται, αποδέχεται αντιλήψεις τις οποίες δεν εξερεύνησε ποτέ, γυρίζωντας κατ' αυτόν τον τρόπο την πλάτη της σε όποια ανεξερεύνητη αλήθεια μπορεί να υπάρχει. Η ταινία έχει και πλοκή που θα κρατήσει το ενδιαφέρον. Αγνούς έρωτες, περιπέτειες, εφετζίδικα πλάνα, τραγούδι και συναισθηματικά δεσίματα. Έτσι εν μέρη εξυπηρετείται η τέχνη αλλά δυστηχώς και η show-biz στον βωμό της εμπορικότητας. Στα κομβικά σημεία στερείται της επιθμητής αγνότητας και αθωότητας που θα περιμέναμε από ένα τέτοιο animation film. Σε ορισμένα σημεία τα αχρείαστα εφέ μολύνουν το περιεχόμενο, ενώ τέλος συναντάμε ένα τελείως μετα-μοντέρνο τραγούδι άκρως αντίθετο από αυτό που στην ταινία ορίζεται ως τραγούδι της καρδιάς. Δεν εννοώ ότι το τραγούδι είναι άσχημο, αλλά στερείται του ανάλογου συναισθημάτισμού και της ανθρώπινης πλευράς.
Στα υπόλοιπα νοητικά μέρη παρατηρείται μια άρνηση στις έτοιμα δοσμένες και απόλυτες ιδέες. Πράγμα που συναντάμε συνήθως στις θρησκείες αλλά και σε αυταρχικά περιβάλλοντα. Ενώ το τέλος, για το οποίο επεξεργάζεται ο φακός όλο το υπόλοιπο film μάλλον θα απογοητεύσει. Αντιμετωπίζει το πολύ σοβαρό οικολογικό θέμα με μια δέουσα ελαφρύτητα που θα απογοητεύσει κυρίως το μεγαλύτερο σε ηλικία κοινό. Γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο κακόπιστες απομιμήσεις ανθρώπων(μιλάω για εσωτερικά χαρακτηριστικά και όχι για εμφάνμιση) που όντως μοιάζουν με εξωγήινους. Και δεδομένου αυτού κάθε ανάλυση πέφτει στο κενό.
Αυτό που μου μένει απ' την ταινία τελικώς είναι η καλή animation απεικόνιση των γλυκών αυτών πλασμάτων. Και μια σκέψη μου τροφοδοτούμενη απ' την διαφορετικότητα που δίνεται απ' τον George Miller: τελικά όλα τα πλάσματα είναι σαν φθινοπωρινά φύλλα. Για όλα η ένταση του αέρα που τα φυσσά και που τα ταξιδεύει στο χώρο είναι ίδια, τα περισσότερα έχουν παρόμοια μάζα, παρόμοιο όγκο, παρόμοια χαρακτηριστικά και έτσι κινούνται σε παρόμοιες τροχιές, υπάρχουν όμως κάποια φύλλα που είναι πιο λεπτά, πιο παχιά, πιο βαριά, πιο "διαφορετικά" που κινούνται στις πιο απροσδιόριστες τροχιές. Αν τα αρνηθείς ίσως χάσεις το πιο αυθεντικό ταξίδι...
Βαθμολογία 6,5/10
Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007
Letters from Iwo Jima- Συζήτηση
Ταξιδευμένος και αλλόκοτα συνεπαρμένος απ' αυτόν τον ποιητή του κινηματογράφου(Clint Eastwood)) με τη ρεαλιστική πένα και τις γεμάτες σελίδες ανθρωπιάς είπα να παραθέσω το νερό που ξέφυγε απ' τις χαραμάδες που ανοίχτηκαν μέσα μου από αυτήν την κινηματογραφική προβολή.
Όταν ένας Αμερικάνος(το έθνος της υπεροψίας, της αλλαζονίας, αλλά και της παντοδυναμίας) μπορεί να δει , να διατυπώσει πως αυτό που κοστίζει σε έναν πόλεμο είναι αυτό που αξίζει περισσότερο στον κόσμο, το ανθρώπινο αίμα αναρωτιέμαι πόσο δύσκολό για όλους είναι το "καλό" να δουν. Ανεξαρτήτως αν πολεμάει η χώρα του, ανεξαρτήτως αν ο φίλος του ή αν οι προγονοί του μετείχαν σε αυτόν τον πόλεμο, είτε πεθαίνει ένας Αμερικάνος είτε ένας Ιάπωνας χάνεται μια ψυχή...
Χάνονται τόσα ζωής όνειρα, χάνεται μια αγάπη. Παύεις να ακούς τον αέρα από ένα στόμα που έπαψε να υπάρχει...
Και όλα αυτά να συμβαίνουν για τόσο φτηνούς λόγους. Για τα συμφέροντα όχι καν ανθρώπων. Για τα συμφέροντα άψυχων και άσπλαχνων μηχανών στο ρόλο του καθοδηγητή...Που δε θα λογαριάσουν ποτέ τον πόνο των ανθρώπων, αυτών που πολεμούν και αυτών που μένουν για να τους περιμένουν. Συναισθήματα που εκμηδενίζονται, που καταπατιούνται απ' τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες στα πλαίσια των επεκτατικών και των κερδοσκοπικών τους σχεδιών. Πως μπορούμε να μιλάμε για κερδοσκοπικά σχέδια όταν οι απώλειες σου είναι οι άνθρωποι, τα όνειρα, τα συναισθήματα; τα πιο ικανά στοιχεία ανεκτίμιτης αξίας μόνο στα οποία μπορεί να οικοδομηθεί ένας κόσμος με αληθινό νόημα και υπόσταση για τον καθένα... Οι πολιτικές ηγεσίες όμως φέρονται τόσο χυδαία...Έχουν καταφέρει να βγάλουν τα παιδιά τους απ' αυτή την τρέλα, και μεταχειρίζονται τον καθένα στρατιώτη, τον άνθρωπο ως ένα άψυχο κομμάτι σαν πιόνι που είναι έτοιμο να θυσιαστεί σε μια παρτίδα σκάκκι...
Και οι στρατιώτες θα πολεμούν με όλη τους τη δύναμη. Ακόμα και ο πιο εθνικόφρονούντας δε πολεμάει για την πατρίδα όπως αυτή ορίζεται απ' τα μάτια των "ηγετών" της. Πολεμάνε για την πατρίδα που έχουν μέσα τους, για την γυναίκα για την οποία αφήνει τους ματωμένους χτύπους η καρδία τους, για το παιδί που δεν ξέρουν αν θα δουν ξανά ποτέ, για τον άνθρωπο που έχουν δίπλα τους... Για τον άνθρωπο που βλέπουν μέσα στα μάτια του το φόβο, τα ρημαγμένα όνειρα, τα ανεκπλήρωτα θέλω, τη χαμένη ελπίδα...Για αυτούς ναι πολεμούν, πολεμούν για εκείνη την πατρίδα που κατοίκησε κάποτε ο άνθρωπος. Και αυτά τα τόσο αγαθά και άυλα κίνητρα γίνονται αντικείμενο προς εκμετάλλευσης για όσους στείνουν αυτό το πανυγήρι.
Μέχρι που θα έρθει η μέρα και την θέση των όπλων θα πάρουν άυλα όπλα, υπέρμαχα της αγάπης, υπέρμαχα της φτώχειας και της ανέχειας, υπέρμαχα του ΑΝΘΡΩΠΟΥ ώσπου τα προσωπικά συμφέροντα να εκμηδενίζονται στον επιβλητικό πυλώνα του κοινού συμφέρον...
Όταν ένας Αμερικάνος(το έθνος της υπεροψίας, της αλλαζονίας, αλλά και της παντοδυναμίας) μπορεί να δει , να διατυπώσει πως αυτό που κοστίζει σε έναν πόλεμο είναι αυτό που αξίζει περισσότερο στον κόσμο, το ανθρώπινο αίμα αναρωτιέμαι πόσο δύσκολό για όλους είναι το "καλό" να δουν. Ανεξαρτήτως αν πολεμάει η χώρα του, ανεξαρτήτως αν ο φίλος του ή αν οι προγονοί του μετείχαν σε αυτόν τον πόλεμο, είτε πεθαίνει ένας Αμερικάνος είτε ένας Ιάπωνας χάνεται μια ψυχή...
Χάνονται τόσα ζωής όνειρα, χάνεται μια αγάπη. Παύεις να ακούς τον αέρα από ένα στόμα που έπαψε να υπάρχει...
Και όλα αυτά να συμβαίνουν για τόσο φτηνούς λόγους. Για τα συμφέροντα όχι καν ανθρώπων. Για τα συμφέροντα άψυχων και άσπλαχνων μηχανών στο ρόλο του καθοδηγητή...Που δε θα λογαριάσουν ποτέ τον πόνο των ανθρώπων, αυτών που πολεμούν και αυτών που μένουν για να τους περιμένουν. Συναισθήματα που εκμηδενίζονται, που καταπατιούνται απ' τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες στα πλαίσια των επεκτατικών και των κερδοσκοπικών τους σχεδιών. Πως μπορούμε να μιλάμε για κερδοσκοπικά σχέδια όταν οι απώλειες σου είναι οι άνθρωποι, τα όνειρα, τα συναισθήματα; τα πιο ικανά στοιχεία ανεκτίμιτης αξίας μόνο στα οποία μπορεί να οικοδομηθεί ένας κόσμος με αληθινό νόημα και υπόσταση για τον καθένα... Οι πολιτικές ηγεσίες όμως φέρονται τόσο χυδαία...Έχουν καταφέρει να βγάλουν τα παιδιά τους απ' αυτή την τρέλα, και μεταχειρίζονται τον καθένα στρατιώτη, τον άνθρωπο ως ένα άψυχο κομμάτι σαν πιόνι που είναι έτοιμο να θυσιαστεί σε μια παρτίδα σκάκκι...
Και οι στρατιώτες θα πολεμούν με όλη τους τη δύναμη. Ακόμα και ο πιο εθνικόφρονούντας δε πολεμάει για την πατρίδα όπως αυτή ορίζεται απ' τα μάτια των "ηγετών" της. Πολεμάνε για την πατρίδα που έχουν μέσα τους, για την γυναίκα για την οποία αφήνει τους ματωμένους χτύπους η καρδία τους, για το παιδί που δεν ξέρουν αν θα δουν ξανά ποτέ, για τον άνθρωπο που έχουν δίπλα τους... Για τον άνθρωπο που βλέπουν μέσα στα μάτια του το φόβο, τα ρημαγμένα όνειρα, τα ανεκπλήρωτα θέλω, τη χαμένη ελπίδα...Για αυτούς ναι πολεμούν, πολεμούν για εκείνη την πατρίδα που κατοίκησε κάποτε ο άνθρωπος. Και αυτά τα τόσο αγαθά και άυλα κίνητρα γίνονται αντικείμενο προς εκμετάλλευσης για όσους στείνουν αυτό το πανυγήρι.
Μέχρι που θα έρθει η μέρα και την θέση των όπλων θα πάρουν άυλα όπλα, υπέρμαχα της αγάπης, υπέρμαχα της φτώχειας και της ανέχειας, υπέρμαχα του ΑΝΘΡΩΠΟΥ ώσπου τα προσωπικά συμφέροντα να εκμηδενίζονται στον επιβλητικό πυλώνα του κοινού συμφέρον...
Τρίτη 12 Ιουνίου 2007
Bridge to Terabithia
Σκηνοθεσία: Gabor Csupo
Παραγωγής: USA / 2007
Διάρκεια: 95'
Το Bridge to Terabithia είναι μια ταινία χωρίς ακριβή ταυτότητα. Ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο κινηματογραφικά είδη, τις ταινίες φαντασίας και τις παιδικές ταινίες με έντονο δραματικό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις. Άλλωστε οι ταμπέλες και οι κατηγοριοποιήσεις των ταινιών γίνονται στα πλάισια της διευκόλυνσης του θεατή. Στην πραγματικότητα κάθε μία ταινία αποτελεί ένα ποίημα της έβδομης τέχνης γεμάτη με τα στίγματα του δημιουργού της...
Σε αυτή την ταινία, δίνονται οι μάλλον άδειες και αδιάφορες ζωές δυο παιδιών που θα περάσουν σε ένα μαγικό και πολύ διαφορετικό κόσμο με την δημειουργέια μιας δυνατής και παραγωγικής φιλίας. Τα δύο παιδιά είναι ο Jesse Aarons(Josh Hutcherson) ένα παιδί με ταλέντο στη ζωγραφική, αρκετά κλειστός τύπος πράγμα που του φέρνει δυσκολίες με τα άλλα παιδιά και η Leslie Burke(AnnaSophia Robb) ένα ανοιχτόμυαλο και δυναμικό κορίτσι τελίως διαφορετικό απ' τα παιδιά της ηλικίας της. Τα δύο παιδιά δένονται, και η πραγματικότητα τους γρήγορα θα περάσει μακρυά απ' την ρουτίνα του σχολείου και του στενά ορισμένου αυτού κόσμου. Θα κατευθυνθεί σε όσα ελεύθερα έχουν τα παιδιά μέσα στο μυαλό τους στη σφαίρα ενός γοητευτικού φανταστικού κόσμου που φέρει την σφραγίδα της αθωότητας τους και γρήγορα θα πάρει την θέση παλατιού μες στην ψυχή τους. Το γεγονός του θανάτου ενός απ' των παιδιών θα φορτίσει με έντονα συναισθήματα την ατμόσφαιρα και θα φανερώσει την αληθινή αγάπη.
Ο Gabor Csupo σκηνοθετεί με απλοϊκότητα και παιδικότητα αυτήν την ταινία φέρνοντας την πιο ευχάριστα στα μάτια των μικρών θατών της. Θα προτιμίσει μια φανταχτερή και επιφανιακή σκηνοθεσία, περισσότερο υλική και χειροπιαστή στο φανταστικό κομμάτι της ταινίας. Ενός φανταστικού κόσμου που επιτυχώς αποκόπτεται διακριτά απ' τον πραγματικό με την χρήση ενός ποταμού και ενός σχοινιού ως πέρασμα. Συναισθηματικά θα αφήσει την πλοκή να δυεισδύσει στις ψυχές του κοινού, χωρίς να υποστηρίξει εμφανώς το σενάριο μια ανάλογη σκηνοθεσία. Φτηνά σκηνικά, φωτισμός μεσημεριανής περιπετιώδης σειράς(τύπου hercules) κάνουν την ταινία αρκετά απλοϊκη χωρίς αυτό να της απαγορεύει να συγκινήσει. Η ταινία κατοπτρίζει ανθρωποκεντρικά την διαρκή ένωση δύο παιδιών μέσα από μια δυνατή φιλία, καταφέρνει να περάσει την ατμόσφαιρα του οικογενειακού περιβάλλοντος των ηρώων και να επιβραβευσεί την αρετή της ειλικρίνιας, της αυθεντικής διαφορετικότητας μέσα από ουσιώδης ανθρώπινες σχέσεις που τελικώς δημιουργούνται μέσα στο σχολείο ακόμα και με τους φαινομενικά εχθρούς των παιδιών. Επιτυχώς αντιμετωπίζει και έναν τόσο "απρόβλεπτο" θάνατο, χωρίς πομπόδεις λυρισμούς, με πολύ συναίσθημα και κάποια αισιόδοξα μυνήματα. Ωστόσο το τέλος μπορεί να θαμπώσει αλλά μάλλον θα ξενίσει ακόμα και τους λιγότερο απαιτητικούς!
Σεναριακά όπως αφήσαμε να εννοηθεί η ταινία είναι επαρκής. Το μόνο σημείο που μου επέφερε ένα χλευαστικό γέλιο ήταν οι θρησκεπτικές αναζητήσεις των παιδιών που κατ' εμέ δεν είχε και λόγο ύπαρξης.
Τελικώς η ταινία ασχολείται με τον φανταστικό κόσμο, με δύσκολα οικογενιακά περιβάλλοντα, με την αρετή της φιλίας, της πιο ανοιχτόμυαλης σκέψης, τον απρόβλεπτο θάνατο ενός παιδιού και άλλα πρόσκαιρα μιρκότερα ζητήματα. Αυτή η αυξημένη θεματολογία είναι δύσκολο να αναπτυχθεί σε μια μεστή παρουσίαση και έτσι προτιμάται μάλον ο έυκολος δρόμος της παιδικότητας στα πλαίσια της άπειρης σκηνοθεσίας του Gabor Csupo.Οι ερμηνείες δεν παρουσιάζουν τόσο ενδιαφέρον όσο οι ρόλοι αυτοί κάθε αυτοί. Ίσως όμως αξίζει να δούμε την μετ' έπειτα πορεία της γλυκιάς και δυναμικής AnnaSophia Robb. Ωστόσο η ταινία μπορεί να συγκινήσει και να ευχαριστήσει τους λιγότερο απαιτητικούς θεατές και όσους ακόμα θελήσουν να θυμηθούν την παιδική τους αθωότητα. Βαθμολογία 5/10
Choristes, Les
Σκηνοθεσία: Christophe Barratier
Παραγωγής: France / Switzerland / Germany / 2004
Διάρκεια: 96'
Με τα πρώτα πλάνα αυτής της ταινίας προετοιμάστηκα για κάτι σαν το Song for a Raggy Boy. Μπορεί να μην έπεσα μέσα, γιατί ο γνωστός μας, κυρίως ως παραγωγός ντοκυμαντέρ ,Christophe Barratier στην πρώτη του κινηματογραφική δουλεία προτιμά να ελαχιστοποιήσει τα πλάνα της ωμής βίας, και να εστιάσει πάνω στα παιδιά και την τέχνη της μουσικής προκαλώντας την μέγιστη συγκίνηση με πλάτες τον κακό, αυταρχικό και άσπλαχνο δάσκαλο. Πάντως πρόκειται σίγουρα για μια πολυπαιγμένη συνταγή.
Η υπόθεση εξελίσεται σ' ένα σχολείο της Γαλλίας, όπου οι μαθητές έχουν τη φήμη, και όχι μόνο την φήμη, των λύκων. Εδώ έρχεται ένας νέος καθηγητής σε ρόλο επιστάτη, ο Ματιέ(Gérard Jugnot). Πρόκειται για έναν αγαθό δάσκαλο, με αγάπη για την μουσική που έχει όμως παρατήσει, με καλοσυνάτες προθέσεις απέναντι στα παιδιά και απ' την αρχή προσπαθεί να εκσυγχρονίσει το σχολείο και να το απαλλάξει απ' τις απαρχαιωμένες μεθόδους τιμωρίας. Θα βρει αντιμέτωπο σε αυτή του την προσπάθεια τον άσπλαχνο, εγωιστή, και "κακό" διευθυντή του σχολείου ο οποίος θα ταθεί πολέμιος του σε μια άτυπη κόντρα "καλού" - "κακού". Επίσης ο σκανταλιάρικος χαρακτήρας των παιδιών θα τον φέρει εξ αχής εκτός ορίων, ωστόσο θα καταφέρει να τα κερδίσει με τη μουσική και την χορωδία που φτιάχνει στη συνέχεια. Σε αυτή του την προσπάθεια θα βρει συμπαραστάτες τους υπόλοιπους καθηγητές σε μια ρομαντική-συγκινιτική εξέλιξη των πραγμάτων.
Ωστόσο το σενάριο δείχνει να 'χει πολλές τρύπες. Τα παιδιά έχωντας απέναντι τους έναν αγαθό καθηγητή αλλάζουν πολύ εύκολα συμπεριφορά, αν και πρόκειται για παιδιά πολύ άσχημων συμπεριφορών. Η χρήση της μουσικής ως τέχνη συμβάλλει σε αυτό, ωστόσο σε καμιά περίπτωση ο θεατής δεν πείθεται για αυτή τους τη μεταστροφή που αντιτίθεται στη φυσική ροή των πραγμάτων. Ακόμα πολλά τυχαία γεγονότα που προωθουν την πλοκή στέκουν τελίως αποκομμένα χωρίς να αιτιολογούν το λόγο υπαρξής τους με κάποια επαρκή σκηνικά τεκμηρίωση.
Η σκηνοθεσία βασίζεται σε έναν λιτό φωτισμό, που προβάλει ένα μεγάλο φάσμα φυσικών χρωμάτων. Δίνει έντονα συγκινισιακές σκηνές μέσα απ' τα μάτια μικρών παιδιών, τονίζωντας τη δύναμη της αγάπης, την αθωότητα αλλά και την αξία της ομάδας. Με μια παιδική εστίαση, στερούμενη ρεαλισμού αναδυκνύει καλούς και κακούς ήρωες μέσα στην ταινία πάνω στους οποίους χτίζεται και όλο το μοτίβο. Επίσης είναι εμφανής η απειρία στη σκηνοθεσία στις μικρές λεπτομέριες της ταινίας(χαρακτηριστική σκηνή ο διάλογος του καθηγητή και μητέρας παιδιού σε εστιατόριο). Ωστόσο η ανθρώπινη έκταση της αφήγησης σε αγγίζει ως άνθρωπο και σε συνδυασμό με το λιτό φωτισμό, τις παραμυθένιες διαστάσεις του σεναρίου και τις ευαίσθητες σκηνές(τροφοδοτούμενες απ' το εύκολο του θέματος) κρατάει το ενδιαφέρον.
Οι ερμηνείες είναι συγκινιτικές από ένα άπειρο στο σύνολο του μάλλον cast. Αυτή όμως η ερασιτεχνική σκοπιά των ηθοποιών τους κάνει πιο ομάδα πράγμα που καθρεφτίζεται στο γυαλί. Ωστόσο θα διαφωνήσω με τον σκηνοθέτη για τον ρόλο των παιδιών. Άλλοτε δίνονται ως αρνάκια που αγαπούν τη μουσική, που συνυπάρχουν αρμονικά σε μια ομάδα, που είναι κακομεταχειριζόμενα και αδικημένα και άλλοτε παρουσιάζουν ένα χαρακτήρα εντόνως δολοφονικό.Στοιχεία που συνθέτουν ένα ανομοιογενές κράμα, χαρακτηριζόμενο και ως κυκλοθυμικό, στο χαρακτήρα που υποδύονται.Σίγουρα πάντως δεν υπάρχει η σπουδαία ερμηνεία που θα ξεχωρίσει.
Όμορφη ταινία, χάρης την γλυκιά φωτογραφία της που θα αρέσει σίγουρα σε ρομαντικού προσανατολισμού και ευσυγκίνητους θεατές. Ωστόσο πρόκειται για ένα πολυπαιγμένο project με απειρία στη σκηνοθεσία και εμφανής τρύπες στο σενάριο που πλήττουν το ορθολογικό κοινό. Εμείς είμαστε κάπου στη μέση. Βαθμολογία 6/10
Δευτέρα 11 Ιουνίου 2007
A Streetcar named Desire
Σκηνοθεσία: Elia Kazan
Παραγωγής: USA / 1951
Διάρκεια: 122'
Το υποψήφιο για το oscar του 1952 "Λεωφορείο ο πόθος" τιμάει σήμερα το blog μας. Ο Elia Kazan κάνει μια πιστή μεταφορά αυτού του θεατρικού έργου στον κινηματογράφο. Ταινία που αγαπήθηκε πολύ απ' το κοινό και χαρακτηρίστηκε ως κλασσική στη συνέχεια.
Η ταινία διαδραματίζεται στη Νέα Ορλεάνη, όπου η ταραγμένη ψυχικά και με σκοτεινό παρελθόν Βlanche (Vivien Leigh ) συναντά και συζεί με την εγκυμονούσα αδερφή της Stella (Kim Hunter). Ωστόσο θα βρεθεί ανάμεσα στην στωϊκή αδερφή της, και τον βιαίο, υποκινούμενο από αρχέγονα ένστικτα άντρα της Stanley(Marlon Brando). Σε αντίθεση, η Blanche είναι μια γυναίκα που δίνει μεγάλη σημασία στο φαίνεσθαι, ζει για να φλερτάρει, με δόσεις σουρεαλιστικού ρομαντισμού, και ποιητική έκφραση σε μια πλήρη αντίθεση με το είναι της ζωής της το οποίο χαρακτηρίζεται από ψεύδος, ζώντας ταυτόχρονα σε μια γοητευτική μεν αλλά τελίως βασισμένη στην ψευδαίσθηση πραγματικότητα. Αντίθετα ο Stanley, αντιπροσωπεύει την διαρκή αρνητική κρίση του φαίνεσθαι και της Blanche, βασιζόμενη στο ρεαλισμό, σε μια τελείως ζωώδης και άξεστη μορφή.
Είναι φανερό πως σε όλη τη θεατρική ταινία ο θεατής θα βρεθεί ανάμεσα σε δυο κόσμους, της ψευδαίσθησης του φαίνεσθαι και του κυνισμού μιας ωμής πραγματικότητας. Η Stella θα είναι γέφυρα των δύο αυτών άκρων. Έτσι ο Elia Kazan θα στηριχτεί πολύ στους ηθοποιούς τους, ενβαθύνωντας στην προσωπικότητες τους. Και κατ' εμέ η ταινία θα γίνει επιτυχία χάρης σπουδαίες ερμηνείες, οι οποίες δικαιολογούνται με oscar για τους τρεις πρωταγωνιστές και υποψηφιότητα από την δεύτερη κιόλας κινηματογραφική δουλεία του Marlon Brando. Το ταξίδι στην ψευδαίσθηση που οραματίζεται ο Elia Kazan δίνεται άψογα απ' την Vivien Leigh , ενώ ο Marlon Brando σου μεταδίδει μια πραγματικότητα σε τόσο εφιαλτικές αποχρώσεις όσο μιας ωμής αλήθειας που πλήτει την καρδιά σου. Έτσι τα κόλπα του φαίνεσθαι και του είναι αντιπροσωπεύονται μέσα απ' τους ηθοποιούς, όπως δίνεται και η πορεία προς τον ψυχικό παρηκμασμό. Ο σκηνοθέτης πλέκει το κουβάρι της ταινίας του με αρκετά θεατρικά εργαλεία. Χρησιμοποιεί την ένταση της φωνής σε πολύ υψηλές κλίμακες για να μεταδώσει την ανάλογη ψυχολογική φόρτιση, περιορίζει τα σκηνικά σε άκρως θεατρικά όρια. Στοιχεία που ωστόσο παντρεύει με κινηματογραφικό προσανατολισμό, χρησιμοποιώντας επίσης γκρο πλάνα που σημαδεύουν αψογές εκφράσεις στα πρόσωπα των ηθοποιών, ήχους που ξεφεύγουν απ' τον δρόμο, ελαφρά gothic στοιχεία που πολλές φορές οδεύουν την ατμόσφαιρα σε θρίλερ.
Για να συνοψίσουμε, μια ταινία που στο πέρασμα του χρόνου έμεινε ως ένα κλασσικό film, επιτυχία βασισμένη κατά πολύ σε υπέρογκης ομορφιάς και δυναμικής, ερμηνείες. Ωστόσο βλέπωντας το στο πανί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Elia Kazan νιώθεις τη θέληση να το παρακολουθούσες σε κάποιο θέατρο, στα πλαίσια της νόσου που παρουσιάζουν θεατρικές παραγωγές στο πανί. Βαθμολογία 7/10
Κυριακή 10 Ιουνίου 2007
Requiem for a Dream
Σκηνοθεσία: Darren Aronofsky
Παραγωγής: USA / 2000
Διάρκεια: 102'
Μετά το Trainspotting συνεχίζω τις addicted reviews με το Requiem for a Dream. Όπως ανέφερα και προηγούμενα θεωρώ πως το Trainspotting ήταν οιωνός για κάτι καλύτερο το οποίο ήρθε με τον Darren Aronofsky να αξιοποιεί πλήρως την δουλειά του Danny Boyle, μιλώντας πλέον σε ένα πιο ψιλιασμένο κοινό, αλλά και απομονόνωντας το θέμα των ναρκωτικών στις αποφασιστικά ορισμένες συχνότητες της ψυχογραφικής αφήγησης εθισμένων ανθρώπων αλλά και ακολουθώντας τους στο δρόμο της πρέζας.
Η ταινία διαδραματίζεται στην Αμερική στην καρδιά ενός poor-street περιβάλλοντος. Μια παρέα 3 ατόμων(Harry,Marion,Tyrone) εθισμένων στα ναρκωτικά, αλλά ταυτόχρονα και φιλόδοξη προσπαθεί να βρει τον τρόπο να κερδίσει την δόση της αλλά και χρήματα μέσα απ' το μικρό-εμπόριο ηρωϊνης. Πρόκειται για παιδιά απομονωμένα απ' τον κόσμο, με χλύαρους δεσμούς με τις οικογένειες τους αλλά ταυτόχρονα φιλόδοξα και ονειροπόλα. Ο Harry(Jared Leto) έχει ερωτική σχέση με την Marion(Jennifer Connelly), σε έναν απομακρυσμένο κόσμο απ' του περιβάλλοντος τους, τελίως ρομαντικό διοχετευμένο με τα ειλικρινή όνειρά τους. Ωστόσο αυτή η σχέση θρέφεται σε μεγάλο βαθμό απ' την ηρωϊνη πράγμα που θα την κάνει ανίσχυρη στο γεγονός της ελειψής δόσης. Ο Tyrone(Marlon Wayans) βιώνοντας μια φτωχή σε υλικά αγαθά και ανέσεις παιδική ηλικία εκφράζει την φιλοδοξία για την διαφυγή απ' αυτή την κατάσταση σε μια προσπάθεια υλικής συγκομοιδής αλλά και κοινωνικής ανέλιξης. Παράλληλα η Sara(Ellen Burstyn) μητέρα του Harry, παρουσιάζεται ως ένα μοναχικό άτομο, φθαρμένο απ' τον πόνο και εσωτερικά μοναχικό με έντονο αίσθημα ανασφάλειας πράγμα που θα την οδηγήσει σε μια υπερβολική αγάπη με την τηλεόραση. Και στον πόθο της να γίνει ένα με αυτή προσπαθεί μια δίαιτα με drug φάρμακα που θα την οδηγήσει σταδιακά αλλά και ραγδαία στην εσωτερική καταστροφή στην πιο έντονη έκφραση της ψυχολογικής ασθένειας. Ένας συμβολισμός της φθοράς των ατόμων μέσα απ' την απομόνωση, τον πόνο, και την έλειψη συνείδησης που οδηγεί τον άνθρωπο στον αφανισμό του πνεύματος του. Τέλος, η ζωή όλων των ηρώων θα τους επιφυλάξει και απ' ένα εφιαλτικό τέλος.
Η κάμερα όμως του Darren Aronofsky είναι αυτή που θα κάνει την διαφορά. Με γρήγορα πλάνα περασμένα από ένα εθιστικό μοντάζ και tricks διαφημιστικού χαρακτήρα που αποτυπώνονται στο υποσεινήδειτο του θεατή δημιουργεί καθ' όλη την διάρκεια την πιο δυνατή ατμόσφαιρα παραθέτωντας μας την πιο ακίνδυνη δόση ναρκωτικών. Το soundtrack(ένα απ' τα καλύτερα στην ιστορία του κινηματογράφου) χτυπάει τα πλήκτρα της ψυχής του θεατή κουρδίζοντας τον και κάνοντας τον μέτοχο σε μια πολύ σκληρή ταινία με δογματικό ύφος απαισιοδοξίας. Τα ηθικά νοήματα κατά των ναρκωτικών παραμερίζονται στα πλαίσια μιας ρεαλιστικής αφήγησης που θα δώσει στον θεατή την ευκαιρία να διαμορφώσει την ταινία μέσα απ' τα συμπεράσματα που γεννιούνται στον δικό του εσωτερικό κόσμο! Επίσης η ταινία αναδυκνείει και ένα κοινωνικό περιβάλλον, τονίζωντας τις αρνητικές συνέπειες των υλικών αγαθών και της εσωτερικής φθοράς(μέσα απ' την ιστορία της Sara) αλλά και τα αποτελέσματα ταραχώδων παιδικών ηλικιών(σε ευρυζωνικά επίπεδα), μέσα από καταστάσεις πόνου, και το αίσθημα της άρνησης της μορφής της κοινωνίας.
Το Requiem για ένα όνειρο είναι μια ταινία που θα αγαπηθεί απ' όλο το κοινό συνθέτωντας την πιο gothic αλλά και ρεαλιστική ταυτόχρονα ατμόσφαιρα που μπορείς να φανταστείς σε ταινία ανάλογου θεματικού περιεχομένου. Το υπέροχο soundtrack δεν αφήνει τα αυτιά να ζηλεύουν τα όσα μαγεύουν την όραση. Ερμηνείες κυρίως των Jennifer Connelly, Ellen Burstyn και Jared Leto είναι άξιες σεμιναρίου. Πρώτος όμως το σεμινάριο πρέπει να δώσει ο Darren Aronofsky με μια τελείως μοντέρνα αλλά ταυτόχρονα άκρως αποτελεσματική σκηνοθεσία. Ένω άξιου λόγου είναι το τεέυταίο δεκάλεπτο που κυριολεκτικά δε σ' αφήνει να αναπνεύσεις ταξιδεύωντας στο φριχτό προορισμό των πρωταγωνιστών με ακαριαίες εναλλαγές πλάνων σε μια κινηματογραφική οντότητα που δεν ξέρω αν μπορείς να ξανά-συναντήσεις!
Βαθμολογία 9,5/10
http://video.google.com/videoplay?docid=-2020092837358120302
Όποιος θέλει όλη την ταινία μπορεί να την βρει εδώ: http://video.google.com/videoplay?docid=-2020092837358120302
Trainspotting
Σκηνοθεσία: Danny Boyle
Παραγωγής: England / 1996
Διάρκεια: 94'
Το Trainspotting του Danny Boyle έρχεται δυναμικά, χωρίς ταμπού να δώσει λίγο φως στην σκιερή και λογοκριμένη πλευρά των πραγμάτων γύρω απ' τα ναρκωτικά.
Φτιάχνει μια ταινία τοποθετημένη στο περιβάλλον της Σκωτίας περιγράφωντας την ζωή μιας παρέας ανθρώπων, χρηστών απαγορευμένων ουσιών, οι οποίοι διακρίνουν στα μονοπάτια της ζωής την πλάνη, την επιτηδευμένη ευτυχία που διαφημίζεται μέσα από αυστηρά υλικά πρότυπα αλλά και καλά χωνεμενά στερεότυπα. Έτσι η παρέα διαλέγει την εξάρτηση από τις ουσίες, όντας όμως μέλη της ίδιας κοινωνίας πολλές φορές έρχεται στην επιφάνεια μια σύγκρουση, σύγκρουση που οδηγεί στην ενεργή συμμετοχή στην κοινωνία και κατ' επέκταση στον παραγκωνισμό της στάσης της άρνησης που εκφράζεται με τα ναρκωτικά.
Η σκηνοθεσία όπως επίσης και τα υπόλοιπα μέρη της ταινίας(ερμηνείες, φωτογραφίες, σενάριο, διαλόγοι) εντάσονται σε μια νεολαΪκή σφαίρα, όπως άλλωστε επιτάσσει και το θέμα της ταινίας. Αρχικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως η ταινία ντοκυμαντερίζει. Και αυτό συμβαίνει βγάζωντας αρκετά αληθοφανείς, κρυμένες πραγματικότητες στο γυαλί, επίσης με στοιχεία που παρατάσσει στο θεατή γύρω από τις εθιστικές ουσίες και προϊόντα που σχετίζονται με αυτές όπως τα φάρμακά, και τέλος με την παρουσίαση της ζωής εθισμένων ανθρώπων. Απώντος του δραματικού στοιχείου(εξαιρούμενη μια πολύ δυνατή σκηνή που περιγράφει άρτια την λάχτάρα ενός πρεζονιού στο μεταίχμιο δίνωντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα) που θα δώσει μια πιο filmογραφική διάσταση η ταινία βασίζεται κυρίως σε γεγονότα δράσης και γενικότερα σε μια ενδιαφέρον πλοκή που θα την καθιστύσει ένα δραμάτικό film δράσης. Η απώλεια λοιπόν αυτής της δραμάτικης ατμόσφαιρας που θα σε υποβάλει στον κόσμο της ηρωίνης είναι πλήγμα. Ωστόσο στην άλλη πλευρά χαίρει να έχει ενδιαφέρον κωμικές πινελιές.
Τέλος θεωρώ πως η ταινία έκανε επιτυχία χάρης τον πρωτοποριακό της χαρακτήρα, χάρης το τόλμημα της διαφορέτικής άποψης τόσο σε κοινωνικό αλλά και ιδεολογικό επίπεδο. Ωστόσο η έλειψη της απαιτούμενης δραματικής ατμόσφαιρας και κάποιας ερμηνείας που θα σε καθηλώσει, στερεί στην ταινία πολύ απ' την δυναμική της, που τελικώς δείχνει χαμένη σε μία κάπως στεγνή νοημάτων πλοκή γεγονότων. Ωστόσο θα ανοίξει τον δρόμο ώστε 4 χρόνια αργότερα ο Darren Aronofsky με το Requiem for a Dream να υλοποιήσει το αριστούργημα στο συγκεκριμένο ζήτημα. Και αυτό γιατί θα έχει προιδεάσει τους θεατές, αλλά και επειδή κατά την γνώμη μου ο Darren Aronofsky θα απομονώσει και θα χρησιμοποιήσει απ' αυτην την ταινία κάποιες στιγμές-σκηνές που θα είναι και τα κλειδιά της επιτυχίας.
Βαθμολογία 7/10
Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007
Otac na sluzbenom putu
Σκηνοθεσία: Emir Kusturica
Παραγωγής: Yugoslavia / 1985
Διάρκεια: 136'
Η δεύτερη κινηματογραφική δουλεία του Emir Kusturica που θα τον κάνει γνωτό και πέρα απ' τα σύνορα της χώρας του. Η επιτυχία είναι ότι καταπιάνεται με ένα θέμα που αφορά αυστηρότερα την Γιουγκοσλαβία του 50, ωστόσο καταφέρνει να το κάνει από εθνικό θέμα, ένα άκρως ενδιαφέρον κινηματογραφικό δημιούργημα τοποθετημένο σε ευρεία ζώνη.
Η ταινία εξελίσεται στην κομουνιστική Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Δίνεται η καταπίεση των ανθρώπων, με διωγμούς-θανάτους των αντοφρονούντων αλλά και με την καταπίεση του συναισθηματικού κόσμου των ανθρώπων μέσα απ' το αυστηρά ορισμένο πρότυπο της ζωής. Η παρακολούθηση, και η αμείλικτη εξουσία του κομουνιστικού καθεστώς στέκει πολλές φορές ο υποκινητής του δράματος αλλά και των μετά-δραμάτικων στοιχείων.
Αν όμως ο Emir Kusturica έμενε αυστηρά στην περιγραφή της τότε Γιουγκοσλαβίας θα μιλούσαμε για ντοκυμαντέρ. Η ταινία όμως μόνο ντοκυμαντέρ δεν είναι. Περιγράφει τα παραπάνω μέσα απ' το μόνο που μπορεί να 'ναι αυθεντικό σε μια κοινωνία, ένα 6χρονό παιδί, τον Μάλικ(Moreno D'E Bartolli).Και ο Μάλικ λοιπόν γίνεται το πρίσμα του δράματος. Μέσα απ' τις ασαφής του σκέψεις, μέσα από τις παιδικές του επιθυμίες, μέσα απ' τα αφθαρτά του μάτια. Για τον οποίο η καταπίεση του κομουνιστικού καθεστώτος είνα κάτι άυλο. Την βιώνει τόσο σε πρώτο επίπεδο ( αποχωρίζεται συχνα τον πατέρα του ο οποίος στέλνεται εξόριστος, δε μπορεί να έχει μια μπάλλα που τόσο επιθυμεί, δε μπορεί να ζήσει την παιδική ευτυχία-ανεμελία της ηλικίας του) όσο και σε δευτερεύων με το καταπιεστικό σύστημα να διαμορφώνει τις σχέσεις στο σπίτι του(κρυφές επιθυμίες, διάβρωση των ηθών απ' τους γονείς τους αλλά κυριότερα τον φόβο). Έτσι σε μια αυθόρμητη ενέργεια αντίδρασης παρουσιάζεται ως υπνοβάτης...
Μέσα απ΄την ταινία, τονίζεται η καταπίεση των συναισθημάτων. Με την οικογένεια να μπορεί να αφεθεί ελεύθερη μόνο με συνομωτικό χαρακτήρα. Καθρεπτίζεται η διάβρωση των ηθών, με τον Μέσα (Miki Manojlovic) αλλά και τους υπόλοιπους άντρες να υποκινούνται απ' την ηδονή χωρίς αναστολές για τις οικογένειες τους. Ενώ η μητέρα είναι ο εκφραστής της εσωτερικής καταπίεσης.
Το γύρισμα σε πολλά σημεία είναι ιδανικό. Όμως χαρακτηρίζεται από μια ασυνέχεια που θα κουράσει τον θεατή. Οι ερμηνείες από ηθοποιούς στα όρια της τότε Γιουγκοσλαβίας κρινονται τουλάχιστον επαρκής. Ωστόσο σε πολλά σημεία το δραματικό, μελλο-δραματικό ύφος είναι αδικαιολόγητα αυξημένο.
Η αναδεικτήρια λοιπόν ταινία του Βαλκάνιου σκηνοθέτη είναι άξια προς θέαση. Θα δώσει άριστα μια ατμόσφαιρα καταπιεστική, φοβισμένους ανθρώπους, φημωμένα συναισθήματα και διαβρωμένα ήθη μέσα από μια χαμένη αθωότητα. Χρησιμοποιώντας κυριως την ποιητική-ρεαλιστική αφήγηση και τους δραματικούς διαλόγους. Ωστόσο παρουσιάζει μια ασυνέχεια που της απαγορεύει να στεγάσει όλες της τις θεματικές ενότητες σε μια ολότητα.
Βαθμολογία 7/10
Πέμπτη 7 Ιουνίου 2007
Annie Hall
Σκηνοθεσία: Woody Allen
Παραγωγής: USA / 1977
Διάρκεια: 93'
Ο πολύ φημισμένος αυτός σκηνοθέτης, αντλώντας θέματα διαρκώς απ' τον έρωτα και τις κονωνικές-ψυχολογικές συνέπειες του, αλλά και τα ερεθισματά του, καταφέρνει στην εν λόγω δημιουργεία του να τοποθετήσει τις ανυσηχίες του, τα βιώματά του και να θέσει τον θεατή σε ένα διαρκή προβληματισμό γύρω απ' τις σχέσεις με το απέναντι φύλλο.
Η ταινία πραματεύεται την αδυναμία των σχέσεων να συντηρηθούν και να δώσουν την εσωτερική ολοκλήρωση στον καθένα. Πράγμα που θα δωθεί μέσα απ' τον ρόλο του Alvy Singer( που τον παίζει ο ίδιος ο Woody Allen). Πρόκειται για έναν καθημερινό άνθρωπο, τόσο διαφορετικό όσο διαφέρουμε όλοι μεταξύ μας, αυθεντικό και γνήσιο, για έναν άνθρωπο αυτού του κόσμου μακρυά απ' τις ωραιοποιημένες απομιμήσεις ανθρώπων, των χαρακτήρων του Holywood. Εδώ λοιπόν ο Alvy Singer θα μας κάνει μια ξενάγηση γύρω απ' τις σχέσεις του με το άλλο φύλλο επιμένωντας κυρίως στην Annie Hall(Diane Keaton). Άκρως περιγραφικές τόσο με γεγονότα όσο και με σκέψεις που έχουν όμως ως κοινή συνιστώσα την ανάλυση των σχέσεων μεταξύ των ζευγαριών. Περιγράφεται άψογα η νευρικότητα των ατόμων στο ξεκίνημα μιας σχέσης, ο ενθουσιασμός του πρώτου σταδίου της ακμής, η εσωτερική ολοκλήρωση μέσα απ' την παρουσία του άλλου και μετ' έπειτα η παρακμή. Ο νευρωτισμός της ανασφάλειας, ο καθορισμός νέων προσωπικών επιθυμιών μακρυά απ' το ταίρι και η ρεαλιστική επιθυμία για έναν χωρισμό αλλά και ο φόβος απέναντι σε αυτή την σκέψη.
Ο Woody Allen θα κάνει την ταινία του κλασσική, θα την κάνει διαχρονική, ενασχολούμενος με τον πυρήνα του θέματος, γυρνώνας την πλάτη του στα σημεία των καιρών... Γιατί μπορεί όσο περνάει ο χρόνος ένα πρόβλημα να εκφράζεται αλλιώς αλλά ο πυρήνας του δεν αλλάζει. Η επιτυχία του είναι η ρεαλιστικότητα των ρόλων αλλά και των γυρισμάτων. Το αψεγάδιαστο πάντρεμα του οξυδερκής κωμικού στοιχείου και της διαρκής άσκησης του πνεύματος του θεατή. Ενώ το πάθος του για μετάδοση των ερεθισμάτων του περικλύεται μάλλον σε μια υπερβολικά φλύαρη αφήγηση. Φλύαρη αφήγηση που μοιάζει να μην αφήνει τον θεατή ελεύθερο να ταξιδέψει στην αλήθεια του Woody αλλά τον υποβάλλει σε αυτή. Κάτι που αποτελεί ίσως το μοναδικό μειονέκτημα της ταινίας.
Σκηνοθετικά ο Woody δεν θα επιμείνει σε εκθαμπωτικές φωτογραφίες, ούτε θα αναζητήσει σεναριακά ωραιοποιημένους διαλόγους. Θα χρησιμοποιήσει την κάμερα του άλλοτε με γκρό πλάνα αλλά και με τζένεραλ, με σκοπό να υποστηρίξει το πιο "πραγματικό" του σενάριο. Οι ερμηνείες δεν είναι αυτές που θα προκαλέσουν τα φώτα. Άλλοστε δεν είναι αυτός ο σκοπός. Είναι όμως τόσο συμβατές με την ταινία, τόσο του Woody Allen) όσο και της Diane Keaton, που δε θα αφήσουν στιγή τον θεατή μόνο. Αντίθετα θα τον βάλουν για τα καλά στο πλήρωμα του Annie Hall.
Η ταινία κλείνει με έναν άκρως περιγραφικό για αυτήν διάλογο, τον οποίο θα παραθέσω ως αποφώνηση.
Alvin Singler: Γιατρέ έχω ένα πρόβλημα. Δεν ξέρω τι να κάνω με τον αδερφό μου, νομίζει ότι είναι κότα.
Γιατρός: Πιάσε να του μιλήσεις, να καταλάβει ότι δεν είναι κότα.
Alvin Singler: Το 'χω κάνει αλλά δε γίνεται τίποτα.
Γιατρός: Τότε δε σου μένει παρά να τον κλείσεις σε άσυλο.
Alvin Singler: Αυτό δε γίνεται γιατρέ μου γαιτί χρειάζομαι τα αυγά.
Έτσι και οι σχέσεις. Δε μπορούν να μας κάνουν ευτυχισμένους για πάντα όμως χρειαζόμαστε τα αυγά.(Ελέυθερη απόδωση)
Βαθμολογία 8/10
Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007
Running Scared
Σκηνοθεσία: Wayne Kramer
Παραγωγής: Germany / USA / 2006
Διάρκεια: 122'
Ο Wayne Kramer παίρνει την κάμερα του, προσαρμόζει την σκηνοθεσία του στα νεομοντέρνα πρότυπα κινηματογράφησης με κύριο αποτέλεσμα την δημιουργεία αρνητικών εντυπώσεων προς το περιεχόμενο της ταινίας.
Και αυτό κυρίως γιατί τονίζεται η έλειψη του σεναρίου μέσα απ' την έμφαση της τεχνολογίας των εφφέ. Κάτι που ξεγυμνώνει τις όποιες θεματικές ενότητες. Μιλάμε για μια άσχημη ταινία, με αδιάφορες ερμηνείες(εξαιρώ την όαση μέσα στην έρημο του μικρού και ταλαντούχου Cameron Bright), με σενάριο που εξυμνεί τις αρχές της αναιτιότητας. Ταινία που δηλώνει ρεαλιστική, αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο καταλήγει να κάνει μια άριστη δυσφήμηση στο φανταστικό στοιχείο του κινηματογράφου. Και φανταστικό γιατί τελικώς η αλήθεια του πρόκειται για ένα εξαιρετικά φαντασιόπληκτο ψέμμα. Η ταινία εξελίσεται ανάμεσα σε 2 ζευγάρια στις φτωχογειτονιές της Αμερικής. Σε ένα περιβάλλον δολοφονικών συμμοριών και διεφθαρμένων αστυνομικών.
Ο Joey (Paul Walker), μέλος μιας συμμορίας που μόλις έχει σκοτώσει διεφθαρμένους αστυνομικούς με σκοπό την διακίνηση ναρκωτικών. Του αναθέτεται να φυλάσει το όπλο στην αφάνεια. Βρίσκει μπελάδες όμως όταν ο φίλος του γιου του και γείτωνας, Oleg (Cameron Bright) ανακαλύπτει το όπλο και το χρησιμοποιεί για να πυροβολήσει τον μανιακό δουκικό πατέρα του, που ξυλοκοπεί διαρκώς τόσο την μητέρα του αλλά και αυτόν. Κάπου εκεί μπαίνει και ο διεφθαρμένος detective (Chazz Palminteri) και όλοι κυνηγούν το όπλο και κατ' επέκταση των μικρό για τις δικές τους σκοπιές.
Τα πλάνα αυτά καλύπτονται με διαρκή flash back, rewind εστίαση, δίνωντας ενδιαφέρον μεν σε ένα διαρκή ανθρωποκηνυγητό, καλύπτωντας με τον πιο φτηνό τρόπο ένα φτωχό σενάριο... Κάπου στο ενδιάμεσο την παράσταση θα κλέψει και η γυναίκα του Joey(Vera Farmiga) ως κριτής και τιμωρός του καλού και του κακού. Ένα γλοιώδης happy end περιμένει τον θεατή που θα αντέξει μέχρι το τέλος, και μια αποκαθήλωση του "καλού", χρήζωντας το μέλος της συμμορίας Joey ως τον καλό μυστικό πράκτορα, δηλαδή με επίκληση στη στολή. Με τεχνάσματα που όχι μόνο δε πείθουν, αλλά επικαλούμενα την κακογουστία και την αφάνεια του πνεύματος δίνουν πολύ αηδιαστική οπή στην ταινία.
Συνοψίζωντας, η κάμερα του Wayne Kramer χρησιμοποιεί άψογα τις νέες τεχνολογίες. Όμως αυτό το άψογα έχει αντιστρόφως ανάλογο αποτέλεσμα στην καταγραφή της ταινίας. Γιατι με την υπερβολή το σεισμόπληκτο σενάριο γίνεται ακόμα πιο άπορο. Πάντως θα 'χε ενδιαφέρον η εν λόγω τεχνική στα χέρια ενός πιο μεστού σκηνοθέτη, στις ανάγκες μιας πιο ώριμης ταινίας. Ενώ ερμηνευτικά δε μπορείς να ξεχωρίσεις κάποιον αδύναμο κρίκο, καθώς όλοι τίθονται ανεπαρκής στο όποιο σχέδιο είχε στο μυαλό του ο σκηνοθέτης. Αυτό δίνει την δυνατότητα μέσα απ' τον βούρκο να ξεχωρίσει ο μικρός Cameron Bright που είναι και το μοναδικό θετικό στοιχείο της ταινίας. Μόνο για αυτόν λοιπόν, και λίγο για το ενδιαφέρον που συντηρείται παρά την χαζή εστίαση, Βαθμολογία 3/10
Κυριακή 3 Ιουνίου 2007
Zivot je cudo
Σκηνοθεσία: Emir Kusturica
Παραγωγής: Serbia and Montenegro / France / 2004
Διάρκεια : 155'
Ταινία με αριστουργηματική γραφή με έναν απ' τους λιγοστούς εναπομείναντες ελπιδοφόρους σκηνοθέτες.Η ταινία του μπορεί να κινείται στα γνωστά, όμως πάντα μαγευτικά πρότυπα του Underground (1995), αλλά και μετέπειτα δουλειών του. Ωστόσο αυτό δεν της απαγορεύει να βρεθεί στην κορυφή και να αναδείξει την κινηματογραφική φλόγα που κατέχει αυτός ο Βαλκάνιος σκηνοθέτης...
Άκρως αισιόδοξος, άκρως μεθυστικός, μα ταυτόχρονα βαθιά πνευματικός. Με τον χορό, τους οξείς ήχους να χτίζουν μια γεμάτη ατμόσφαιρα, που με τις γρήγορες εναλλαγές γίνονται άκρως ευχάριστη. Στα πλαίσια κωμικών σκηνών που πολλές φορές μέσα από την σάτιρα αγγίζουν την τραγωδία, εξερευνώντας έτσι το απύθμενο λευκό στο πανέρι των χρωμάτων της ζωής δια του μηχανισμού της αντίθεσης. Μέσα από τεράστιες αντιφάσεις,(πολέμους, ρημαγμένα σπίτια, χαμένες οικογένειες) τονίζεται το θάυμα της ζωής, με τις σάλπιγγες και τις άρπες του Emir Kusturica να εξυμνούν τον άνθρωπο. Έναν άνθρωπο απελευθερωμένο από υποχρεώσεις, αδιάφορο προς όλα τα πάνδυνα που στέκουν παράμερα απ' την πλαγιά της καρδίας του και γεμάτο συναίσθημα.
Συναίσθημα που τον κάνει να αγαπάει, να χαίρεται, να νιώθει, να ζει. Συναίσθημα που τον κάνει ικανό να ανεβοκατέβει χιλιάδες φορές την πλαγιά της καρδιάς του, για να αγγίξει λίγο απ' το όνειρο του. Σε ένα ακούραστο ανεβοκατεβατό, καθώς είναι εργαλείο του μοναδικού γνήσιου εκφραστή του ανθρώπου, το συναίσθημα. Αντίθετα με την κούραση που υποχρεώνει η εξαναγκαστική ενασχόληση με πράγματα που τελικώς δε μας ανήκουν. Και όλα αυτά με τον Emir Kusturica να κατέχει το μαγικό ραβδί και να καταφέρνει να εξισορροπεί τον κόσμο της αλληγορίας, τον κόσμο της σκληρής πραγματικότητας, μέσα από πλάνα που σου δείχνουν πως εκτός απ' την ζωή και ο κινηματογράφος είναι θαύμα, αρκεί να βρίσκεται στα κατάλληλα χέρια. Τα αισιόδοξα μυνήματα ντύνει υπέροχη σχετική μουσική που έχει πιάσει απ' το χέρι την ταινία και την οδηγεί.
Έτσι αυτού του θαύματος εκφραστής είναι ο Luka(Slavko Stimac), ένας άνθρωπος καθαρός σαν το ρυάκι της άνοιξης. Μπορεί να χάνει τον υιο του στο στρατό, την γυναίκα του να τον απατά, όμως αυτό δεν θα απαγορεύσει στη καρδιά του να νιώθει, να ζει... Με έναν απρόβλεπτο έρωτα, αλληγορικό έρωτα με την ζωή, την καθαρή φύση, με τον άνθρωπο να καταδεικνύεται μέσα από το άγνωστο αύριο που βαδίζει στις ράγες των επιθυμιών του. Στο άλλο άκρο με σκηνές πρώτης κλάσσης χιούμορ σατιρίζονται άνθρωποι και καταστάσεις ,διεφθαρμένοι, και με την απώλεια του γνήσιου συναισθήματος. Άνθρωποι που κυβερνούνται απ' το συμφέρον. Τονίζωντας πως για αυτούς η ζωή είναι ένας διαρκής φόβος, μακρυά απ' την ελπίδα, μακρυά απ' το όνειρο. Κάτι που οδηγεί και σε βασικές αιχμές κατά του συστήματος του στρατού και του εξαναγκαστικού του χαρακτήρα.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Emir Kusturica δουλεύει πάλι με άσημους ηθοποιούς, οι οποιοί αγκαλιασμένει από αρμονοία και αρίστως ενσωματωμένοι στο περιεχόμενο της ταινίας δείχνουν να μεγαλιουργούν. Κάνωντας την ταινία άκρως γοητευτική.
Συνοψίζωντας, θεματολογικά γεμάτη η ταινία δεν θα κουράσει σε καμία περίπτωση, ενώ η επιτυχία του σκηνοθέτη είναι το ότι καταφέρνει να δώσει το οραμά του απ' το μυαλό στο πανί και απ' το πανί στον θεατή χωρίς τις παραμικρές απώλειες. Και μάλιστα με σκηνές που θα μαγέψουν, θα προβληματίσουν, και θα αποτυπώσουν τον κινηματογράφο ως ένα θαύμα.
Βαθμολογία 9,5/10( κόβω μισό πόντο, μόνο και μόνο επειδή έχει αρκετά στοιχεία από προηγούμενες δουλειές του)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)