το μόνο μέρος που μπορώ να κρυφτώ είναι το χαμόγελο της μητέρας μου
Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017
Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017
O Padre e a Moça (Joaquim Pedro de Andrade)
Κι ο ήλιος χρύσιζε τα στάχια, το χορτάρι. Ένας διάφανος ήλιος. Σχεδόν άρρωστος. Ριγμένος με μια κλίση πάνω στη γη που σχημάτιζε. Αναπάντεχα μία απροσδόκητη πύλη κάτω απ' τις φυλωσιές σχημάτιζε. Μια πύλη ελαφριά όπως άνεμος. Παράλογη όπως ο άνεμος. Μια πύλη αλλόκοτη, διαταρραγμένη. Καθώς την πλησιάζεις όλα χάνουν το βάρος τους. Η γέννησή σου αλλάζει ημερομηνία. Συνθλίβονται οι σημασίες. Καταργείται το νόημα. Τα ρούχα σου δε βαραίνουν στο σώμα σου. Δε μαρτυρούν τίποτα για αυτό. Ούτε οι ουλές, ούτε οι πόθοι σου. Το όνομά σου, αν είχες ένα, ελαφρύ κι αυτό. Παρασύρεται στο τσίριγμα των πουλιών. Λησμονιέται. Ιερέα αν σε λέγανε ή πόρνη, ο ιερέας και η πόρνη δεν έχουν πια σώμα, δεν έχουν λαιμό να κάτσει η ταμπέλα τους. Μπροστά απ' αυτή την πύλη το απόλυτο άγνωστο, το ευλογημένο χάος ευλογεί τις πυξίδες σου. Κάνει από πούπουλο τις ρίζες σου. Μπροστά απ' την πύλη δεν υπάρχει πλάνη. Όλοι οι δρόμοι ανοιχτοί. Απερπάτητοι. Η γάτα έχει εφτά ζωές. Η πύλη έχει όλες τις ζωές και τις εφτά της γάτας. Μόνο τα μαλλιά μου έχουν το ίδιο μήκος και το σφρίγος στα πόδια σου. Αυτά είναι το μόνο γνώριμο ευαγγέλιο σ' αυτή τη νέα γη, σ' αυτή τη νέα χώρα. Και τα χείλη μου, τα χείλη μας, ακόμα υγρά όπως μια γη φροντισμένη. Εσύ πλησίασες. Την πύλη πλησίασες. Ήθελες να δεις την σύνθλιψη των εικόνων. Τις ιδέες να κομματιάζονται. Τον καθρέφτη που δεν καθρεφτίζει. Το φως των κεριών που δεν τρέμει πάνω στα ασημένια κηροπήγια. Τα σύμβολα στην αληθινή τους διάσταση, εξανεμισμένα. Το παρελθόν, όχι πια παρελθόν. Το μέλλον, ούτε μέλλον, ούτε προσδοκία. Το άγιο δισκοπότηρο χωρίς χείλη να κρέμονται από πάνω του. Μ' ένα βήμα περνούσες. Μ' ένα βήμα διέσχιζες. Μ' ένα βήμα έκοβες. Η ανάσα κιόλας ανώνυμη. Τόσο πολύ πλησίασες. Κι εγώ σε κοιτούσα. Έξω απ' το σώμα μου. Ακουμπισμένη πιο πολύ στην σκιά μου. Είχα ήδη χάσει το βάρος μου. Μ' όλους τους τόπους μπροστά να πέφτουν, να κρέμονται σαν στολίδια απ' τις πλαγιές κι απ' τον ήλιο σου. Μα εσύ μπροστά δεν έκανες. Εσύ πίσω έκανες. Ένα βήμα πίσω έκανες. Στην απόσταση παρεμβαίνοντας. Στην βαρύτητα παρεμβαίνοντας. Την βαρύτητα που έκανε τον ήλιο να πέσει. Να χάσει το ύψος του. Να χάσει την θέση του. Να χάσει την κλίση του. Να σβήσει την πύλη του. Εσύ επέστρεψες. Είχες ένα όνομα κάτω απ' το μαξιλάρι να σε περιμένει και επέστρεψες. Σ' αυτό το όνομα. Εγώ δεν είχα όνομα. Σώμα δεν είχα. Κι έμεινα κάτω απ' τις φυλλωσιές. Εκεί που η πύλη έτεμνε το σύνορο του κόσμου. Το σύνορο του κόσμου μου. Αμετατώπιστου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)