15. Tabu
Στέκεται μόνη. Έξω απ’ το παραμύθι. Έξω απ’ το χρόνο. Έξω από τη νοσταλγία που απομακρύνει τα πράγματα. Αυτός έρχεται από μια ξένη γη. Απ’ την επαγγελία των ανεκπλήρωτων παθών. Απ’ τα πόδια του στάζει αίμα. Την καλεί η μυρωδιά του. Αυτοί χορεύουν. Χορεύουν ρυθμικά τον επικήδειο μιας μήτρας σπασμένης. Περιμένει ο κροκόδειλος. Η λίμνη αναπνέει αργά. Αργό το σύρσιμο της φωνής, σε στάση αναμονής. Οι αποσκευές δεν βρίσκουν ποτέ τον τελικό παραλήπτη. Μα να θυμάσαι, τα χέρια μου ήταν ρόδα κάποτε που έσταζαν τρυφερά στα μαλλιά σου. Τα χέρια μου επιστρέφουν στη γη.
14. Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού
Το αγόρι πεινάει. Το αγόρι αρνείται να τραφεί. Το αγόρι και η πείνα του συνυπάρχουν. Το αγόρι αποδέχεται. Το αγόρι ρημάζεται. Το αγόρι υποτάσσεται. Το αγόρι από μέσα του κλαίει. Το αγόρι απ’ έξω του βουβό. Το αγόρι δέχεται άπραγο. Το αγόρι το σκεπάζει η μοναξιά. Το αγόρι είναι αμεταχείριστο. Το αγόρι είναι αχάιδευτο. Το αγόρι είναι απροστάτευτο. Το αγόρι αρνείται να τραφεί. Το αγόρι αρνείται το ξένο σώμα. Το αγόρι τραγουδάει. Το αγόρι ρουφάει την καρδιά του μοιρολογιού. Το αγόρι το σκεπάζει η μοναξιά. Το αγόρι κλαίει από μέσα του. Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού.
Κοιτάζει το ζώο στα μάτια. Θέλει να αγγίξει τον ταύρο στο πρόσωπο. Θέλει να τιθασεύσει την αιχμηρή σκιά του παραμυθιού. Το ζώο σφαδάζει. Οι ηττημένοι επευφημούν. Αυτή δαγκώνει την ερυθρή καλοσύνη τους. Αυτή αιμορραγεί. Το σώμα της μεταρσιωμένο αγναντεύει το κενό. Αυτοί προσκυνούν. Αυτή χαμογελάει. Αυτοί φωνάζουν. Αυτοί δοξάζουν. Λόγια βρώμικα. Προσευχές βρώμικες. Πρόσωπα της κακίας. Πρόσωπα όμοια. Πρόσωπα καθημερινά. Ετοιμάζονται να την κάνουν παραμύθι.
12. Teddy Bear
Οι σάρκες του είναι ραγισμένες. Το σώμα του δεν τον χωρά. Τα
κλαδιά του συστρέφονται. Προς τα μέσα. Μαμά ο κήπος που με φύτεψες δεν έχει
ήλιο. Δεν έχει ουρανό. Μέσα στην κεραμική σου μήτρα ασφυκτιώ. Μαμά κλάδεψε τον
κήπο. Μαμά κόψε τα κλαδιά. Θέλω να γεννηθώ. Να γεννηθώ σε άλλο κήπο. Τα στήθη
σου δεν έχουν γάλα. Οι ρίζες μου έχουν τα στήθη σου. Ξεχύνονται έξω απ’ το σώμα
μου. Οι ρίζες μου, τα στήθη σου, γίνονται θηλιά. Αγκαλιάζουν τις ραγισμένες μου
σάρκες που –εδώ που με στρίμωξες- με καταπίνουν.
Θέλει να με πάει μακριά.
Θα με πάει μακριά.
Μακριά θα μ’ αγαπάει;
Θα είμαστε αμόλυντοι μακριά;
Στην αρχή ήμουν άγιος.
Αλλά με είχαν συγχωρήσει;
10. Caesar Must Die
Έχουν δυο πόδια σαν όλους. Δυο πέλματα με πέντε δάχτυλα. Θα έπρεπε να ήταν έξω να περπατούν κάτω απ’ τον ήλιο και μέσα σ' ανθρώπινες συναναστροφές από χνούδι. Κανονικά θα έπρεπε να περπατούν ανάμεσα στα δέντρα και η μεγάλη σκιά να δροσίζει την καρδιά τους. Όμως το επισκεπτήριο δεν διαρκεί. Έχουν κορμιά για έρωτα, όπως όλοι. Όμως, τα τείχη είναι ψηλά κι αυτοί είναι θαμμένοι. Οι χειρονομίες τους μαράζωσαν, η φωνή τους σπάει σαν φύλλο ξερό. Ξεχάστηκαν και ξέχασαν να υπάρχουν. Κλεισμένοι σ’ ένα σπίτι χωρίς χρόνο και χωρίς παράθυρα. Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει.
9. La sirga
Τις νύχτες ο βάλτος μας γίνεται λίμνη. Οι αιθέριες φυτεύουν
ξανά στο βυθό χρυσόσκονη. Όποιος έμεινε σ’ αυτά τα μέρη κρατάει μαχαίρι για να
κοιμηθεί. Τα ψάρια κολυμπάνε ανέμελα, όμως ο αέρας μέσα απ’ τις καλαμιές έχει σκοτάδι
και μυρίζει απειλή. Η ομίχλη έρχεται μέσα στο σπίτι μας. Κι απ’ έξω κανείς δε
γνωρίζει τι έχει συμβεί. Μα όσο κουρασμένος κι αν είναι ένας τόπος, πάντα
βρίσκει τη δύναμη να αναγεννηθεί. Όσο τσακισμένος κι αν είναι ένας άνθρωπος
–ποιος ξέρει από ποιο μυστικό απόθεμα;- πάντα βρίσκει τον τρόπο να αναστηθεί.
Ο νεκρός είναι δεμένος από έναν πάσαλο στα ελαιόλουτρα. Η Ευρυδίκη μυρίζει το σπέρμα του πατέρα. Εφιάλτης είναι το όνομα που ακούμε όταν κάποιος ζητάει βοήθεια. Η Ευρυδίκη περνάει με τη γλώσσα της μια στρώση ζωής στο επιθανάτιο δέρμα. Η ιστορία του νεκρού τους τρομάζει όλους. Η μορφή του πατέρα σβήνει σαν φωνή που μακραίνει σε όνειρο. Οι μύες του προσώπου του μαλακώνουν. Το πέος του εξαγριώνεται. Η Ευρυδίκη γλείφει στο σημείο που στάζει αίμα. Η Ευρυδίκη ρουφάει πιο δυνατά. Ο νεκρός ανασηκώνεται. Ο νεκρός τη γαμάει. Ο θάνατος την παίρνει. Της παίρνει τον θάνατο. Η Ευρυδίκη φωνάζει. Ο ήλιος, που είναι λιγότερο πράσινος, τους καίει τα όνειρα. Τους καίει το σώμα. Η μορφή του πατέρα έχει εγκαταλειφθεί σε μια θάλασσα χωρίς νερό και χωρίς ορίζοντα. Τα παιδιά του πατέρα αφήνουν τις πληγές τους να κοιτάζουν στον ήλιο. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε τόση άνωση στον πόνο.
Έχω χρήμα. Και επειδή έχω χρήμα επιθυμώ. Και επιθυμώ επειδή
μπορώ να επιθυμώ. Μπορώ να επιθυμώ επειδή έχω χρήμα. Κι αφού έχω χρήμα, κι αφού
δίνω χρήμα, κάποιος μεσολαβεί για να ικανοποιεί αυτό που επιθυμώ. Κι αφού έχω
χρήμα, κι αφού το χρήμα εκπληρώνει αυτό που επιθυμώ, επιθυμώ πιο έντονα, πιο
ασύδοτα, πιο λαίμαργα. Πιο αντανακλαστικά. Πιο αυτόματα. Σχεδόν οργανικά. Κι
αφού έχω χρήμα, κι αφού το χρήμα εξαγοράζει την ικανοποίηση της επιθυμίας, οι
επιθυμίες μου αποκτούν ταυτόχρονα και εξουσία και νομική ισχύ. Συνδυασμός
τερατικός. Οι επιθυμίες μου γίνονται πιο ακόρεστες. Πιο ιδιότροπες. Πιο
αχαλίνωτες. Πιο τέρατα. Κι αφού έχω χρήμα, κι αφού μπορώ να αγοράζω την
ικανοποίηση, υπάρχω μέσα από της επιθυμίες μου και από την ορατότητα της
εκπλήρωσης τους. Αυτός είναι ο παράδεισος της επιθυμίας. Ο παράδεισος του
έρωτα. Ενός έρωτα χαλασμένου. Ενός έρωτα τέρατος, αλλά καθ’ όλα νόμιμου.
6. Ο Μανάβης
Διαλέγει αποβραδίς τα λάχανα, τα φρούτα, τα όσπρια. Τα βάζει
στα τελάρα. Αποβραδίς το φορτηγό φορτώνει. Και ξεκινά ταξίδι ζόρικο. Εκεί που
δεν πα κανένας άλλος, αυτός χοροπηδά. Διασχίζει τα βράχια τα σκληρά, τους θάμνους,
τα πέτρινα γεφύρια. Για να προσφέρει τους καρπούς σε χέρια ροζιασμένα. Για να
προσφέρει τους καρπούς σε πρόσωπα που τα ‘χει φάει η ερημιά, και που κι αυτά γλυκά
τη ‘φαγαν. Χαρίζει τη ντομάτα με χαμόγελο. Με μάγουλα ροδιά. Προτείνει το
σταφύλι με πονηριά όλο σκάνταλο. Προσφέρει τη γεύση. Προσφέρει συντροφιά. Με
πόνο ή χωρίς, mε μοναξιά ή όχι, o άνθρωπος πρέπει να είναι άνθρωπος.
5. Νο
Αυτοί μου ζητούσαν να πάρω το μέρος του ενός ή του άλλου. Μα
όσο εισχωρούσα βαθιά καταλάβαινα ότι δεν υπήρχε μέρος. Αυτοί ζητούσαν να μ’
έχουν, να τον έχουν, να μας έχουν με το μέρος τους. Να έχουν το πιο μεγάλο
μέρος. Αδίστακτο το πρόσωπο της εξουσίας της πλειοψηφίας. Κι αυτοί που χάνανε,
σα να το απολαμβάνανε το χάσιμο. Σα να απολαμβάνανε τη θέση του ηττημένου. Την ήττα
του αδικημένου. Οι άλλοι σκοτώνονταν κι αυτοί ανάβανε και το ευχαριστιόνταν για
τη δημοφιλία που μπορούσαν να εξαργυρώσουν απ’ το θάνατο. Για την πόλωση και τη
συσπείρωση που μπορούσαν να αντλήσουν απ’ τη βαρβαρότητα των άλλων. Η θέση του
κακομεταχειρισμένου θύματος είναι χρυσορυχείο. Κι από την άλλη, αυτοί που
κέρδιζαν, με όποιον τρόπο, πάλι το ευχαριστιόνταν. Κρυβόντουσαν πίσω απ’ την
ισχύ της νίκης, κι εφάρμοζαν και άλλη ισχύ και άλλη εξουσία, πιο δυνατές και
πιο ζόρικες, κι έσπερναν κι άλλο τρόμο, για να τους έχουν όλους με το μέρος τους.
Μία στρατιά φοβισμένων και υποταγμένων. Όταν τέλειωσε όλο αυτό, δεν πήγα ούτε
με τους μεν ούτε με τους δε. Μόνο κατάλαβα, πως για ανθρώπους όπως εγώ, που
είμαι με το μέρος μου, το μέρος όλων, δεν υπάρχει τόπος, δεν υπάρχει μέρος.
4. Bella addormentata
Στις μέρες μου ο κόσμος ήταν ασθενής. Αυτό που λέμε κανονική
πραγματικότητα ή κοινωνικός ρεαλισμός ήταν χάλια. Πολύ χάλια. Βαριά άρρωστο.
Και εμείς κρατούσαμε τον ασθενή διασωληνομένο. Τον κρατούσαμε κακήν κακώς να
μην πεθάνει. Με συνεχείς ναρκώσεις. Ο ασθενής σε κώμα. Ούτε νεκρός, ούτε
ζωντανός. Σε κώμα. Είναι φορές που ο θεραπευτής έχει μεγαλύτερη ανάγκη τον
ασθενή, από ότι ο ασθενής τον θεραπευτή του. Αν ο ασθενής θεραπευτεί ή πεθάνει,
αυτό θα ήταν μια κατάληξη. Και ο θεραπευτής θα έβγαινε στη σύνταξη. Όχι, καλύτερα
σε κώμα η ζωή. Ωραία κοιμωμένη. Και εμείς χρήσιμοι, πολύ χρήσιμοι, χρήσιμοι για
τους εαυτούς μας. Οδηγούμε στο χειρουργείο τη ζωή. Και έπειτα μας πείθουμε πως μας
έχει ανάγκη. Μεγάλη ανάγκη.
3. Amour
Την αγαπούσα πολύ. Την αγαπούσα με μια αγάπη ανθρώπινη. Δηλαδή, την αγαπούσα μέσα από μένα. Δε θα της επέτρεπα να πεθάνει. Να φύγει μακριά, να σπείρει τέτοια ερημιά και τόσο πόνο. Εκεί, εκεί βαθιά στο μέρος όπου την αγάπησα. Εγώ την αγαπούσα, και τα ζεστά της χέρια κρύωναν, φίλιωναν με το θάνατο. Με θύμωνε. Με πρόδιδε για αυτόν. Σιγά σιγά κατέπιπτε. Μαζί πέφταμε ολοένα. Οδηγούταν στη φθορά. Οδηγούταν στην αιωνιότητα. Κι αφού μέσα απ’ την αγάπη μου, τελικά την αγάπησα, αυτή έφυγε, και με πήρε μαζί της, ολόκληρο.
2. The Master
Ποιος μπορούσε να πάρει την καρδιά του παιδιού και να την
κρατήσει ανέγγιχτη; Εκείνο τον καιρό ήμασταν θαμμένοι βαθιά μες το τούνελ.
Φοβόμασταν το σκοτάδι. Και το πολεμούσαμε με σκοτάδι. Σκεπάζαμε το σκοτάδι με σκοτάδι. Ιδέες και αξίες που μας ταΐζανε και εμείς κρατιόμασταν και είχαμε
ανάγκη και ασπαζόμασταν για να μη φοβόμασταν. Όσο πιο σφικτά κρατιόμασταν τόσο
πιο πολύ φοβόμασταν. Όσο πιο έντονα καταφεύγαμε σε ιδεολογίες και αξίες για να
σκεπάσουμε τους φόβους μας, τόσο πιο εξαρτημένοι γινόμασταν από αυτούς. Τόσο πιο φανατικά αγκαλιάζαμε τις ιδέες που διαδίδονταν. Οι φόβοι μας καθαγιάζαν τους κύρηκες. Ποιος μπορεί να πάρει την καρδιά του παιδιού και να την
κρατήσει ανέγγιχτη; Ποιος μπορεί να φτιάξει ένα ποίμνιο χωρίς πιστούς, χωρίς
εντολές και χωρίς θρησκεία;