Ένα ένα τα δάχτυλα πέφταν στο ξεβρασαμένο κομοδίνο της,
άρρυθμοι και αμήχανοι χτύποι που φόρτιζαν την ατμόσφαιρα.
Το μυαλό της ήταν κενό, ένα άδειο μπαούλο που σφυροκοπούσαν οι θύμισες.
Ένας ουρανός γεμισμένος αστέρια,
που καλά κρύβονταν πίσω απ' τα μαυρισμένα σύννεφα.
Διαβατάρικες σκέψεις που κουρασμένη πια δε συγκρατούσε.
Έρχονταν και έφευγαν,
μόνο φούσκωναν λίγο ακόμα την ήδη ξεχειλωμένη μνήμη της.
Στάθηκε για λίγο, μια στιγμή.
Σιωπή...μια τυφλή σιωπή δίχως σύνορα.
Ποιος ξέρει πόση ώρα στέκονταν έτσι, αμίλητη;
Ποια λύση πάλευε;
αφού ήξερε ότι...
Ήθελε να φυλακίσει εαυτόν στο παρόν της.
Πως το άπειρο άραγε καλουπώνεις;
Δεν είχε επιλογή.
Όταν τα ρολόγια χτυπούν, με αδύναμα πόδια στέκουμε όλοι.
Τώρα δεν μπορούσε να το αρνηθεί.
Δεν μπορούσε να αρνηθεί όσα η κιμωλία του χρόνου σημείωνε στο μαυροπίνακα του μυαλού της.
Λέξεις που χάραζαν την ακόμα παιδική καρδιά της.
Ένα χοντρό δάκρυ έτρεξε στο πρησμένο με πόνο μάγουλο της.
Το βλέμμα έμενε σφηνωμένο στα φθαρμένα της συρτάρια,
εκεί που κείτονταν τα κιτρινισμένα ημερολόγια της,
εκεί που αναπαύονταν οι μνήμες χρόνων.
Σαν να διάβαζε σωρεία σελίδων, που γέμιζαν αδιάκοπα το άσπρο των ματιών της.
Πήρε βαθιά ανάσα...
Φεύγω, είπε!
Με σφιχτό χαμόγελο και από καρδιάς φιλί χαιρέτησε.
Έσφιξε στο χέρι την μεγάλη πράσινη βαλίτσα...
Μα στο κεφάλι της χαρούμενα κρέμονταν
ο αγαπημένος των παιδικών της χρόνων σκούφος...
3-04-08
άρρυθμοι και αμήχανοι χτύποι που φόρτιζαν την ατμόσφαιρα.
Το μυαλό της ήταν κενό, ένα άδειο μπαούλο που σφυροκοπούσαν οι θύμισες.
Ένας ουρανός γεμισμένος αστέρια,
που καλά κρύβονταν πίσω απ' τα μαυρισμένα σύννεφα.
Διαβατάρικες σκέψεις που κουρασμένη πια δε συγκρατούσε.
Έρχονταν και έφευγαν,
μόνο φούσκωναν λίγο ακόμα την ήδη ξεχειλωμένη μνήμη της.
Στάθηκε για λίγο, μια στιγμή.
Σιωπή...μια τυφλή σιωπή δίχως σύνορα.
Ποιος ξέρει πόση ώρα στέκονταν έτσι, αμίλητη;
Ποια λύση πάλευε;
αφού ήξερε ότι...
Ήθελε να φυλακίσει εαυτόν στο παρόν της.
Πως το άπειρο άραγε καλουπώνεις;
Δεν είχε επιλογή.
Όταν τα ρολόγια χτυπούν, με αδύναμα πόδια στέκουμε όλοι.
Τώρα δεν μπορούσε να το αρνηθεί.
Δεν μπορούσε να αρνηθεί όσα η κιμωλία του χρόνου σημείωνε στο μαυροπίνακα του μυαλού της.
Λέξεις που χάραζαν την ακόμα παιδική καρδιά της.
Ένα χοντρό δάκρυ έτρεξε στο πρησμένο με πόνο μάγουλο της.
Το βλέμμα έμενε σφηνωμένο στα φθαρμένα της συρτάρια,
εκεί που κείτονταν τα κιτρινισμένα ημερολόγια της,
εκεί που αναπαύονταν οι μνήμες χρόνων.
Σαν να διάβαζε σωρεία σελίδων, που γέμιζαν αδιάκοπα το άσπρο των ματιών της.
Πήρε βαθιά ανάσα...
Φεύγω, είπε!
Με σφιχτό χαμόγελο και από καρδιάς φιλί χαιρέτησε.
Έσφιξε στο χέρι την μεγάλη πράσινη βαλίτσα...
Μα στο κεφάλι της χαρούμενα κρέμονταν
ο αγαπημένος των παιδικών της χρόνων σκούφος...
3-04-08
(Πηγή αφίσας: Deviantart
χρήστης: Boomell)
χρήστης: Boomell)